Τετάρτη 31 Μαρτίου 2010

ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΚΟΤΗΤOΣ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ (5)


ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΕΚ 'ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΚΟΤΗΤOΣ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ (4)'

*ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 2*

Ο Χριστός του Παύλου

Ο Παύλος βασισμένος σε ό,τι κυκλοφορεί μέχρι την εποχή του γύρω από τις μεσσιανικές και εσχατολογικές κινήσεις περί του Μεσσίαχ (Χριστού) των Εβραίων, εγ­καινιάζει μία νέα μεσσιανική και εσχατολο­γική αί­ρε­ση τoυ Ioυδα­ϊ­σμoύ, τoν Παυλι­κό Χριστιανισμό. Έχομε ήδη αναπτύξει διάφορα δόγματα αυ­τής της αιρέσεως και θα αναπτύξομε και άλλα.
Σε σχέση με τον κατοπινό Χριστιανισμό των Ευαγγελίων, εισαγωγικώς και επιγραμματικώς αναφέρομε ότι: Ο Παύλος δεν γνωρίζει τίποτα από τα υποτι­θέμε­να «γεγο­νότα» των τεσσάρων κανονικών Ευαγγελίων και ο Χριστός του δεν είναι ο γιος του τέκτονος (μαραγκού ή χτίστη) Ιωσήφ ή του Αγίου Πνεύματος και της Μαριάμ, με αδελφούς και αδελ­φές (Ματθαίος ιβ΄: 47, ιγ΄: 55-56, Μάρκος γ΄: 31-35, στ΄: 3, κ. α.), ο θαυ­μα­τοποιός Ιησούς, αλ­λά, όπως έχο­με ήδη μερι­κώς αναπτύξει και θα αναπτύ­ξομε πε­ρισσότε­ρο στο πα­ρόν μέ­ρος και ακολούθως, μέ­σα στις Επι­στολές και την θεολο­γία του παρου­σιά­ζει έναν ου­ράνιο, απεσταλμέ­νο, αιθέριο, γνωστικιστικό Χριστό. Δεν μας παραδίδει καμία διδασκαλία του Ιησού Χριστού αλλά ερμηνεύει το πλανώμενο εσχατολογικό κήρυγμα περί σταυρωθέντος, ανασ­τάν­τος και πάλιν ερ­χομένου Χριστού εντός των πλαισίων της δικής του θεολο­γίας.
Ο Παύλος είναι ο πρώτος συγγραφέας εντός του κα­νόνος της Καινής Δια­θή­κης. Όμως δεν μας παρέχει κα­μιά βιο­γραφική περιγραφή έστω και περιληπ­τική για τη ζωή και τη δρά­ση τoυ Ιησού Χρι­στoύ. Δεν ανα­φέ­ρει ούτε ένα από τα θαύ­ματά τoυ. Ακόμα δεν μας μεταφέρει κα­μία θεολογία ή διδαχή του Ιη­σού Χριστού. Όσον δε αφορά το βά­π­τι­σ­μα και την θεία ευ­χαρι­στία, που ανα­φέραμε σε προη­γού­με­να μέρη και θα αναφερθούμε και στο πα­ρόν, εί­χε διαφορετική αντίληψη από αυτήν των κανο­νικών Ευαγ­γελίων.
Συνεχώς αναφέρει την φράση «(κατά) το ευαγγέλιον μου». Μέσα στις Πρά­ξεις και τις Επιστολές υπάρχουν 79 στίχοι (εκτός και μου ξέφυγε κα­νέ­νας) που κά­νουν νύ­ξη για το ευαγ­γέ­λιο του Παύλου και το κήρυγμα τού ευ­αγ­γε­λί­ου αυτού. Στην Πρός Γαλάτας α΄: 11-12, ο Παύλος δηλώνει ευθέως ότι το Ευαγγέλιο που κηρύττει δεν το παρέλαβε από άνθρωπο αλλά από τον Ιησού Χρισ­τό δι’ αποκα­λύψε­ως! «Γνω­ρίζω δε υμίν, αδελφοί, το ευαγγέλιον το ευαγγελισθέν υπ' εμού ότι ουκ έστι κα­τά άνθρωπον· ου­δέ γαρ εγώ παρά ανθρώπου παρέλαβον αυτό ούτε εδιδάχ­θην, αλλά δι' αποκαλύ­ψεως Ιησού Χριστού.». Βλέπε και Α΄ Πρός Κορινθίους δ΄: 15, θ΄: 12-23, ιε΄: 1, κλπ. Δι’ αυτό το ευαγγέλιο, με απόλυτη εξουσία έχει ήδη τονίζει ότι έχει απόλυτη ισχύ και δεν μπορεί να υπάρξει άλλο διαφορετικό ακόμα και αν δοθεί από τους ίδιους τους αγ­γέλους: Πρός Γαλάτας 7-9, «ό ουκ έστιν άλλο, ει μη τινές εισιν οι ταράσσον­τες υμάς και θέλοντες μεταστρέψαι το ευ­αγγέλιον του Χριστού. αλλά και εάν ημείς ή άγγελος εξ ουρανού ευαγγελίζηται υμίν παρ' ό ευηγγελισάμεθα υμίν, ανάθεμα έσ­τω. ως προ­ειρήκαμεν, και άρτι πάλιν λέγω· ει τις υμάς ευαγγελίζεται παρ’ ό παρε­λάβετε, ανά­θεμα έστω.». Ελπίζω να καταλάβατε πλήρως αυτές εδώ τις φράσεις! Όποιος παραδί­δει ή παραλαμβάνει άλλο ευαγγέλιο να πάει στ’ ανάθεμα...
Πα­ρά τις δικαιολογίες του Παύλου με τις συχνές-πυκνές αποκαλύψεις, ο ερευ­νητής Charles B. Waite στο επιστη­μονικό βιβλίο του History of the Chri­stian Reli­gion to the Year Two Hundred (Ισ­τορία της Χριστιανικής Θρησκείας μέχρι το Έτος Διακόσια), αναγ­ρά­φει τους λό­γους διά τους οποίους αυτό το ευαγγέλιο πρέπει να συγ­­γράφτηκε γύρω στο +50 Κ. Ε. Δηλαδή κατά τον Waite πρόκειται για κάποιο πραγμα­τικό ευ­αγ­γελικό σύγγραμμα διαφορετικό από τα γνωστά ευαγγέλια και όχι απ­λώς το ευαγγελικό κήρυγμα του Παύλου. Αυτό πρέπει να ήταν τότε σε κυκλο­φορία και το χρησι­μο­ποιούσε ο Παύ­λος. Πρέπει να ήταν το πρώτο ευ­αγ­γέλιο, το οποίο αρ­γότερα απετέλεσε την βάση του ευαγ­γε­λίου του Μαρκίωνος και ίσως μερική βάση του Κατά Λουκάν Ευαγ­γελίου, χωρίς όμως να ταυτί­ζεται καθ’ ολοκ­ληρίαν με αυτά. Άλλοι βέ­βαια διαφω­νούν με τον Waite και επιμένουν ότι εδώ πρόκει­ται για ευαγγελι­κό κή­ρυγμα. Μάλλον έχουν άδικο! Εκτός από την ισχυρή και βαρύνουσα άποψη του Waite υπάρ­χουν και άλ­λες πιθα­νές εκδοχές!
Ο σπου­δα­σμένος πλούσιος από την Σι­νώπη του Πόν­του Μαρ­κίων, ήταν φα­νατικός οπαδός του Παύλου και γνωστικός εσχατολόγος, αυστηρο­τά­των ηθών. Κατά το πρώτο ήμισυ του δευτέρου αιώνος έφτιαξε τον πρώτο κα­νόνα Καινής Δια­θήκης. Αυτός περι­είχε μό­νο τις δέκα πρώτες επιστολές του Παύλου από τις οποίες είχε αφαι­ρέσει όλα τα Εβ­ρα­ϊκά στοιχεία. Επίσης η σειρά τους ήταν άλ­λη από την εκ των υστέ­ρων καθιε­ρωμένη. Εκτός κανό­νος είχε θέσει τις επιστολές Α΄ και Β΄ Πρός Τι­μό­θεον, Πρός Τί­τον, Πρός Εβραί­ους, τα δύο τελευταία κε­φάλαια ιε΄, ιστ΄ της Πρός Ρω­μαίους επι­στο­λής, κ. ά.. Στον κα­νόνα ο Μαρκίων είχε βάλει μόνο ένα ευαγ­γέ­λιο ομοιάζον με το Κατά Λου­κάν Ευ­αγ­γέ­λιον, αλλά χωρίς να περιέχει κανένα Εβρα­ϊκό στοιχείο και θέ­μα­. Ο Εβ­ραϊκός Θεός Πατήρ Γιαχβέχ για τον Μαρκίωνα, ήταν κακό δαιμόνιο. Η εκκ­λη­σία της Ρώμης δεν εδέ­χθη τις προτάσεις του Μαρκίωνος και εξέ­βαλλε αυτόν από τους κόλ­πους της μεταξύ +142 - 144. Καθόλου παράξενο, διότι ακόμα αυτή την επο­χή οι χρισ­τιανικές εκκλησίες ήταν παραρτήματα ή προεκτάσεις των Ιουδαϊκών συνα­γωγών (Qahal) και οι περισσότεροι χριστιανοί ήταν Εβραίοι προσήλυτοι.
Όπως τα πράγματα δείχνουν, περί το +140-150 έγινε μια γερή επεξεργασία του Κα­τά Λουκάν Ευαγγελίου προς απάντηση κατά του Γνωστικού Μαρκίωνος, αν λά­βομε υπ’ όψη αυτά που γράφει ο Τερτυλλιανός στην πολεμική του Κατά του Μαρκίω­νος. Τότε οι συντάκτες προσέθεσαν τα δύο πρώτα κεφάλαια του Λουκά, τα οποία απ’ όλους τους ει­δικούς εκρίθησαν παρείσακτα και έρχονται σε αξεπέραστες αντιφάσεις με πολλά θέματα όλων των Ευαγγελίων. Μετά επισυνάφθηκαν οι Πράξεις (όχι στην μορφή που τις έχομε σήμερα) για να μας δείξουν τα εξής δύο αναληθή συμπεράσμα­τα: (α) Την χρυσή εποχή της χρι­στια­νι­κής εκκλη­σίας προτού εισχωρήσει η αίρε­ση και χαλάσει την ιδανική εικόνα και ομα­λή ροή. (β) Ότι ο Παύλος ανή­κε στην ορθόδοξη χριστιανική κίνηση των αποστό­λων της Ιερουσαλήμ και δεν ήταν διδάσκα­λος του Μαρκίωνος, όπως ο ίδιος Μαρκίων είχε ισχυρισθεί.
Μετά απ’ αυτά έγινε μια επ­εξεργασία και ανασύνταξη των Επιστολών του Παύλου για να ευθυγραμμίσει κατά το δυνατόν τα ανακύψαντα στοιχεία και την πο­λε­μική κα­τά του Μαρκίωνος με όλα όσα που ο Παύλος είχε γράψει.
Εκτεταμένα μέρη των ποιμαντορικών επιστολών, Α΄ και Β΄ Πρός Τι­μό­θεον και η Πρός Τί­τον, αναφέρονται σε θέματα του δευτέρου αιώνος, άγ­νωστα για τον Παύλο. Επομένως αυτά δεν μπορεί να εγράφησαν απ’ αυτόν. Τα υπό­λοιπα μέ­ρη των φαίνον­ται να είναι είτε δικά του είτε παραδόσεις που αναφέρονται σ’ αυτόν. Ακόμα η έρευ­να απέ­δειξε ότι η επιστολή Πρός Εβ­ραίους αποκλείεται να γρά­φτηκε από τον Παύλο. Αυτό το συμπέρασμα το παρα­δέ­χονται όλοι οι επιστήμονες ανεξαιρέτως. Το παραδέ­χεται και ο καθηγητής θεολόγος Παν. Τρεμ­πέλας ενώ ταυτοχρόνως προωθεί την άπο­ψη ότι την επιστολή την έγραψε κά­ποιος ακό­λουθος του Παύλου ο οποίος μετά τον θάνατο του Παύλου καταγράφει από μνήμης μεν, πιστά και ελεύ­θε­ρα δε, τις θέσεις του Παύ­λου. Δεν μας παρέχει όμως κα­μία δικαιολόγηση της από­ψεως ταύτης. Ο Ωρι­γένης λέ­γει, ο «Θεός οίδε!» ποιος την έγραψε. Παρ’ όλα ταύτα, η επιστολή ακόμα και σήμερα απο­δί­δε­ται επισή­μως στον Παύλο απ’ όλες τις χριστιανικές εκκλησίες. Διά ταύτα λοιπόν, στην παρούσα ανάπτυξη, την συμ­πε­ριλαμ­βάνομε εντός των πλαισίων του Παύλου αφού έτσι απαι­τεί η χριστια­νική εκκ­λησία και κατήχηση.

٭٭٭

Παρά τις συχνές και πυκνές αναφο­ρές στην Πα­λαιά Διαθήκη εντός των Επι­σ­τολών, ο Παύ­λος ουδέποτε την χρησι­μοποιεί δι’ εξεύ­ρε­ση συγκεκριμένων προφητει­ών οι οποίες εξεπληρώθη­σαν στον Ιησού Χρι­στό, πράγ­μα που οι Ευαγγελισ­τές κά­νουν κατά κό­ρον. Βεβαίως, πολλές φο­ρές αναφέρει τον Μωυσή, ονόματα ολίγων προφητών, τις λέ­ξεις προφήτης – τες, προφη­τεία – τείες, εί­τε εντός άλλου περιεχομέ­νου είτε με άλ­λο νόημα ακόμα και αορίστως! Στις Επισ­το­λές του ο Παύ­λος δεν ομι­λεί για προφητείες και για προ­φήτες κατά την ευαγγελι­κή έν­νοια: «Τούτο δε όλον γέγο­νεν ίνα πληρωθή το ρηθέν υπό του Κυ­ρίου διά του προ­φήτου λέγον­τος·» (Ματ­θαίος α΄: 22, κ. α.), όπως κάνουν συνεχώς οι Ευαγγελισ­τές.
Ο μοναδικός σχετικός στίχος των Πρά­ξεων κστ΄: 27 «πιστεύεις, βα­σιλεύ Αγ­ρίππα, τοις προφήταις; οίδα ότι πιστεύεις.» είναι λόγια του κατά πολύ υστεροχρόνου συγ­γρα­φέα των Πρά­ξεων βαλμένα στο στόμα του Παύλου, πράγμα που έχει ξανακά­νει και με τον Στέφανο στον στί­χο ζ΄: 52 της απολογίας του. Αν ο συγγραφέας αυτός εί­ναι ο Λουκάς, τό­τε βέβαια ήταν ήδη πολύ συνη­θισ­μένος στις δήθεν προφητείες από τότε που έγραφε το Ευαγγέ­λιό του!
(Λόγω των πολλών και κραυγαλέων αντιφά­σε­ων μεταξύ του Κατά Λουκάν Ευ­αγγελίου και Πράξεων εί­ναι αδύνατον ο ίδιος συγ­γραφέας να έγραψε και τα δύο βιβ­λία. Π. χ., στο Ευαγγέλιο, κδ΄: 50-51, η ανάληψη έγινε 1 ή 2 μέ­ρες μετά την ανάσταση ενώ στις Πράξεις, α΄: 1-9, έγινε 40 μέρες μετά. Είναι δυνατόν ο ίδιος συγγραφέας να έγραψε κάτω μια τέτοια αντίφα­ση όπως και πολλές άλλες; Απαντήσετε! Εκτός πια οι παρεμβολείς και οι πλαστογράφοι αλλοίωσαν και τα δύο βιβλία σε τέτοιο βαθμό που τα έκαναν αγνώριστα!).
Ενώ λοιπόν ο Χριστός Μεσσίαχ των Ευαγγελιστών, αν εξαιρέσομε τις υστε­ρόχρονες προσθήκες και παραχαράξεις, είναι ένα κα­κοβαλμένο εντός ιστορικού πλαι­σίου μυθολογικό και κακοφτιαγμένο κατασκεύασμα περί κάποιου Ιησού που δή­θεν εκπληρεί προ­φη­τείες της Παλαιάς Διαθήκης, ο Χριστός του Παύλου δεν είναι τέτοιο μυθο­λόγημα αλλά ένα άνευ ιστο­ρικού πλαισίου αποκύημα της φαντασίας και της θε­ολογί­ας του Παύλου, βασισμένο και αυτό στην Παλαιάς Διαθή­κης αλλά σε διαφορετι­κά χωρία της. Μερικά κύρια σημεία της θεολογίας του Παύλου έχουν ήδη αναπτυ­χθεί και πε­ρισσό­τερα θα αναπτυ­χθούν μέχρι το τέλος και το παράρτημα αυτού του κεφα­λαίου. Παρά την από­σταση και τις πολλές διαφορές μεταξύ των δύο αυ­τών προσεγγί­σεων του Εβραιο-Ιουδαϊκού Χρισ­τού, Μεσσί­αχ, που έγινε Ιησούς, και στις δύο υπάρ­χουν ολίγα ση­μαντικά κοινά ση­μεία, έσ­τω και αν αυτά περιγράφονται διαφο­ρετικά, όπως: η εξ ουρανού επάνοδος του Χριστού, η άμε­ση εσχα­το­λο­γία, η τυφλή πίστη στον Χρι­στό, ο φόβος, κ. ά.
Επιγραμματικώς και εν παρόδω αναφέρομε ότι, όπως πλέον είναι γνωστό με­τά τον Παύλο και το +70-73, οι Εβραιοχ­ριστι­ανοί προκειμένου να οικειοποιηθούν τον Μεσσίαχ των ορ­θοδόξων Εβραίων ανέτρεξαν στην Παλαιά Διαθήκη για να βρούνε δή­θεν προφητείες που δή­θεν αναφερόταν στον δικό τους Ιησού Χριστό. Αυτό ήταν το βαρύ επιχείρη­μα που αντέταξαν τότε κατά των αρχηγών και ιερέων των Ιουδαίων και δη των Φαρι­σαί­ων. Έτσι έπλε­ξαν σενάρια που ομοίαζαν κάπως με κείμενα Προφητών και Ψαλ­μών, σε άλλα κείμε­να έδωσαν λανθασμένες και αυθαίρετες ερμηνείες και άλ­λα τα παράφ­ρασαν όπως τους βόλευε. Απέτυχαν βεβαίως παταγωδώς με τους βιαστι­κούς και ανο­ήτους πα­ραλ­ληλι­σμούς διότι με μια παράλληλη μελέτη βλέπομε καθαρά τα λάθη και τις παραφ­ράσεις, και ότι τα κείμενα αυτά αναφέρονται σε άλλα θέματα και όχι στον χρισ­τιανικό Ιησού Χριστό. Π. χ., το όνομα Ιησούς δεν υπάρχει σε κανένα από τα χωρία που επικαλούνται, κλπ. Όλα αυτά διαπιστώνονται εύκολα και έχουν εκ­τεθεί από πολ­λούς μελετητές, Εβραί­ους και «Εθνικούς», στην διεθνή βιβλιογραφία. Σε πολλά δε σημεία οι Εβραιοχρι­στι­ανοί τα έχουν κάνει τόσο σαλάτα ώστε εύκολα βλέπει κανείς ότι δεν καταλάβαι­ναν τι έγρα­φαν και γελοιοποιούνται πλήρως. (Για πλήρεις αναλύ­σεις, λεπτομέρειες και απαντήσεις επ’ αυτού του μεγάλου ζητή­μα­τος των ψευτο-προ­φητειών, παραπέμπομε στη βιβλιογρα­φία.).

٭٭٭

Συνεχίζομε με το βιβλίο των Πρά­ξεων στο οποίο ευρίσκομε τα εξής σημαντι­κά σημεία:

θ΄: 22 «Σαύλος δε μάλλον ενεδυναμού­το και συνέ­χυνε τους Ιουδαίους τους κατοικούντας εν Δαμασκώ, συμβιβάζων ότι ού­τός εστιν ο Χρισ­τός.». (Πο­λύ περίεργος και ύποπτος αυτός εδώ ο στίχος! Χρήζει αναλύσεως και ερμη­νείας! Αυτή την φορά ο Παύλος δεν διώκεται από τις αρχές της πό­λεως της Δαμασκού και τον Βασιλέα Αρέτα, Β΄ Πρός Κορινθίους ια΄: 31-33, αλλά κυκ­λοφορεί άνετα κηρύττει και δημιουργεί σύγχυση! Πώς να συνέβη άραγε αυτή η αλλαγή;).
ια΄: 25-26 «εξήλθε δε εις Ταρσόν ο Βαρνάβας αναζητήσαι Σαύλον, και ευ­ρών αυτόν ήγα­γεν αυτόν εις Αντιόχειαν. εγένετο δε αυτούς ενιαυτόν όλον συναχ­θή­ναι εν τη εκ­κλησία και διδάξαι όχλον ικανόν, χρηματίσαι τε πρώ­τον εν Αν­τιοχεία τους μα­θητάς Χριστιανούς.»,
κδ΄: 5 «ευρόντες γαρ τον άνδρα τούτον λοιμόν και κινούντα στάσιν πάσι τοις Ιουδαίοις τοις κατά την οικουμένην, πρωτοστάτην τε της των Να­ζω­ραίων αιρέσεως,»,
κγ΄: 1-14, μελετήσετε αυτούς τους στίχους,
κε΄: 19 «ζητήματα δε τινα περί της ιδίας δεισιδαιμονίας είχον προς αυτόν και περί τινος Ιησού τεθνηκότος, ον έφασκεν ο Παύλος ζήν.», πράγμα που επαναλαμβάνεται στην Πρός Ρωμαίους στο κεφάλαιο στ΄ και ιδιαίτερα τους στί­χους 9-10 «ειδότες ότι Χριστός εγερθείς εκ νεκρών ουκέτι αποθνήσ­κει, θάνατος αυτού ου­κέτι κυριεύει. ό γαρ απέθανε, τη αμαρτία απέθα­νεν εφά­παξ, ό δε ζη, ζη τω Θεώ».
κη΄: 21-29, μελετήσετε αυτούς τους στίχους.

(Τα μεγαλύτερα και περιεκτικότερα χωρία την παραπομπή των οποίων ανγράψαμε εδώ, λόγω τους μή­κους των δεν τα παραθέσαμε. Αυτά πα­ρέ­χουν περισσό­τερες ισχυ­ρές πληροφορίες επ’ αυ­τού του θέ­ματος. Μόνοι σας μπορείτε να βρείτε και άλλα χω­ρία μέσα στις Πράξεις και τις Επι­στολές.).
Αυτά και άλλα χωρία, καθιστούν σαφές ότι η διδασ­καλία του Παύ­λου είναι μια πρωτοφανής Ιουδαϊκή αίρεση. Είναι μια έκφραση Παλαιοδιαθηκικών Ναζιραίων και όχι Ναζω­ραί­ων, όπως εσφαλ­μέ­νως αναγράφεται και έχει επικρατήσει. Όπως έχο­με δει, ο ίδιος ο Παύλος ομολογεί πολλές φορές ότι ήταν ζηλωτής (Ναζι­ραίος) του Νό­μου και του Ιουδαϊσμού (Πρά­ξεις κα΄: 20, κβ΄: 3, Πρός Γα­λά­τας α΄: 14, Β΄ Πρός Κoριν­θί­oυς ια΄: 2).
Πλείστα άλλα χωρία, τα οποία μπορείτε πολύ εύκολα να εντοπίσετε μέσα στις Πρά­ξεις και τις Επιστολές, μαρτυ­ρούν ότι οι ορ­θό­δοξοι και έννομοι Ιουδαίοι της Πα­λαιστίνης και όλης της αυτοκ­ρα­το­ρίας εδίωκαν τον Παύλο παντοιοτρόπως ένεκα της νέας αιρέσεως και διδασκαλίας που αυ­τός εισηγείτο. Σύμφωνα με τον Μωσαϊκό Νό­μο ο Παύλος έπρεπε να διωχθεί και να θανατωθεί (διά λιθοβολισμού) από τους ορθο­δό­ξους Ιουδαίους, Έξοδος κβ΄: 17, Δευτερονόμιον ιγ΄, ιζ΄, κλπ. Παρά ταύτα η Εβ­ρα­ϊκή Παλαιά Διαθήκη πα­ρα­μένει η κεντρική βάση και η πηγή του διαστρεβλωμέ­νου Ιου­δα­ϊκού και αιρετι­κού κηρύγματός του. Δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς.
Ουσια­στικά έχομε να κάνομε με την αίρεση του Παυλι­κού Εβραι­ο­χριστιανι­σμού. Έτσι οι ανα­φορές του σε όλη την Πα­λαιά Δι­αθή­κη και τον Μωσα­ϊ­κό Νό­μo εί­ναι αναγκαία τόσο συ­χνές και πυκ­νές που αν κα­νείς ήθελε να τις αφαιρέσει από τις Επι­σ­τολές, τα μόνα υποτιθέμε­να γραπτά του, στο τέλος δεν θα έμε­νε σχεδόν τίπο­τα, ή ό,τι απέμενε θα καταντούσε τε­λεί­ως ασύνδετο και άνευ συγκε­κρι­μένου νοήματος. Το κή­ρυγμά του όμως και τους ανά την αυτοκρα­το­ρία Ιου­δαί­ους συνέχεε ή έκανε εχθ­ρούς του, από δε τους «εθνικούς» έπει­θε εξαιρε­τι­κά ολί­γους και άτομα ειδικών περιπ­τώσεων.

٭٭٭

Εντός του παρόντος κειμένου, όπως και σε άλλα κείμενά μας, εντοπί­ζομε ελά­χιστα χωρία των Επιστολών του Παύλου τα οποία κάπως ενθυμίζουν ή ομοιά­ζουν με αντίστοιχα των Ευαγγελίων. Κυρίως αυτά είναι: (1) Περί αγάπης Πρός Ρωμαίους ιβ΄: 14 «ευλογείτε τους διώκοντας υμάς, ευλογείτε και μη κα­ταράσθε.», ενθυμίζει έναν στί­χο από την επί του όρους ομιλία, αλ­λά όλο το κε­φά­λαιο ιβ΄ είναι κομμένο και ραμ­μένο από ειδι­κώς επι­λεγ­μέ­να χωρία της Παλαιάς Δι­α­θήκης. (2) Περί Θείας Ευχα­ρι­στί­ας, Α΄ Πρός Κορινθί­ους ια΄: 23-28.
Η συντριπτική πλει­ο­νότης των υπο­λοίπων εδαφίων όμως, ούτε ενθυμίζει ούτε καν έχει καμία ομοιότητα με οι­αδήπο­τε εδά­φια των Ευαγγελίων. Ακόμα εδάφια που πραγ­ματεύ­ονται ίδια θέ­ματα πα­ρου­σιάζουν μεταξύ τους και με τα Ευαγγέλια αγεφύ­ρω­τες διαφορές και αντιφάσεις. Π. χ., Η Δευ­τέ­ρα Παρου­σία και η Τελική Κρίση, Α΄ Πρός Κο­ρινθίους ιε΄: 29-58, Α΄ Πρός Θεσσαλονικείς δ΄: 13-18, ε΄: 1-11, Β΄ Πρός Θεσσαλο­νι­κείς β΄: 1-12, κλπ..
Μια τέτοια κραυγαλέα και αγε­φύ­ρωτη διαφορά αποτελεί και ο Χριστός του Παύλου συγκρινόμενος με τον Χρισ­τό των Κανονικών Ευαγγε­λί­ων. Εδώ λοιπόν πα­ρουσιάζομε πληρέστερα και σα­φέστε­ρα τις συγκρίσεις και διαφορές που αφορούν αυ­τούς τους Χριστούς. Ας δούμε λοιπόν τα πράγματα από κοντά:
Ο Χρι­στός του Παύλου σε δύο στίχους μόνον, Πρός Ρω­μαίους α΄: 3 και Β΄ Πρός Τιμόθεον β΄: 8, κα­τά­γεται «εκ σπέρματος Δαυίδ κατά σάρκαν». Δεν αναφέρει το Άγιο Πνεύμα και την Παρθένο Μιργιάμ. Απανταχού αλ­λού αναφέρεται ή εννοείται ως: θεϊκός, ουράνιος, μυ­θικός, προ­αιώνιος, προϋπάρ­χων, υπερφυσικός, προορισ­μέ­νος, απεσ­ταλ­μέ­νος, πνευμα­τικός, μυστικός, κοσμικός Υιός, παράγων της δημιουρ­γί­ας, η υποστηρί­ζουσα συμπαν­τική δύνα­μη, «ο Υιός, η ει­κών, η δύναμις, η σοφία, η δό­ξα του Πατρός». Βλέπε: Α΄ Πρός Κο­ριν­θίους α΄: 24, η΄: 6, Πρός Κολασσαείς α΄: 15-20 «πρωτότοκος πάσης κτίσε­ως», «πρω­τότοκος εκ των νε­κρών» (παρ’ όλον ότι αρ­κε­τοί «είχαν αναστη­θεί» πριν απ’ αυτόν). Ο στίχος Πρός Κολασσαείς α΄: 20 μας λέγει ότι το σύ­μπαν είναι ου­σι­α­στι­κά απο­ξε­νω­μένo από τον υπερ­βα­τικό Θεό. Ακόμα βλέπε και: Πρός Φιλιπ­πη­σίους β΄: 5-11, Β΄ Πρός Τιμό­θε­ον α΄: 9-10 «του σώ­σαν­τος ημάς και κα­λέ­­σαν­τος κλή­σει αγία, ου κατά τα έργα ημών, αλλά κατ’ ιδίαν πρό­θε­σιν και χάριν, την δο­θείσαν ημίν εν Χρι­στώ Ιησού προ χρόνων αιω­νίων, φα­νε­­ρω­θεί­σαν δε νυν διά της επιφανεί­ας του σω­τήρος ημών Ιησού Χρισ­τού, καταρ­γή­­σαν­τος μεν τον θάνατον, φω­τίσαντος δε ζωήν και αφθαρσίαν διά του ευ­αγγελί­ου», Πρός Εβραίους α΄: 2-3, κλπ. Όλα αυτά εί­ναι γνω­στι­κιστικά και παραφθαρμένα νεοπλα­τω­νι­κά στοι­χεία, εκ των οποίων μερικά πρέ­πει να μπήκαν στις Επιστολές κατά τον πρώτο και δεύτερο αιώνα, όταν ο Γνωστικισμός κόντεψε να εξα­φανίσει τον ορθόδοξο Χριστιανισμό, και μερικά άλλα πρέπει να τα εί­χε βρει ο Παύλος στις μέρες του ήδη διαδεδομένα μεταξύ των χριστιανικών κοινο­τή­των και τα χρησιμοποί­ησε. Αργότερα, αυτά έγι­ναν ο «Λό­γος» στο πρώτο κεφά­λαιο του κα­τά Ιωάννην Ευαγγε­λί­ου, το οποίο περιέχει πολλά στοι­χεία Γνωστικισμού. Αυτά επίσης είναι σύμφωνα και με τον Γνωστικισμό του Μαρκίωνος.
Ούτως, παρά την γενική και αόριστη αιθέρια φύση του Χριστού η οποία δια­χέεται και διαμηνύεται παντού εντός των Επιστολών του Παύλου, αντί της πλή­ρως σω­μα­τικής του Ιη­σού των κανονικών Ευαγ­γε­λίων στα οποία, τρώγει, πίνει, συναναστ­ρέ­φε­ται μετά τελωνών και πορνών, θεραπεύει, διδάσκει, τσακώνεται, οργίζεται, λιγο­ψυχά, ξα­νατρώγει και ξαναπίνει μετά την ανάστασή του, κλπ., ο Παύλος στην Πρός Ρω­μαίoυς α΄: 3-4 και Β΄ Πρός Τι­μό­θε­oν β΄: 8, καταγράφει την κα­τά­φω­ρη αντίφαση με τον εαυτόν του και τους Ευαγγελιστές, ότι ο Χρι­στός,πρoήλ­θε «εκ σπέρ­μα­τος Δαυ­ίδ κα­τά σάρ­καν» και ό­χι από το Άγιο Πνεύ­μα με τη βo­ή­θεια της Παρθένου Εβραιο­πούλας Μι­ργι­άμ, όπως καταφατικά μας λένε ο Ματ­θαίoς α΄: 18 και ο Λουκάς α΄: 34-35, και μετά «α­πε­δεί­χθη Υιός Θεoύ εν δυ­νάμει κατά πνεύ­μα ...». Στην Πρός Φιλιππησί­ους β΄: 5-6 όμως τον παρου­σιάζει κατ’ ευθείαν ίσο με τον Θεό «τούτο γαρ φρονείσθω εν υμίν ό και εν Χριστώ Ιησού, ος εν μορφή Θεού υπ­άρ­χων ουχ αρπαγμόν ηγήσατο το είναι ίσα Θεώ,»! (Έχομε να κάνομε με συ­νε­χείς αν­τι­φά­σεις, μπαλώ­ματα, ψεύδη, μπουρδουκ­λώματα, στρεψοδικίες, απάτες, ...).
Η διδασκα­λία και θεολογία του Παύλου αφο­ρά:
(α) Την αρχική κατάρα και οργή του Θεού Γιαχβέχ λόγω του αμαρτή­ματος και της πτώσεως του Αδάμ (Πρός Ρω­μαίους ε΄: 12- 14, όλο το κεφάλαιο στ΄, Α΄ Πρός Κο­ριν­θίους ιε΄: 22, 45, Β΄ Πρός Κο­ρινθίους ια΄: 3, Α΄ Πρός Τιμό­θεον β΄: 13-14).
(β) Την αμαρτία και τον θάνατο, ως συμπαντι­κές δυνάμεις όπως έχομε προείπει, (Πρός Ρω­μαίους ε΄: 12-14, στ΄: 23 «τα γαρ οψώνια της αμαρτίας θάνατος, ... .», παρμένο από την Γένεσιν β΄: 17, κλπ.).
(γ) Κά­ποιον Ιη­σού Χρι­στό που για να μας σώσει απέθα­νε επί σταυρού ή κρε­μασμένος «επί ξύλου» (όπως το­νί­ζει ο Παύλος και η Καινή: Πρά­ξεις ε΄: 30, ι΄: 39, Πρός Γαλά­τας γ΄: 13, Α΄ Πέτρου β΄: 24, φράση παρ­μέ­νη από την Παλαιά Δια­θήκη, Γέ­νεσις μ΄: 19, Δευτερονόμι­ον κα΄: 22-23, Ιησούς του Ναυί η΄: 29, Εσθήρ η΄: 7, κλπ.), για τον οποί­ον ο Παύλος επιμέ­νει ότι ζει (Πράξεις κε΄: 19, Πρός Ρωμαίους στ΄: 9-10). Αυ­τός ο Παυ­λι­κός Χρισ­τός, κατά την άμε­ση εσχα­το­λο­γία του Παύ­λου, πρό­κειται να επανεμφανισ­τεί εν­τός ολίγου και θα σώσει από την κατάρα, την ορ­γή, την αμαρτία και τον θάνατο μό­νον όσους είχαν την τύχη και την θέληση να πιστέ­ψουν σ’ αυτόν!
Στο κεφάλαιο ιε΄ της Α΄ Πρός Κορινθίους, μετά την εισαγωγή, ο Παύ­λος τονί­ζει στους Κο­ρινθίους ότι υπάρχει το φυσικό και το πνευματικό σώμα. Το μεν πρώ­το αντιπροσω­πεύεται από τον Αδάμ, το δε δεύτερο από τον Χριστό. Ο Αδάμ ως γήινη ύπαρξη, χοϊ­κός, είναι φτιαγμένος από γήινα υλικά, ενώ Χριστός ως πνευμα­τική ύπαρ­ξη είναι φτι­αγμένος από ουράνια. Όπως έχομε δει και πρωτύτερα ο Παύλος αντιπαρα­βάλλει τον Αδάμ με τον Χριστό πολλές φορές, ιδίως στην Προς Ρωμαίους ε΄, στ΄, κλπ. Το συμπέρασμα του κε­φα­λαίου ιε΄ της Α΄ Πρός Κορινθίου εί­ναι ότι ο Χριστός ευρί­σκεται πλήρως στην πνευμα­τική σφαίρα και δεν αναφέρεται καθόλου ως φυ­σικός άνθρωπος. Πολλοί αντιτεί­νουν ότι το εννοεί! Αλλά σε ένα τόσο με­γά­λο θεολο­γικό κε­φάλαιο (58 στί­χων), κεφα­λαιώ­δους σημασίας για την θεολογία του Παύλου και απευ­θυνόμενο σε νεοφωτίσ­τους ευ­ρισκομένους σε μακρινή από την Ιου­δαία περι­οχή, μια τέτοια παράλειψη είναι αξιοσημεί­ω­τη και καθόλου εύλογη.
Όπως έχομε δει πολλές φορές και θα δούμε ακό­μα, σε με­ρικά σημεία ο Παύ­λος λέγει άλλα αντί άλλων. Μερικές φορές ανακα­τώνει τον φυσι­κό και τον πνευματι­κό χώρο και στρεψοδικεί. Η στρεψο­δικία στον Παύλο είναι πολύ σύ­νηθες φαινόμενο. Αν όμως τα βάλομε όλα κά­τω η επικρα­τούσα ιδέα του Παύλου για τον Χρισ­τό είναι ότι ο Χρι­στός ήταν πνευμα­τικό σώμα και δεν τον είχε συλ­λάβει ως ύπ­αρξη επί της γης.
Ο γήινος Χριστός των τεσσάρων κανονικών Ευαγγελίων όμως, ουδέποτε ανέ­φερε τον Αδάμ και το προπατο­ρικό αμάρτημα σε οτιδήποτε έστω και το πα­ραμικρό. Ουδέπο­τε εδήλωσε ότι τα προκαθορισμένα πάθη του (ποτήριον) αποτε­λούν εξιλε­ωτική θυσία για το αμάρτη­μα αυτό και πρέπει να λάβουν χώρα για να σω­θεί το ανθρώπινο γένος από την κατάρα και την οργή του Θε­ού Πατ­ρός, Γιαχ­βέχ. Αυτά δεν υπάρχουν στα Ευαγγέ­λια, αλλά μόνο στον Παύλο, την χριστιανική κα­τήχηση και δικαιολόγηση! Αυτό γράφει ο Ευαγγελιστής Ιωάννης α΄: 39 «...ίδε ο αμ­νός του Θεού ο αίρων την αμαρτίαν του κόσμου.» το λέγει ο Ιωάννης ο Βαπτιστής, όχι ο Ιησούς. Τα ονόματα Αδάμ, Εύα, κλπ. δεν υπάρχουν πουθενά στα Ευαγγέλια και τις Πράξεις!
Στην επι­στο­λή Πρός Εβ­ραίους ε΄, στ΄, ζ΄, κλπ., ο Παύλος ανα­πτύσ­σει μια πο­λύ βα­ρε­τή θε­ο­λο­γία για να μας πεί­σει ότι ο Χρι­στός σαν και­νο­φα­νής, ου­ρά­νιος και ανώ­τατος αρ­χιε­ρεύς προ­έρ­χε­ται από την τά­ξη του Μελ­χι­σε­δέκ [Γέ­νε­σις ιδ΄: 17-23, Ψαλ­μοί ρθ΄ (ρι΄): 4] και όχι από την τάξη του Ααρών. Αυτό είναι αίρεση διότι οι Εβραίοι αρχιε­ρείς σύμ­φω­να με τον θε­ϊ­κό Μω­σα­ϊ­κό Νό­μο όφειλαν να προ­έρ­χο­νται από την τά­ξη του πρώ­­­του αρ­χι­ε­ρέα των Εβραί­ων Αα­ρών, αδελ­φού του αρ­χη­γού, νο­μο­θέ­τη και προ­φή­τη Μω­υ­σή, της φυ­λής των Λευ­ι­τών [Ο(β)΄ Έξο­δος κη΄: 1-3, κθ΄, λη΄: 1, λθ΄: 21, μ΄: 10-14, Ο(β)΄ Λευ­ι­τι­κόν η΄: 1-36, θ΄: 1-4, ι΄, Ο(β)΄ Αριθ­μοί γ΄ ολόκληρο, η΄: 5-26, ιστ΄: 9-11, ιζ΄: 6-28, ιη΄: 7-23, κε΄: 10-13, λε΄: 1-8, Δευτερονόμιον ιη΄: 1-14, κλπ. Η Mασ­σό­ρα έχει με­ρι­κές ανα­φο­ρές ίδιες και άλ­λες δια­φορετικές.]. Η προέ­λευ­ση του Χρισ­τού ως ανω­τά­του αρ­χιε­ρέα από την τά­ξη του Μελ­χι­σε­δέκ έχει γί­νει δόγ­μα της χριστι­ανικής εκ­κλη­σί­ας. Ο Ιησούς Χριστός είναι ανώτερος και αξιότερος του Μωυσέ­ως (Θεός ήταν άλλωστε) και η νέα θρησκεία του Εβραιοχριστιανισμού την οποίαν εγ­καινιάζει εί­ναι ανώ­τερη του Ιουδαϊσμού (πράγμα που είχε ξαναπεί στην Β΄ Πρός Κο­ρινθίους γ΄: 4-18). Σ’ αυτή την επιστολή ο Μω­σαϊκός Νόμος, αν και δόθηκε από τον Θεό Πα­τέρα Γιαχβέχ, έρχε­ται σε δεύτερη μοίρα και πάνω από όλα τίθενται: η τυ­φ­λή πίστη, μια άμεση εσχα­το­λο­γία του καιρού εκείνου και η πλήρης απαξία του φυσικού κόσ­μου. [Η απαξία του φυσικού κόσ­μου είναι αίρεση έναντι του ορθοδόξου Ιουδαϊσ­μού, ο οποίος κηρύττει Ψαλμός ιη΄ (ιθ΄): 1, 2: «Οι ουρανοί διηγούνται δόξαν Θεού, ποίησιν δε χει­ρών αυτού αναγγέλλει το στερέωμα.», Ψαλμός ργ΄, (ρδ΄): 24 «ως εμεγα­λύνθη τα έργα σου, Κύριε· πάντα εν σοφία εποίησας, επληρώθη η γη της κτίσεώς σου.», και πάρα πολ­λά τοιαύτα.]
Γενικώς ο Χριστός στον Παύλο δεν είναι ο «ιστορικός» άνδρας με γή­ι­νη δράση, λυτρωτικό σχέδιο και «δική του» δι­δα­σκαλία όπως τον παρουσιά­ζουν τα Ευαγγέ­λια. Ο Παύλος δεν μας παραδίδει καμία δι­δα­σκαλία και δράση του Ιησού Χρισ­τού όπως κά­νουν τα Ευ­αγ­γέ­λια, πα­ρά τις αν­τι­φά­σεις και τις ασυμφωνίες τους, αλλά κάνει μια δική του θεολογική ερμη­νεία περί κάποιου σταυ­ρω­θέν­τος και αναστάντος Χρισ­τού που ποτέ δεν είχε την τύχη να τον συνα­ντήσει επί της γης και να τον γνω­ρί­σει εν ζωή. Την θε­ολογία και το ευαγγέλιο που κηρύττει, ο ίδιος συχνά-πυκνά δηλώ­νει ότι τα παρέλαβε από αποκαλύψεις και οράματα. Έτσι προσπαθεί να περάσει στους άλ­λους αυτά που λέγει και να τα δικαιολογήσει δι’ αυ­τών. Η θεολο­γία του Παύ­λου λοιπόν είναι αποκα­λυπτική και όχι βασισμένη στα «γεγονότα που τό­σοι πολλοί έζησαν» με τον Κύ­ριον Ιησού κατά την διάρκεια της δράσεώς του και στη θεολογία και την διδαχή που ο ίδι­ος ο Κύριος Ιησούς παρέ­δω­σε σε όλους. Πολύ περίεργο!
Ο Παύλος γρά­φει και να κη­ρύτ­τει σε αν­θρώπoυς πoυ βρί­σκoνταν χι­λιά­δες χι­λιό­με­τρα μακριά από την Ioυ­δαία, οι οποίοι δεν εί­χαν ιδέα τι έγι­νε εκεί με τoν άν­δρα, όπως ομολογεί στους Αθηναίους, Πράξεις ιζ΄: 31 “…εν ανδρί ώ ώρισε,…”, και «..., άνθρωπος Χριστός Ιησούς» Α΄ Πρός Τι­μόθεον β΄: 5. (Δηλαδή όχι Θεόν ή Υιόν του Θεού! Οι αντιφάσεις τέλος δεν έχουν.). Εί­ναι όμως πoλύ πε­ρί­ερ­γo και ύποπτο το ότι δεν ανα­φέ­ρει τίπo­τα βιo­γρα­φι­κό ή ένα γε­γo­­νό­ς από τη ζωή και τη δρά­ση αυτoύ τoυ ανθ­ρώπoυ. Σε σχέση με όλα τα στοιχεία και τα συμ­βάν­τα που πε­ριέχουν τα Ευαγγέ­λια, αυτά που αναφέρει ο Παύλος στις Επιστολές του είναι τόσο ελάχιστα και ασα­φή ώστε να μην ημπορεί κανείς να μορφώσει κά­ποια εικό­να αυτού του ανθρώπου επί της γης. Όχι μόνο δεν παρουσιά­ζει την γήινη ιε­ραπο­στο­λική δράση και λυτρωτικό σχέδιο του Ιησού και τό­σα άλλα που έχομε ήδη αναφέ­ρει, αλλ’ ούτε καν την βιαστική και άδικη δίκη εναν­τίον του. Πουθενά δεν αναφέ­ρει τους Φαρι­σαίους, τους Σαδδου­καί­ους και τα επει­σόδια τους με τον Ιησού Χριστό! (Ο ίδι­ος, μέσα στις επιστολές του, μόνο μία φορά λέγει ότι ήταν Φαρισαίος, Πρός Φιλιππησί­ους γ΄: 5. Αυτό είναι όλο!).
Όπως έχομε ήδη ανα­φέρει και καταγράψει ο Παύλος έρχεται σε πολυάριθ­μες και αγε­φύρωτες αντιφάσεις με τα Ευαγγέλια και την Καινή Διαθήκη, ακόμα και με τον εαυτόν του! Σε διάφορα επίμαχα θέ­ματα δεν συμβουλεύεται τις θέσεις και τις εν­τολές του ιδίου του Ιησού. Π. χ., στο επί­μαχο ζή­τημα της δίαιτας, Πρός Ρω­μαίους ιδ΄: 14, κ. α., ο Παύλος δεν επικαλείται την θέση του Ιη­σού, Μάρκος ζ΄, κ. α., η οποία του ταίρι­αζε τέλεια. Στο ζήτημα της εφαρ­μογής του Μω­σαϊκού Νό­μου ο Παύλος δεν έλα­βε καθ’ όλου υπ’ όψη του την αντίθετη προς αυτόν θέση του Ιη­σού, Ματθαίος ε΄: 18, ιθ΄: 17, Μάρκος ι΄: 19, Λουκάς ι΄: 26, κλπ.! Για περισσότερα τέτοια θέματα εξετάσετε και τα χωρία:

Πρός Ρω­μαί­oυς γ΄: 7 (περί του ψεύδους του Παύλου), στ΄: 3-5, Α΄ Πρός Κo­ριν­θί­oυς α΄: 15 (πε­ρί βαπ­τί­σ­ματος), στ΄: 12-13, ζ΄: 6, 12, 25 (εδώ δεν είχε εν­τολή ή αποκάλυψη από τον Κύριο, ενώ στα Ευαγγέλια ο Κύριος έδωσε ρητές εντολές περί γάμου και διαζυγίου), θ΄: 19-23, ι΄: 23. Β΄ Πρός Κo­ριν­θί­oυς ε΄: 13, ια΄: 17, ιβ΄: 16, Πρός Φι­λιππησίους α΄: 15-18, κλπ.

Βγάζομε λοιπόν το συμπέρασμα: «Ο Παύλος πουθενά δεν μας πα­ρα­δίδει μια κά­ποια θε­ολογία ή διδαχή του Ιη­σού Χριστού, ούτε στηρίζει τις απόψεις και τις εν­το­λές του στις εντολές και τις θέσεις του Ιησού. Απλώς μας παραδίδει δι­κές του απο­κα­λύ­ψεις και έρχεται σε πολλές αντιφάσεις με το ίδιο τον Θεό Ιησού Χρι­στό των Ευαγγε­λίων, για τη ζωή και τη δράση του οποίου δεν παραθέτει τίπο­τα!».

٭٭٭

Ο Παύλος κινεί την χριστολογική θε­ολογία του γύρω από έναν τυπικό άξονα: «τελευταίο δείπνο, σταύ­ρωση, ταφή, ανάσταση, επ­ανεμφάνι­ση»! Ο άξονας αυτός είναι γυμνός διό­τι δεν τίθεται εντός ιστορι­κού πλαισίου και δεν παραθέτει κα­μία συγκινητι­κή ή παραστατική αναφο­ρά ή λεπτομέρεια όπως κά­νουν τα Ευαγγέλια!
Έτσι, στις παρακάτω ανα­φο­ρές, οι οποίες εί­ναι ασα­φείς, ελ­λι­πέ­σ­τα­τες και αν­τιφα­τι­κές ή άσχε­τες με τα Ευαγγέλια, μας λέγει ελάχιστα, ατεκμηρίωτα και εκτός ισ­τορικού πλαισίου πράγματα για τα εξής θέματα:
(1) Εκτός του ότι ο Χρι­στός, πρoήλ­θε «εκ σπέρ­μα­τος Δαυ­ίδ κα­τά σάρ­καν», Πρός Ρω­μαίoυς α΄: 3-4 και Β΄ Πρός Τι­μό­θε­oν β΄: 8, και ό­χι από το Άγιο Πνεύ­μα με τη βo­ή­θεια της Παρθένου Εβραιοπούλας Μι­ργι­άμ, όπως καταφατικά μας λένε ο Ματ­θαίoς α΄: 18 και ο Λουκάς α΄: 34-35, και μετά «α­πε­δεί­χθη Υιός Θεoύ εν δυ­νάμει κατά πνεύ­μα ...», πoυ­θε­νά δεν ανα­φέ­ρει κα­νέ­να άλ­λo στoι­χείo για τη γέν­νη­ση του Ιησού Χριστού. Πoυ­θε­νά δεν υπάρ­χει η μά­να τoυ Χρι­στoύ Μι­ργιάμ και o υπoτι­θέ­μενoς (ή πραγ­μα­τι­κός, πoιός ξέ­ρει;) πα­τέ­ρας τoυ Iω­σήφ (ή τo Άγιo Πνεύ­μα, αν θέ­λε­τε). Στην Πρός Γα­λά­τας δ΄: 4 μας λέ­ει «ότε δε ήλ­θε το πλήρωμα του χρόνου, εξαπέστειλεν ο Θεός τον υιόν αυτού, γενόμενον εκ γυ­ναι­κός, γενόμενον υπό νόμον, ίνα τους υπό νό­μον εξα­γορά­ση, ίνα την υιοθεσίαν απο­λά­βω­μεν.», χω­ρίς να αναφέρει τί­πο­τα απο­λύ­τως για τη γυναί­κα αυ­τή. Δεν χρειά­ζε­ται πολ­λή θεολογία για να κα­τα­λά­βει κα­νείς ότι όποιος γεν­νή­θη­κε, σί­γου­ρα κά­ποια γυ­ναί­κα τον εγέννησε. Δεν κάνει καν τον κόπο να ανα­φέ­ρει στους Ιου­δαίους της Γαλατίας της Μικράς Ασίας: πό­τε ήλθε αυτό το πλή­ρωμα (καμία ιστορική πληροφορία), ποια ήταν αυτή η γυναίκα, μάνα του Υιού του Θεού (η οποία για το Κατά Ματ­θαίον Ευαγ­γέλιον 1: 23 είχε προ­φητευ­θεί, εσφαλμένως βεβαίως, από τον Ησαΐα), τον ευαγ­γελισμό της, τα εκστασια­κά «γε­γο­νό­­τα» της γεν­νήσεως, κλπ., λες και οι παρα­λήπτες της επιστολής τα ήξεραν ήδη όλα τέ­λεια. Που­θε­νά δεν υπάρ­χει η Βη­θλε­έμ, η σφαγή των νηπίων, η Αίγυπτος, η Ιερουσαλήμ (πε­ριτομή, δωδεκαετής, κλπ.), η Ναζαρέτ και που­θε­νά δεν τον ανα­φέ­ρει ως Να­ζω­ραί­ο ή Να­ζαρηνό. Περί­εργα πράγ­μα­τα; Τί λέ­τε;
(2) Στην Πρός Ρωμαίους στ΄: 3-5 όπου για πρώτη φορά αναφέρει το βάπτισ­μα λέγει: «ή αγνο­είτε ότι όσοι εβαπτίσθημεν εις Χριστόν Ιησούν εις τον θά­να­τον αυτού εβαπτίσθημεν; Συνετά­φη­μεν ουν αυτώ διά του βαπτίσματος εις τον θά­νατον, ίνα ώσ­περ ηγέρθη Χρισ­τός εκ νεκ­ρών διά της δόξης του πατρός, ούτω και ημείς εν και­νότητι ζωής περιπατή­σωμεν. ει γαρ σύμφυτοι γεγόνα­μεν τω ομοιώματι του θανά­του αυ­τού, αλ­λά και της ανα­στάσεως εσόμεθα,». Δηλαδή δεν αναφέρει τίποτα περί του βαπ­τίσμα­τος του Ιησού κα­τά το οποίο «έγιναν εκείνα τα τρομακ­τικά γεγονότα». Η έν­νοια που αποδίδει στο βάπτισμα εδώ είναι διαφορετική απ’ αυτή που προσδίδουν τα Ευαγγέλια εις τον θά­να­τον αυτού εβαπτίσθημεν»).
Εδώ αναφέ­ρει περίεργα, αποκρυ­φιστι­κά και θεολογικά ανά­κατα που θυμί­ζουν μυ­στήρια αρ­χαί­ων θρησκειών και τα οποία ετελούντο συνεχώς κατά την εποχή του Παύλου. Την ίδια εποχή είχαμε θανάτους, ταφές και αναστάσεις πολλών και διαφό­ρων θεοτήτων με πολυάρι­θμους συγκρητισμούς μεταξύ των!
Ο Παύλος πάντα ενεργεί όπως μιλά στην Πρός Γαλάτας γ΄: 26-27 “πάντες γαρ υιοί Θε­ού εστε διά της πίστεως εν Χριστω Ιησού· όσοι γαρ εις Χριστόν εβαπτίσθητε, Χρισ­τόν ενεδύσασθε.”. Δηλαδή μιλά με αοριστίες και με οδηγό μόνο την πίστη. Ποτέ δεν αναφέρει ένα «ιστορικό γεγονός», όπως η βάπτιση του Ιησού που εγκαινίασε το μυστήριο του Βαπτίσμα­τος!
Άρα δεν γνωρίζει τίποτα για την βάπτιση του Ιησού από τον Ιωάννη τον Βα­πτιστή, τον οποίον επίσης ουδέποτε ανα­φέρει, και δεν γνωρίζει τίποτα για «τα εκ­θαμβωτικά συμβάν­τα που την συνόδεψαν»!
Στην Α΄ Πρός Κορινθίους α΄: 14-17 γράφει: «ευχαριστώ τω Θε­ώ ότι ουδέ­να υμών εβάπτισα ει μη Κρίσπον και Γάϊον, ίνα μη τις εί­πη ότι εις το εμόν όνομα εβάπ­τι­σα. εβάπτισα δε και τον Στεφανά οίκον· λοι­πόν ουκ οί­δα ει τινα άλ­λον εβάπτισα. ου γαρ απέστειλέ με Χριστός βαπτίζειν, αλλ’ ευαγ­γελίζεσθαι, ουκ εν σο­φία λόγου, ίνα μη κενωθή ο σταυρός του Χριστού.», ερχόμενος έτ­σι σε κατάφορη αντίφα­ση με τον Χρισ­τό των Ευαγγελίων, Ματθαίος κη΄: 19 και Μάρκος ιστ΄: 16, και Πρά­ξεις β΄: 38, και αρνούμενος την σημασία του βαπτίσματος που διακηρύσσεται στα Ευαγγέλια.
Αυτά έρχονται σε αντίφαση με τα ακατάστατα και ανυπόστατα που γράφει ο συγγραφέας των Πράξε­ων ιθ΄: 1-5, για τον Παύλο ομιλούντα περί Αγίου Πνεύματος, του βαπτίσματος που εκτελούσε ο Ιω­άννης και του βαπτίσματος των Ιουδαίων και μαθητών του Απολλώ της Εφέσου εις το όνομα του Κυρίου Ιησού, για τα οποία ο Παύλος δεν γράφει ούτε λέξη στις Επιστολές  του. Αυτοί ομολογούν ότι εβαπτίσθη­καν στο Βάπτισμα του Ιωάννου αλλά δεν άκουσαν τίποτα διά το Άγιο Πνεύμα. Πώς είναι δυνατόν;
(3) Ομιλεί για κάποιον μυ­στι­κό δεί­πνo και θείαν ευχαρι­στί­αν του Κυρίου Ιησού την νύκτα που «πα­ρε­δί­δετο», Α΄ Πρός Κορινθίους ια΄: 23-26, «εγώ γαρ παρέ­λαβον από του Κυ­ρίου ό και πα­ρέδωκα υμίν, ότι ο Κύριος Ιησούς εν τη νυκτί ή παρε­δίδοτο έλα­βεν άρτον και ευ­χα­ρι­στήσας έκλασε και είπε· λά­βετε φάγετε· τούτό μου εστι το σώμα το υπέρ υμών κ­λώ­μενον· τούτο ποιείτε εις την εμήν ανάμνησιν. Ωσαύ­τως και το ποτήριον μετά το δειπ­νή­σαι λέγων· τούτο το ποτή­ριον η καινή δια­θή­κη εστίν εν τω εμω αίματι· τούτο ποι­εί­τε, οσάκις αν πίνητε, εις την εμήν ανάμ­νη­σιν. οσάκις γαρ αν εσ­θίητε τον άρ­τον τού­τον και το ποτήριον τούτο πί­νητε, τον θάνατον του Κυρίου καταγ­γέλλετε, άχρις ου αν έλθη.».
Υπάρχουν όμως μερικά πολύ παράξενα και ανώμαλα σημεία:
(α) Ο προ­δότης Ιούδας και ο ρό­λος που έπαιξε στο θείο δράμα δεν αναφέ­ρονται απολύτως πουθενά στον Παύ­λο. Ο Παύλος δεν γνωρίζει τίποτα περί Ιούδα του ρόλου και της προδοσίας του. Έτσι δεν αναφέρει πουθενά ούτε μια λέξη γι’ αυτόν! Ούτε καν το όνομά του! Τί λέτε; Πε­ρίεργο;
(β) Στον στίχο 23 ομολο­γεί ότι «εγώ γάρ παρέ­λαβον από τού Κυ­ρίου ό καί παρέ­δωκα υμίν»! Δηλαδή αυτό το τό­σο γνωστό και δια­δεδομένο «γε­γο­νός της ευχα­ρισ­τίας» μεταξύ των μαθητών και όλων των τότε πι­σ­τών στον Ιη­σού Χριστό, ο Παύ­λος δεν το ήξερε αλλά το έμαθε από τον Κυρίον δι’ απο­κα­λύψεως. Δεν έτυχε να του το πει κανένας. Όπως μας λέγει στην Πρός Γα­λά­τας α΄: 18-20 είχε ήδη συνομι­λήσει με τον Πέ­τ­ρο και τον Ιάκωβο τον αδελ­φό­θε­ον, κ. ά. Όμως χρει­α­ζόταν ειδική αποκά­λυψη για έναν τόσο γνω­σ­τό και διαδεδομένο γεγονός με­ταξύ των μα­θητών και όλων των τότε χρισ­τιανών! Γιατί;
(γ) Τελειώνει το λογύδριο του Κυρίου Ιησού με την φράση «άχρις ου αν έλ­θη.». Αυ­τή δεν υπονοεί ανάσταση μετά από 36 ώρες (ή τρεις ημέρες), αλλά κά­ποια Παρουσία μετά από αόριστο χρόνο!
(δ) Ενώ στην Πρός Εβραίους ζ΄: 1-3 και θ΄: 19-20 έχει πάλι την ευ­και­ρία να μας δώ­σει τα στοιχεία της ευχαριστίας, εντούτοις δεν αναφέρει τίποτα.
(ε) Το εγχειρίδιο της εκκλησίας κατά το τέλος του πρώτου αιώνα, Δι­δαχή (των Δώ­δε­κα Αποστόλων), δεν περιέχει τίποτα για ευχαριστία, θάνα­το και ανάσταση. Ούτε καν στο κεφάλαιο 11 στο οποίο δίνει οδηγίες στους απο­στόλους, ιεροκήρυκες και προφή­τες τι πρέπει να διδάσ­κουν στις περιοδείες των. Τα ίδια ισχύουν με το Eυαγγέ­λιο του Θωμά και το ανασυν­ταγ­μένο κεί­με­νο κείμενο Q.
Στην Α΄ Πρός Κοριν­θί­ους ι΄: 20-21 όμως, διαβλέπομε ότι υπήρχαν θείαι ευχα­ριστίαι και άλλων θρησκειών. Απο­δεδειγμένα υπήρχαν στον Μιθ­ραϊσμό, σε διάφορα Μυστή­ρια, στον Ορφισμό, κλπ. Αυτό που γράφει ο Ιωάννης στ΄: 56 «ο τρώγων μου την σάρ­κα και πίνων μου το αίμα εν εμοί μένει, καγώ εν αυτώ.» είναι αυτολεξεί παρμέ­νο από την Μιθραϊκή θεία ευχαριστία!
Απ’ ότι φαίνεται ο Παύλος είχε συμμετάσχει σε κάποιο δείπνο ευχαρι­στίας και μυστηρίων, πολύ σύνηθες εντός του τεραστίου συγκρητισμού θρησ­κειών που υπήρχε τότε, και με­τά πάσαρε στους άλλους την εμπειρία του πίσω απ’ αυτές εδώ τις αποκαλύ­ψεις. Αυτό το δήθεν μυστήριο, με την παταγώδη αποτυχία των ανοήτων χρι­σ­τιανικών εσχατολογιών και με την πάροδο του χρόνου, αντικατέστησε τα κοινά συσσί­τια των αγαπών του Εβιωνιτικού Χριστιανισμού, προς ανάμνηση του δήθεν μυ­στικού δείπνου. Δεν υπήρχε κανένας  λόγος ο δείπνος αυτός να είναι μυστικός, διότι ήταν το πατροπαράδοτο Εβραϊκό σεδέρ, δη­λαδή το δείπνο του Πάσχα.
Αυ­τά τα χωρία έγιναν αργότερα η αφορ­μή για την πλήρη σκηνή του μυστι­κού δείπ­νου και της θείας ευχαριστίας εν­τός δήθεν ιστορικού πλαισίου από τους συνοπτι­κούς ευ­αγγελιστές, αλλ’ όχι κι’ από τον Ιωάννη. Είναι εξαι­ρετικά περίεργο το γεγο­νός ότι το Κα­τά Ιωάννην Ευαγ­γέ­λιο δεν παραθέτει την πα­ράδοση του «ακρογωνι­αίου μυσ­τηρίου της θείας ευχα­ρισ­τίας»! Πώς έγινε και ξέφυγε αυτό το πράγμα από τον επι­στήθιο μαθη­τή, ευαγγελιστή, θεολόγο και αυ­τόπτη μάρτυρα Ιωάννη, παρ’ όλον ότι αναφέρει τον Μιθραϊκό στίχο στ΄: 56 που μόλις αναγράψαμε; Παντού αντιμε­τωπίζο­με περίεργα πράγματα!
(4) Παρ’ όλο που πρώ­τος απ’ όλους ο Παύλος ανα­φέ­ρε­ται στα σε­πτά πά­θη του Χρι­στού δεν μας παρέχει μια έστω υποτυπώδη πε­ρι­γρα­φή τους ή έστω ένα γε­γο­νός ή μια λεπτομέρεια (Πρός Εβ­ραίους β΄: 5-18, θ΄: 26). Δεν αναφέ­ρει τίποτα για: Σύλλη­ψη, συνοπτική και άδικη Δίκη, Πραιτώριο, Πιλάτος, Εκατόνταρχο, Γολγοθά, Κρανίου Τόπο, Ιω­σήφ Αριμαθαία, Νικόδημο, Άν­να, Καϊάφα, Ιερου­σα­λήμ, Κενό Τά­φο, Μυροφό­ρες, κλπ.
Αυ­τή η σιωπή είναι καθ’ όλα ύπο­πτη και ενδεικτική διότι, όταν ο Παύ­λος ομι­λεί και καυχιέται για τα δικά του πάθη, Β΄ Πρός Κορινθίους ια΄: 23-33, Β΄ Πρός Τιμό­θεον δ΄: 5-8, δίνει αρκετές λεπ­τομέ­ρειες έστω και εν συντομία. Για τον Κύριον του όμως δεν είχε την ευαισθη­σία να γράψει κάτι, αφού αυτός πρώτος έγραφε σε ανθρώ­πους που δεν είχαν ιδέα και ζούσαν πολύ μακριά από την Παλαιστίνη. Απλώς θέ­λει να κά­νει θε­ο­λο­γία την οποία πρέ­πει να αποδε­χ­θούν αυ­τοί προς τους οποί­ους απευθύ­νεται.
Στην θε­ο­λο­γία του Παύλου ο Χρι­σ­τός, (αν και Θεός ομο­ού­σι­ος τώ Πα­τρί), προκειμέ­νου να υποστεί το πάθος έγι­νε για μι­κρό χρο­νι­κό διάστημα κα­τώ­τε­ρος των αγ­γέ­λων (Πρός Εβραίους β΄: 7). Τα ίδια υμ­νολογούνται και στην Πρός Φιλιππησίους β΄: 5-11, γ΄: 10, όπου τίθεται για πρώτη φορά το δόγμα της κενώσε­ως των θεϊκών ιδιοτήτων του Χριστού. Με­λε­τή­στε όλους αυ­τούς τους στί­χους για να μά­θε­τε πώς θε­ολο­γεί­ ο πρώτος θεολόγος του Χριστιανισμού! (Βλέπε και Α΄ Πρός Κορινθίους ια΄: 23, ιε΄: 3-7, 35-58, κλπ.).
Από τις Επιστολές, καθίσταται σαφές ότι ο Παύλος παρουσιάζεται σαν να μην έχει ιδέα για τα γεγονότα που συνέβησαν ανάμεσα στον Ιησού και τον Ρωμαίο διοι­κητή Πιλάτο, την Ρωμαϊκή φρουρά και τους στρατιώτες όπως μας τα περι­γρά­φουν τα Ευαγγέ­λια. Πουθε­νά σε όλες τις κύριες επιστολές δεν υπάρ­χει το όνομα του Πιλάτου. Υπάρχει μια μο­ναδική και μινι­μα­λι­στική αναφορά στο όνομα Πιλάτος στην Α΄ Πρός Τιμόθεον στ΄: 13, στην οποία γράφει «...Ιησού Χρι­στόν μαρτυρή­σαντα επί Ποντίου Πι­λάτου...», τίπο­τα άλ­λο. Αυτή θεωρείται παρεμβο­λή. Οι τρεις λέξεις «επί Ποντίου Πι­λάτου» άνετα και βολικά σφη­νώνονται εκεί από έναν υστερόχρονο διορθωτή, πράγμα σύνη­θες. Αλλιώς, πώς και γιατί δεν αναφέρει τίποτα απολύτως περί Πιλάτου στις κύ­ριες, εκτενείς και θεολογικές Επιστολές του.
Μην ξεχνάτε ότι, όχι μόνο δεν έχομε πρωτότυπα αλλά και ό,τι έχομε είναι από +350 και μετά! Αυτές οι ίδιες τρεις λέξεις εμφανίστηκαν στο 4ο άρ­θρο του Συμ­βόλου της Πίστε­ως, όπως αυτό θεσπίστηκε από την σύνοδο της Νικαίας το +325 και μετά, ως εξής: «στραυρω­θέντα τε υπέρ ημών επί Ποντίου Πιλάτου καί πα­θόντα καί ταφέν­τα»! Άλλη μία ένδει­ξη υστερόχρονης παρεμβολής.
Αν ο Παύλος εγνώριζε τα γεγο­νότα που αφορούσαν τον Πι­λά­το και τον Ιη­σού, τότε θα έπρε­πε να τα έχει ήδη αναφέ­ρει πολλές φορές μέσα στις προη­γούμενες εκτενείς και κύ­ριες επι­στολές του. Αυτό είναι ένα από τα ισχυρά στοι­χεία που φανε­ρώ­νουν ότι ο Ιησούς Χριστός των Ευαγγε­λίων ήταν άγ­νωστος στον Παύ­λο.
Ακόμα ο Παύλος παρουσιάζεται να αγνο­εί πλήρως τις φο­βερές διαμά­χες και συμπ­λο­κές της Ρω­μαϊ­κής εξου­σίας με τον Εβραϊκό λαό. Αλλιώς έκανε τε­λείως τα στραβά μάτια και ήταν προδότης του Εβραϊκού λαού. Ο Παύ­λος, αν και σύγ­χρονος του Ιωσή­που και γράφει πριν από τον Ιώσηπο, αγνοεί παντε­λώς όλες τις τα­ραχές και διαμάχες που είχαν συμβεί μέχρι τις μέρες του, αν και πολλές απ’ αυτές είχαν σχέση με τον Ιησού. Περίερ­γο! Ο Ιώση­πος Φλάβιος αρ­γότερα θα κα­ταγ­ρά­ψει τις περισσότε­ρες και κυριό­τε­ρες απ’ αυτές. Αλ­λά και στα κα­τοπινά Ευαγγέλια σώζον­ται ολίγες τέ­τοιες νύξεις και μικ­ρές περιγραφές τέτοι­ων δια­μαχών. Αυτό απο­τε­λεί ένα ισχυρό στοιχείο κατά της ιστο­­ρικότητας του Παύλου, ή υπέρ της ψευ­δο­λο­γίας ή της συνωμο­σίας του. Ακό­μα δεικ­νύει ότι ο Παύλος αγνοεί τις αφηγήσεις, τις παραδόσεις και τα «γεγονότα» των Κανο­νι­κών Ευαγγελί­ων. Συνεπώς έχομε να κάνομε με μυθολογίες!
Αλλά και τα ελάχιστα στοιχεία που έχομε ήδη αναφέρει, Πρός Ρω­μαίους α΄: 3, Πρός Γαλάτας δ΄: 4-5 Α΄ Πρός Τιμόθεον στ΄: 13, Β΄ Πρός Τι­μό­θεον β΄: 8, τα οποία μπο­ρούν να θεω­ρηθούν κάπως ιστο­ρι­κοπούντα, αναφέ­ρονται τό­σο αστή­ρικ­τα και ξε­κάρφω­τα, χωρίς κα­νένα ιστορικό πλαί­σιο, που μόνο επι­νοήσεις του γράψαν­τος, ή αν­τανακλάσεις και προσαρμογές χωρίων της Πα­λαι­άς Διαθή­κης (πράγμα που ο Παύλος το συνηθίζει πολύ συχνά μέσα στις Επιστολές του), ή αντα­νακλάσεις των τό­τε μυθο­λογιών περί διαφόρων σωτηριακών παγανιστικών θεών, ή υσ­τερόχ­ρονες παρ­εμβολές, μπορούν να θεωρη­θούν.
(5) Η σταύ­ρω­ση αναφέρεται στα χωρία: Πρός Ρω­μαί­ους στ΄: 6, Α΄ Πρός Κοριν­θί­ους α΄: 17-18, 23, β΄: 2, 8, Β΄ Πρός Κοριν­θί­ους ιγ΄: 4, Πρός Γαλά­τας γ΄: 1, 13, ε΄: 11, 24, στ΄: 12, 14, Πρός Εφεσίους β΄: 16, Πρός Φιλιπ­πη­σί­ους β΄: 8, γ΄: 18, Πρός Κολασ­σα­είς α΄: 20, β΄: 14, Α΄ Θεσ­σα­λο­νι­κείς β΄: 15, Πρός Εβραίους στ΄: 6, ιβ΄: 2.
Ο Παύλος αναφέρει την σταύρω­ση του Ιησού Χριστού απλώς και αορίστως διά της ονο­μασίας της ή τεχνηέντως και βολικώς ως την αρχαία Εβραϊκή τιμωρία του κρεμάσμα­τος «επί ξύλου» της Παλαιάς Δια­θήκης που εθεωρεί­το κατάρα: Γένεσις μ΄: 19, Δευ­τερονόμιον κα΄: 22-23 «Εάν δε γένηται εν τινι αμαρτία κρίμα θανάτου και απο­θάνη και κρεμάσητε αυτόν επί ξύλου, ου κοιμηθήσεται το σώ­μα αυτού επί του ξύλου, αλλά ταφή θάψετε αυτό εν τη ημέρα εκείνη, ότι κεκατηραμέ­νος υπό Θεού πας κρεμά­μενος επί ξύλου·...», Ιη­σούς του Ναυί η΄: 29, Εσθήρ η΄: 7, Πρά­ξεις ε΄: 30, ι΄: 39, Πρός Γαλάτας γ΄: 13 «Χριστός ημάς εξη­γό­ρασεν εκ της κατάρας του νόμου γενόμενος υπέρ ημών κατάρα· γέγραπται γαρ· επικατάρατος πας ο κρεμάμενος επί ξύλου·»., Α΄ Πέτ­ρου β΄: 24, κλπ.
Στην Α΄ Πρός Κορινθίους α΄: 23, τονίζει ότι «ημείς δε κηρύσσομεν Χριστόν εσ­ταυ­ρω­μένον,» χωρίς να θέτει κανένα ιστορικό πλαίσιο και χωρίς να αναφέ­ρει ποτέ του οτιδήποτε περί των συμβάντων που προηγήθηκαν ή συνόδευσαν την σταύρωση (σύλ­ληψη, άδικη δίκη, εξευτελισμό και δάρσιμο, μεταφορά στον Γολγοθά ή Κρανίου τό­πο, σκότος, σεισμός, τα τελευταία λόγια του Ιησού, ανάσταση νεκ­ρών αγίων, σχίσι­μο του καταπετάσματος, κλπ.).
Παρ’ όλα ταύτα ο Παύλος γράφει πρώτος και ως εκ τού­του ευρίσκεται χρονι­κά πιο κοντά στα υποτιθέμενα «γεγο­νότα» και σε πλήθος που δεν γνωρίζει τίποτα απ’ αυτά! Συνεπώς δεν ομιλεί για την συγκεκριμένη σταύρω­ση των Ευαγγελίων, αλλ’ ομι­λεί για κάποιο αόριστο, φανταστικό ή υποθετικό συμβάν που το ενε­πνεύσθηκε από τις παραπάνω ανα­φο­ρές της Παλαιάς Διαθήκης για να στηρίξει επ’ αυτού την αίρεση και την διδασκαλία που εγκαινιάζει περί θυσίας και εξιλεώ­σεως και ακολούθως το επεν­δύει με μια γνωστι­κίζου­σα δαιμονο­λογική θε­ο­λογία.
Σύμφωνα μ’ αυτήν την θεολογία, στην Α΄ Πρός Κοριν­θί­ους β΄: 8, γράφει: «ην ουδείς των αρ­χόντων του αιώ­νος τούτου έγνωκεν· ει γαρ έγ­νωσαν, ουκ αν τον Κύριον της δόξης εσ­ταύρω­σαν·». Δι’ αυ­τό το χωρίο ο Γνω­στικός Μαρκίων, ο ημιγνωστικός Ωριγέ­νης, κ. π. ά., εξηγούν ότι εν­νοεί τους δαίμονες και τις υπερφυσι­κές κακές δυνά­μεις και όχι τους ανθ­ρώπους, τον λαό και τους άρχον­τες των Ιουδαίων και των Ρω­μαίων. Άρα, παρά τις διαφορές και τις αντιφάσεις τους, δεν έχομε εδώ να κάνομε με την σταύρωση που εκθέτουν οι Ευαγγελιστές και οι Μαθητές, αλλά με σταύ­ρωση της φαντασίας του Παύλου!
Τον καιρό εκείνο, η πίστη ότι οι δαίμονες έλεγ­χαν όλο τον κόσ­μο ήταν πάρα πολύ δι­αδεδομένη μεταξύ των Εβ­ραϊκών και γνωστικι­στικών αιρέσεων. Στο ήμισυ αυ­τού του κεφαλαίου, ο Παύλος ασ­χολείται με συστά­σεις περί της πάλης κατά των πονηρών πνευμά­των. Στην Α΄ Ιω­άν­νου ε΄: 18-19 διαβά­ζομε: «Οίδαμεν ότι πας ο γε­γεννημένος εκ του Θεού ουχ αμαρτάνει, αλλ’ ο γεννη­θείς εκ του Θεού τηρεί εαυτόν, και ο πονηρός [ο διάβολος] ουχ άπτεται αυτού. Οίδα­μεν ότι εκ του Θεού εσμεν, και ο κό­σμος όλος εν τω πονηρώ κείται.».
Όχι όμως μόνον ο κό­σμος αλλά και οι ουρανοί: Πρός Εφεσί­ους στ΄: 12 «ότι ουκ έστιν ημίν η πάλη προς αίμα και σάρκα, αλλά προς τας αρχάς, προς τας εξου­σίας, προς τους κοσμοκράτο­ρας του σκότους του αιώνος τούτου, προς τα πνευμα­τικά της πο­νηρίας εν τοις επου­ρανί­οις.». Αυτή η ίδια πεποί­θηση μαρτυ­ρεί­ται πά­ρα πολλές φορές σ’ ολόκληρη την Καινή Δια­θήκη, στην απόκρυ­φη βι­βλιογ­ραφία και στην ηλίθια δαι­μονολογία του και­ρού αυτού. Έτ­σι επίσ­τευαν ότι η νέα αποκα­λυπτική εποχή είναι προ των θυρών και η εκ του καλού Θεού αποστολή της θα ανατρέψει τους δαίμονες και τις κακές δυ­νάμεις και θα επι­φέρει νέα τά­ξη πραγμά­των τόσο στη γη όσο και στον ουρανό.
(6) Για την τα­φή, Πρός Ρω­μαί­ους ιστ΄: 4, Α΄ Πρός Κο­ριν­θί­ους ιε΄: 4, οι Φαρι­σαίοι Ιω­σήφ ο απ’ Αρι­μαθαίας και ο Νικόδημος, οι γυναίκες, κλπ., δεν αναφέρονται απολύ­τως πουθενά, όπως και τίποτα άλλο.
(7) Το σπουδαιότερο και ισχυρότερο εργαλείο πειθούς για τον Παύλο είναι η ανάσταση: Πρά­ξεις ιζ΄: 31-32, κγ΄: 6, κδ΄: 15, 21, Πρός Ρω­μαίoυς α΄: 4, γ΄: 25, δ΄: 25, στ΄: 4-5, 9, Α΄ Πρός Κoριν­θίoυς ιε΄: 1-28, 32, 42, 50-54, Β΄ Πρός Κoριν­θίoυς δ΄: 13-18, ε΄: 1-10, Πρός Εφεσίους α΄: 20, Πρός Φι­λιπ­πη­σίoυς γ΄: 10-12, Α΄ Πρός Θεσσα­λoνι­κείς α΄: 10, δ΄: 13-18, Β΄ Πρός Τι­μό­θεoν β΄: 18, Πρός Εβραίoυς στ΄: 2, ια΄: 35.
Με αυτό το εργαλείο προσπαθεί να πείσει τους πάντες και τα πάντα ότι πρέπει να πιστεύουν όλα όσα τους διδάσκει. Ο εκ του Δαυίδ κατά σάρκαν Ιησούς ήταν ο Χριστός που τον ανέδειξε ο Θεός σε Υιόν του με το να τον αναστήσει. Ως εκ τούτου άπαντες πρέπει να πιστεύουν στην δευτέρα έλευσή του και στην ανάσταση νεκρών. Εάν δεν πιστεύομε όλα αυτά τότε η πίστη μας είναι κενή! Α΄ Πρός Κo­ριν­θίoυς κεφά­λαιο ιε΄ και Β΄ Πρός Κoρινθίoυς δ΄: 13-18, ε΄: 1-10, κλπ.
Στην Πρός Ρω­μαί­­ους γράφει τους περίεργους στίχους, ι΄: 6-7 «η δε εκ πίσ­τεως δικαιοσύνη ούτω λέγει· μη είπης εν τη καρδία σου, τις αναβή­σεται εις τον ουρα­νόν; τούτ’ έστι Χριστόν κατα­γαγείν· ή τις καταβήσεται εις την άβυσ­σον; τούτ’ έστι Χρισ­τόν εκ νεκρών αναγα­γείν». Τί να εννοεί άραγε;
Ο Παύλος δεν ανα­φέρει καμία λειτουργική και λυτρωτική δράση του Χριστού ως αν­θρώπου επί της γης. Έτσι παρά τα ελλιπή και ασαφή λόγια του στην Α΄ Πρός Κοριν­θίους ιε΄: 3-8, σε πολ­λά άλ­λα σημεία ανα­φέ­ρει την ανάσταση του Χριστού ως ζήτημα συ­ναισθημα­τισμού (της καρδίας) και πίστεως και όχι ως το «γεγονός» σωμα­τικής αναστά­σεως του Ιησού Χριστού. Έλαβε χώρα από την γη κατ’ ευ­θείαν στον ου­ρανό και από σώ­μα κατ’ ευθείαν σε πνεύμα! Δεν μεσολάβησε η παρεπιδημία του Ιη­σού στη γη και δεν συνέβη κα­μία επαν­εμφά­νιση διότι έτσι το θέ­λησε ο Θεός. Αυτό είναι άλλη μια αντί­φαση με τα Ευαγγέλια αλλά και με τον εαυτόν του. Προς ταύτα βλέπε: Πρός Ρωμαίους ι΄: 6-10, Α΄ Πρός Κοριν­θί­ους ιε΄: 3-8, 12-16, Πρός Εφεσίους α΄: 20, Πρός Φιλιππησίους β΄: 6-11, Α΄ Πρός Θεσσαλο­νι­κείς δ΄: 14, Πρός Εβ­ραίους ι΄: 12. (Βλέ­πε και Α΄ Πέτρου γ΄: 18).
(Ο Παύλος εκτός από ψέματα, βία, δολιότητες, κλπ., προκαλούσε και τον συν­αισθηματισμό εάν αυτός απέδιδε. Η γνώση, η κρίση, η λογική δεν είχαν θέση στον Παύλο, παρά η πίστη, ο συναισθηματι­σμός και το παραλή­ρη­μα· η τρέλα δη­λαδή. Πά­ρα πολύ ωραία!)
Σε πολλούς στίχους ο Παύλος αναφέρει το σώμα του Χριστού. Αλλά γι’ αυ­τόν το σώμα του Χριστού ήταν ή μυστικισμός ή αλληγορία! Π. χ. διαβάστε: Α΄ Πρός Κορινθίους ιβ΄: 12, 27, Πρός Εφεσίους ε΄: 30, Πρός Κολασσαείς β΄: 9, 17, κλπ.
Τις Μυροφόρες γυ­ναί­κες των Ευαγγε­λί­ων που ήταν οι πρώτοι μάρτυρες της ανασ­τά­σεως και σ’ αυτές πα­ρουσιάστηκε πρώτα κατά τον Ματθαίον κη΄: 9-10, ενώ κατά τον Ιωάννην κ΄: 14-17 πρώτα παρουσιάστηκε μόνο στην Μαγδα­ληνή, δεν τις αναφέ­ρει πουθενά. Αλλά και η έννοια και η παράδοση του κενού τάφου για τον Παύ­λο ήταν άγνωστες! (Βεβαίως, και στα Ευαγγέλια αυτά τα επεισόδια είναι πολύ κακογ­ραμμένα.).
Σoβα­ρό­τατo ζήτημα δημιουργείται από τo γεγoνός ότι o Παύλoς εκή­ρυτ­τε και έγ­ρα­­φε το νέο μήνυμά του μό­νo με βά­ση την ανά­στα­ση κάποιου αόριστα εσταυ­ρωμέ­νου ή κρεμασμένου Χρι­στoύ. Αν και αυτό ήταν το κυριότερο πειστήριο του ακόμη και ο ίδιος έχει σοβαρό πρό­βλημα, διότι στην Πρός Φιλιππησίους γ΄: 10-12 γράφει: «του γνώναι αυτόν και την δύναμιν της αναστάσεως αυτού και την κοινωνί­αν των παθημάτων αυτού, συμμορφούμενος τω θανάτω αυτού, ει πως καταντήσω εις την εξα­νάστασιν των νεκ­ρών. ουχ ότι ήδη έλαβον ή ήδη τετελείωμαι, διώκω δε ει και καταλά­βω, εφ' ω και κα­τελήφθην υπό του Χριστού Ιησού.». Μας λέει δηλαδή, ότι ακό­μη και ο αυτός δεν έχει καταλάβει κα­λά-καλά την ανά­σταση και προσπαθεί να την καταλάβει. Περίεργα πράγματα για έναν θεόπνευστο απόστολο, σκεύος της εκλογής του ιδίου του Ιησού Χριστού που κηρύττει με βάση την ανάσταση.
Πώς να την καταλάβει ο δυστυχής, αφού ο Χρισ­τός είχε αι­θέρια φύση αντί της πλή­ρως σωμα­τικής του Ιη­σού των κανονικών Ευ­αγ­γε­λίων; Αυτή η αντί­λη­ψη ήταν πολύ δια­δε­δο­μένη μεταξύ διαφόρων αιρέσεων των πρώ­των αιώ­νων, ιδίως των Γνω­στικών, και ήταν ο ήλιος της δικαιοσύνης της κοι­νότητας του Qumran!
Τέλος, στον άξονα της θεολογίας του περιλαμβάνει και μια κάποια άμεσα εσ­χατολογική ανάσ­τα­ση σωμάτων! Ομιλεί, κηρύττει και προσπαθεί να πείσει με βάση όχι μό­νο την ανάσ­τα­ση τού Ιησού Χριστού, αλ­λά και την ανάσ­ταση νεκρών και σω­μάτων: Α΄ Πρός Κορινθίους ιε΄, Α΄ Πρός Θεσσαλονικείς δ΄: 13-18, ε΄: 1-11, Β΄ Πρός Θεσσαλονικείς β΄: 1-12, κλπ. Μέσα στις αναφορές που έχοεμε αναγράψει βλέπομε ότι η ανάσταση των τεθνεώτων, για τον Παύλο, θα «εγένετο εν σαρκί», αλλά με ορισμέ­νες αναγκαίες φυσικές μετατροπές στα ήδη γνωστά αν­θ­ρώ­πι­να σώματα... Τα εκ φύσε­ως ανθρώπι­να σώματα αποτελούν «ασχημοσύνην» στον Εβραι­ο­γνωστικοχρι­στιανισμό και έτσι τα αναστημένα σώματα χρειάζονται επιδιορθώσεις...
Ενώ ενταύθα θα τον υπο­βοηθούσε τέλεια, δεν ανα­φέ­ρει πουθενά έστω μια από τις αναστάσεις που έκανε ο ίδιος ο Ιησούς, όπως της θυ­γα­τέ­ρας του Ιαείρου Μάρκος 5: 35-43, του υιού της χήρας στη Ναΐν Λουκάς 7: 11-17, ούτε καν την ανά­στα­ση τoυ «τε­τρα­η­μέρoυ» φίλoυ τoυ Χρισ­τoύ Λα­ζά­ρoυ Ιωάννης 11: 1-44. (Για την τε­λευταία ίσως να δι­και­o­λo­γεί­ται αφoύ και τα τρία πρώ­τα Ευ­αγ­γέ­λια την έχoυν αγνο­ήσει! Σκε­φτεί­τε ότι ακόμα και ο Ματ­θαί­ος που ήταν ένας από τους δώ­δε­κα μα­θη­τές και συ­νε­πώς εί­δε αυ­τό το εκ­θαμ­βω­τι­κό θαύ­μα με τα μά­τια του μα­ζί με τους άλ­λους, δεν το γρά­φει στο Eυαγ­γέ­λιό του! Φαί­νε­ται ότι αυτό το θαύμα δεν τον εν­τυ­πω­σί­α­σε αρκε­τά ενώ τον είχε εντυ­πωσι­ά­σει η θεραπεία του πυ­ρετού της πεν­θεράς του Πέ­τρου, Ματθαίος η΄: 14-15. Καταπληκτικό!). Ούτε ανα­φέρει πουθε­νά την ανάσταση των Αγίων της Μεγάλης Παρασκευής, Ματθαίος 27: 52-53. Το χειρότερο όμως είναι ότι δεν θυμάται το θαύμα της αναστά­σεως του νεκ­ρού Ευτυχούς, το οποίο ο ίδιος διέπ­ραξε στην Τρω­ά­δα, Πράξεις κ΄: 7-12. Υπήρχε καλλίτε­ρο επιχείρημα απ’ αυτό για να πείσει όποιους ήθελε; Παρά ταύτα, ο Παύλος προσπα­θεί να πείσει όσους αμφέ­βαλ­λαν για την ανάστα­ση σωμάτων με οτιδήποτε άλλα μέσα εκτός απ’ αυτά τα καταπλη­κτικά θαύματα.! Περίεργα πράγματα!
Αλλά και μεταξύ των μελών των ομάδων του Παύλου είχε δημιουργηθεί τερά­στιο πρόβλημα με την ανάσταση. Στις δύο επιστολές Προς Κορινθίους όπως και Β΄ Πρός Τιμόθεον 2: 17-18: «… ων εστιν Υμέναιος και Φι­λητός, οίτινες περί την αλή­θει­αν ηστόχη­σαν, λέγοντες την ανά­στα­σιν ήδη γεγονέναι, και ανατρέπουσι την τινων πίστιν.», βλέπομε ότι μετα­ξύ των οπαδών του Παύλου υπήρχαν πολλοί που είχαν ή εσχημάτισαν διαφορετικές αντιλήψεις για την ανάσταση ή τις αναστάσεις, μέσα σ’ αυτή την τεράστια ακαταστασία περί αναστάσε­ων που είχε δημιουργήσει ο Παύλος και ο Εβραιογνωστικοχριστιανισ­μός γενικότερα. Έτσι δημιουρ­γώνταν πολλές ταρα­χές, διαμάχες και αιρέσεις μεταξύ των ολίγων με­λών των ομάδων του Παύλου. Ο Παύλος και πάλι προσπαθεί απεγνωσμένα να επιβάλλει την δική του αντίληψη. Έτσι τον μεν Υμέναιο τον έστειλε στον διάολο όπως ο ίδιος το τονίζει στην Α΄ Πρός Τιμό­θεον 1: 20 «ων εσ­τιν Υμέναιος και Αλέξανδ­ρος, ους παρέδωκα τω σατανά, ίνα παι­δευ­θώσι μη βλασφη­μείν.», τους δε Κορινθίους Εβραίους οπαδούς του προσπαθεί να τους συγκρατήσει όσο μπορεί. Με­λετήσετε ολό­κληρες τις δύο Προς Κορινθίους Επισ­τολές για να δείτε τι κακό έγινε! Αλλιώς δώσε­τε προσοχή τους στίχους Α΄ Πρός Κo­ριν­θίoυς κεφάλαιο ιε΄ και Β΄ Πρός Κoρινθίoυς δ΄: 13-18, ε΄: 1-10
(8) Η μετά την ανάσταση επα­νεμ­φά­νι­ση τού Ιησού αναφέρεται μόνο στην Α΄ Πρός Κο­ριν­θί­ους ιε΄: 5-8 «και ότι ώφθη Κηφά, είτα τοις δώδεκα· έπει­τα ώφθη επάνω πεντακοσίοις αδελφοίς εφάπαξ, εξ ων οι πλείους μέ­νουσιν έως άρτι, τι­νές δε και εκοι­μήθησαν· έπειτα ώφθη Ιακώβω, είτα τοις απο­σ­τό­λοις πάσιν· έσχατον δε πάν­των ωσπε­ρεί τω εκτρώματι ώφθη καμοί.». Αυτό είναι όλο!
Εδώ μιλάει περί μερικών επανεμφανίσεων του Χρι­στού στους 12, σε άλ­λους 500, τον Ιά­κωβο και τον ίδιο που τα Ευ­αγ­γέλια αγνο­ούν. Κάνει το λά­θος με τους 12, διότι είχαν μείνει 11 εφ’ όσον ο προδότης Ιούδας ήταν ήδη νεκ­ρός και ο Ματθίας των Πράξεων α΄: 13-26, δεν τον εί­χε ανα­π­λη­ρώ­σει όταν «εγέ­νον­το» οι επανεμφανί­σεις του Ιησού. Η αναπλήρωση έγινε μετά την ανάληψη όπως μας «εξιστορούν» οι Πράξεις α΄: 9-26! Βλέπομε και πάλι ότι ο Παύ­λος δεν είχε ιδέα πε­ρί του Ιούδα, της προδοσίας και της τύχης του και γι’ αυτό δεν τον ανα­φέρει πουθενά!
Ο Παύλος όχι μόνο δεν γνωρίζει τον Ιούδα και το ρόλο του αλλά και δεν συν­διαλέγεται μ’ αυτούς τους 12 στην υπόλοιπη δρά­ση του. Εκτός δύο περιστατικών με τον Πέτρο (στην Πρός Γαλάτας α΄: 18, β΄: 11-21), τους αγνοεί παντελώς. Βγάλε­τε μό­νοι σας συμπέρασμα!
Στον ίδιο τον Παύλο ο Χρι­στός εμφανίστηκε σαν οπ­τασία, όπως έχομε ήδη δει σε τρία σημεία των Πράξεων, πα­ρά σαν ανθρώ­πι­νο σώ­μα. Προς τους Κοριν­θίους γράφει από την Έφεσο και δεν κά­νει τον κόπο να τους πληροφορή­σει πως, που, πότε, τον είδαν ο ίδιος και αυτοί που ισχυρίζεται. Άσε τους Εβραίους της Κο­ρίνθου που ζούσαν πάνω από χίλια χιλι­όμετ­ρα μακριά απ’ την Παλαιστί­νη και δεν είχαν ιδέα, να βρούνε αυτοί την άκρη για τα ερωτήματα αυτά και αυτοί να βρούνε και να εξετάσουν τους μάρ­τυ­ρες για τους οποίους γράφει ότι ζούσαν ακόμα! Γι’ αυ­τές τις παρουσιάσεις ο Παύλος δεν μεταφέρει απολύ­τως κα­μία ιστο­ρική πληροφορία, λες και μιλούσε σε ανθρώπους που ήδη ξέ­ρανε πως είχαν τα «γεγονότα», ενώ δεν είχαν ιδέα!
Έτσι έχομε πάλι μια μεγάλη αντίφαση με τα Ευαγγέλια όπου ο Χριστός πα­ρουσιάστηκε πρώτα στην Μαγδαληνή όπως με στόμφο τονί­ζει ο Ιωάννης 20: 1-18, ή στις Μυροφόρες όπως τονίζει ο Ματθαίος 28: 1-10. Οι Μυρο­φό­ρες βε­βαίως εκτός από τα Ευ­αγγέ­λια δεν αναφέρονται πουθενά αλλού στην υπόλοιπη Καινή Διαθήκη.
(9) Η ανά­λη­ψη όπως περιγράφεται στα Ευαγγέλια του Μάρκου 16: 19 και του Λουκά 24: 50-51 και στις Πράξεις 1: 6-11, δεν υπάρ­χει πουθενά στον Παύλο. Απλώς πό­τε-πό­τε γρά­φει ότι ο Ιησούς ανέ­βει στον ου­ρα­νό και ευ­ρί­σκε­ται μα­ζί με τον πα­τέ­ρα του ή στα δεξιά του: π. χ. Πρός Ρω­μαί­­ους η΄: 34, Πρός Εφε­σί­ους α΄: 20, δ΄: 8-10, Πρός Κολασσαείς γ΄: 1, Α΄ Θεσ­σα­λο­νι­κείς α΄: 10, Πρός Εβραίους η΄: 1, ι΄: 12, κ. α. Τί­ποτα άλλο!
(10) Η Παρουσία του Κυρίου και η Τελική Κρίση αναφέρεται στις: Α΄ Πρός Κορινθίους ιε΄: 29-58, Α΄ Πρός Θεσσαλονικείς δ΄: 13-18, ε΄: 1-11, Β΄ Πρός Θεσσαλο­νικείς β΄: 1-12, κλπ. Πουθενά δεν την αναφέρει ως Δευτέρα Παρουσία, αλλά απλώς Παρουσία, λες και δεν υπήρχε πρώτη! Όπως την περιγράφει στις δύο Πρός Θεσ­σαλο­νι­κείς Επι­στολές είναι όμοια με την περιγραφή της καθόδου του Υιού στο απόκ­ρυφο και ψευδε­πίγραφο βιβλίο Ανάληψις του Ησαΐα και όχι με αυτά που γράφει το Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο 25: 31-46 και η Αποκάλυψις του Ιωάν­νου! Η περιγ­ρα­φή της Δευ­τέ­ρας Παρουσίας και της Τελικής Κρίσεως στην Αποκάλυψιν κ΄, κα΄ δεν συμ­φωνεί με την Παρουσία που πε­ριγ­ράφει ο Παύλος στην Α΄ Πρός Κo­ριν­θί­oυς ιε΄ και στην Α΄ Πρός Θεσσα­λο­νικείς δ΄.
Η φράση «άχρις ου αν έλ­θη.», στην Α΄ Πρός Κορινθίους ια΄: 26, δεν υπονοεί ανάσταση μετά από 36 ώρες (ή τρεις ημέρες), αλλά κά­ποια Παρουσία μετά από αόρι­στο χρόνο!
Η άμεση εσχατολογική και καταδικαστική ρήση κατά των συμπατριωτών του στην Α΄ Πρός Θεσ­σαλο­νι­κείς β΄: 13-16, «Διά τούτο και ημείς ευχα­ρισ­τού­μεν τω Θεώ αδιαλείπτως, ότι πα­ραλα­βόντες λόγον ακοής παρ' ημών του Θεού εδέξασθε ου λόγον ανθρώπων, αλλά κα­θώς εστιν αληθώς, λόγον Θεού, ος και ενερ­γείται εν υμίν τοις πι­σ­τεύουσιν. υμείς γαρ μι­μηταί εγενήθητε, αδελφοί, των εκκλησ­ι­ών του Θεού των ου­σών εν τη Ιουδαία εν Χρι­στώ Ιη­σού, ότι τα αυτά επάθετε και υμείς υπό των ιδίων συμφυλετών καθώς και αυτοί υπό των Ιου­δαίων, των και τον Κύ­ριον αποκτει­νάντων Ιησούν και τους ιδίους προφή­τας, και ημάς εκδιωξάντων, και Θεώ μη αρεσ­κόντων, και πάσιν ανθ­ρώποις εναντί­ων, κω­λυόντων ημάς τοις έθνεσι λαλήσαι ίνα σω­θώσιν, εις το αναπληρώ­σαι αυτών τας αμαρτίας πάντοτε. έφθασε δε επ' αυτούς η ορ­γή εις τέ­λος.», θεωρείται παρεμβολή κυρίως για τους εξής λόγους:
(α) Παρά την οργή, το μίσος και τα κατσαδιάσματα που ο Παύλος εκ­φράζει εναντίον πολλών, πουθενά αλλού δεν εκφ­ράζεται με τόσο έντονα λό­για οργής και μί­σους εναν­τίον των ομοεθ­νών του. Μάλιστα δε στην Πρός Γα­λάτας β΄: 15 τους επαινεί με τα λό­για: «Ημείς φύ­σει Ιουδαίοι και ουκ εξ εθνών αμαρτωλοί,»!
(β) Μέσα στους στίχους αυτούς υπονοεί­ται η καταστροφή της Ιερου­σαλήμ και της Ιουδαίας, η οποία έγινε μετά τον θάνατο του Παύλου. (Αν και υπ­άρ­χουν μερικοί ερευνη­τές που ισχυρίζονται ότι ο Παύλος απέθανε μετά απ’ αυ­τή την καταστροφή, η θέση αυτή έρχεται σε αγεφύρωτη αντίθεση με την επίσημη θέ­ση όλων των χριστιανι­κών εκκλησιών εδώ και 2000 χρόνια!).
(γ) Η φράση «κω­λυόντων ημάς τοις έθνεσι λαλήσαι ίνα σω­θώσιν, εις το αναπληρώσαι αυτών τας αμαρ­τίας πάντοτε.» αντανακλά τις διαμάχες και αντιθέσεις Ιουδαίων και Εβραιοχριστια­νών που προέκυψαν μετά το +73.
(δ) Αν αυ­τοί οι στίχοι αγνοηθούν τελείως και από τον προηγούμενο στί­χο πά­με στον αμέ­σως επόμενο, η ροή και το νόημα του γραπτού λόγου συ­νεχίζονται ομα­λώς. Με αυτούς τους στίχους η ροή διακόπτεται.

***

Ποιος να ξέ­ρει άραγε πώς συν­δέ­ο­νται όλα αυ­τά με­τα­ξύ τους. Πρέπει να συν­δέ­ο­ν­ται διά πλαστογραφιών και υστεροχρόνων παρεμβολών. Δυστυχώς δεν έχομε τα πρω­τότυπα για να ελέγξομε! Π. χ., το ίδιο συμβαίνει και με τις δύο αντι­φα­τι­κό­τα­τες γε­νε­α­λο­γί­ες του Χρι­στού, η μία στον Ματ­θαίο α΄: 1-20 και η άλ­λη στον Λου­κά γ΄: 23-38. Με­λε­τήστε τις, εί­ναι για γέλια! Γι’ αυτό και ο Παύλος παραγγέλλει στον Τιμό­θεον και τον Τίτον να αποφεύγουν τις συ­ζητή­σεις και τις εξετάσεις των γενε­α­λο­γιών (Α΄ Πρός Τιμόθεον α΄: 4, Πρός Τίτον γ΄: 9). Κάτι ήξερε!
Ο Παύλος οσάκις αναφέρεται σε κάποιον συμβάν περί Ιησού Χριστού ουδέ­ποτε το θέτει εντός οιουδήποτε ιστορικού πλαισίου. Όλα όσα ανα­φέ­ρει είναι άνευ ισ­τορικής δεοντολογίας και ιστο­ρι­­κού πε­ριεχομένου. Γράφει αοριστίες και άντε τρέχα βρες τις ή πίστευε στις αποκαλύψεις του! Π. χ. γράφει: «παρέδωκα γάρ υμίν εν πρώ­τοις ό καί παρέλαβον, ότι Χριστός απέθανεν υπέρ τών αμαρτιών ημών κατά τας γρα­φάς και ότι ετάφη, καί ότι εγήγερται τή τρίτη ημέρα κατά τάς γραφάς», Α΄ Πρός Κο­ρινθίους ιε΄: 3-4, κλπ. Η φράση «κατά τάς γραφάς» επαναλαμβάνειται στο 5ο άρθρο του Συμβό­λου της Πίστεως ως εξής: «και αναστάν­τα τή τρίτη ημέρα κατά τάς γραφάς». Όπως και στην περίπτωση Α΄ Πρός Τιμόθεον στ΄: 13, «...Ιη­σού Χρι­στόν μαρτυρήσαν­τα επί Πον­τίου Πιλάτου...» που εξετάσαμε παραπάνω, έτσι και εδώ έχομε αντιγραφή!
Ο ίδιος ο Παύλος δεν εξη­γεί ποιες είναι αυτές οι γραφές. Για την σταύρωση και τα πάθη οι ευ­αγγελισ­τές μερι­κά χρόνια (15 - 150) μετά τον θάνατο του Παύλου, βρήκαν μερι­κές δήθεν προφη­τείες στην Παλαιά Διαθήκη, πλαστά αποκυήματα της φαντασίας, της διαστροφής και της συ­νωμο­σίας των. Αλ­λά για την ανάσταση την τρί­τη ημέρα «κατά τάς γραφάς», τις επανεμφανίσεις και την ανάληψη δεν υπάρ­χουν ούτε πλαστές προ­φητείες ούτε γραφές που να αναφέρονται εντός της Καινής Δι­αθήκης. Αργότερα οι χριστιανοί απο­λο­γητές δήθεν ανεκάλυψαν τους προφητικούς στίχους: Ψαλμοί β΄: 7, ιστ΄ (ιε΄): 10, Ησα­ΐας νγ΄: 10 και Ωσηέ στ΄: 2, οι οποίοι δεν έχουν τίποτα να κάνουν με την τριήμερη ανάσταση του Ιη­σού Χριστού. (Γι’ αυτό οι Καθολικοί λέ­νε ότι αυτοί οι στίχοι την υπαινίσσονται.).
Η αοριστία της φράσεως «κατά τάς γρα­φάς» και το κενό που αφήνει είναι σκόπιμα και παραπλανητικά. Προήλθε είτε από τον ίδιο τον Παύ­λο, αν όντως αυτός έγραψε αυτές τις γραμμές, είτε από τους υστερο­χ­ρό­νους συντάκτες και παρεμβολείς. Αυτοί προσπαθούσαν, όσο ήταν δυνατό, να δικαιολογή­σουν με δήθεν προφη­τείες της Παλαιάς Διαθήκης ότι ο Ιησούς ήταν ο πραγματικός αναμενόμενος Μεσσίας, Χρισ­τός, και συνεπώς ο Χριστιανισμός είναι η μόνη εξ αποκα­λύ­ψεως αληθινή θρησ­κεία!
Πά­νω σ’ αυτές τις πα­­­ρα­τη­ρή­σεις έχoυν γρα­φτεί πoλλά βι­βλία και απoτελoύν ένα ισχυ­ρό­τατo επι­χεί­ρη­μα των μυ­­θι­κι­στών περί τoυ ότι o Χρι­στός εί­ναι μυθoλo­γι­κό πρόσωπo. Διό­τι ας μην ξε­χνά­με ότι τα πρώ­τα γρα­πτά της Και­νής Δια­θή­κης, σύμ­φω­να με ομόφωνο συμπέρασμα όλων των Χριστιανών θε­oλό­γων και των ειδικών επι­στη­μό­νων, εί­ναι oι Επιστo­λές τoυ Παύλoυ. Αυτές δε, τις έγρα­ψε για αν­θρώπoυς πoυ βρί­σ­κoνταν πoλύ μακριά από την Ioυ­δαία. Αυτοί πάλι ως νεο­φώτι­στοι, δεν εγνώ­ρι­ζαν τί­πoτα πε­ρί Iησoύ, εκτός ίσως από αυτoύς πoυ ήταν στη Ρώ­μη οι οποίοι ίσως να είχαν ακούσει λίγα πράγματα πριν τους τα γράψει ο Παύλος, όπως ο ίδιος ομολογεί στην Πρός Ρωμαίους ιε΄: 20.
Συνεπώς: Ο Παύλος έχει κατά νουν άλ­λον Ιησού Χριστό απ’ αυτόν που έχουν οι Ευαγγελιστές, χωρίς με αυτό να υπονοούμε ότι οι Ευαγγελιστές συμφωνούν μετα­ξύ των. Αφήνομε λοιπόν στους χρισ­τιανούς απολογητές να μας ξε­καθαρίσουν ποιος έχει τελικά δίκιο! Ο Παύ­λος ή ποιος από τους Ευαγγελιστές! Ενώ ο καθένας θα επι­κα­λείτο τα εκκωφαντικά «πεπραγμένα» του «ιστορικού» Ιη­σού των Ευαγγελιστών, «γε­γονότα» που θα είχαν αφήσει εσαεί άναυδους τους πάντες και τα πάν­τα, ο Παύλος δεν κάνει καμία χρήση αυ­τών! Αυτή είναι η στάση την οποίαν πα­ρατη­ρούμε διάχυτη μέσα στα γραπτά του Παύλου! Τί συμβαίνει λοι­πόν;
Ο Παύλος δεν γνωρίζει τον γήινο, ιστορικό όπως υπο­τίθεται, Ιησού Χριστό των Κανονικών Ευαγγελίων, γεγονός που απο­δεικνύει ότι τόσον ο Ιησούς Χρι­στός των Ευαγγελιστών όσο και του Παύλου είναι μύθος, δηλαδή ψέμα! Απ’ όσα γράφει ο Παύλος ένα συμπέρασμα που βγαίνει είναι ότι αν ήταν ειλικρινής, τότε στο νου του είχε κά­ποι­ον αποκρυ­φιστικό, άυλο, πνευματιστικό Χριστό και απευθυνόταν προς αποκρυφιστι­κές οργανώ­σεις (cults), αιρέσεις του Ιουδαϊσμού τύπου «υιών φωτός» και Qumran, Α΄ Πρός Θεσσαλονικείς ε΄: 5 «πάντες υμείς υιοί φωτός εστε και υιοί ημέ­ρας. ουκ εσμέν νυκτός ουδέ σκότους.». Ο Χρισ­τός του Παύ­λου είναι ανάλογος με όλους εκείνους τους παγανιστικούς σωτηριολογι­κούς θεούς της εποχής εκείνης, οι οποίοι κατά την Άνοιξη έτρωγαν ένα δείπνο, έκα­ναν μια ευχα­ριστία, έπασχαν, θάπ­τονταν και μετά από τρεις μέρες ανασταίνον­ταν.
Επομένως με βάση όσα στοιχεία έχομε ήδη εξετάσει βγαίνει και το συμπέρα­σμα ότι: Οτιδήποτε γράφει και κηρύττει ο Παύλος δεν είναι ιστορικές μαρτυρίες. Εάν λοιπόν νομίζει ότι ομιλεί αληθώς, τότε αυτά που λέει είναι αποκυήματα της φαντα­σί­ας, πίσ­τε­ως, φα­νατισμού και θεολογίας του, τα οποία αν και δεν τα έμαθε από προη­γούμενες πα­ραδόσεις εντούτοις τα πιστεύει ως αληθή. Εάν πάλι ομιλεί όντως αληθώς, τότε οι παραδόσεις των Ευαγγελίων είναι ψευδείς και πρέπει να καταγγελθούν και να απορριφθούν! Αν όμως οι παραδόσεις των Ευαγ­γελίων είναι σωσ­τές, τότε ο Παύλος ομιλεί ψευδώς, πράγμα που το συνηθί­ζει, και πρέπει να καταγγελθεί και να απορριφ­θεί ως ψεύ­της! Αυτό το χριστιανικό δίλημμα αρκεί για να καταρρεύσει ολόκ­ληρος ο Χριστιανισμός!

***

Ειρήσθω επί τη ευκαιρία ότι, αυτή η σιωπή γύρω από τα βιογραφικά στοιχεία και την ανθρώπινη, γήινη, ιε­ραποστολική και σωτήρια δράση του Ιησού Χριστού δεν απαντάται μόνο στον Παύλο, αλλά και σε όλες τις επτά Κα­θολικές Επιστολές της Και­νής Διαθήκης, στην Επιστολή Α΄ Κλήμεντος (που αποδίδεται στον Πάπα Ρώμης, κατά το τέλος του 1ου αιώνα), Επι­στολή του Βαρνάβα, κ. ά. Ιδού μερικά χτυπητά παρα­δείγ­ματα: Στην επιστο­λή Α΄ Πέτ­ρου β΄: 21-25, στην Α΄ Κλήμεν­τος κεφάλαιο 16, και Βαρ­νάβα ε΄: 8, απαντάμε παραφ­ράσεις μερι­κών στοι­χείων του κεφαλαίου 53 του δευτέ­ρου (ή τρί­του) Ησαΐα που κάπως θυμίζουν τα Ευαγγέλια και τίπο­τα παραπάνω. Στην Α΄ Πέτρου γ΄: 18 «ότι και Χρισ­τός άπαξ περί αμαρτιών έπαθε, δίκαιος υπέρ αδίκων, ίνα ημάς προσαγάγη τω Θεω, θανα­τωθείς μεν σαρκί, ζωοποιηθείς δε πνεύματι·», έχομε ότι ο Χριστός θανατώ­θηκε κατά σάρκα αλλά ζωοποιήθηκε κατά πνεύμα. Δηλα­δή δεν αναστήθηκε κατά σάρκα όπως φωνά­ζουν οι ευαγγελιστές! Στην Α΄ Ιωάννου ε΄: 6-12 δεν γίνεται κανέ­νας λόγος για την «εν σαρκί» ανάσταση και την «εν σαρκί» επα­νεμφάνιση, αλλά όλα γί­νονται με την βοήθεια της πίστεως και την μαρτυρία του Αγί­ου Πνεύματος! Σαν να μην τα είδε κανείς! Στην Β΄ Πέτ­ρου α΄: 16-18 το σημαντικό γε­γο­νός είναι η μεταμόρφω­σις εις το ιερόν όρος και δεν ανα­φέρει τίποτα για ανάστα­ση. Είναι αξιοπα­ρατήρητο λοιπόν ότι όλες οι παρατη­ρήσεις και τα συμπεράσματα πε­ρί ελλείψεως ισ­τορικών πλαισίων, αορισ­τι­­ών, αν­τιφάσε­ων προς τα Ευαγγέλια καθώς και μετα­ξύ των που απαντάμε απανταχού στις Επιστολές του Παύλου, ισχύουν ομοί­ως και στις επτά Κα­θο­λικές Επιστο­λές της Και­νής Διαθή­κης! Όπως και ο Παύλος έτσι και όλοι οι συγγρα­φείς των Καθολικών Επιστο­λών, κ. ά., δεν αναφέρουν τίποτα για τον Ιησού ως διδάσ­καλο ή θαυματοποιό!
Ακόμα, σ’ όλα αυ­τά τα πρώτα κείμενα της Και­νής Δι­α­θήκης, τα οποία όπως υποτίθεται εγρά­φησαν από τους πρώτους και με­γαλυτέρους αποστό­λους του Χριστια­νισ­μού, δεν ανα­φέρεται πουθενά και από κανέ­ναν ούτε μια επίσκε­ψη ούτε ένα προσ­κύ­νημα στα μέρη όπου εγεννήθηκε, έδρασε, έκανε θαύματα, έπαθε, ετάφη και ανέσ­τη ο Υιός του Θεού, Ιησούς Χρισ­τός! Σύμπτωση;...
Αν, προτού γνωρίσομε τι γράφουν τα Ευαγγέλια, μελετήσομε όλες τις Επιστο­λές της Καινής Διαθήκης (14 του Παύλου και 7 Καθολικές), οι οποίες μάλιστα εγρά­φησαν πριν από τα Ευαγγέ­λια, τότε δύσκολα σχηματίζομε την εικό­να κάποιου υπάρ­ξαντος ανθρώπου, διδασκάλου, θαυματοποιού και πουθενά δεν υπάρχει η ει­κόνα κά­ποιου του οποί­ου τον τάφο βρήκανε κενό ή κάποιου που αναστή­θηκε «εν σαρκί»! Συ­νε­χώς βλέ­πομε την επενέρ­γεια της πίστεως και του Αγίου Πνεύματος, αποκαλύ­ψεις, οράματα, και πνευ­ματικά εφευρήματα. Π. χ. βλέπε: Πρός Ρωμαίους γ΄: 26, ιδ΄: 24-25, Πρός Εφεσίους γ΄: 5, Πρός Κολασσαείς β΄: 2, κλπ., Α΄ Πέτρου α΄: 20 καθώς και τα χω­ρία Πρός Ρωμαίους γ΄: 21-26, Πρός Εβραίους θ΄: 26, ομιλούν σε ενεστώτα χρό­νο. Δεν υπάρχει τίπο­τα το ιστορικο­ποι­ούν. Στα χωρία Πρός Ρωμαίους α΄: 1-4, ι΄, ια΄, Β΄ Πρός Κορινθίους γ΄: 7-11, Πρός Τίτον α΄: 3, ο Παύλος αναφέρει θέματα στα οποία μόνος του δημι­ουρ­γεί την ευκαιρία να μιλήσει για τη ζωή και τη δράση του Ιησού, εντούτοις δεν λέγει τίποτα.
Οπότε, τί ιστορική βάση περί Χριστιανισμού ή ιστορική απόδειξη περί Ιησού Χριστού μπορεί να αποτελεί η Καινή Δια­θήκη; Καμία! O Χριστός των Επιστολών του Παύλου, των Καθο­λι­κών Επιστολών, καθώς και ενός μεγάλου μέρους του Κα­τά Ιωάννην Ευαγγελίου είναι ένας αφηρημένος γνωστικιστικός Χριστός και όχι ο Χριστός που έχει την ανθρώπινη μορ­φή και δράση των τριών πρώτων Συνοπτι­κών Ευαγγελιστών. Σε όλη την Καινή Δια­θήκη υπάρχει η συνεχής αντίφαση του αν ο Χριστός ήταν δημιούργημα ή δημιουργός· είναι ίδιος με τον δημιουργό ή απαύγασμα τού δημιουργού και το τελειότερο μέσο επι­κοινωνίας με την δημιουργία του. Άκρη δεν βρίσκεις και μπορείς να δικαιολογήσεις ή να αναιρέσεις κάθε απάντηση επ’ αυ­τού του ερωτήματος! Μετά μιλάνε για θεοπνευστία και ιστορικότητα!
Το Σύμβολο της Πίστεως, της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου της Νικαί­ας, +325 και μετά, χειροτέρεψε αυτή την αντίφαση! Π. χ: Α΄ Πρός Κορινθίους ιε΄: 23-24 «απ­αρχή Χριστός, έπειτα οι Χριστού εν τη παρουσία αυτού· είτα το τέλος, όταν παρα­δώ την βασι­λείαν τω Θεώ και πατρί, όταν καταργήση πάσαν αρχήν και πά­σαν εξουσί­αν και δύνα­μιν.» έρχεται σε αντί­φα­ση με το Σύμβολο της Πίστεως, άρθρο 2, «Καί εις έναν Κύριον Ιησούν Χριστόν, τόν υιόν τού Θεού τόν Μονογενή, τόν εκ τού Πα­τρός γεν­νηθέντα πρό πάντων τών αιώνων. Φώς εκ Φωτός, Θεόν αληθινόν εκ Θεού αληθινού γεννηθέντα, ού ποιηθέντα, ομοού­σιον τώ Πατρί δι’ Ού τά πάντα εγένετο.», κ. ο. κ. Όλα αυτά έγιναν αιτίες πολλών αιρέ­σε­ων, δι­ωγμών, φόνων, καταστροφής και δι­αστροφής.
Παρατηρούμε ακόμα τα εξής:
(α) Τα τέσσερα Κανονικά Ευαγ­γέ­λια και η Αποκάλυψις γρά­φτηκαν με­τά τoν θά­νατo τoυ Παύλoυ και αγνooύν τoν Παύλo. Ίσως δι­καιoλoγη­μέ­να, αλ­λά ίσως και όχι. Πoιος ξέ­ρει θε­τι­κά; Κα­νείς! Μό­νo oι Πρά­ξεις τoν ανα­φέ­ρoυν, τις oπoί­ες, κα­θώς η επί­ση­μη εκκλη­σία έχει διαδώσει, τις έγρα­ψε o Ευ­αγγελιστής Λoυ­κάς (ο ια­τρός άραγε, Πρός Κο­λασ­σα­είς δ΄: 14, κλπ.;) ως συ­νέ­χεια τoυ Ευ­αγ­γε­λίoυ τoυ, χωρίς να υπάρχει καμία από­δειξη γι’ αυτό.
(β) Άλλο σοβαρό ζήτημα είναι ότι η Απο­κά­λυψις δεν αναφέρει ού­τε τον Παύ­λο ούτε και τις εκκλησίες τις οποίες ίδρυσε, αν και γράφτηκε αρκετά χρό­νια μετά τον Παύλο. Δεν του παρέχει κα­μία τιμη­τική θέση ακόμα και στον στίχο κα΄: 14, στον οποίον ανα­φέρει τιμητικώς τους άλλους μαθητές, παρ’ όλο ότι αυτός ήταν «σκεύος της εκ­λογής» του ιδί­ου του Ιησού Χριστού και Θεού, Πρά­ξεις θ΄: 15. Επίσης, η περιγ­ρα­φή της δευ­τέ­ρας παρουσίας και της τελικής κρίσεως στην Αποκάλυψιν κ΄, κα΄ δεν συμ­φωνεί με την περιγ­ραφή που δί­δε­ται από τον Παύλο στην Α΄ Πρός Κo­ριν­θί­oυς ιε΄ και στην Α΄ Πρός Θεσσα­λο­νικείς δ΄.
(γ) Το ίδιο και οι επτά Κα­θο­λι­κές Επι­στολές, εκτός από τους δύο πολύ περί­ερ­γους στί­χους της Β΄ Πέτρου γ΄: 15-16 που θεωρούνται παρεμβολή, δεν ανα­φέρουν τί­ποτα περί Παύλου. Μάλιστα δε, η Επιστολή του Ιακώβου είναι τόσο αν­τί­θετη με πολ­λές από τις διδασκαλίες του Παύλου ώστε ο Μαρτίνος Λούθηρος επεδί­ω­ξε να την θέ­σει, μαζί με την Αποκά­λυ­ψιν του Ιωάννου, εκτός του Κανόνος της Καινής Δια­θή­κης. Δεν τα κατά­φερε όμως.
Δεν νομίζετε ότι κάτι περίεργο και πολύ σοβαρό συμ­βαί­νει πίσω απ’ όλα αυ­τά; Όσα λoι­πόν δε­χό­μα­στε εδώ προς στιγμήν, για τo χατίρι των χρι­στιανών θεoλό­­­­γων και για να μην επεκ­ταθούμε σε ιστορική αναζήτηση και ανάπλαση, τα δεχό­μα­στε με όλες τις επι­φυλάξεις. Αυ­τά τα σoβα­ρά προβλήματα και εύλογα ερωτήματα που εκ­θέ­τομε ας φρoν­τίσoυν να τα λύ­σoυν και απαντήσουν με σιγουριά και απόδειξη oι φωσ­τήρες της χρι­στι­α­νικής πί­στε­ως.

***

Ανακεφαλαιώνομε λοιπόν και λέμε: Πέραν πολύ ολίγων στίχων που θυ­μί­ζουν στίχους των Ευαγγελίων, τουλάχιστον το 99% του έργου του Παύλου δεν έχει να κά­νει με: τη ζωή, τη δράση, τη διδασκαλία, τα θαύματα, τα γεγονότα των παθών, της ανασ­τά­σεως, των επανεμφανίσεων και της αναλήψεως τού Ιησού Χριστού των Ευαγ­γελίων.
Οι ολί­γοι στίχοι οι οποίοι θυμίζουν κάτι από τα Ευαγγέλια πρέπει να είναι: εί­τε παρ­εμ­βολές, είτε κοινότοπες φρά­σεις και περιγραφές της εποχής εκείνης τις οποίες επα­να­λαμβάνει ο Παύλος, είτε σκόπιμες αυθαιρεσίες του, είτε τις λαμβάνει από την Παλαιά Διαθήκη και τις προσαρμόζει κατά το δοκούν, είτε πολύ πιθανόν οι μεταγενέ­στεροι Ευαγγε­λιστές τις πήραν από τον Παύλο και την Παλαιά Διαθήκη, την οποίαν όπως ο Παύλος έτσι και αυτοί την εχρησιμοποίησαν κατά κόρον.
Αυ­τοί οι στίχοι αποτελούν ολιγότερο του 1% του έργου του Παύλου. Οπό­τε και αν ακόμα τους παραδεχθούμε ως αυθεντικούς και όχι παρεμβολές ή σκόπι­μες αυ­θαιρεσίες του ιδίου ή άλλων, μένει κα­νείς άναυδος από τον Χριστό που ο Παύ­λος πα­ρουσιάζει στο υπόλοιπο 99% του έργου του. Η διδα­σ­καλίες που σποραδικά με­ταφέρει είναι δικές του επινοήσεις και κατά μάλ­λον ή ήττον αναμασήματα στίχων της Παλαι­άς Διαθήκης που αυτός ειδικώς επέλεξε. Ούτε την δι­δα­σκαλία του Χριστού, αυ­τήν έστω που περιέχεται στα σκόρπια Κυριακά Λόγια, μας με­τα­φέρει. Φτάνει δε στο ση­μείο να λέγει: Α΄ Πρός Κο­ριν­θί­ους ζ΄: 6 «τούτο δε λέγω κατά συγγνώμην, ου κατ’ επι­τα­γήν.», 12 «τοις δε λοιποίς εγώ λέγω, ουχ ο Κύ­ριος· ει τις αδελφός γυναίκα έχει άπιστον, και αυτή συνευδοκεί οικείν μετ’ αυτού, μη αφιέτω αυτήν·», 25 «Περί δε των παρθένων επι­ταγήν Κυ­ρίου ουχ έχω, γνώμην δε δίδωμι ως ηλεημένος υπό Κυ­ρίου πι­στός είναι.», Β΄ Πρός Κορινθίους ια΄: 17 «ό λαλώ, ου λα­λώ κατά Κύριον, αλλ’ ως εν αφροσύνη, εν ταύτη τη υποστάσει της καυχήσεως.», κλπ. Εδώ δηλαδή ο Παύλος ομο­λογεί ότι δεν έχει επι­ταγές του Κυρίου, αλλ’ ούτε και αποκαλύψεις ή θεο­π­νευστία! Προσέτι ομολογεί εν πάση ειλικρινεία ότι μας λέγει δικά του λόγια! Μετά όμως έρχε­ται στην Β΄ Πρός Τιμόθεον Επισ­το­λήν και γράφει γ΄: 16: «πάσα γραφή θεό­πνευσ­τος και ωφέλιμος προς διδασκαλίαν, προς έλεγχον, προς επανόρθωσιν, προς παιδείαν την εν δικαιοσύνη,». Βγάλε­τε μόνοι σας συμπέρασμα με τις αντιφάσεις αυτού του αλλο­π­ρόσαλλου ατό­μου!
Ο Παύλος πάρα πολλές φορές προσ­πα­θεί να πείσει τους άλλους επί πολλών «συμβάντων, γεγονότων» και ζητημάτων της θεολογίας του, διά του τεχνάσ­ματος των αποκαλύψεων και οραμάτων που ισχυρίζεται πως είχε. Για μ­ερικά όμως, οι απο­καλύ­ψεις και τα οράματα ήταν εντε­λώς αχρεί­ασ­τα διότι τα πράγ­ματα που του αποκα­λύφ­θηκαν ήταν κοινώς δια­δεδομένα και γνωστά μεταξύ των τότε χριστιανών και οπα­δών του Ιησού Χριστού, όπως μαρ­τυρούν τα Ευαγγέλια, οι Πράξεις και μερικές από τις άλλες Επιστολές!
Τί γενικό συμπέρασμα λοιπόν βγαίνει από την σύγκριση των αφηγή­σεων του Παύλου με τις αφηγήσεις των Ευαγ­γε­λίων; Αυτά τα στοιχεία εί­ναι ισχυρώς δι­αφω­τισ­τικά διά τις ψευδαισθή­σεις, παραισθήσεις, τα ψέματα του Παύλου, τα μυθεύ­ματα των Ευαγγελίων και ολόκλη­ρης αυτής της φτια­χ­τής, επι­νοημέ­νης και ψευ­δούς θρησκείας του Παυλικού Εβραιοχρι­στιανι­σ­μού! Τονίζομε λοιπόν και πάλι ότι:

Καίριο πλήγμα κατά της ιστορικό­τη­τος του Ιησού Χριστού είναι ο Χρισ­τός του Παύλου. Όλα τα ανωτέρω πε­ριληπτικά στοι­χεία φανερώ­νουν ότι ο Ιησούς Χριστός των Ευαγγε­λίων όπως και οιοσδήποτε αφανής αλλά υπ­άρξας Ιησούς Χριστός ήταν άγνω­στος στον Παύλο. Τότε όμως αν δεχθού­με ότι ο Παύ­λος είναι ιστορικό πρόσωπο κατά την εποχή που διατείνονται ότι έζησε, έδ­ρασε και μας πα­ρέδωσε τα γραπτά του, αναγκαστικά πρέπει να δεχθού­με ότι ο Ιησούς Χριστός, όπως τον παρουσιάζουν ο Παύλος και τα Ευαγγέλια, δεν ήταν ιστο­ρικό πρόσωπο αλλά μια μυ­θο­λογική διαπλο­κή! Αν πάλι ο Παύ­λος με τις αποκαλύψεις και τα οράματά του έχει δίκιο, τότε τα Ευαγγέλια αποτελούν προφανή μυ­θο­λογική διαπλοκή! Δεν μέ­νει παρά να συμπε­ράνομε ότι τα πάντα είναι μυ­θο­λογικές διαπλοκές.

Συνεπώς και ο Παύλος και ο Ιησούς είναι χρι­σ­τιανικά μυθιστορήματα και τί­πο­τα παραπάνω. Δηλαδή ψευτιές! Βεβαίως τα γραπτά που αποδίδονται στον Παύλο κα­θώς και οι προηγούμενες πηγές και παραδόσεις, όποιες κι’ αν ήταν αυτές, πρέπει να έθεσαν τις βάσεις και τις νύξεις της συγγραφής και της μυθολογίας των υστεροχ­ρό­νων τεσσά­ρων Κανονι­κών Ευαγγελίων. Μετά τον πλήρη και αμετάκλητο διαχωρισ­μό Χριστιανών και Ιουδαίων (+135 Κ. Ε.) και την οικτρή αποτυχία της εσχατολογίας των πρώτων, οι νέες κα­ταστά­σεις που προέκυψαν απαιτούσαν νέα κείμενα διαφορετι­κά απ’ αυτά του Παύ­λου και προπάντων ιστορικοποιούντα για την δικαιολόγηση και επιβίωση τής Εβραι­οχριστια­νικής αιρέσεως! Αυτή η αναγκαιότητα επεβάλετο όχι μό­νο για την συγκρά­τηση των οπαδών εντός της αιρέσεως αλλά και από την επιχει­ρη­μα­τολογία εναντίον της τόσο των Ιουδαίων όσο και των Εθνικών! Έτσι τα υστε­ρόχ­ρονα Ευαγ­γέλια διατήρησαν αναγκαστικά τα ελάχιστα σημεία που έκριναν σκόπιμα από τον Παύλο αφού όμως πρώτα τα επεξεργάστηκαν κατά τις απ­αιτήσεις του καιρού των. Τα επεξέ­τειναν και τα ανάπλασαν εντός δήθεν «ιστορικών» σκηνών και πλαισί­ων. Ακόμη έλαβαν χώρα μερικές σκόπιμες και αναγκαίες παρεμβολές στα γραπτά του Παύλου.
Ο Χριστιανισμός είναι εν γένει μια από τις αιρέσεις του Ιουδαϊσμού. Αν λοι­πόν θεωρήσομε ως ορθόδοξο τον Χριστιανισμό των Ευαγγελίων, τότε ο Παύλος εδη­μιούργησε μια αίρεση της αιρέσεως, της αιρέσεως... Ειδάλλως ο Χριστιανισμός των Ευαγγελίων αποτελεί αίρεση της αιρέσεως, της αιρέσεως... Κουλουβάχατα δηλαδή ...! Αυτή η αντίφαση έχει δημιουργήσει αγεφύρωτο χάσμα μεταξύ Καθολικών-Ορθοδό­ξων και Διαμαρτυρομένων
Τα συμπεράσματα που αναπτύξαμε στο παρόν μέρος και οι διαφορετικοί Χρι­στοί της Και­νής Διαθήκης (Παύλου και Ευαγγελίων), τί ειρωνεία, απο­τελούν το βαρύ­τερο επιχείρημα των μυ­θι­κι­στών κατά της ιστορικό­τητος του Ιησού ή του Παύλου αναλόγως. Αυτό το επι­χείρη­μα είναι εξαιρετικά ισχυρό ή μάλλον απροσ­πέλαστο για τους γνώστες και ει­λικρινείς ερευνη­τές Χριστιανούς, πολλοί των οποίων, μεταξύ αυ­τών και ο υποφαι­νόμενος, τελικά απε­σκίρτησαν από την Εβραιογνωστικοχ­ριστιανι­κή μάστιγα, έγιναν πολέμιοί της και την εξέθεσαν θαρραλέα με ομιλίες, ερευνητικές ερ­γασίες, εμ­περιστατωμένα συγγράμμα­τά και την κατήγγειλαν! Εσείς αναγνώ­σ­τες τί λέ­τε; Έπραξαν καλώς ή κακώς;

–ΤΕΛΟΣ ΠΑΡΑΡΤΗΜΑΤΟΣ 2 –
ΤΕΛΟΣ