Ο Χριστός του Παύλου
Ο Παύλος βασισμένος σε ό,τι κυκλοφορεί μέχρι την εποχή του γύρω από τις μεσσιανικές και εσχατολογικές κινήσεις περί του Μεσσίαχ (Χριστού) των Εβραίων, εγκαινιάζει μία νέα μεσσιανική και εσχατολογική αίρεση τoυ Ioυδαϊσμoύ, τoν Παυλικό Χριστιανισμό. Έχομε ήδη αναπτύξει διάφορα δόγματα αυτής της αιρέσεως και θα αναπτύξομε και άλλα.
Σε σχέση με τον κατοπινό Χριστιανισμό των Ευαγγελίων, εισαγωγικώς και επιγραμματικώς αναφέρομε ότι: Ο Παύλος δεν γνωρίζει τίποτα από τα υποτιθέμενα «γεγονότα» των τεσσάρων κανονικών Ευαγγελίων και ο Χριστός του δεν είναι ο γιος του τέκτονος (μαραγκού ή χτίστη) Ιωσήφ ή του Αγίου Πνεύματος και της Μαριάμ, με αδελφούς και αδελφές (Ματθαίος ιβ΄: 47, ιγ΄: 55-56, Μάρκος γ΄: 31-35, στ΄: 3, κ. α.), ο θαυματοποιός Ιησούς, αλλά, όπως έχομε ήδη μερικώς αναπτύξει και θα αναπτύξομε περισσότερο στο παρόν μέρος και ακολούθως, μέσα στις Επιστολές και την θεολογία του παρουσιάζει έναν ουράνιο, απεσταλμένο, αιθέριο, γνωστικιστικό Χριστό. Δεν μας παραδίδει καμία διδασκαλία του Ιησού Χριστού αλλά ερμηνεύει το πλανώμενο εσχατολογικό κήρυγμα περί σταυρωθέντος, αναστάντος και πάλιν ερχομένου Χριστού εντός των πλαισίων της δικής του θεολογίας.
Ο Παύλος είναι ο πρώτος συγγραφέας εντός του κανόνος της Καινής Διαθήκης. Όμως δεν μας παρέχει καμιά βιογραφική περιγραφή έστω και περιληπτική για τη ζωή και τη δράση τoυ Ιησού Χριστoύ. Δεν αναφέρει ούτε ένα από τα θαύματά τoυ. Ακόμα δεν μας μεταφέρει καμία θεολογία ή διδαχή του Ιησού Χριστού. Όσον δε αφορά το βάπτισμα και την θεία ευχαριστία, που αναφέραμε σε προηγούμενα μέρη και θα αναφερθούμε και στο παρόν, είχε διαφορετική αντίληψη από αυτήν των κανονικών Ευαγγελίων.
Συνεχώς αναφέρει την φράση «(κατά) το ευαγγέλιον μου». Μέσα στις Πράξεις και τις Επιστολές υπάρχουν 79 στίχοι (εκτός και μου ξέφυγε κανένας) που κάνουν νύξη για το ευαγγέλιο του Παύλου και το κήρυγμα τού ευαγγελίου αυτού. Στην Πρός Γαλάτας α΄: 11-12, ο Παύλος δηλώνει ευθέως ότι το Ευαγγέλιο που κηρύττει δεν το παρέλαβε από άνθρωπο αλλά από τον Ιησού Χριστό δι’ αποκαλύψεως! «Γνωρίζω δε υμίν, αδελφοί, το ευαγγέλιον το ευαγγελισθέν υπ' εμού ότι ουκ έστι κατά άνθρωπον· ουδέ γαρ εγώ παρά ανθρώπου παρέλαβον αυτό ούτε εδιδάχθην, αλλά δι' αποκαλύψεως Ιησού Χριστού.». Βλέπε και Α΄ Πρός Κορινθίους δ΄: 15, θ΄: 12-23, ιε΄: 1, κλπ. Δι’ αυτό το ευαγγέλιο, με απόλυτη εξουσία έχει ήδη τονίζει ότι έχει απόλυτη ισχύ και δεν μπορεί να υπάρξει άλλο διαφορετικό ακόμα και αν δοθεί από τους ίδιους τους αγγέλους: Πρός Γαλάτας 7-9, «ό ουκ έστιν άλλο, ει μη τινές εισιν οι ταράσσοντες υμάς και θέλοντες μεταστρέψαι το ευαγγέλιον του Χριστού. αλλά και εάν ημείς ή άγγελος εξ ουρανού ευαγγελίζηται υμίν παρ' ό ευηγγελισάμεθα υμίν, ανάθεμα έστω. ως προειρήκαμεν, και άρτι πάλιν λέγω· ει τις υμάς ευαγγελίζεται παρ’ ό παρελάβετε, ανάθεμα έστω.». Ελπίζω να καταλάβατε πλήρως αυτές εδώ τις φράσεις! Όποιος παραδίδει ή παραλαμβάνει άλλο ευαγγέλιο να πάει στ’ ανάθεμα...
Παρά τις δικαιολογίες του Παύλου με τις συχνές-πυκνές αποκαλύψεις, ο ερευνητής Charles B. Waite στο επιστημονικό βιβλίο του History of the Christian Religion to the Year Two Hundred (Ιστορία της Χριστιανικής Θρησκείας μέχρι το Έτος Διακόσια), αναγράφει τους λόγους διά τους οποίους αυτό το ευαγγέλιο πρέπει να συγγράφτηκε γύρω στο +50 Κ. Ε. Δηλαδή κατά τον Waite πρόκειται για κάποιο πραγματικό ευαγγελικό σύγγραμμα διαφορετικό από τα γνωστά ευαγγέλια και όχι απλώς το ευαγγελικό κήρυγμα του Παύλου. Αυτό πρέπει να ήταν τότε σε κυκλοφορία και το χρησιμοποιούσε ο Παύλος. Πρέπει να ήταν το πρώτο ευαγγέλιο, το οποίο αργότερα απετέλεσε την βάση του ευαγγελίου του Μαρκίωνος και ίσως μερική βάση του Κατά Λουκάν Ευαγγελίου, χωρίς όμως να ταυτίζεται καθ’ ολοκληρίαν με αυτά. Άλλοι βέβαια διαφωνούν με τον Waite και επιμένουν ότι εδώ πρόκειται για ευαγγελικό κήρυγμα. Μάλλον έχουν άδικο! Εκτός από την ισχυρή και βαρύνουσα άποψη του Waite υπάρχουν και άλλες πιθανές εκδοχές!
Ο σπουδασμένος πλούσιος από την Σινώπη του Πόντου Μαρκίων, ήταν φανατικός οπαδός του Παύλου και γνωστικός εσχατολόγος, αυστηροτάτων ηθών. Κατά το πρώτο ήμισυ του δευτέρου αιώνος έφτιαξε τον πρώτο κανόνα Καινής Διαθήκης. Αυτός περιείχε μόνο τις δέκα πρώτες επιστολές του Παύλου από τις οποίες είχε αφαιρέσει όλα τα Εβραϊκά στοιχεία. Επίσης η σειρά τους ήταν άλλη από την εκ των υστέρων καθιερωμένη. Εκτός κανόνος είχε θέσει τις επιστολές Α΄ και Β΄ Πρός Τιμόθεον, Πρός Τίτον, Πρός Εβραίους, τα δύο τελευταία κεφάλαια ιε΄, ιστ΄ της Πρός Ρωμαίους επιστολής, κ. ά.. Στον κανόνα ο Μαρκίων είχε βάλει μόνο ένα ευαγγέλιο ομοιάζον με το Κατά Λουκάν Ευαγγέλιον, αλλά χωρίς να περιέχει κανένα Εβραϊκό στοιχείο και θέμα. Ο Εβραϊκός Θεός Πατήρ Γιαχβέχ για τον Μαρκίωνα, ήταν κακό δαιμόνιο. Η εκκλησία της Ρώμης δεν εδέχθη τις προτάσεις του Μαρκίωνος και εξέβαλλε αυτόν από τους κόλπους της μεταξύ +142 - 144. Καθόλου παράξενο, διότι ακόμα αυτή την εποχή οι χριστιανικές εκκλησίες ήταν παραρτήματα ή προεκτάσεις των Ιουδαϊκών συναγωγών (Qahal) και οι περισσότεροι χριστιανοί ήταν Εβραίοι προσήλυτοι.
Όπως τα πράγματα δείχνουν, περί το +140-150 έγινε μια γερή επεξεργασία του Κατά Λουκάν Ευαγγελίου προς απάντηση κατά του Γνωστικού Μαρκίωνος, αν λάβομε υπ’ όψη αυτά που γράφει ο Τερτυλλιανός στην πολεμική του Κατά του Μαρκίωνος. Τότε οι συντάκτες προσέθεσαν τα δύο πρώτα κεφάλαια του Λουκά, τα οποία απ’ όλους τους ειδικούς εκρίθησαν παρείσακτα και έρχονται σε αξεπέραστες αντιφάσεις με πολλά θέματα όλων των Ευαγγελίων. Μετά επισυνάφθηκαν οι Πράξεις (όχι στην μορφή που τις έχομε σήμερα) για να μας δείξουν τα εξής δύο αναληθή συμπεράσματα: (α) Την χρυσή εποχή της χριστιανικής εκκλησίας προτού εισχωρήσει η αίρεση και χαλάσει την ιδανική εικόνα και ομαλή ροή. (β) Ότι ο Παύλος ανήκε στην ορθόδοξη χριστιανική κίνηση των αποστόλων της Ιερουσαλήμ και δεν ήταν διδάσκαλος του Μαρκίωνος, όπως ο ίδιος Μαρκίων είχε ισχυρισθεί.
Μετά απ’ αυτά έγινε μια επεξεργασία και ανασύνταξη των Επιστολών του Παύλου για να ευθυγραμμίσει κατά το δυνατόν τα ανακύψαντα στοιχεία και την πολεμική κατά του Μαρκίωνος με όλα όσα που ο Παύλος είχε γράψει.
Εκτεταμένα μέρη των ποιμαντορικών επιστολών, Α΄ και Β΄ Πρός Τιμόθεον και η Πρός Τίτον, αναφέρονται σε θέματα του δευτέρου αιώνος, άγνωστα για τον Παύλο. Επομένως αυτά δεν μπορεί να εγράφησαν απ’ αυτόν. Τα υπόλοιπα μέρη των φαίνονται να είναι είτε δικά του είτε παραδόσεις που αναφέρονται σ’ αυτόν. Ακόμα η έρευνα απέδειξε ότι η επιστολή Πρός Εβραίους αποκλείεται να γράφτηκε από τον Παύλο. Αυτό το συμπέρασμα το παραδέχονται όλοι οι επιστήμονες ανεξαιρέτως. Το παραδέχεται και ο καθηγητής θεολόγος Παν. Τρεμπέλας ενώ ταυτοχρόνως προωθεί την άποψη ότι την επιστολή την έγραψε κάποιος ακόλουθος του Παύλου ο οποίος μετά τον θάνατο του Παύλου καταγράφει από μνήμης μεν, πιστά και ελεύθερα δε, τις θέσεις του Παύλου. Δεν μας παρέχει όμως καμία δικαιολόγηση της απόψεως ταύτης. Ο Ωριγένης λέγει, ο «Θεός οίδε!» ποιος την έγραψε. Παρ’ όλα ταύτα, η επιστολή ακόμα και σήμερα αποδίδεται επισήμως στον Παύλο απ’ όλες τις χριστιανικές εκκλησίες. Διά ταύτα λοιπόν, στην παρούσα ανάπτυξη, την συμπεριλαμβάνομε εντός των πλαισίων του Παύλου αφού έτσι απαιτεί η χριστιανική εκκλησία και κατήχηση.
٭٭٭
Παρά τις συχνές και πυκνές αναφορές στην Παλαιά Διαθήκη εντός των Επιστολών, ο Παύλος ουδέποτε την χρησιμοποιεί δι’ εξεύρεση συγκεκριμένων προφητειών οι οποίες εξεπληρώθησαν στον Ιησού Χριστό, πράγμα που οι Ευαγγελιστές κάνουν κατά κόρον. Βεβαίως, πολλές φορές αναφέρει τον Μωυσή, ονόματα ολίγων προφητών, τις λέξεις προφήτης – τες, προφητεία – τείες, είτε εντός άλλου περιεχομένου είτε με άλλο νόημα ακόμα και αορίστως! Στις Επιστολές του ο Παύλος δεν ομιλεί για προφητείες και για προφήτες κατά την ευαγγελική έννοια: «Τούτο δε όλον γέγονεν ίνα πληρωθή το ρηθέν υπό του Κυρίου διά του προφήτου λέγοντος·» (Ματθαίος α΄: 22, κ. α.), όπως κάνουν συνεχώς οι Ευαγγελιστές.
Ο μοναδικός σχετικός στίχος των Πράξεων κστ΄: 27 «πιστεύεις, βασιλεύ Αγρίππα, τοις προφήταις; οίδα ότι πιστεύεις.» είναι λόγια του κατά πολύ υστεροχρόνου συγγραφέα των Πράξεων βαλμένα στο στόμα του Παύλου, πράγμα που έχει ξανακάνει και με τον Στέφανο στον στίχο ζ΄: 52 της απολογίας του. Αν ο συγγραφέας αυτός είναι ο Λουκάς, τότε βέβαια ήταν ήδη πολύ συνηθισμένος στις δήθεν προφητείες από τότε που έγραφε το Ευαγγέλιό του!
(Λόγω των πολλών και κραυγαλέων αντιφάσεων μεταξύ του Κατά Λουκάν Ευαγγελίου και Πράξεων είναι αδύνατον ο ίδιος συγγραφέας να έγραψε και τα δύο βιβλία. Π. χ., στο Ευαγγέλιο, κδ΄: 50-51, η ανάληψη έγινε 1 ή 2 μέρες μετά την ανάσταση ενώ στις Πράξεις, α΄: 1-9, έγινε 40 μέρες μετά. Είναι δυνατόν ο ίδιος συγγραφέας να έγραψε κάτω μια τέτοια αντίφαση όπως και πολλές άλλες; Απαντήσετε! Εκτός πια οι παρεμβολείς και οι πλαστογράφοι αλλοίωσαν και τα δύο βιβλία σε τέτοιο βαθμό που τα έκαναν αγνώριστα!).
Ενώ λοιπόν ο Χριστός Μεσσίαχ των Ευαγγελιστών, αν εξαιρέσομε τις υστερόχρονες προσθήκες και παραχαράξεις, είναι ένα κακοβαλμένο εντός ιστορικού πλαισίου μυθολογικό και κακοφτιαγμένο κατασκεύασμα περί κάποιου Ιησού που δήθεν εκπληρεί προφητείες της Παλαιάς Διαθήκης, ο Χριστός του Παύλου δεν είναι τέτοιο μυθολόγημα αλλά ένα άνευ ιστορικού πλαισίου αποκύημα της φαντασίας και της θεολογίας του Παύλου, βασισμένο και αυτό στην Παλαιάς Διαθήκης αλλά σε διαφορετικά χωρία της. Μερικά κύρια σημεία της θεολογίας του Παύλου έχουν ήδη αναπτυχθεί και περισσότερα θα αναπτυχθούν μέχρι το τέλος και το παράρτημα αυτού του κεφαλαίου. Παρά την απόσταση και τις πολλές διαφορές μεταξύ των δύο αυτών προσεγγίσεων του Εβραιο-Ιουδαϊκού Χριστού, Μεσσίαχ, που έγινε Ιησούς, και στις δύο υπάρχουν ολίγα σημαντικά κοινά σημεία, έστω και αν αυτά περιγράφονται διαφορετικά, όπως: η εξ ουρανού επάνοδος του Χριστού, η άμεση εσχατολογία, η τυφλή πίστη στον Χριστό, ο φόβος, κ. ά.
Επιγραμματικώς και εν παρόδω αναφέρομε ότι, όπως πλέον είναι γνωστό μετά τον Παύλο και το +70-73, οι Εβραιοχριστιανοί προκειμένου να οικειοποιηθούν τον Μεσσίαχ των ορθοδόξων Εβραίων ανέτρεξαν στην Παλαιά Διαθήκη για να βρούνε δήθεν προφητείες που δήθεν αναφερόταν στον δικό τους Ιησού Χριστό. Αυτό ήταν το βαρύ επιχείρημα που αντέταξαν τότε κατά των αρχηγών και ιερέων των Ιουδαίων και δη των Φαρισαίων. Έτσι έπλεξαν σενάρια που ομοίαζαν κάπως με κείμενα Προφητών και Ψαλμών, σε άλλα κείμενα έδωσαν λανθασμένες και αυθαίρετες ερμηνείες και άλλα τα παράφρασαν όπως τους βόλευε. Απέτυχαν βεβαίως παταγωδώς με τους βιαστικούς και ανοήτους παραλληλισμούς διότι με μια παράλληλη μελέτη βλέπομε καθαρά τα λάθη και τις παραφράσεις, και ότι τα κείμενα αυτά αναφέρονται σε άλλα θέματα και όχι στον χριστιανικό Ιησού Χριστό. Π. χ., το όνομα Ιησούς δεν υπάρχει σε κανένα από τα χωρία που επικαλούνται, κλπ. Όλα αυτά διαπιστώνονται εύκολα και έχουν εκτεθεί από πολλούς μελετητές, Εβραίους και «Εθνικούς», στην διεθνή βιβλιογραφία. Σε πολλά δε σημεία οι Εβραιοχριστιανοί τα έχουν κάνει τόσο σαλάτα ώστε εύκολα βλέπει κανείς ότι δεν καταλάβαιναν τι έγραφαν και γελοιοποιούνται πλήρως. (Για πλήρεις αναλύσεις, λεπτομέρειες και απαντήσεις επ’ αυτού του μεγάλου ζητήματος των ψευτο-προφητειών, παραπέμπομε στη βιβλιογραφία.).
٭٭٭
Συνεχίζομε με το βιβλίο των Πράξεων στο οποίο ευρίσκομε τα εξής σημαντικά σημεία:
θ΄: 22 «Σαύλος δε μάλλον ενεδυναμούτο και συνέχυνε τους Ιουδαίους τους κατοικούντας εν Δαμασκώ, συμβιβάζων ότι ούτός εστιν ο Χριστός.». (Πολύ περίεργος και ύποπτος αυτός εδώ ο στίχος! Χρήζει αναλύσεως και ερμηνείας! Αυτή την φορά ο Παύλος δεν διώκεται από τις αρχές της πόλεως της Δαμασκού και τον Βασιλέα Αρέτα, Β΄ Πρός Κορινθίους ια΄: 31-33, αλλά κυκλοφορεί άνετα κηρύττει και δημιουργεί σύγχυση! Πώς να συνέβη άραγε αυτή η αλλαγή;).
ια΄: 25-26 «εξήλθε δε εις Ταρσόν ο Βαρνάβας αναζητήσαι Σαύλον, και ευρών αυτόν ήγαγεν αυτόν εις Αντιόχειαν. εγένετο δε αυτούς ενιαυτόν όλον συναχθήναι εν τη εκκλησία και διδάξαι όχλον ικανόν, χρηματίσαι τε πρώτον εν Αντιοχεία τους μαθητάς Χριστιανούς.»,
κδ΄: 5 «ευρόντες γαρ τον άνδρα τούτον λοιμόν και κινούντα στάσιν πάσι τοις Ιουδαίοις τοις κατά την οικουμένην, πρωτοστάτην τε της των Ναζωραίων αιρέσεως,»,
κγ΄: 1-14, μελετήσετε αυτούς τους στίχους,
κε΄: 19 «ζητήματα δε τινα περί της ιδίας δεισιδαιμονίας είχον προς αυτόν και περί τινος Ιησού τεθνηκότος, ον έφασκεν ο Παύλος ζήν.», πράγμα που επαναλαμβάνεται στην Πρός Ρωμαίους στο κεφάλαιο στ΄ και ιδιαίτερα τους στίχους 9-10 «ειδότες ότι Χριστός εγερθείς εκ νεκρών ουκέτι αποθνήσκει, θάνατος αυτού ουκέτι κυριεύει. ό γαρ απέθανε, τη αμαρτία απέθανεν εφάπαξ, ό δε ζη, ζη τω Θεώ».
κη΄: 21-29, μελετήσετε αυτούς τους στίχους.
(Τα μεγαλύτερα και περιεκτικότερα χωρία την παραπομπή των οποίων ανγράψαμε εδώ, λόγω τους μήκους των δεν τα παραθέσαμε. Αυτά παρέχουν περισσότερες ισχυρές πληροφορίες επ’ αυτού του θέματος. Μόνοι σας μπορείτε να βρείτε και άλλα χωρία μέσα στις Πράξεις και τις Επιστολές.).
Αυτά και άλλα χωρία, καθιστούν σαφές ότι η διδασκαλία του Παύλου είναι μια πρωτοφανής Ιουδαϊκή αίρεση. Είναι μια έκφραση Παλαιοδιαθηκικών Ναζιραίων και όχι Ναζωραίων, όπως εσφαλμένως αναγράφεται και έχει επικρατήσει. Όπως έχομε δει, ο ίδιος ο Παύλος ομολογεί πολλές φορές ότι ήταν ζηλωτής (Ναζιραίος) του Νόμου και του Ιουδαϊσμού (Πράξεις κα΄: 20, κβ΄: 3, Πρός Γαλάτας α΄: 14, Β΄ Πρός Κoρινθίoυς ια΄: 2).
Πλείστα άλλα χωρία, τα οποία μπορείτε πολύ εύκολα να εντοπίσετε μέσα στις Πράξεις και τις Επιστολές, μαρτυρούν ότι οι ορθόδοξοι και έννομοι Ιουδαίοι της Παλαιστίνης και όλης της αυτοκρατορίας εδίωκαν τον Παύλο παντοιοτρόπως ένεκα της νέας αιρέσεως και διδασκαλίας που αυτός εισηγείτο. Σύμφωνα με τον Μωσαϊκό Νόμο ο Παύλος έπρεπε να διωχθεί και να θανατωθεί (διά λιθοβολισμού) από τους ορθοδόξους Ιουδαίους, Έξοδος κβ΄: 17, Δευτερονόμιον ιγ΄, ιζ΄, κλπ. Παρά ταύτα η Εβραϊκή Παλαιά Διαθήκη παραμένει η κεντρική βάση και η πηγή του διαστρεβλωμένου Ιουδαϊκού και αιρετικού κηρύγματός του. Δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς.
Ουσιαστικά έχομε να κάνομε με την αίρεση του Παυλικού Εβραιοχριστιανισμού. Έτσι οι αναφορές του σε όλη την Παλαιά Διαθήκη και τον Μωσαϊκό Νόμo είναι αναγκαία τόσο συχνές και πυκνές που αν κανείς ήθελε να τις αφαιρέσει από τις Επιστολές, τα μόνα υποτιθέμενα γραπτά του, στο τέλος δεν θα έμενε σχεδόν τίποτα, ή ό,τι απέμενε θα καταντούσε τελείως ασύνδετο και άνευ συγκεκριμένου νοήματος. Το κήρυγμά του όμως και τους ανά την αυτοκρατορία Ιουδαίους συνέχεε ή έκανε εχθρούς του, από δε τους «εθνικούς» έπειθε εξαιρετικά ολίγους και άτομα ειδικών περιπτώσεων.
٭٭٭
Εντός του παρόντος κειμένου, όπως και σε άλλα κείμενά μας, εντοπίζομε ελάχιστα χωρία των Επιστολών του Παύλου τα οποία κάπως ενθυμίζουν ή ομοιάζουν με αντίστοιχα των Ευαγγελίων. Κυρίως αυτά είναι: (1) Περί αγάπης Πρός Ρωμαίους ιβ΄: 14 «ευλογείτε τους διώκοντας υμάς, ευλογείτε και μη καταράσθε.», ενθυμίζει έναν στίχο από την επί του όρους ομιλία, αλλά όλο το κεφάλαιο ιβ΄ είναι κομμένο και ραμμένο από ειδικώς επιλεγμένα χωρία της Παλαιάς Διαθήκης. (2) Περί Θείας Ευχαριστίας, Α΄ Πρός Κορινθίους ια΄: 23-28.
Η συντριπτική πλειονότης των υπολοίπων εδαφίων όμως, ούτε ενθυμίζει ούτε καν έχει καμία ομοιότητα με οιαδήποτε εδάφια των Ευαγγελίων. Ακόμα εδάφια που πραγματεύονται ίδια θέματα παρουσιάζουν μεταξύ τους και με τα Ευαγγέλια αγεφύρωτες διαφορές και αντιφάσεις. Π. χ., Η Δευτέρα Παρουσία και η Τελική Κρίση, Α΄ Πρός Κορινθίους ιε΄: 29-58, Α΄ Πρός Θεσσαλονικείς δ΄: 13-18, ε΄: 1-11, Β΄ Πρός Θεσσαλονικείς β΄: 1-12, κλπ..
Μια τέτοια κραυγαλέα και αγεφύρωτη διαφορά αποτελεί και ο Χριστός του Παύλου συγκρινόμενος με τον Χριστό των Κανονικών Ευαγγελίων. Εδώ λοιπόν παρουσιάζομε πληρέστερα και σαφέστερα τις συγκρίσεις και διαφορές που αφορούν αυτούς τους Χριστούς. Ας δούμε λοιπόν τα πράγματα από κοντά:
Ο Χριστός του Παύλου σε δύο στίχους μόνον, Πρός Ρωμαίους α΄: 3 και Β΄ Πρός Τιμόθεον β΄: 8, κατάγεται «εκ σπέρματος Δαυίδ κατά σάρκαν». Δεν αναφέρει το Άγιο Πνεύμα και την Παρθένο Μιργιάμ. Απανταχού αλλού αναφέρεται ή εννοείται ως: θεϊκός, ουράνιος, μυθικός, προαιώνιος, προϋπάρχων, υπερφυσικός, προορισμένος, απεσταλμένος, πνευματικός, μυστικός, κοσμικός Υιός, παράγων της δημιουργίας, η υποστηρίζουσα συμπαντική δύναμη, «ο Υιός, η εικών, η δύναμις, η σοφία, η δόξα του Πατρός». Βλέπε: Α΄ Πρός Κορινθίους α΄: 24, η΄: 6, Πρός Κολασσαείς α΄: 15-20 «πρωτότοκος πάσης κτίσεως», «πρωτότοκος εκ των νεκρών» (παρ’ όλον ότι αρκετοί «είχαν αναστηθεί» πριν απ’ αυτόν). Ο στίχος Πρός Κολασσαείς α΄: 20 μας λέγει ότι το σύμπαν είναι ουσιαστικά αποξενωμένo από τον υπερβατικό Θεό. Ακόμα βλέπε και: Πρός Φιλιππησίους β΄: 5-11, Β΄ Πρός Τιμόθεον α΄: 9-10 «του σώσαντος ημάς και καλέσαντος κλήσει αγία, ου κατά τα έργα ημών, αλλά κατ’ ιδίαν πρόθεσιν και χάριν, την δοθείσαν ημίν εν Χριστώ Ιησού προ χρόνων αιωνίων, φανερωθείσαν δε νυν διά της επιφανείας του σωτήρος ημών Ιησού Χριστού, καταργήσαντος μεν τον θάνατον, φωτίσαντος δε ζωήν και αφθαρσίαν διά του ευαγγελίου», Πρός Εβραίους α΄: 2-3, κλπ. Όλα αυτά είναι γνωστικιστικά και παραφθαρμένα νεοπλατωνικά στοιχεία, εκ των οποίων μερικά πρέπει να μπήκαν στις Επιστολές κατά τον πρώτο και δεύτερο αιώνα, όταν ο Γνωστικισμός κόντεψε να εξαφανίσει τον ορθόδοξο Χριστιανισμό, και μερικά άλλα πρέπει να τα είχε βρει ο Παύλος στις μέρες του ήδη διαδεδομένα μεταξύ των χριστιανικών κοινοτήτων και τα χρησιμοποίησε. Αργότερα, αυτά έγιναν ο «Λόγος» στο πρώτο κεφάλαιο του κατά Ιωάννην Ευαγγελίου, το οποίο περιέχει πολλά στοιχεία Γνωστικισμού. Αυτά επίσης είναι σύμφωνα και με τον Γνωστικισμό του Μαρκίωνος.
Ούτως, παρά την γενική και αόριστη αιθέρια φύση του Χριστού η οποία διαχέεται και διαμηνύεται παντού εντός των Επιστολών του Παύλου, αντί της πλήρως σωματικής του Ιησού των κανονικών Ευαγγελίων στα οποία, τρώγει, πίνει, συναναστρέφεται μετά τελωνών και πορνών, θεραπεύει, διδάσκει, τσακώνεται, οργίζεται, λιγοψυχά, ξανατρώγει και ξαναπίνει μετά την ανάστασή του, κλπ., ο Παύλος στην Πρός Ρωμαίoυς α΄: 3-4 και Β΄ Πρός Τιμόθεoν β΄: 8, καταγράφει την κατάφωρη αντίφαση με τον εαυτόν του και τους Ευαγγελιστές, ότι ο Χριστός,πρoήλθε «εκ σπέρματος Δαυίδ κατά σάρκαν» και όχι από το Άγιο Πνεύμα με τη βoήθεια της Παρθένου Εβραιοπούλας Μιργιάμ, όπως καταφατικά μας λένε ο Ματθαίoς α΄: 18 και ο Λουκάς α΄: 34-35, και μετά «απεδείχθη Υιός Θεoύ εν δυνάμει κατά πνεύμα ...». Στην Πρός Φιλιππησίους β΄: 5-6 όμως τον παρουσιάζει κατ’ ευθείαν ίσο με τον Θεό «τούτο γαρ φρονείσθω εν υμίν ό και εν Χριστώ Ιησού, ος εν μορφή Θεού υπάρχων ουχ αρπαγμόν ηγήσατο το είναι ίσα Θεώ,»! (Έχομε να κάνομε με συνεχείς αντιφάσεις, μπαλώματα, ψεύδη, μπουρδουκλώματα, στρεψοδικίες, απάτες, ...).
Η διδασκαλία και θεολογία του Παύλου αφορά:
(α) Την αρχική κατάρα και οργή του Θεού Γιαχβέχ λόγω του αμαρτήματος και της πτώσεως του Αδάμ (Πρός Ρωμαίους ε΄: 12- 14, όλο το κεφάλαιο στ΄, Α΄ Πρός Κορινθίους ιε΄: 22, 45, Β΄ Πρός Κορινθίους ια΄: 3, Α΄ Πρός Τιμόθεον β΄: 13-14).
(β) Την αμαρτία και τον θάνατο, ως συμπαντικές δυνάμεις όπως έχομε προείπει, (Πρός Ρωμαίους ε΄: 12-14, στ΄: 23 «τα γαρ οψώνια της αμαρτίας θάνατος, ... .», παρμένο από την Γένεσιν β΄: 17, κλπ.).
(γ) Κάποιον Ιησού Χριστό που για να μας σώσει απέθανε επί σταυρού ή κρεμασμένος «επί ξύλου» (όπως τονίζει ο Παύλος και η Καινή: Πράξεις ε΄: 30, ι΄: 39, Πρός Γαλάτας γ΄: 13, Α΄ Πέτρου β΄: 24, φράση παρμένη από την Παλαιά Διαθήκη, Γένεσις μ΄: 19, Δευτερονόμιον κα΄: 22-23, Ιησούς του Ναυί η΄: 29, Εσθήρ η΄: 7, κλπ.), για τον οποίον ο Παύλος επιμένει ότι ζει (Πράξεις κε΄: 19, Πρός Ρωμαίους στ΄: 9-10). Αυτός ο Παυλικός Χριστός, κατά την άμεση εσχατολογία του Παύλου, πρόκειται να επανεμφανιστεί εντός ολίγου και θα σώσει από την κατάρα, την οργή, την αμαρτία και τον θάνατο μόνον όσους είχαν την τύχη και την θέληση να πιστέψουν σ’ αυτόν!
Στο κεφάλαιο ιε΄ της Α΄ Πρός Κορινθίους, μετά την εισαγωγή, ο Παύλος τονίζει στους Κορινθίους ότι υπάρχει το φυσικό και το πνευματικό σώμα. Το μεν πρώτο αντιπροσωπεύεται από τον Αδάμ, το δε δεύτερο από τον Χριστό. Ο Αδάμ ως γήινη ύπαρξη, χοϊκός, είναι φτιαγμένος από γήινα υλικά, ενώ Χριστός ως πνευματική ύπαρξη είναι φτιαγμένος από ουράνια. Όπως έχομε δει και πρωτύτερα ο Παύλος αντιπαραβάλλει τον Αδάμ με τον Χριστό πολλές φορές, ιδίως στην Προς Ρωμαίους ε΄, στ΄, κλπ. Το συμπέρασμα του κεφαλαίου ιε΄ της Α΄ Πρός Κορινθίου είναι ότι ο Χριστός ευρίσκεται πλήρως στην πνευματική σφαίρα και δεν αναφέρεται καθόλου ως φυσικός άνθρωπος. Πολλοί αντιτείνουν ότι το εννοεί! Αλλά σε ένα τόσο μεγάλο θεολογικό κεφάλαιο (58 στίχων), κεφαλαιώδους σημασίας για την θεολογία του Παύλου και απευθυνόμενο σε νεοφωτίστους ευρισκομένους σε μακρινή από την Ιουδαία περιοχή, μια τέτοια παράλειψη είναι αξιοσημείωτη και καθόλου εύλογη.
Όπως έχομε δει πολλές φορές και θα δούμε ακόμα, σε μερικά σημεία ο Παύλος λέγει άλλα αντί άλλων. Μερικές φορές ανακατώνει τον φυσικό και τον πνευματικό χώρο και στρεψοδικεί. Η στρεψοδικία στον Παύλο είναι πολύ σύνηθες φαινόμενο. Αν όμως τα βάλομε όλα κάτω η επικρατούσα ιδέα του Παύλου για τον Χριστό είναι ότι ο Χριστός ήταν πνευματικό σώμα και δεν τον είχε συλλάβει ως ύπαρξη επί της γης.
Ο γήινος Χριστός των τεσσάρων κανονικών Ευαγγελίων όμως, ουδέποτε ανέφερε τον Αδάμ και το προπατορικό αμάρτημα σε οτιδήποτε έστω και το παραμικρό. Ουδέποτε εδήλωσε ότι τα προκαθορισμένα πάθη του (ποτήριον) αποτελούν εξιλεωτική θυσία για το αμάρτημα αυτό και πρέπει να λάβουν χώρα για να σωθεί το ανθρώπινο γένος από την κατάρα και την οργή του Θεού Πατρός, Γιαχβέχ. Αυτά δεν υπάρχουν στα Ευαγγέλια, αλλά μόνο στον Παύλο, την χριστιανική κατήχηση και δικαιολόγηση! Αυτό γράφει ο Ευαγγελιστής Ιωάννης α΄: 39 «...ίδε ο αμνός του Θεού ο αίρων την αμαρτίαν του κόσμου.» το λέγει ο Ιωάννης ο Βαπτιστής, όχι ο Ιησούς. Τα ονόματα Αδάμ, Εύα, κλπ. δεν υπάρχουν πουθενά στα Ευαγγέλια και τις Πράξεις!
Στην επιστολή Πρός Εβραίους ε΄, στ΄, ζ΄, κλπ., ο Παύλος αναπτύσσει μια πολύ βαρετή θεολογία για να μας πείσει ότι ο Χριστός σαν καινοφανής, ουράνιος και ανώτατος αρχιερεύς προέρχεται από την τάξη του Μελχισεδέκ [Γένεσις ιδ΄: 17-23, Ψαλμοί ρθ΄ (ρι΄): 4] και όχι από την τάξη του Ααρών. Αυτό είναι αίρεση διότι οι Εβραίοι αρχιερείς σύμφωνα με τον θεϊκό Μωσαϊκό Νόμο όφειλαν να προέρχονται από την τάξη του πρώτου αρχιερέα των Εβραίων Ααρών, αδελφού του αρχηγού, νομοθέτη και προφήτη Μωυσή, της φυλής των Λευιτών [Ο(β)΄ Έξοδος κη΄: 1-3, κθ΄, λη΄: 1, λθ΄: 21, μ΄: 10-14, Ο(β)΄ Λευιτικόν η΄: 1-36, θ΄: 1-4, ι΄, Ο(β)΄ Αριθμοί γ΄ ολόκληρο, η΄: 5-26, ιστ΄: 9-11, ιζ΄: 6-28, ιη΄: 7-23, κε΄: 10-13, λε΄: 1-8, Δευτερονόμιον ιη΄: 1-14, κλπ. Η Mασσόρα έχει μερικές αναφορές ίδιες και άλλες διαφορετικές.]. Η προέλευση του Χριστού ως ανωτάτου αρχιερέα από την τάξη του Μελχισεδέκ έχει γίνει δόγμα της χριστιανικής εκκλησίας. Ο Ιησούς Χριστός είναι ανώτερος και αξιότερος του Μωυσέως (Θεός ήταν άλλωστε) και η νέα θρησκεία του Εβραιοχριστιανισμού την οποίαν εγκαινιάζει είναι ανώτερη του Ιουδαϊσμού (πράγμα που είχε ξαναπεί στην Β΄ Πρός Κορινθίους γ΄: 4-18). Σ’ αυτή την επιστολή ο Μωσαϊκός Νόμος, αν και δόθηκε από τον Θεό Πατέρα Γιαχβέχ, έρχεται σε δεύτερη μοίρα και πάνω από όλα τίθενται: η τυφλή πίστη, μια άμεση εσχατολογία του καιρού εκείνου και η πλήρης απαξία του φυσικού κόσμου. [Η απαξία του φυσικού κόσμου είναι αίρεση έναντι του ορθοδόξου Ιουδαϊσμού, ο οποίος κηρύττει Ψαλμός ιη΄ (ιθ΄): 1, 2: «Οι ουρανοί διηγούνται δόξαν Θεού, ποίησιν δε χειρών αυτού αναγγέλλει το στερέωμα.», Ψαλμός ργ΄, (ρδ΄): 24 «ως εμεγαλύνθη τα έργα σου, Κύριε· πάντα εν σοφία εποίησας, επληρώθη η γη της κτίσεώς σου.», και πάρα πολλά τοιαύτα.]
Γενικώς ο Χριστός στον Παύλο δεν είναι ο «ιστορικός» άνδρας με γήινη δράση, λυτρωτικό σχέδιο και «δική του» διδασκαλία όπως τον παρουσιάζουν τα Ευαγγέλια. Ο Παύλος δεν μας παραδίδει καμία διδασκαλία και δράση του Ιησού Χριστού όπως κάνουν τα Ευαγγέλια, παρά τις αντιφάσεις και τις ασυμφωνίες τους, αλλά κάνει μια δική του θεολογική ερμηνεία περί κάποιου σταυρωθέντος και αναστάντος Χριστού που ποτέ δεν είχε την τύχη να τον συναντήσει επί της γης και να τον γνωρίσει εν ζωή. Την θεολογία και το ευαγγέλιο που κηρύττει, ο ίδιος συχνά-πυκνά δηλώνει ότι τα παρέλαβε από αποκαλύψεις και οράματα. Έτσι προσπαθεί να περάσει στους άλλους αυτά που λέγει και να τα δικαιολογήσει δι’ αυτών. Η θεολογία του Παύλου λοιπόν είναι αποκαλυπτική και όχι βασισμένη στα «γεγονότα που τόσοι πολλοί έζησαν» με τον Κύριον Ιησού κατά την διάρκεια της δράσεώς του και στη θεολογία και την διδαχή που ο ίδιος ο Κύριος Ιησούς παρέδωσε σε όλους. Πολύ περίεργο!
Ο Παύλος γράφει και να κηρύττει σε ανθρώπoυς πoυ βρίσκoνταν χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά από την Ioυδαία, οι οποίοι δεν είχαν ιδέα τι έγινε εκεί με τoν άνδρα, όπως ομολογεί στους Αθηναίους, Πράξεις ιζ΄: 31 “…εν ανδρί ώ ώρισε,…”, και «..., άνθρωπος Χριστός Ιησούς» Α΄ Πρός Τιμόθεον β΄: 5. (Δηλαδή όχι Θεόν ή Υιόν του Θεού! Οι αντιφάσεις τέλος δεν έχουν.). Είναι όμως πoλύ περίεργo και ύποπτο το ότι δεν αναφέρει τίπoτα βιoγραφικό ή ένα γεγoνός από τη ζωή και τη δράση αυτoύ τoυ ανθρώπoυ. Σε σχέση με όλα τα στοιχεία και τα συμβάντα που περιέχουν τα Ευαγγέλια, αυτά που αναφέρει ο Παύλος στις Επιστολές του είναι τόσο ελάχιστα και ασαφή ώστε να μην ημπορεί κανείς να μορφώσει κάποια εικόνα αυτού του ανθρώπου επί της γης. Όχι μόνο δεν παρουσιάζει την γήινη ιεραποστολική δράση και λυτρωτικό σχέδιο του Ιησού και τόσα άλλα που έχομε ήδη αναφέρει, αλλ’ ούτε καν την βιαστική και άδικη δίκη εναντίον του. Πουθενά δεν αναφέρει τους Φαρισαίους, τους Σαδδουκαίους και τα επεισόδια τους με τον Ιησού Χριστό! (Ο ίδιος, μέσα στις επιστολές του, μόνο μία φορά λέγει ότι ήταν Φαρισαίος, Πρός Φιλιππησίους γ΄: 5. Αυτό είναι όλο!).
Όπως έχομε ήδη αναφέρει και καταγράψει ο Παύλος έρχεται σε πολυάριθμες και αγεφύρωτες αντιφάσεις με τα Ευαγγέλια και την Καινή Διαθήκη, ακόμα και με τον εαυτόν του! Σε διάφορα επίμαχα θέματα δεν συμβουλεύεται τις θέσεις και τις εντολές του ιδίου του Ιησού. Π. χ., στο επίμαχο ζήτημα της δίαιτας, Πρός Ρωμαίους ιδ΄: 14, κ. α., ο Παύλος δεν επικαλείται την θέση του Ιησού, Μάρκος ζ΄, κ. α., η οποία του ταίριαζε τέλεια. Στο ζήτημα της εφαρμογής του Μωσαϊκού Νόμου ο Παύλος δεν έλαβε καθ’ όλου υπ’ όψη του την αντίθετη προς αυτόν θέση του Ιησού, Ματθαίος ε΄: 18, ιθ΄: 17, Μάρκος ι΄: 19, Λουκάς ι΄: 26, κλπ.! Για περισσότερα τέτοια θέματα εξετάσετε και τα χωρία:
Πρός Ρωμαίoυς γ΄: 7 (περί του ψεύδους του Παύλου), στ΄: 3-5, Α΄ Πρός Κoρινθίoυς α΄: 15 (περί βαπτίσματος), στ΄: 12-13, ζ΄: 6, 12, 25 (εδώ δεν είχε εντολή ή αποκάλυψη από τον Κύριο, ενώ στα Ευαγγέλια ο Κύριος έδωσε ρητές εντολές περί γάμου και διαζυγίου), θ΄: 19-23, ι΄: 23. Β΄ Πρός Κoρινθίoυς ε΄: 13, ια΄: 17, ιβ΄: 16, Πρός Φιλιππησίους α΄: 15-18, κλπ.
Βγάζομε λοιπόν το συμπέρασμα: «Ο Παύλος πουθενά δεν μας παραδίδει μια κάποια θεολογία ή διδαχή του Ιησού Χριστού, ούτε στηρίζει τις απόψεις και τις εντολές του στις εντολές και τις θέσεις του Ιησού. Απλώς μας παραδίδει δικές του αποκαλύψεις και έρχεται σε πολλές αντιφάσεις με το ίδιο τον Θεό Ιησού Χριστό των Ευαγγελίων, για τη ζωή και τη δράση του οποίου δεν παραθέτει τίποτα!».
٭٭٭
Ο Παύλος κινεί την χριστολογική θεολογία του γύρω από έναν τυπικό άξονα: «τελευταίο δείπνο, σταύρωση, ταφή, ανάσταση, επανεμφάνιση»! Ο άξονας αυτός είναι γυμνός διότι δεν τίθεται εντός ιστορικού πλαισίου και δεν παραθέτει καμία συγκινητική ή παραστατική αναφορά ή λεπτομέρεια όπως κάνουν τα Ευαγγέλια!
Έτσι, στις παρακάτω αναφορές, οι οποίες είναι ασαφείς, ελλιπέστατες και αντιφατικές ή άσχετες με τα Ευαγγέλια, μας λέγει ελάχιστα, ατεκμηρίωτα και εκτός ιστορικού πλαισίου πράγματα για τα εξής θέματα:
(1) Εκτός του ότι ο Χριστός, πρoήλθε «εκ σπέρματος Δαυίδ κατά σάρκαν», Πρός Ρωμαίoυς α΄: 3-4 και Β΄ Πρός Τιμόθεoν β΄: 8, και όχι από το Άγιο Πνεύμα με τη βoήθεια της Παρθένου Εβραιοπούλας Μιργιάμ, όπως καταφατικά μας λένε ο Ματθαίoς α΄: 18 και ο Λουκάς α΄: 34-35, και μετά «απεδείχθη Υιός Θεoύ εν δυνάμει κατά πνεύμα ...», πoυθενά δεν αναφέρει κανένα άλλo στoιχείo για τη γέννηση του Ιησού Χριστού. Πoυθενά δεν υπάρχει η μάνα τoυ Χριστoύ Μιργιάμ και o υπoτιθέμενoς (ή πραγματικός, πoιός ξέρει;) πατέρας τoυ Iωσήφ (ή τo Άγιo Πνεύμα, αν θέλετε). Στην Πρός Γαλάτας δ΄: 4 μας λέει «ότε δε ήλθε το πλήρωμα του χρόνου, εξαπέστειλεν ο Θεός τον υιόν αυτού, γενόμενον εκ γυναικός, γενόμενον υπό νόμον, ίνα τους υπό νόμον εξαγοράση, ίνα την υιοθεσίαν απολάβωμεν.», χωρίς να αναφέρει τίποτα απολύτως για τη γυναίκα αυτή. Δεν χρειάζεται πολλή θεολογία για να καταλάβει κανείς ότι όποιος γεννήθηκε, σίγουρα κάποια γυναίκα τον εγέννησε. Δεν κάνει καν τον κόπο να αναφέρει στους Ιουδαίους της Γαλατίας της Μικράς Ασίας: πότε ήλθε αυτό το πλήρωμα (καμία ιστορική πληροφορία), ποια ήταν αυτή η γυναίκα, μάνα του Υιού του Θεού (η οποία για το Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιον 1: 23 είχε προφητευθεί, εσφαλμένως βεβαίως, από τον Ησαΐα), τον ευαγγελισμό της, τα εκστασιακά «γεγονότα» της γεννήσεως, κλπ., λες και οι παραλήπτες της επιστολής τα ήξεραν ήδη όλα τέλεια. Πουθενά δεν υπάρχει η Βηθλεέμ, η σφαγή των νηπίων, η Αίγυπτος, η Ιερουσαλήμ (περιτομή, δωδεκαετής, κλπ.), η Ναζαρέτ και πουθενά δεν τον αναφέρει ως Ναζωραίο ή Ναζαρηνό. Περίεργα πράγματα; Τί λέτε;
(2) Στην Πρός Ρωμαίους στ΄: 3-5 όπου για πρώτη φορά αναφέρει το βάπτισμα λέγει: «ή αγνοείτε ότι όσοι εβαπτίσθημεν εις Χριστόν Ιησούν εις τον θάνατον αυτού εβαπτίσθημεν; Συνετάφημεν ουν αυτώ διά του βαπτίσματος εις τον θάνατον, ίνα ώσπερ ηγέρθη Χριστός εκ νεκρών διά της δόξης του πατρός, ούτω και ημείς εν καινότητι ζωής περιπατήσωμεν. ει γαρ σύμφυτοι γεγόναμεν τω ομοιώματι του θανάτου αυτού, αλλά και της αναστάσεως εσόμεθα,». Δηλαδή δεν αναφέρει τίποτα περί του βαπτίσματος του Ιησού κατά το οποίο «έγιναν εκείνα τα τρομακτικά γεγονότα». Η έννοια που αποδίδει στο βάπτισμα εδώ είναι διαφορετική απ’ αυτή που προσδίδουν τα Ευαγγέλια («εις τον θάνατον αυτού εβαπτίσθημεν»).
Εδώ αναφέρει περίεργα, αποκρυφιστικά και θεολογικά ανάκατα που θυμίζουν μυστήρια αρχαίων θρησκειών και τα οποία ετελούντο συνεχώς κατά την εποχή του Παύλου. Την ίδια εποχή είχαμε θανάτους, ταφές και αναστάσεις πολλών και διαφόρων θεοτήτων με πολυάριθμους συγκρητισμούς μεταξύ των!
Ο Παύλος πάντα ενεργεί όπως μιλά στην Πρός Γαλάτας γ΄: 26-27 “πάντες γαρ υιοί Θεού εστε διά της πίστεως εν Χριστω Ιησού· όσοι γαρ εις Χριστόν εβαπτίσθητε, Χριστόν ενεδύσασθε.”. Δηλαδή μιλά με αοριστίες και με οδηγό μόνο την πίστη. Ποτέ δεν αναφέρει ένα «ιστορικό γεγονός», όπως η βάπτιση του Ιησού που εγκαινίασε το μυστήριο του Βαπτίσματος!
Άρα δεν γνωρίζει τίποτα για την βάπτιση του Ιησού από τον Ιωάννη τον Βαπτιστή, τον οποίον επίσης ουδέποτε αναφέρει, και δεν γνωρίζει τίποτα για «τα εκθαμβωτικά συμβάντα που την συνόδεψαν»!
Στην Α΄ Πρός Κορινθίους α΄: 14-17 γράφει: «ευχαριστώ τω Θεώ ότι ουδένα υμών εβάπτισα ει μη Κρίσπον και Γάϊον, ίνα μη τις είπη ότι εις το εμόν όνομα εβάπτισα. εβάπτισα δε και τον Στεφανά οίκον· λοιπόν ουκ οίδα ει τινα άλλον εβάπτισα. ου γαρ απέστειλέ με Χριστός βαπτίζειν, αλλ’ ευαγγελίζεσθαι, ουκ εν σοφία λόγου, ίνα μη κενωθή ο σταυρός του Χριστού.», ερχόμενος έτσι σε κατάφορη αντίφαση με τον Χριστό των Ευαγγελίων, Ματθαίος κη΄: 19 και Μάρκος ιστ΄: 16, και Πράξεις β΄: 38, και αρνούμενος την σημασία του βαπτίσματος που διακηρύσσεται στα Ευαγγέλια.
Αυτά έρχονται σε αντίφαση με τα ακατάστατα και ανυπόστατα που γράφει ο συγγραφέας των Πράξεων ιθ΄: 1-5, για τον Παύλο ομιλούντα περί Αγίου Πνεύματος, του βαπτίσματος που εκτελούσε ο Ιωάννης και του βαπτίσματος των Ιουδαίων και μαθητών του Απολλώ της Εφέσου εις το όνομα του Κυρίου Ιησού, για τα οποία ο Παύλος δεν γράφει ούτε λέξη στις Επιστολές του. Αυτοί ομολογούν ότι εβαπτίσθηκαν στο Βάπτισμα του Ιωάννου αλλά δεν άκουσαν τίποτα διά το Άγιο Πνεύμα. Πώς είναι δυνατόν;
(3) Ομιλεί για κάποιον μυστικό δείπνo και θείαν ευχαριστίαν του Κυρίου Ιησού την νύκτα που «παρεδίδετο», Α΄ Πρός Κορινθίους ια΄: 23-26, «εγώ γαρ παρέλαβον από του Κυρίου ό και παρέδωκα υμίν, ότι ο Κύριος Ιησούς εν τη νυκτί ή παρεδίδοτο έλαβεν άρτον και ευχαριστήσας έκλασε και είπε· λάβετε φάγετε· τούτό μου εστι το σώμα το υπέρ υμών κλώμενον· τούτο ποιείτε εις την εμήν ανάμνησιν. Ωσαύτως και το ποτήριον μετά το δειπνήσαι λέγων· τούτο το ποτήριον η καινή διαθήκη εστίν εν τω εμω αίματι· τούτο ποιείτε, οσάκις αν πίνητε, εις την εμήν ανάμνησιν. οσάκις γαρ αν εσθίητε τον άρτον τούτον και το ποτήριον τούτο πίνητε, τον θάνατον του Κυρίου καταγγέλλετε, άχρις ου αν έλθη.».
Υπάρχουν όμως μερικά πολύ παράξενα και ανώμαλα σημεία:
(α) Ο προδότης Ιούδας και ο ρόλος που έπαιξε στο θείο δράμα δεν αναφέρονται απολύτως πουθενά στον Παύλο. Ο Παύλος δεν γνωρίζει τίποτα περί Ιούδα του ρόλου και της προδοσίας του. Έτσι δεν αναφέρει πουθενά ούτε μια λέξη γι’ αυτόν! Ούτε καν το όνομά του! Τί λέτε; Περίεργο;
(β) Στον στίχο 23 ομολογεί ότι «εγώ γάρ παρέλαβον από τού Κυρίου ό καί παρέδωκα υμίν»! Δηλαδή αυτό το τόσο γνωστό και διαδεδομένο «γεγονός της ευχαριστίας» μεταξύ των μαθητών και όλων των τότε πιστών στον Ιησού Χριστό, ο Παύλος δεν το ήξερε αλλά το έμαθε από τον Κυρίον δι’ αποκαλύψεως. Δεν έτυχε να του το πει κανένας. Όπως μας λέγει στην Πρός Γαλάτας α΄: 18-20 είχε ήδη συνομιλήσει με τον Πέτρο και τον Ιάκωβο τον αδελφόθεον, κ. ά. Όμως χρειαζόταν ειδική αποκάλυψη για έναν τόσο γνωστό και διαδεδομένο γεγονός μεταξύ των μαθητών και όλων των τότε χριστιανών! Γιατί;
(γ) Τελειώνει το λογύδριο του Κυρίου Ιησού με την φράση «άχρις ου αν έλθη.». Αυτή δεν υπονοεί ανάσταση μετά από 36 ώρες (ή τρεις ημέρες), αλλά κάποια Παρουσία μετά από αόριστο χρόνο!
(δ) Ενώ στην Πρός Εβραίους ζ΄: 1-3 και θ΄: 19-20 έχει πάλι την ευκαιρία να μας δώσει τα στοιχεία της ευχαριστίας, εντούτοις δεν αναφέρει τίποτα.
(ε) Το εγχειρίδιο της εκκλησίας κατά το τέλος του πρώτου αιώνα, Διδαχή (των Δώδεκα Αποστόλων), δεν περιέχει τίποτα για ευχαριστία, θάνατο και ανάσταση. Ούτε καν στο κεφάλαιο 11 στο οποίο δίνει οδηγίες στους αποστόλους, ιεροκήρυκες και προφήτες τι πρέπει να διδάσκουν στις περιοδείες των. Τα ίδια ισχύουν με το Eυαγγέλιο του Θωμά και το ανασυνταγμένο κείμενο κείμενο Q.
Στην Α΄ Πρός Κορινθίους ι΄: 20-21 όμως, διαβλέπομε ότι υπήρχαν θείαι ευχαριστίαι και άλλων θρησκειών. Αποδεδειγμένα υπήρχαν στον Μιθραϊσμό, σε διάφορα Μυστήρια, στον Ορφισμό, κλπ. Αυτό που γράφει ο Ιωάννης στ΄: 56 «ο τρώγων μου την σάρκα και πίνων μου το αίμα εν εμοί μένει, καγώ εν αυτώ.» είναι αυτολεξεί παρμένο από την Μιθραϊκή θεία ευχαριστία!
Απ’ ότι φαίνεται ο Παύλος είχε συμμετάσχει σε κάποιο δείπνο ευχαριστίας και μυστηρίων, πολύ σύνηθες εντός του τεραστίου συγκρητισμού θρησκειών που υπήρχε τότε, και μετά πάσαρε στους άλλους την εμπειρία του πίσω απ’ αυτές εδώ τις αποκαλύψεις. Αυτό το δήθεν μυστήριο, με την παταγώδη αποτυχία των ανοήτων χριστιανικών εσχατολογιών και με την πάροδο του χρόνου, αντικατέστησε τα κοινά συσσίτια των αγαπών του Εβιωνιτικού Χριστιανισμού, προς ανάμνηση του δήθεν μυστικού δείπνου. Δεν υπήρχε κανένας λόγος ο δείπνος αυτός να είναι μυστικός, διότι ήταν το πατροπαράδοτο Εβραϊκό σεδέρ, δηλαδή το δείπνο του Πάσχα.
Αυτά τα χωρία έγιναν αργότερα η αφορμή για την πλήρη σκηνή του μυστικού δείπνου και της θείας ευχαριστίας εντός δήθεν ιστορικού πλαισίου από τους συνοπτικούς ευαγγελιστές, αλλ’ όχι κι’ από τον Ιωάννη. Είναι εξαιρετικά περίεργο το γεγονός ότι το Κατά Ιωάννην Ευαγγέλιο δεν παραθέτει την παράδοση του «ακρογωνιαίου μυστηρίου της θείας ευχαριστίας»! Πώς έγινε και ξέφυγε αυτό το πράγμα από τον επιστήθιο μαθητή, ευαγγελιστή, θεολόγο και αυτόπτη μάρτυρα Ιωάννη, παρ’ όλον ότι αναφέρει τον Μιθραϊκό στίχο στ΄: 56 που μόλις αναγράψαμε; Παντού αντιμετωπίζομε περίεργα πράγματα!
(4) Παρ’ όλο που πρώτος απ’ όλους ο Παύλος αναφέρεται στα σεπτά πάθη του Χριστού δεν μας παρέχει μια έστω υποτυπώδη περιγραφή τους ή έστω ένα γεγονός ή μια λεπτομέρεια (Πρός Εβραίους β΄: 5-18, θ΄: 26). Δεν αναφέρει τίποτα για: Σύλληψη, συνοπτική και άδικη Δίκη, Πραιτώριο, Πιλάτος, Εκατόνταρχο, Γολγοθά, Κρανίου Τόπο, Ιωσήφ Αριμαθαία, Νικόδημο, Άννα, Καϊάφα, Ιερουσαλήμ, Κενό Τάφο, Μυροφόρες, κλπ.
Αυτή η σιωπή είναι καθ’ όλα ύποπτη και ενδεικτική διότι, όταν ο Παύλος ομιλεί και καυχιέται για τα δικά του πάθη, Β΄ Πρός Κορινθίους ια΄: 23-33, Β΄ Πρός Τιμόθεον δ΄: 5-8, δίνει αρκετές λεπτομέρειες έστω και εν συντομία. Για τον Κύριον του όμως δεν είχε την ευαισθησία να γράψει κάτι, αφού αυτός πρώτος έγραφε σε ανθρώπους που δεν είχαν ιδέα και ζούσαν πολύ μακριά από την Παλαιστίνη. Απλώς θέλει να κάνει θεολογία την οποία πρέπει να αποδεχθούν αυτοί προς τους οποίους απευθύνεται.
Στην θεολογία του Παύλου ο Χριστός, (αν και Θεός ομοούσιος τώ Πατρί), προκειμένου να υποστεί το πάθος έγινε για μικρό χρονικό διάστημα κατώτερος των αγγέλων (Πρός Εβραίους β΄: 7). Τα ίδια υμνολογούνται και στην Πρός Φιλιππησίους β΄: 5-11, γ΄: 10, όπου τίθεται για πρώτη φορά το δόγμα της κενώσεως των θεϊκών ιδιοτήτων του Χριστού. Μελετήστε όλους αυτούς τους στίχους για να μάθετε πώς θεολογεί ο πρώτος θεολόγος του Χριστιανισμού! (Βλέπε και Α΄ Πρός Κορινθίους ια΄: 23, ιε΄: 3-7, 35-58, κλπ.).
Από τις Επιστολές, καθίσταται σαφές ότι ο Παύλος παρουσιάζεται σαν να μην έχει ιδέα για τα γεγονότα που συνέβησαν ανάμεσα στον Ιησού και τον Ρωμαίο διοικητή Πιλάτο, την Ρωμαϊκή φρουρά και τους στρατιώτες όπως μας τα περιγράφουν τα Ευαγγέλια. Πουθενά σε όλες τις κύριες επιστολές δεν υπάρχει το όνομα του Πιλάτου. Υπάρχει μια μοναδική και μινιμαλιστική αναφορά στο όνομα Πιλάτος στην Α΄ Πρός Τιμόθεον στ΄: 13, στην οποία γράφει «...Ιησού Χριστόν μαρτυρήσαντα επί Ποντίου Πιλάτου...», τίποτα άλλο. Αυτή θεωρείται παρεμβολή. Οι τρεις λέξεις «επί Ποντίου Πιλάτου» άνετα και βολικά σφηνώνονται εκεί από έναν υστερόχρονο διορθωτή, πράγμα σύνηθες. Αλλιώς, πώς και γιατί δεν αναφέρει τίποτα απολύτως περί Πιλάτου στις κύριες, εκτενείς και θεολογικές Επιστολές του.
Μην ξεχνάτε ότι, όχι μόνο δεν έχομε πρωτότυπα αλλά και ό,τι έχομε είναι από +350 και μετά! Αυτές οι ίδιες τρεις λέξεις εμφανίστηκαν στο 4ο άρθρο του Συμβόλου της Πίστεως, όπως αυτό θεσπίστηκε από την σύνοδο της Νικαίας το +325 και μετά, ως εξής: «στραυρωθέντα τε υπέρ ημών επί Ποντίου Πιλάτου καί παθόντα καί ταφέντα»! Άλλη μία ένδειξη υστερόχρονης παρεμβολής.
Αν ο Παύλος εγνώριζε τα γεγονότα που αφορούσαν τον Πιλάτο και τον Ιησού, τότε θα έπρεπε να τα έχει ήδη αναφέρει πολλές φορές μέσα στις προηγούμενες εκτενείς και κύριες επιστολές του. Αυτό είναι ένα από τα ισχυρά στοιχεία που φανερώνουν ότι ο Ιησούς Χριστός των Ευαγγελίων ήταν άγνωστος στον Παύλο.
Ακόμα ο Παύλος παρουσιάζεται να αγνοεί πλήρως τις φοβερές διαμάχες και συμπλοκές της Ρωμαϊκής εξουσίας με τον Εβραϊκό λαό. Αλλιώς έκανε τελείως τα στραβά μάτια και ήταν προδότης του Εβραϊκού λαού. Ο Παύλος, αν και σύγχρονος του Ιωσήπου και γράφει πριν από τον Ιώσηπο, αγνοεί παντελώς όλες τις ταραχές και διαμάχες που είχαν συμβεί μέχρι τις μέρες του, αν και πολλές απ’ αυτές είχαν σχέση με τον Ιησού. Περίεργο! Ο Ιώσηπος Φλάβιος αργότερα θα καταγράψει τις περισσότερες και κυριότερες απ’ αυτές. Αλλά και στα κατοπινά Ευαγγέλια σώζονται ολίγες τέτοιες νύξεις και μικρές περιγραφές τέτοιων διαμαχών. Αυτό αποτελεί ένα ισχυρό στοιχείο κατά της ιστορικότητας του Παύλου, ή υπέρ της ψευδολογίας ή της συνωμοσίας του. Ακόμα δεικνύει ότι ο Παύλος αγνοεί τις αφηγήσεις, τις παραδόσεις και τα «γεγονότα» των Κανονικών Ευαγγελίων. Συνεπώς έχομε να κάνομε με μυθολογίες!
Αλλά και τα ελάχιστα στοιχεία που έχομε ήδη αναφέρει, Πρός Ρωμαίους α΄: 3, Πρός Γαλάτας δ΄: 4-5 Α΄ Πρός Τιμόθεον στ΄: 13, Β΄ Πρός Τιμόθεον β΄: 8, τα οποία μπορούν να θεωρηθούν κάπως ιστορικοπούντα, αναφέρονται τόσο αστήρικτα και ξεκάρφωτα, χωρίς κανένα ιστορικό πλαίσιο, που μόνο επινοήσεις του γράψαντος, ή αντανακλάσεις και προσαρμογές χωρίων της Παλαιάς Διαθήκης (πράγμα που ο Παύλος το συνηθίζει πολύ συχνά μέσα στις Επιστολές του), ή αντανακλάσεις των τότε μυθολογιών περί διαφόρων σωτηριακών παγανιστικών θεών, ή υστερόχρονες παρεμβολές, μπορούν να θεωρηθούν.
(5) Η σταύρωση αναφέρεται στα χωρία: Πρός Ρωμαίους στ΄: 6, Α΄ Πρός Κορινθίους α΄: 17-18, 23, β΄: 2, 8, Β΄ Πρός Κορινθίους ιγ΄: 4, Πρός Γαλάτας γ΄: 1, 13, ε΄: 11, 24, στ΄: 12, 14, Πρός Εφεσίους β΄: 16, Πρός Φιλιππησίους β΄: 8, γ΄: 18, Πρός Κολασσαείς α΄: 20, β΄: 14, Α΄ Θεσσαλονικείς β΄: 15, Πρός Εβραίους στ΄: 6, ιβ΄: 2.
Ο Παύλος αναφέρει την σταύρωση του Ιησού Χριστού απλώς και αορίστως διά της ονομασίας της ή τεχνηέντως και βολικώς ως την αρχαία Εβραϊκή τιμωρία του κρεμάσματος «επί ξύλου» της Παλαιάς Διαθήκης που εθεωρείτο κατάρα: Γένεσις μ΄: 19, Δευτερονόμιον κα΄: 22-23 «Εάν δε γένηται εν τινι αμαρτία κρίμα θανάτου και αποθάνη και κρεμάσητε αυτόν επί ξύλου, ου κοιμηθήσεται το σώμα αυτού επί του ξύλου, αλλά ταφή θάψετε αυτό εν τη ημέρα εκείνη, ότι κεκατηραμένος υπό Θεού πας κρεμάμενος επί ξύλου·...», Ιησούς του Ναυί η΄: 29, Εσθήρ η΄: 7, Πράξεις ε΄: 30, ι΄: 39, Πρός Γαλάτας γ΄: 13 «Χριστός ημάς εξηγόρασεν εκ της κατάρας του νόμου γενόμενος υπέρ ημών κατάρα· γέγραπται γαρ· επικατάρατος πας ο κρεμάμενος επί ξύλου·»., Α΄ Πέτρου β΄: 24, κλπ.
Στην Α΄ Πρός Κορινθίους α΄: 23, τονίζει ότι «ημείς δε κηρύσσομεν Χριστόν εσταυρωμένον,» χωρίς να θέτει κανένα ιστορικό πλαίσιο και χωρίς να αναφέρει ποτέ του οτιδήποτε περί των συμβάντων που προηγήθηκαν ή συνόδευσαν την σταύρωση (σύλληψη, άδικη δίκη, εξευτελισμό και δάρσιμο, μεταφορά στον Γολγοθά ή Κρανίου τόπο, σκότος, σεισμός, τα τελευταία λόγια του Ιησού, ανάσταση νεκρών αγίων, σχίσιμο του καταπετάσματος, κλπ.).
Παρ’ όλα ταύτα ο Παύλος γράφει πρώτος και ως εκ τούτου ευρίσκεται χρονικά πιο κοντά στα υποτιθέμενα «γεγονότα» και σε πλήθος που δεν γνωρίζει τίποτα απ’ αυτά! Συνεπώς δεν ομιλεί για την συγκεκριμένη σταύρωση των Ευαγγελίων, αλλ’ ομιλεί για κάποιο αόριστο, φανταστικό ή υποθετικό συμβάν που το ενεπνεύσθηκε από τις παραπάνω αναφορές της Παλαιάς Διαθήκης για να στηρίξει επ’ αυτού την αίρεση και την διδασκαλία που εγκαινιάζει περί θυσίας και εξιλεώσεως και ακολούθως το επενδύει με μια γνωστικίζουσα δαιμονολογική θεολογία.
Σύμφωνα μ’ αυτήν την θεολογία, στην Α΄ Πρός Κορινθίους β΄: 8, γράφει: «ην ουδείς των αρχόντων του αιώνος τούτου έγνωκεν· ει γαρ έγνωσαν, ουκ αν τον Κύριον της δόξης εσταύρωσαν·». Δι’ αυτό το χωρίο ο Γνωστικός Μαρκίων, ο ημιγνωστικός Ωριγένης, κ. π. ά., εξηγούν ότι εννοεί τους δαίμονες και τις υπερφυσικές κακές δυνάμεις και όχι τους ανθρώπους, τον λαό και τους άρχοντες των Ιουδαίων και των Ρωμαίων. Άρα, παρά τις διαφορές και τις αντιφάσεις τους, δεν έχομε εδώ να κάνομε με την σταύρωση που εκθέτουν οι Ευαγγελιστές και οι Μαθητές, αλλά με σταύρωση της φαντασίας του Παύλου!
Τον καιρό εκείνο, η πίστη ότι οι δαίμονες έλεγχαν όλο τον κόσμο ήταν πάρα πολύ διαδεδομένη μεταξύ των Εβραϊκών και γνωστικιστικών αιρέσεων. Στο ήμισυ αυτού του κεφαλαίου, ο Παύλος ασχολείται με συστάσεις περί της πάλης κατά των πονηρών πνευμάτων. Στην Α΄ Ιωάννου ε΄: 18-19 διαβάζομε: «Οίδαμεν ότι πας ο γεγεννημένος εκ του Θεού ουχ αμαρτάνει, αλλ’ ο γεννηθείς εκ του Θεού τηρεί εαυτόν, και ο πονηρός [ο διάβολος] ουχ άπτεται αυτού. Οίδαμεν ότι εκ του Θεού εσμεν, και ο κόσμος όλος εν τω πονηρώ κείται.».
Όχι όμως μόνον ο κόσμος αλλά και οι ουρανοί: Πρός Εφεσίους στ΄: 12 «ότι ουκ έστιν ημίν η πάλη προς αίμα και σάρκα, αλλά προς τας αρχάς, προς τας εξουσίας, προς τους κοσμοκράτορας του σκότους του αιώνος τούτου, προς τα πνευματικά της πονηρίας εν τοις επουρανίοις.». Αυτή η ίδια πεποίθηση μαρτυρείται πάρα πολλές φορές σ’ ολόκληρη την Καινή Διαθήκη, στην απόκρυφη βιβλιογραφία και στην ηλίθια δαιμονολογία του καιρού αυτού. Έτσι επίστευαν ότι η νέα αποκαλυπτική εποχή είναι προ των θυρών και η εκ του καλού Θεού αποστολή της θα ανατρέψει τους δαίμονες και τις κακές δυνάμεις και θα επιφέρει νέα τάξη πραγμάτων τόσο στη γη όσο και στον ουρανό.
(6) Για την ταφή, Πρός Ρωμαίους ιστ΄: 4, Α΄ Πρός Κορινθίους ιε΄: 4, οι Φαρισαίοι Ιωσήφ ο απ’ Αριμαθαίας και ο Νικόδημος, οι γυναίκες, κλπ., δεν αναφέρονται απολύτως πουθενά, όπως και τίποτα άλλο.
(7) Το σπουδαιότερο και ισχυρότερο εργαλείο πειθούς για τον Παύλο είναι η ανάσταση: Πράξεις ιζ΄: 31-32, κγ΄: 6, κδ΄: 15, 21, Πρός Ρωμαίoυς α΄: 4, γ΄: 25, δ΄: 25, στ΄: 4-5, 9, Α΄ Πρός Κoρινθίoυς ιε΄: 1-28, 32, 42, 50-54, Β΄ Πρός Κoρινθίoυς δ΄: 13-18, ε΄: 1-10, Πρός Εφεσίους α΄: 20, Πρός Φιλιππησίoυς γ΄: 10-12, Α΄ Πρός Θεσσαλoνικείς α΄: 10, δ΄: 13-18, Β΄ Πρός Τιμόθεoν β΄: 18, Πρός Εβραίoυς στ΄: 2, ια΄: 35.
Με αυτό το εργαλείο προσπαθεί να πείσει τους πάντες και τα πάντα ότι πρέπει να πιστεύουν όλα όσα τους διδάσκει. Ο εκ του Δαυίδ κατά σάρκαν Ιησούς ήταν ο Χριστός που τον ανέδειξε ο Θεός σε Υιόν του με το να τον αναστήσει. Ως εκ τούτου άπαντες πρέπει να πιστεύουν στην δευτέρα έλευσή του και στην ανάσταση νεκρών. Εάν δεν πιστεύομε όλα αυτά τότε η πίστη μας είναι κενή! Α΄ Πρός Κoρινθίoυς κεφάλαιο ιε΄ και Β΄ Πρός Κoρινθίoυς δ΄: 13-18, ε΄: 1-10, κλπ.
Στην Πρός Ρωμαίους γράφει τους περίεργους στίχους, ι΄: 6-7 «η δε εκ πίστεως δικαιοσύνη ούτω λέγει· μη είπης εν τη καρδία σου, τις αναβήσεται εις τον ουρανόν; τούτ’ έστι Χριστόν καταγαγείν· ή τις καταβήσεται εις την άβυσσον; τούτ’ έστι Χριστόν εκ νεκρών αναγαγείν». Τί να εννοεί άραγε;
Ο Παύλος δεν αναφέρει καμία λειτουργική και λυτρωτική δράση του Χριστού ως ανθρώπου επί της γης. Έτσι παρά τα ελλιπή και ασαφή λόγια του στην Α΄ Πρός Κορινθίους ιε΄: 3-8, σε πολλά άλλα σημεία αναφέρει την ανάσταση του Χριστού ως ζήτημα συναισθηματισμού (της καρδίας) και πίστεως και όχι ως το «γεγονός» σωματικής αναστάσεως του Ιησού Χριστού. Έλαβε χώρα από την γη κατ’ ευθείαν στον ουρανό και από σώμα κατ’ ευθείαν σε πνεύμα! Δεν μεσολάβησε η παρεπιδημία του Ιησού στη γη και δεν συνέβη καμία επανεμφάνιση διότι έτσι το θέλησε ο Θεός. Αυτό είναι άλλη μια αντίφαση με τα Ευαγγέλια αλλά και με τον εαυτόν του. Προς ταύτα βλέπε: Πρός Ρωμαίους ι΄: 6-10, Α΄ Πρός Κορινθίους ιε΄: 3-8, 12-16, Πρός Εφεσίους α΄: 20, Πρός Φιλιππησίους β΄: 6-11, Α΄ Πρός Θεσσαλονικείς δ΄: 14, Πρός Εβραίους ι΄: 12. (Βλέπε και Α΄ Πέτρου γ΄: 18).
(Ο Παύλος εκτός από ψέματα, βία, δολιότητες, κλπ., προκαλούσε και τον συναισθηματισμό εάν αυτός απέδιδε. Η γνώση, η κρίση, η λογική δεν είχαν θέση στον Παύλο, παρά η πίστη, ο συναισθηματισμός και το παραλήρημα· η τρέλα δηλαδή. Πάρα πολύ ωραία!)
Σε πολλούς στίχους ο Παύλος αναφέρει το σώμα του Χριστού. Αλλά γι’ αυτόν το σώμα του Χριστού ήταν ή μυστικισμός ή αλληγορία! Π. χ. διαβάστε: Α΄ Πρός Κορινθίους ιβ΄: 12, 27, Πρός Εφεσίους ε΄: 30, Πρός Κολασσαείς β΄: 9, 17, κλπ.
Τις Μυροφόρες γυναίκες των Ευαγγελίων που ήταν οι πρώτοι μάρτυρες της αναστάσεως και σ’ αυτές παρουσιάστηκε πρώτα κατά τον Ματθαίον κη΄: 9-10, ενώ κατά τον Ιωάννην κ΄: 14-17 πρώτα παρουσιάστηκε μόνο στην Μαγδαληνή, δεν τις αναφέρει πουθενά. Αλλά και η έννοια και η παράδοση του κενού τάφου για τον Παύλο ήταν άγνωστες! (Βεβαίως, και στα Ευαγγέλια αυτά τα επεισόδια είναι πολύ κακογραμμένα.).
Σoβαρότατo ζήτημα δημιουργείται από τo γεγoνός ότι o Παύλoς εκήρυττε και έγραφε το νέο μήνυμά του μόνo με βάση την ανάσταση κάποιου αόριστα εσταυρωμένου ή κρεμασμένου Χριστoύ. Αν και αυτό ήταν το κυριότερο πειστήριο του ακόμη και ο ίδιος έχει σοβαρό πρόβλημα, διότι στην Πρός Φιλιππησίους γ΄: 10-12 γράφει: «του γνώναι αυτόν και την δύναμιν της αναστάσεως αυτού και την κοινωνίαν των παθημάτων αυτού, συμμορφούμενος τω θανάτω αυτού, ει πως καταντήσω εις την εξανάστασιν των νεκρών. ουχ ότι ήδη έλαβον ή ήδη τετελείωμαι, διώκω δε ει και καταλάβω, εφ' ω και κατελήφθην υπό του Χριστού Ιησού.». Μας λέει δηλαδή, ότι ακόμη και ο αυτός δεν έχει καταλάβει καλά-καλά την ανάσταση και προσπαθεί να την καταλάβει. Περίεργα πράγματα για έναν θεόπνευστο απόστολο, σκεύος της εκλογής του ιδίου του Ιησού Χριστού που κηρύττει με βάση την ανάσταση.
Πώς να την καταλάβει ο δυστυχής, αφού ο Χριστός είχε αιθέρια φύση αντί της πλήρως σωματικής του Ιησού των κανονικών Ευαγγελίων; Αυτή η αντίληψη ήταν πολύ διαδεδομένη μεταξύ διαφόρων αιρέσεων των πρώτων αιώνων, ιδίως των Γνωστικών, και ήταν ο ήλιος της δικαιοσύνης της κοινότητας του Qumran!
Τέλος, στον άξονα της θεολογίας του περιλαμβάνει και μια κάποια άμεσα εσχατολογική ανάσταση σωμάτων! Ομιλεί, κηρύττει και προσπαθεί να πείσει με βάση όχι μόνο την ανάσταση τού Ιησού Χριστού, αλλά και την ανάσταση νεκρών και σωμάτων: Α΄ Πρός Κορινθίους ιε΄, Α΄ Πρός Θεσσαλονικείς δ΄: 13-18, ε΄: 1-11, Β΄ Πρός Θεσσαλονικείς β΄: 1-12, κλπ. Μέσα στις αναφορές που έχοεμε αναγράψει βλέπομε ότι η ανάσταση των τεθνεώτων, για τον Παύλο, θα «εγένετο εν σαρκί», αλλά με ορισμένες αναγκαίες φυσικές μετατροπές στα ήδη γνωστά ανθρώπινα σώματα... Τα εκ φύσεως ανθρώπινα σώματα αποτελούν «ασχημοσύνην» στον Εβραιογνωστικοχριστιανισμό και έτσι τα αναστημένα σώματα χρειάζονται επιδιορθώσεις...
Ενώ ενταύθα θα τον υποβοηθούσε τέλεια, δεν αναφέρει πουθενά έστω μια από τις αναστάσεις που έκανε ο ίδιος ο Ιησούς, όπως της θυγατέρας του Ιαείρου Μάρκος 5: 35-43, του υιού της χήρας στη Ναΐν Λουκάς 7: 11-17, ούτε καν την ανάσταση τoυ «τετραημέρoυ» φίλoυ τoυ Χριστoύ Λαζάρoυ Ιωάννης 11: 1-44. (Για την τελευταία ίσως να δικαιoλoγείται αφoύ και τα τρία πρώτα Ευαγγέλια την έχoυν αγνοήσει! Σκεφτείτε ότι ακόμα και ο Ματθαίος που ήταν ένας από τους δώδεκα μαθητές και συνεπώς είδε αυτό το εκθαμβωτικό θαύμα με τα μάτια του μαζί με τους άλλους, δεν το γράφει στο Eυαγγέλιό του! Φαίνεται ότι αυτό το θαύμα δεν τον εντυπωσίασε αρκετά ενώ τον είχε εντυπωσιάσει η θεραπεία του πυρετού της πενθεράς του Πέτρου, Ματθαίος η΄: 14-15. Καταπληκτικό!). Ούτε αναφέρει πουθενά την ανάσταση των Αγίων της Μεγάλης Παρασκευής, Ματθαίος 27: 52-53. Το χειρότερο όμως είναι ότι δεν θυμάται το θαύμα της αναστάσεως του νεκρού Ευτυχούς, το οποίο ο ίδιος διέπραξε στην Τρωάδα, Πράξεις κ΄: 7-12. Υπήρχε καλλίτερο επιχείρημα απ’ αυτό για να πείσει όποιους ήθελε; Παρά ταύτα, ο Παύλος προσπαθεί να πείσει όσους αμφέβαλλαν για την ανάσταση σωμάτων με οτιδήποτε άλλα μέσα εκτός απ’ αυτά τα καταπληκτικά θαύματα.! Περίεργα πράγματα!
Αλλά και μεταξύ των μελών των ομάδων του Παύλου είχε δημιουργηθεί τεράστιο πρόβλημα με την ανάσταση. Στις δύο επιστολές Προς Κορινθίους όπως και Β΄ Πρός Τιμόθεον 2: 17-18: «… ων εστιν Υμέναιος και Φιλητός, οίτινες περί την αλήθειαν ηστόχησαν, λέγοντες την ανάστασιν ήδη γεγονέναι, και ανατρέπουσι την τινων πίστιν.», βλέπομε ότι μεταξύ των οπαδών του Παύλου υπήρχαν πολλοί που είχαν ή εσχημάτισαν διαφορετικές αντιλήψεις για την ανάσταση ή τις αναστάσεις, μέσα σ’ αυτή την τεράστια ακαταστασία περί αναστάσεων που είχε δημιουργήσει ο Παύλος και ο Εβραιογνωστικοχριστιανισμός γενικότερα. Έτσι δημιουργώνταν πολλές ταραχές, διαμάχες και αιρέσεις μεταξύ των ολίγων μελών των ομάδων του Παύλου. Ο Παύλος και πάλι προσπαθεί απεγνωσμένα να επιβάλλει την δική του αντίληψη. Έτσι τον μεν Υμέναιο τον έστειλε στον διάολο όπως ο ίδιος το τονίζει στην Α΄ Πρός Τιμόθεον 1: 20 «ων εστιν Υμέναιος και Αλέξανδρος, ους παρέδωκα τω σατανά, ίνα παιδευθώσι μη βλασφημείν.», τους δε Κορινθίους Εβραίους οπαδούς του προσπαθεί να τους συγκρατήσει όσο μπορεί. Μελετήσετε ολόκληρες τις δύο Προς Κορινθίους Επιστολές για να δείτε τι κακό έγινε! Αλλιώς δώσετε προσοχή τους στίχους Α΄ Πρός Κoρινθίoυς κεφάλαιο ιε΄ και Β΄ Πρός Κoρινθίoυς δ΄: 13-18, ε΄: 1-10
(8) Η μετά την ανάσταση επανεμφάνιση τού Ιησού αναφέρεται μόνο στην Α΄ Πρός Κορινθίους ιε΄: 5-8 «και ότι ώφθη Κηφά, είτα τοις δώδεκα· έπειτα ώφθη επάνω πεντακοσίοις αδελφοίς εφάπαξ, εξ ων οι πλείους μένουσιν έως άρτι, τινές δε και εκοιμήθησαν· έπειτα ώφθη Ιακώβω, είτα τοις αποστόλοις πάσιν· έσχατον δε πάντων ωσπερεί τω εκτρώματι ώφθη καμοί.». Αυτό είναι όλο!
Εδώ μιλάει περί μερικών επανεμφανίσεων του Χριστού στους 12, σε άλλους 500, τον Ιάκωβο και τον ίδιο που τα Ευαγγέλια αγνοούν. Κάνει το λάθος με τους 12, διότι είχαν μείνει 11 εφ’ όσον ο προδότης Ιούδας ήταν ήδη νεκρός και ο Ματθίας των Πράξεων α΄: 13-26, δεν τον είχε αναπληρώσει όταν «εγένοντο» οι επανεμφανίσεις του Ιησού. Η αναπλήρωση έγινε μετά την ανάληψη όπως μας «εξιστορούν» οι Πράξεις α΄: 9-26! Βλέπομε και πάλι ότι ο Παύλος δεν είχε ιδέα περί του Ιούδα, της προδοσίας και της τύχης του και γι’ αυτό δεν τον αναφέρει πουθενά!
Ο Παύλος όχι μόνο δεν γνωρίζει τον Ιούδα και το ρόλο του αλλά και δεν συνδιαλέγεται μ’ αυτούς τους 12 στην υπόλοιπη δράση του. Εκτός δύο περιστατικών με τον Πέτρο (στην Πρός Γαλάτας α΄: 18, β΄: 11-21), τους αγνοεί παντελώς. Βγάλετε μόνοι σας συμπέρασμα!
Στον ίδιο τον Παύλο ο Χριστός εμφανίστηκε σαν οπτασία, όπως έχομε ήδη δει σε τρία σημεία των Πράξεων, παρά σαν ανθρώπινο σώμα. Προς τους Κορινθίους γράφει από την Έφεσο και δεν κάνει τον κόπο να τους πληροφορήσει πως, που, πότε, τον είδαν ο ίδιος και αυτοί που ισχυρίζεται. Άσε τους Εβραίους της Κορίνθου που ζούσαν πάνω από χίλια χιλιόμετρα μακριά απ’ την Παλαιστίνη και δεν είχαν ιδέα, να βρούνε αυτοί την άκρη για τα ερωτήματα αυτά και αυτοί να βρούνε και να εξετάσουν τους μάρτυρες για τους οποίους γράφει ότι ζούσαν ακόμα! Γι’ αυτές τις παρουσιάσεις ο Παύλος δεν μεταφέρει απολύτως καμία ιστορική πληροφορία, λες και μιλούσε σε ανθρώπους που ήδη ξέρανε πως είχαν τα «γεγονότα», ενώ δεν είχαν ιδέα!
Έτσι έχομε πάλι μια μεγάλη αντίφαση με τα Ευαγγέλια όπου ο Χριστός παρουσιάστηκε πρώτα στην Μαγδαληνή όπως με στόμφο τονίζει ο Ιωάννης 20: 1-18, ή στις Μυροφόρες όπως τονίζει ο Ματθαίος 28: 1-10. Οι Μυροφόρες βεβαίως εκτός από τα Ευαγγέλια δεν αναφέρονται πουθενά αλλού στην υπόλοιπη Καινή Διαθήκη.
(9) Η ανάληψη όπως περιγράφεται στα Ευαγγέλια του Μάρκου 16: 19 και του Λουκά 24: 50-51 και στις Πράξεις 1: 6-11, δεν υπάρχει πουθενά στον Παύλο. Απλώς πότε-πότε γράφει ότι ο Ιησούς ανέβει στον ουρανό και ευρίσκεται μαζί με τον πατέρα του ή στα δεξιά του: π. χ. Πρός Ρωμαίους η΄: 34, Πρός Εφεσίους α΄: 20, δ΄: 8-10, Πρός Κολασσαείς γ΄: 1, Α΄ Θεσσαλονικείς α΄: 10, Πρός Εβραίους η΄: 1, ι΄: 12, κ. α. Τίποτα άλλο!
(10) Η Παρουσία του Κυρίου και η Τελική Κρίση αναφέρεται στις: Α΄ Πρός Κορινθίους ιε΄: 29-58, Α΄ Πρός Θεσσαλονικείς δ΄: 13-18, ε΄: 1-11, Β΄ Πρός Θεσσαλονικείς β΄: 1-12, κλπ. Πουθενά δεν την αναφέρει ως Δευτέρα Παρουσία, αλλά απλώς Παρουσία, λες και δεν υπήρχε πρώτη! Όπως την περιγράφει στις δύο Πρός Θεσσαλονικείς Επιστολές είναι όμοια με την περιγραφή της καθόδου του Υιού στο απόκρυφο και ψευδεπίγραφο βιβλίο Ανάληψις του Ησαΐα και όχι με αυτά που γράφει το Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο 25: 31-46 και η Αποκάλυψις του Ιωάννου! Η περιγραφή της Δευτέρας Παρουσίας και της Τελικής Κρίσεως στην Αποκάλυψιν κ΄, κα΄ δεν συμφωνεί με την Παρουσία που περιγράφει ο Παύλος στην Α΄ Πρός Κoρινθίoυς ιε΄ και στην Α΄ Πρός Θεσσαλονικείς δ΄.
Η φράση «άχρις ου αν έλθη.», στην Α΄ Πρός Κορινθίους ια΄: 26, δεν υπονοεί ανάσταση μετά από 36 ώρες (ή τρεις ημέρες), αλλά κάποια Παρουσία μετά από αόριστο χρόνο!
Η άμεση εσχατολογική και καταδικαστική ρήση κατά των συμπατριωτών του στην Α΄ Πρός Θεσσαλονικείς β΄: 13-16, «Διά τούτο και ημείς ευχαριστούμεν τω Θεώ αδιαλείπτως, ότι παραλαβόντες λόγον ακοής παρ' ημών του Θεού εδέξασθε ου λόγον ανθρώπων, αλλά καθώς εστιν αληθώς, λόγον Θεού, ος και ενεργείται εν υμίν τοις πιστεύουσιν. υμείς γαρ μιμηταί εγενήθητε, αδελφοί, των εκκλησιών του Θεού των ουσών εν τη Ιουδαία εν Χριστώ Ιησού, ότι τα αυτά επάθετε και υμείς υπό των ιδίων συμφυλετών καθώς και αυτοί υπό των Ιουδαίων, των και τον Κύριον αποκτεινάντων Ιησούν και τους ιδίους προφήτας, και ημάς εκδιωξάντων, και Θεώ μη αρεσκόντων, και πάσιν ανθρώποις εναντίων, κωλυόντων ημάς τοις έθνεσι λαλήσαι ίνα σωθώσιν, εις το αναπληρώσαι αυτών τας αμαρτίας πάντοτε. έφθασε δε επ' αυτούς η οργή εις τέλος.», θεωρείται παρεμβολή κυρίως για τους εξής λόγους:
(α) Παρά την οργή, το μίσος και τα κατσαδιάσματα που ο Παύλος εκφράζει εναντίον πολλών, πουθενά αλλού δεν εκφράζεται με τόσο έντονα λόγια οργής και μίσους εναντίον των ομοεθνών του. Μάλιστα δε στην Πρός Γαλάτας β΄: 15 τους επαινεί με τα λόγια: «Ημείς φύσει Ιουδαίοι και ουκ εξ εθνών αμαρτωλοί,»!
(β) Μέσα στους στίχους αυτούς υπονοείται η καταστροφή της Ιερουσαλήμ και της Ιουδαίας, η οποία έγινε μετά τον θάνατο του Παύλου. (Αν και υπάρχουν μερικοί ερευνητές που ισχυρίζονται ότι ο Παύλος απέθανε μετά απ’ αυτή την καταστροφή, η θέση αυτή έρχεται σε αγεφύρωτη αντίθεση με την επίσημη θέση όλων των χριστιανικών εκκλησιών εδώ και 2000 χρόνια!).
(γ) Η φράση «κωλυόντων ημάς τοις έθνεσι λαλήσαι ίνα σωθώσιν, εις το αναπληρώσαι αυτών τας αμαρτίας πάντοτε.» αντανακλά τις διαμάχες και αντιθέσεις Ιουδαίων και Εβραιοχριστιανών που προέκυψαν μετά το +73.
(δ) Αν αυτοί οι στίχοι αγνοηθούν τελείως και από τον προηγούμενο στίχο πάμε στον αμέσως επόμενο, η ροή και το νόημα του γραπτού λόγου συνεχίζονται ομαλώς. Με αυτούς τους στίχους η ροή διακόπτεται.
***
Ποιος να ξέρει άραγε πώς συνδέονται όλα αυτά μεταξύ τους. Πρέπει να συνδέονται διά πλαστογραφιών και υστεροχρόνων παρεμβολών. Δυστυχώς δεν έχομε τα πρωτότυπα για να ελέγξομε! Π. χ., το ίδιο συμβαίνει και με τις δύο αντιφατικότατες γενεαλογίες του Χριστού, η μία στον Ματθαίο α΄: 1-20 και η άλλη στον Λουκά γ΄: 23-38. Μελετήστε τις, είναι για γέλια! Γι’ αυτό και ο Παύλος παραγγέλλει στον Τιμόθεον και τον Τίτον να αποφεύγουν τις συζητήσεις και τις εξετάσεις των γενεαλογιών (Α΄ Πρός Τιμόθεον α΄: 4, Πρός Τίτον γ΄: 9). Κάτι ήξερε!
Ο Παύλος οσάκις αναφέρεται σε κάποιον συμβάν περί Ιησού Χριστού ουδέποτε το θέτει εντός οιουδήποτε ιστορικού πλαισίου. Όλα όσα αναφέρει είναι άνευ ιστορικής δεοντολογίας και ιστορικού περιεχομένου. Γράφει αοριστίες και άντε τρέχα βρες τις ή πίστευε στις αποκαλύψεις του! Π. χ. γράφει: «παρέδωκα γάρ υμίν εν πρώτοις ό καί παρέλαβον, ότι Χριστός απέθανεν υπέρ τών αμαρτιών ημών κατά τας γραφάς και ότι ετάφη, καί ότι εγήγερται τή τρίτη ημέρα κατά τάς γραφάς», Α΄ Πρός Κορινθίους ιε΄: 3-4, κλπ. Η φράση «κατά τάς γραφάς» επαναλαμβάνειται στο 5ο άρθρο του Συμβόλου της Πίστεως ως εξής: «και αναστάντα τή τρίτη ημέρα κατά τάς γραφάς». Όπως και στην περίπτωση Α΄ Πρός Τιμόθεον στ΄: 13, «...Ιησού Χριστόν μαρτυρήσαντα επί Ποντίου Πιλάτου...» που εξετάσαμε παραπάνω, έτσι και εδώ έχομε αντιγραφή!
Ο ίδιος ο Παύλος δεν εξηγεί ποιες είναι αυτές οι γραφές. Για την σταύρωση και τα πάθη οι ευαγγελιστές μερικά χρόνια (15 - 150) μετά τον θάνατο του Παύλου, βρήκαν μερικές δήθεν προφητείες στην Παλαιά Διαθήκη, πλαστά αποκυήματα της φαντασίας, της διαστροφής και της συνωμοσίας των. Αλλά για την ανάσταση την τρίτη ημέρα «κατά τάς γραφάς», τις επανεμφανίσεις και την ανάληψη δεν υπάρχουν ούτε πλαστές προφητείες ούτε γραφές που να αναφέρονται εντός της Καινής Διαθήκης. Αργότερα οι χριστιανοί απολογητές δήθεν ανεκάλυψαν τους προφητικούς στίχους: Ψαλμοί β΄: 7, ιστ΄ (ιε΄): 10, Ησαΐας νγ΄: 10 και Ωσηέ στ΄: 2, οι οποίοι δεν έχουν τίποτα να κάνουν με την τριήμερη ανάσταση του Ιησού Χριστού. (Γι’ αυτό οι Καθολικοί λένε ότι αυτοί οι στίχοι την υπαινίσσονται.).
Η αοριστία της φράσεως «κατά τάς γραφάς» και το κενό που αφήνει είναι σκόπιμα και παραπλανητικά. Προήλθε είτε από τον ίδιο τον Παύλο, αν όντως αυτός έγραψε αυτές τις γραμμές, είτε από τους υστεροχρόνους συντάκτες και παρεμβολείς. Αυτοί προσπαθούσαν, όσο ήταν δυνατό, να δικαιολογήσουν με δήθεν προφητείες της Παλαιάς Διαθήκης ότι ο Ιησούς ήταν ο πραγματικός αναμενόμενος Μεσσίας, Χριστός, και συνεπώς ο Χριστιανισμός είναι η μόνη εξ αποκαλύψεως αληθινή θρησκεία!
Πάνω σ’ αυτές τις παρατηρήσεις έχoυν γραφτεί πoλλά βιβλία και απoτελoύν ένα ισχυρότατo επιχείρημα των μυθικιστών περί τoυ ότι o Χριστός είναι μυθoλoγικό πρόσωπo. Διότι ας μην ξεχνάμε ότι τα πρώτα γραπτά της Καινής Διαθήκης, σύμφωνα με ομόφωνο συμπέρασμα όλων των Χριστιανών θεoλόγων και των ειδικών επιστημόνων, είναι oι Επιστoλές τoυ Παύλoυ. Αυτές δε, τις έγραψε για ανθρώπoυς πoυ βρίσκoνταν πoλύ μακριά από την Ioυδαία. Αυτοί πάλι ως νεοφώτιστοι, δεν εγνώριζαν τίπoτα περί Iησoύ, εκτός ίσως από αυτoύς πoυ ήταν στη Ρώμη οι οποίοι ίσως να είχαν ακούσει λίγα πράγματα πριν τους τα γράψει ο Παύλος, όπως ο ίδιος ομολογεί στην Πρός Ρωμαίους ιε΄: 20.
Συνεπώς: Ο Παύλος έχει κατά νουν άλλον Ιησού Χριστό απ’ αυτόν που έχουν οι Ευαγγελιστές, χωρίς με αυτό να υπονοούμε ότι οι Ευαγγελιστές συμφωνούν μεταξύ των. Αφήνομε λοιπόν στους χριστιανούς απολογητές να μας ξεκαθαρίσουν ποιος έχει τελικά δίκιο! Ο Παύλος ή ποιος από τους Ευαγγελιστές! Ενώ ο καθένας θα επικαλείτο τα εκκωφαντικά «πεπραγμένα» του «ιστορικού» Ιησού των Ευαγγελιστών, «γεγονότα» που θα είχαν αφήσει εσαεί άναυδους τους πάντες και τα πάντα, ο Παύλος δεν κάνει καμία χρήση αυτών! Αυτή είναι η στάση την οποίαν παρατηρούμε διάχυτη μέσα στα γραπτά του Παύλου! Τί συμβαίνει λοιπόν;
Ο Παύλος δεν γνωρίζει τον γήινο, ιστορικό όπως υποτίθεται, Ιησού Χριστό των Κανονικών Ευαγγελίων, γεγονός που αποδεικνύει ότι τόσον ο Ιησούς Χριστός των Ευαγγελιστών όσο και του Παύλου είναι μύθος, δηλαδή ψέμα! Απ’ όσα γράφει ο Παύλος ένα συμπέρασμα που βγαίνει είναι ότι αν ήταν ειλικρινής, τότε στο νου του είχε κάποιον αποκρυφιστικό, άυλο, πνευματιστικό Χριστό και απευθυνόταν προς αποκρυφιστικές οργανώσεις (cults), αιρέσεις του Ιουδαϊσμού τύπου «υιών φωτός» και Qumran, Α΄ Πρός Θεσσαλονικείς ε΄: 5 «πάντες υμείς υιοί φωτός εστε και υιοί ημέρας. ουκ εσμέν νυκτός ουδέ σκότους.». Ο Χριστός του Παύλου είναι ανάλογος με όλους εκείνους τους παγανιστικούς σωτηριολογικούς θεούς της εποχής εκείνης, οι οποίοι κατά την Άνοιξη έτρωγαν ένα δείπνο, έκαναν μια ευχαριστία, έπασχαν, θάπτονταν και μετά από τρεις μέρες ανασταίνονταν.
Επομένως με βάση όσα στοιχεία έχομε ήδη εξετάσει βγαίνει και το συμπέρασμα ότι: Οτιδήποτε γράφει και κηρύττει ο Παύλος δεν είναι ιστορικές μαρτυρίες. Εάν λοιπόν νομίζει ότι ομιλεί αληθώς, τότε αυτά που λέει είναι αποκυήματα της φαντασίας, πίστεως, φανατισμού και θεολογίας του, τα οποία αν και δεν τα έμαθε από προηγούμενες παραδόσεις εντούτοις τα πιστεύει ως αληθή. Εάν πάλι ομιλεί όντως αληθώς, τότε οι παραδόσεις των Ευαγγελίων είναι ψευδείς και πρέπει να καταγγελθούν και να απορριφθούν! Αν όμως οι παραδόσεις των Ευαγγελίων είναι σωστές, τότε ο Παύλος ομιλεί ψευδώς, πράγμα που το συνηθίζει, και πρέπει να καταγγελθεί και να απορριφθεί ως ψεύτης! Αυτό το χριστιανικό δίλημμα αρκεί για να καταρρεύσει ολόκληρος ο Χριστιανισμός!
***
Ειρήσθω επί τη ευκαιρία ότι, αυτή η σιωπή γύρω από τα βιογραφικά στοιχεία και την ανθρώπινη, γήινη, ιεραποστολική και σωτήρια δράση του Ιησού Χριστού δεν απαντάται μόνο στον Παύλο, αλλά και σε όλες τις επτά Καθολικές Επιστολές της Καινής Διαθήκης, στην Επιστολή Α΄ Κλήμεντος (που αποδίδεται στον Πάπα Ρώμης, κατά το τέλος του 1ου αιώνα), Επιστολή του Βαρνάβα, κ. ά. Ιδού μερικά χτυπητά παραδείγματα: Στην επιστολή Α΄ Πέτρου β΄: 21-25, στην Α΄ Κλήμεντος κεφάλαιο 16, και Βαρνάβα ε΄: 8, απαντάμε παραφράσεις μερικών στοιχείων του κεφαλαίου 53 του δευτέρου (ή τρίτου) Ησαΐα που κάπως θυμίζουν τα Ευαγγέλια και τίποτα παραπάνω. Στην Α΄ Πέτρου γ΄: 18 «ότι και Χριστός άπαξ περί αμαρτιών έπαθε, δίκαιος υπέρ αδίκων, ίνα ημάς προσαγάγη τω Θεω, θανατωθείς μεν σαρκί, ζωοποιηθείς δε πνεύματι·», έχομε ότι ο Χριστός θανατώθηκε κατά σάρκα αλλά ζωοποιήθηκε κατά πνεύμα. Δηλαδή δεν αναστήθηκε κατά σάρκα όπως φωνάζουν οι ευαγγελιστές! Στην Α΄ Ιωάννου ε΄: 6-12 δεν γίνεται κανένας λόγος για την «εν σαρκί» ανάσταση και την «εν σαρκί» επανεμφάνιση, αλλά όλα γίνονται με την βοήθεια της πίστεως και την μαρτυρία του Αγίου Πνεύματος! Σαν να μην τα είδε κανείς! Στην Β΄ Πέτρου α΄: 16-18 το σημαντικό γεγονός είναι η μεταμόρφωσις εις το ιερόν όρος και δεν αναφέρει τίποτα για ανάσταση. Είναι αξιοπαρατήρητο λοιπόν ότι όλες οι παρατηρήσεις και τα συμπεράσματα περί ελλείψεως ιστορικών πλαισίων, αοριστιών, αντιφάσεων προς τα Ευαγγέλια καθώς και μεταξύ των που απαντάμε απανταχού στις Επιστολές του Παύλου, ισχύουν ομοίως και στις επτά Καθολικές Επιστολές της Καινής Διαθήκης! Όπως και ο Παύλος έτσι και όλοι οι συγγραφείς των Καθολικών Επιστολών, κ. ά., δεν αναφέρουν τίποτα για τον Ιησού ως διδάσκαλο ή θαυματοποιό!
Ακόμα, σ’ όλα αυτά τα πρώτα κείμενα της Καινής Διαθήκης, τα οποία όπως υποτίθεται εγράφησαν από τους πρώτους και μεγαλυτέρους αποστόλους του Χριστιανισμού, δεν αναφέρεται πουθενά και από κανέναν ούτε μια επίσκεψη ούτε ένα προσκύνημα στα μέρη όπου εγεννήθηκε, έδρασε, έκανε θαύματα, έπαθε, ετάφη και ανέστη ο Υιός του Θεού, Ιησούς Χριστός! Σύμπτωση;...
Αν, προτού γνωρίσομε τι γράφουν τα Ευαγγέλια, μελετήσομε όλες τις Επιστολές της Καινής Διαθήκης (14 του Παύλου και 7 Καθολικές), οι οποίες μάλιστα εγράφησαν πριν από τα Ευαγγέλια, τότε δύσκολα σχηματίζομε την εικόνα κάποιου υπάρξαντος ανθρώπου, διδασκάλου, θαυματοποιού και πουθενά δεν υπάρχει η εικόνα κάποιου του οποίου τον τάφο βρήκανε κενό ή κάποιου που αναστήθηκε «εν σαρκί»! Συνεχώς βλέπομε την επενέργεια της πίστεως και του Αγίου Πνεύματος, αποκαλύψεις, οράματα, και πνευματικά εφευρήματα. Π. χ. βλέπε: Πρός Ρωμαίους γ΄: 26, ιδ΄: 24-25, Πρός Εφεσίους γ΄: 5, Πρός Κολασσαείς β΄: 2, κλπ., Α΄ Πέτρου α΄: 20 καθώς και τα χωρία Πρός Ρωμαίους γ΄: 21-26, Πρός Εβραίους θ΄: 26, ομιλούν σε ενεστώτα χρόνο. Δεν υπάρχει τίποτα το ιστορικοποιούν. Στα χωρία Πρός Ρωμαίους α΄: 1-4, ι΄, ια΄, Β΄ Πρός Κορινθίους γ΄: 7-11, Πρός Τίτον α΄: 3, ο Παύλος αναφέρει θέματα στα οποία μόνος του δημιουργεί την ευκαιρία να μιλήσει για τη ζωή και τη δράση του Ιησού, εντούτοις δεν λέγει τίποτα.
Οπότε, τί ιστορική βάση περί Χριστιανισμού ή ιστορική απόδειξη περί Ιησού Χριστού μπορεί να αποτελεί η Καινή Διαθήκη; Καμία! O Χριστός των Επιστολών του Παύλου, των Καθολικών Επιστολών, καθώς και ενός μεγάλου μέρους του Κατά Ιωάννην Ευαγγελίου είναι ένας αφηρημένος γνωστικιστικός Χριστός και όχι ο Χριστός που έχει την ανθρώπινη μορφή και δράση των τριών πρώτων Συνοπτικών Ευαγγελιστών. Σε όλη την Καινή Διαθήκη υπάρχει η συνεχής αντίφαση του αν ο Χριστός ήταν δημιούργημα ή δημιουργός· είναι ίδιος με τον δημιουργό ή απαύγασμα τού δημιουργού και το τελειότερο μέσο επικοινωνίας με την δημιουργία του. Άκρη δεν βρίσκεις και μπορείς να δικαιολογήσεις ή να αναιρέσεις κάθε απάντηση επ’ αυτού του ερωτήματος! Μετά μιλάνε για θεοπνευστία και ιστορικότητα!
Το Σύμβολο της Πίστεως, της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου της Νικαίας, +325 και μετά, χειροτέρεψε αυτή την αντίφαση! Π. χ: Α΄ Πρός Κορινθίους ιε΄: 23-24 «απαρχή Χριστός, έπειτα οι Χριστού εν τη παρουσία αυτού· είτα το τέλος, όταν παραδώ την βασιλείαν τω Θεώ και πατρί, όταν καταργήση πάσαν αρχήν και πάσαν εξουσίαν και δύναμιν.» έρχεται σε αντίφαση με το Σύμβολο της Πίστεως, άρθρο 2, «Καί εις έναν Κύριον Ιησούν Χριστόν, τόν υιόν τού Θεού τόν Μονογενή, τόν εκ τού Πατρός γεννηθέντα πρό πάντων τών αιώνων. Φώς εκ Φωτός, Θεόν αληθινόν εκ Θεού αληθινού γεννηθέντα, ού ποιηθέντα, ομοούσιον τώ Πατρί δι’ Ού τά πάντα εγένετο.», κ. ο. κ. Όλα αυτά έγιναν αιτίες πολλών αιρέσεων, διωγμών, φόνων, καταστροφής και διαστροφής.
Παρατηρούμε ακόμα τα εξής:
(α) Τα τέσσερα Κανονικά Ευαγγέλια και η Αποκάλυψις γράφτηκαν μετά τoν θάνατo τoυ Παύλoυ και αγνooύν τoν Παύλo. Ίσως δικαιoλoγημένα, αλλά ίσως και όχι. Πoιος ξέρει θετικά; Κανείς! Μόνo oι Πράξεις τoν αναφέρoυν, τις oπoίες, καθώς η επίσημη εκκλησία έχει διαδώσει, τις έγραψε o Ευαγγελιστής Λoυκάς (ο ιατρός άραγε, Πρός Κολασσαείς δ΄: 14, κλπ.;) ως συνέχεια τoυ Ευαγγελίoυ τoυ, χωρίς να υπάρχει καμία απόδειξη γι’ αυτό.
(β) Άλλο σοβαρό ζήτημα είναι ότι η Αποκάλυψις δεν αναφέρει ούτε τον Παύλο ούτε και τις εκκλησίες τις οποίες ίδρυσε, αν και γράφτηκε αρκετά χρόνια μετά τον Παύλο. Δεν του παρέχει καμία τιμητική θέση ακόμα και στον στίχο κα΄: 14, στον οποίον αναφέρει τιμητικώς τους άλλους μαθητές, παρ’ όλο ότι αυτός ήταν «σκεύος της εκλογής» του ιδίου του Ιησού Χριστού και Θεού, Πράξεις θ΄: 15. Επίσης, η περιγραφή της δευτέρας παρουσίας και της τελικής κρίσεως στην Αποκάλυψιν κ΄, κα΄ δεν συμφωνεί με την περιγραφή που δίδεται από τον Παύλο στην Α΄ Πρός Κoρινθίoυς ιε΄ και στην Α΄ Πρός Θεσσαλονικείς δ΄.
(γ) Το ίδιο και οι επτά Καθολικές Επιστολές, εκτός από τους δύο πολύ περίεργους στίχους της Β΄ Πέτρου γ΄: 15-16 που θεωρούνται παρεμβολή, δεν αναφέρουν τίποτα περί Παύλου. Μάλιστα δε, η Επιστολή του Ιακώβου είναι τόσο αντίθετη με πολλές από τις διδασκαλίες του Παύλου ώστε ο Μαρτίνος Λούθηρος επεδίωξε να την θέσει, μαζί με την Αποκάλυψιν του Ιωάννου, εκτός του Κανόνος της Καινής Διαθήκης. Δεν τα κατάφερε όμως.
Δεν νομίζετε ότι κάτι περίεργο και πολύ σοβαρό συμβαίνει πίσω απ’ όλα αυτά; Όσα λoιπόν δεχόμαστε εδώ προς στιγμήν, για τo χατίρι των χριστιανών θεoλόγων και για να μην επεκταθούμε σε ιστορική αναζήτηση και ανάπλαση, τα δεχόμαστε με όλες τις επιφυλάξεις. Αυτά τα σoβαρά προβλήματα και εύλογα ερωτήματα που εκθέτομε ας φρoντίσoυν να τα λύσoυν και απαντήσουν με σιγουριά και απόδειξη oι φωστήρες της χριστιανικής πίστεως.
***
Ανακεφαλαιώνομε λοιπόν και λέμε: Πέραν πολύ ολίγων στίχων που θυμίζουν στίχους των Ευαγγελίων, τουλάχιστον το 99% του έργου του Παύλου δεν έχει να κάνει με: τη ζωή, τη δράση, τη διδασκαλία, τα θαύματα, τα γεγονότα των παθών, της αναστάσεως, των επανεμφανίσεων και της αναλήψεως τού Ιησού Χριστού των Ευαγγελίων.
Οι ολίγοι στίχοι οι οποίοι θυμίζουν κάτι από τα Ευαγγέλια πρέπει να είναι: είτε παρεμβολές, είτε κοινότοπες φράσεις και περιγραφές της εποχής εκείνης τις οποίες επαναλαμβάνει ο Παύλος, είτε σκόπιμες αυθαιρεσίες του, είτε τις λαμβάνει από την Παλαιά Διαθήκη και τις προσαρμόζει κατά το δοκούν, είτε πολύ πιθανόν οι μεταγενέστεροι Ευαγγελιστές τις πήραν από τον Παύλο και την Παλαιά Διαθήκη, την οποίαν όπως ο Παύλος έτσι και αυτοί την εχρησιμοποίησαν κατά κόρον.
Αυτοί οι στίχοι αποτελούν ολιγότερο του 1% του έργου του Παύλου. Οπότε και αν ακόμα τους παραδεχθούμε ως αυθεντικούς και όχι παρεμβολές ή σκόπιμες αυθαιρεσίες του ιδίου ή άλλων, μένει κανείς άναυδος από τον Χριστό που ο Παύλος παρουσιάζει στο υπόλοιπο 99% του έργου του. Η διδασκαλίες που σποραδικά μεταφέρει είναι δικές του επινοήσεις και κατά μάλλον ή ήττον αναμασήματα στίχων της Παλαιάς Διαθήκης που αυτός ειδικώς επέλεξε. Ούτε την διδασκαλία του Χριστού, αυτήν έστω που περιέχεται στα σκόρπια Κυριακά Λόγια, μας μεταφέρει. Φτάνει δε στο σημείο να λέγει: Α΄ Πρός Κορινθίους ζ΄: 6 «τούτο δε λέγω κατά συγγνώμην, ου κατ’ επιταγήν.», 12 «τοις δε λοιποίς εγώ λέγω, ουχ ο Κύριος· ει τις αδελφός γυναίκα έχει άπιστον, και αυτή συνευδοκεί οικείν μετ’ αυτού, μη αφιέτω αυτήν·», 25 «Περί δε των παρθένων επιταγήν Κυρίου ουχ έχω, γνώμην δε δίδωμι ως ηλεημένος υπό Κυρίου πιστός είναι.», Β΄ Πρός Κορινθίους ια΄: 17 «ό λαλώ, ου λαλώ κατά Κύριον, αλλ’ ως εν αφροσύνη, εν ταύτη τη υποστάσει της καυχήσεως.», κλπ. Εδώ δηλαδή ο Παύλος ομολογεί ότι δεν έχει επιταγές του Κυρίου, αλλ’ ούτε και αποκαλύψεις ή θεοπνευστία! Προσέτι ομολογεί εν πάση ειλικρινεία ότι μας λέγει δικά του λόγια! Μετά όμως έρχεται στην Β΄ Πρός Τιμόθεον Επιστολήν και γράφει γ΄: 16: «πάσα γραφή θεόπνευστος και ωφέλιμος προς διδασκαλίαν, προς έλεγχον, προς επανόρθωσιν, προς παιδείαν την εν δικαιοσύνη,». Βγάλετε μόνοι σας συμπέρασμα με τις αντιφάσεις αυτού του αλλοπρόσαλλου ατόμου!
Ο Παύλος πάρα πολλές φορές προσπαθεί να πείσει τους άλλους επί πολλών «συμβάντων, γεγονότων» και ζητημάτων της θεολογίας του, διά του τεχνάσματος των αποκαλύψεων και οραμάτων που ισχυρίζεται πως είχε. Για μερικά όμως, οι αποκαλύψεις και τα οράματα ήταν εντελώς αχρείαστα διότι τα πράγματα που του αποκαλύφθηκαν ήταν κοινώς διαδεδομένα και γνωστά μεταξύ των τότε χριστιανών και οπαδών του Ιησού Χριστού, όπως μαρτυρούν τα Ευαγγέλια, οι Πράξεις και μερικές από τις άλλες Επιστολές!
Τί γενικό συμπέρασμα λοιπόν βγαίνει από την σύγκριση των αφηγήσεων του Παύλου με τις αφηγήσεις των Ευαγγελίων; Αυτά τα στοιχεία είναι ισχυρώς διαφωτιστικά διά τις ψευδαισθήσεις, παραισθήσεις, τα ψέματα του Παύλου, τα μυθεύματα των Ευαγγελίων και ολόκληρης αυτής της φτιαχτής, επινοημένης και ψευδούς θρησκείας του Παυλικού Εβραιοχριστιανισμού! Τονίζομε λοιπόν και πάλι ότι:
Καίριο πλήγμα κατά της ιστορικότητος του Ιησού Χριστού είναι ο Χριστός του Παύλου. Όλα τα ανωτέρω περιληπτικά στοιχεία φανερώνουν ότι ο Ιησούς Χριστός των Ευαγγελίων όπως και οιοσδήποτε αφανής αλλά υπάρξας Ιησούς Χριστός ήταν άγνωστος στον Παύλο. Τότε όμως αν δεχθούμε ότι ο Παύλος είναι ιστορικό πρόσωπο κατά την εποχή που διατείνονται ότι έζησε, έδρασε και μας παρέδωσε τα γραπτά του, αναγκαστικά πρέπει να δεχθούμε ότι ο Ιησούς Χριστός, όπως τον παρουσιάζουν ο Παύλος και τα Ευαγγέλια, δεν ήταν ιστορικό πρόσωπο αλλά μια μυθολογική διαπλοκή! Αν πάλι ο Παύλος με τις αποκαλύψεις και τα οράματά του έχει δίκιο, τότε τα Ευαγγέλια αποτελούν προφανή μυθολογική διαπλοκή! Δεν μένει παρά να συμπεράνομε ότι τα πάντα είναι μυθολογικές διαπλοκές.
Συνεπώς και ο Παύλος και ο Ιησούς είναι χριστιανικά μυθιστορήματα και τίποτα παραπάνω. Δηλαδή ψευτιές! Βεβαίως τα γραπτά που αποδίδονται στον Παύλο καθώς και οι προηγούμενες πηγές και παραδόσεις, όποιες κι’ αν ήταν αυτές, πρέπει να έθεσαν τις βάσεις και τις νύξεις της συγγραφής και της μυθολογίας των υστεροχρόνων τεσσάρων Κανονικών Ευαγγελίων. Μετά τον πλήρη και αμετάκλητο διαχωρισμό Χριστιανών και Ιουδαίων (+135 Κ. Ε.) και την οικτρή αποτυχία της εσχατολογίας των πρώτων, οι νέες καταστάσεις που προέκυψαν απαιτούσαν νέα κείμενα διαφορετικά απ’ αυτά του Παύλου και προπάντων ιστορικοποιούντα για την δικαιολόγηση και επιβίωση τής Εβραιοχριστιανικής αιρέσεως! Αυτή η αναγκαιότητα επεβάλετο όχι μόνο για την συγκράτηση των οπαδών εντός της αιρέσεως αλλά και από την επιχειρηματολογία εναντίον της τόσο των Ιουδαίων όσο και των Εθνικών! Έτσι τα υστερόχρονα Ευαγγέλια διατήρησαν αναγκαστικά τα ελάχιστα σημεία που έκριναν σκόπιμα από τον Παύλο αφού όμως πρώτα τα επεξεργάστηκαν κατά τις απαιτήσεις του καιρού των. Τα επεξέτειναν και τα ανάπλασαν εντός δήθεν «ιστορικών» σκηνών και πλαισίων. Ακόμη έλαβαν χώρα μερικές σκόπιμες και αναγκαίες παρεμβολές στα γραπτά του Παύλου.
Ο Χριστιανισμός είναι εν γένει μια από τις αιρέσεις του Ιουδαϊσμού. Αν λοιπόν θεωρήσομε ως ορθόδοξο τον Χριστιανισμό των Ευαγγελίων, τότε ο Παύλος εδημιούργησε μια αίρεση της αιρέσεως, της αιρέσεως... Ειδάλλως ο Χριστιανισμός των Ευαγγελίων αποτελεί αίρεση της αιρέσεως, της αιρέσεως... Κουλουβάχατα δηλαδή ...! Αυτή η αντίφαση έχει δημιουργήσει αγεφύρωτο χάσμα μεταξύ Καθολικών-Ορθοδόξων και Διαμαρτυρομένων
Τα συμπεράσματα που αναπτύξαμε στο παρόν μέρος και οι διαφορετικοί Χριστοί της Καινής Διαθήκης (Παύλου και Ευαγγελίων), τί ειρωνεία, αποτελούν το βαρύτερο επιχείρημα των μυθικιστών κατά της ιστορικότητος του Ιησού ή του Παύλου αναλόγως. Αυτό το επιχείρημα είναι εξαιρετικά ισχυρό ή μάλλον απροσπέλαστο για τους γνώστες και ειλικρινείς ερευνητές Χριστιανούς, πολλοί των οποίων, μεταξύ αυτών και ο υποφαινόμενος, τελικά απεσκίρτησαν από την Εβραιογνωστικοχριστιανική μάστιγα, έγιναν πολέμιοί της και την εξέθεσαν θαρραλέα με ομιλίες, ερευνητικές εργασίες, εμπεριστατωμένα συγγράμματά και την κατήγγειλαν! Εσείς αναγνώστες τί λέτε; Έπραξαν καλώς ή κακώς;
–ΤΕΛΟΣ ΠΑΡΑΡΤΗΜΑΤΟΣ 2 –
ΤΕΛΟΣ