ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ ΕΚ ΤΟΥ 'ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΚΟΤΗΤΑΣ ΤΟΥ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ (1)'
TESTIMONIUM FLAVIANUM
Επομένως το βάρος της αποδείξεως της ιστορικής υπάρξεως του Ιησού Χριστού πέφτει κατά το μέγιστον μέρος στην πρώτη αναφορά του Ιωσήπου και εκεί πάνω ουσιαστικά πατάνε αυτοί που κόπτονται υπέρ της ιστορικότητας. Όπως αυτή εμφανίζεται στα Ελληνικά χειρόγραφα έχει μείνει στην έρευνα υπό τον τίτλο «Testimonium Flavianum» (Φλαβιανή Μαρτυρία). Αν και έγγραφη 60 χρόνια μετά τον θάνατο του υποτιθεμένου Ιησού και όχι από σύγχρονο συγγραφέα (π.χ. τον Ιουδαίο Φίλωνα τον Αλεξανδρινόν) ή αυτόπτη μάρτυρα (π.χ. τον Πιλάτο), χωρίς αυτήν θα είχαν ουσιαστικά λήξει οι αντιπαραθέσεις περί της ιστορικότητας του Ιησού. Τώρα τίθεται το εξής ερώτημα: Ένεκα του Testimonium Flavianum μπορούμε άραγε να ικανοποιήσομε τα κριτήρια της Επιστήμης της Ιστορίας ώστε να συμπεράνομε ότι πράγματι υπήρχε ο Ιστορικός Ιησούς;
Για τη μαρτυρία αυτή έχομε ότι:
(1) Είναι κατά 60-65 χρόνια υστερόχρονη.
(2) Αναφέρει εξαιρετικά λιτά μόνο τρία σημεία μέσα από τις εκατοντάδες εκκωφαντικών θρύλων των Ευαγγελίων, έκαστος των οποίων θα χρειαζόταν εκατοντάδες γραμμές για να αναφερθεί και αναλυθεί πλήρως.
(3) Δεν την έγραψε σύγχρονος ή αυτόπτης μάρτυς.
(4) Πάνω απ’ όλα όμως ισχύει το εξής. Από τον μεγάλο αριθμό των ερευνητών αυτού του ζητήματος των τελευταίων 300 ετών, το 40% την απορρίπτει πλήρως ως ακραιφνή παρεμβολή, το 50% δέχεται ότι είναι εν μέρει αυθεντική και εν μέρει πλαστογραφημένη και ένα 10% την δέχεται ως έχει. Και οι τρεις ομάδες παραθέτουν κατεβατά από ισχυρούς και ασθενείς λόγους για να δικαιολογήσουν την άποψή των. Έχουν γραφεί εκατοντάδες βιβλία και άρθρα που εκθέτουν και τις τρεις απόψεις λεπτομερώς. Εδώ παρακάμπτομε όλα αυτά τα στοιχεία διότι δεν έχομε σκοπό να τα γράψομε άλλη μια φορά. Ο ενδιαφερόμενος μελετητής μπορεί εύκολα να τα βρει όλα, να τα μελετήσει και να αποφασίσει για τον εαυτόν του. Περιττό να αναφέρω ποιοι είναι αυτοί που ανήκουν στο τελευταίο 10%.
Οπότε για να δούμε τι σημαίνουν όλα αυτά από τη σκοπιά της Επιστήμης της Ιστορίας.
(1) Η Ιστορία δεν κατοχυρώνει την ιστορικότητα κάποιου προσώπου, και μάλιστα τόσο δικαίως αμφισβητουμένου, επί τη βάσει μίας και μοναδικής, παραγράφου 8 γραμμών, υπόπτου γραφής και προελεύσεως.
(2) Απαιτεί διασταυρώσεις με αναφορές άλλων, διαφόρων, αμερολήπτων, ανεξαρτήτων και φερεγγύων συγγραφέων. Εδώ δεν υπάρχει ούτε μία τέτοια διασταύρωση, έστω για δείγμα. Τα Ευαγγέλια είναι ανώνυμα, ακατάστατα και ασύμφωνα προϊόντα χριστιανικών αποκρυφιστικών ομάδων.
(3) Χρειάζεται αναφορές από σύγχρονους ή κοντά στα γεγονότα συγγραφείς· ει δυνατόν από αυτόπτες μάρτυρες. Ούτε και τέτοιες αναφορές υπάρχουν καθόλου.
(4) Ψάχνει να βρει και να εξετάσει τυχόντα γραπτά μνημεία τα οποία προέρχονται είτε από το χέρι του άτομου το οποίο εξετάζει είτε από κάποιον που το άτομο αυτό του υπαγορεύει ή τον διδάσκει τι να γράψει. Ο Ιησούς δεν άφησε κανένα γραπτό είτε από το χέρι του είτε από κάποιον επί τόπου γραμματέα του. Τα Ευαγγέλια είναι ψευδεπίγραφα και γράφτηκαν πολύ αργότερα και καθυστερημένα από τα χρόνια του υποτιθεμένου Ιησού και είναι ασύμφωνα!
(5) Χρησιμοποιεί ευρήματα και ανασκαφές της Επιστήμης της Αρχαιολογίας και των διαφόρων κλάδων της (π. χ: παπυρολογία, νομισματολογία, επιγραφολογία, αρχαία κωδικογραφία, χειρόγραφα, κλπ.). Εν προκειμένω τίποτα σχετικό από όλα αυτά δεν υπάρχει.
(6) Χρειάζεται μια καθορισμένη προσωπογραφία του υπό εξέταση ιστορικού προσώπου. Ούτε και τέτοια υπάρχει για έναν τόσο διαβόητο ευεργέτη, επαναστάτη, κλπ.
(7) Επιζητεί την συμφωνία των ειδικών επιστημόνων ερευνητών επί του θέματος. Στο παρόν ζήτημα όμως, μόνο κατάφορη ασυμφωνία υπάρχει βασισμένη σε πολλούς ισχυρούς λόγους. (Π.χ. δεν υπάρχει καμιά ασυμφωνία μεταξύ των ειδικών επιστημόνων για το ότι ο Σόλων, ο Αθηναίος Νομοθέτης, είναι Ιστορικό πρόσωπο, παρ’ όλο ότι έζησε 600 χρόνια πριν την εποχή εντός της οποίας αντιμετωπίζομε το ενταύθα εκτιθέμενο και επιμένον πρόβλημα. Όμως επί του προβλήματος του ιστορικού Ιησού που εξετάζομε εδώ οι ασυμφωνίες είναι αγεφύρωτες παρ’ όλη την χριστιανική ιστορία..).
[Παρεμβολή: Ολίγα περί των Τεσσάρων Κανονικών Ευαγγελίων.
Οι περισσότεροι Χριστιανοί πιστοί ισχυρίζονται ότι τα τέσσερα Κανονικά Ευαγγέλια εγράφησαν από μαθητές του Χριστού (Ματθαίος και Ιωάννης) και από μαθητές των μαθητών (Μάρκος και Λουκάς). Αυτή είναι η επίσημη θέση και το μόνιμο δόγμα της εκκλησίας μαζί με το ότι οι συγγραφείς ήταν εμπνευσμένοι από το Άγιο Πνεύμα (θεόπνευστοι). Είναι δηλαδή και τα τέσσερα έργα θεόπνευστα! (Τότε όμως γιατί το Αγιο Πνεύμα χρειαζόταν τέσσερα αντί ενός και μοναδικού και σωστού;)!
Όμως, όλοι οι επιστήμονες μαζί με πολλούς Χριστιανούς θεολόγους ομολογούν, τα Ευαγγέλια εγράφησαν πολύ καιρό μετά τον θάνατο του υποτιθεμένου Χριστού και από αγνώστους συγγραφείς. Τα ονόματα των συγγραφέων που φέρουν δεν είναι τα ονόματα των πραγματικών συγγραφέων και διά τούτο είναι ψευδεπίγραφα κείμενα. Οι διαφορετικές, αποκλίνουσες, αντιφατικές, λανθασμένες και ασυμβίβαστες αφηγήσεις που περιέχουν αποδεικνύουν πέραν πάσης αμφιβολίας ότι αυτά δεν είναι δυνατόν να είναι γραμμένα από θεοπνεύστους μαθητές και αυτόπτες μάρτυρες, όπως ο Ματθαίος και ο Ιωάννης.
Όπως λέγει Ευσέβιος, ο Παπίας άκουσε από κάποιον Ιωάννη Πρεσβύτερο ότι ο Μάρκος έγραψε όπως μπορούσε από μνήμης όσα άκουσε από τον Πέτρο περί του Κυρίου και ο Ματθαίος έγραψε στα Αραμαϊκά λόγια του Κυρίου. Ο Λουκάς, όπως άλλοι λένε, ήταν μαθητής του αποστόλου Παύλου και έγραψε ό,τι άκουσε από άλλους. Αλλά αυτή μαρτυρία του Ευσεβίου μας λέγει καθαρά ότι ο Παπίας άκουσε μόνο και συνεπώς ούτε ο ίδιος ούτε ο Πρεσβύτερος είχαν αντίγραφα αυτών των κειμένων, πράγμα εξαιρετικά ενδεικτικό για την μη ύπαρξη των γραπτών κειμένων των κανονικών Ευαγγελίων κατά τα έτη του Παπία (μέσα 2ου αιώνος). Δεν υπάρχει καμία ένδειξη ότι ο Ιωάννης Πρεσβύτερος ήταν ο μαθητής Ιωάννης, όπως ισχυρίζονται μερικοί. Δεν πρέπει να έχουν καμία σχέση. Αλλίως ο μαθητής Ιωάννης πρέπει να έζησε κοντά 150 χρόνια! Ακόμα το Ευαγγέλιο του Ματθαίου ως έχει σήμερα γράφτηκε στα Ελληνικά και επομένως δεν μπορεί να έχει σχέση με κάποια Αραμαϊκή συλλογή Κυριακών λογίων!
Αν ο Μάρκος έγραψε πράγματι αυτά που του είπε ο Πέτρος, τότε είναι πάρα πολύ περίεργο το ότι ξέχασε να μας αναφέρει ότι ο ίδιος ο Ιησούς έδωσε στον Πέτρο την πρωτοκαθεδρία, τον έκανε θεμελιωτή της εκκλησίας του και του έδωσε τα κλειδιά της βασιλείας των ουρανών, κατά την ομολογία του Μάρκος 8: 27-30, πράγματα που ο Ματθαίος τα θυμόταν και τα αναγράφει σαφώς, Ματθαίος 16: 13-20!
Τα Ευαγγέλια αυτά αναφέρονται για πρώτη φορά ως κάποιο περιεχόμενο το οποίο δεν το έχομε, αλλά με τους τίτλους που σήμερα φέρουν στα γραπτά του Ειρηναίου, επισκόπου Λυώνος, κατά το έτος 185 Κ. Ε. Αυτός εσύστησε στο εξής αυτά να είναι τα μόνα κανονικά ορθόδοξα Ευαγγέλια. (Οι δικαιολογίες του γι’ αυτό είναι εντελώς ανόητες και έχουν πλάκα!). Όμως και αυτός έγραψε: «Το κατά... Ευαγγέλιον» και όχι «Το Ευαγγέλιον του ...» ή «Το Ευαγγέλιον γραμμένο από τον...». Σε κανένα Ευαγγέλιο δεν αποκαλύπτει ο συγγραφέας το όνομά του ούτε κάτι από την βιογραφία του, όπως θα έπρεπε να κάνει εάν επρόκειτο να γράψει Ιστορία.
Πριν τον Ειρηναίο, κανένας συγγραφέας δεν τα γνωρίζει ούτε τα αναφέρει ως έχουν, όπως π. χ. οι απολογητές: Αριστείδης, Κοδράτος, και Ιουστίνος ο Μάρτυρας. ο επίσκοπος Ιεραπόλεως Παπίας. ο πρώτος ιστορικός της εκκλησίας ο Εβραιοχριστιανός Ηγήσιππος. ούτε ο αρχιαιρεσιάρχης Μαρκίων του Πόντου και ο οποίος επρότεινε τον πρώτο κανόνα της Καινής Διαθήκης κατά την δεκαετία +135-145 Κ. Ε., άσχετα αν η εκκλησία της Ρώμης για τους λόγους της τον απέρριψε. Ακόμα στην Απολογία 50 και στον Διάλογο με τον Τρύφωνα 53 ο Ιουστίνος λέγει ότι οι μαθητές του Ιησού έφυγαν και διασκορπίστηκαν μετά τη σταύρωσή του, ενώ τα Ευαγγέλια λένε κατά την σύλληψή του. Αυτό δηλώνει ότι είτε ο Ιουστίνος εγνώριζε άλλη παράδοση απ’ αυτήν των υστεροχρόνων Ευαγγελίων είτε τα Ευαγγέλια υπέστησαν αλλοιώσεις, γεγονός επιβεβαιωμένο!
Αλλά και να δεχθούμε προς στιγμήν την λανθασμένη χρονολογία των ορθοδόξων θεολόγων, ότι δηλαδή τα τέσσερα Κανονικά Ευαγγέλια γράφτηκαν ως έχουν 40-60 χρόνια περίπου μετά τον θάνατον του υποτιθεμένου Ιησού Χριστού, τότε φυσικότατα γεννάται το εύλογο ερώτημα: Γιατί οι συγγραφείς και αυτόπτες μάρτυρες καθυστέρησαν τόσες δεκαετίες για να γράψουν και να παρουσιάσουν τα φοβερά και τρομερά θαύματα και σημεία «ά εποίησε» ο Ιησούς; Ποιος μαθητής ή αυτόπτης μάρτυς θα αδρανούσε τόσο καιρό χωρίς να εκθέσει απολύτως τίποτα απ’ αυτά τα ασύλληπτα σημεία και εντωμεταξύ να αφήσει τον Παύλο να παρουσιάσει πρώτος έναν εντελώς διαφορετικό Χριστό, όπως αναπτύσσομε λεπτομερώς παρακάτω. Είναι καθόλου πιθανή μια τέτοια εξέλιξη πραγμάτων; Π. χ., έγιναν αμέτρητα θαύματα, τέρατα και σημεία, ανέστησε 3 νεκρούς και μετά ανεστήθη και ο ίδιος, κλπ., κλπ..., και όμως περίμεναν 40-60 χρόνια για να τα γράψουν, ενώ εντωμεταξύ ο Παύλος δεν αναφέρει τίποτα απ’ αυτά; Δεν ξέρω, αλλά ποιος είναι δυνατόν να πιστεύει κάτι τέτοιο! Όπως δείχνουν τα πράγματα που εξηγούμε στο παρόν κείμενο, κ. α., οι θεωρίες του Παύλου και ό,τι άλλο αυτός χρησιμοποίησε μάλλον έθεσαν εν μέρει τις βάσεις και εδημιούργησαν νύξεις για την συγγραφή και την μυθολογία των υστεροχρόνων Ευαγγελίων, κάτω από τις νέες καταστάσεις που προέκυψαν μετά τα μοιραία χρόνια (+66-73), τον πλήρη διαχωρισμό Φαρισαϊκών Ιουδαίων και Εβραιοχριστιανών (+135) και την οικτρή αποτυχία της εσχατολογίας των τελευταίων. Τότε και τόσο πολύ καθυστερημένα οι Εβραιοχριστιανοί συγγραφείς και λίγο αργότερα οι Εβραιογνωστικοχριστιανοί συγγραφείς προσπαθούν με τα Ευαγγέλια να μας αφηγηθούν εκκωφαντικά και δήθεν ιστορικά «γεγονότα», αναμειγνύοντας αδέξια (ευτυχώς) μύθο και πραγματικότητα για να γίνουν πιστευτοί! Αποτυγχάνουν παταγωδώς διότι δεν αντέχουν σε καμία κριτική και συλλαμβάνονται εύκολα! Ήταν αγράμματοι και ανόητοι και απευθύνονται σε τέτοιους ομοίους των, αγραμμάτους και ανοήτους!
Πρωτότυπα των 4 Κανονικών Ευαγγελίων δεν υπάρχουν πουθενά. Τα ίδια τα κείμενα τού Ειρηναίου δεν διεσώθηκαν! Τα υπάρχοντα 1500 παλαιά αντίγραφα που φυλάσσονται στα μουσεία του κόσμου είναι και αυτά αντίγραφα από προηγούμενα. Τα περισσότερα απ’ αυτά δεν περιέχουν ολόκληρα τα Ευαγγέλια, πόσον μάλλον ολόκληρη την Καινήν, αλλά μέρη των. Από αντιγραφή σε αντιγραφή ο κάθε συγγραφέας ή επιμελητής άλλαζε οτιδήποτε ικανοποιούσε τις ανάγκες τις εποχής ή της αιρέσεώς του. Οι διορθώσεις οι παραποιήσεις και οι παρεμβολές που έχουν γίνει είναι πρόξενοι 80 000 αποκλίσεων. Δεν υπάρχει ούτε μια σελίδα των λεγομένων «πρωτοτύπων» που να μην περιέχει αντιφάσεις. Για παράδειγμα, ο γνωστός ανά τον κόσμο Σιναϊτικός Κώδιξ, ο οποίος εφυλάσσετο κρυφά στην μονή του Σινά μέχρι το 1864 (για ποιον λόγο άραγε), περιέχει 16 000 διορθώσεις που προέρχονται από 7 διαφορετικούς διορθωτές και μερικά τμήματά του αντικαταστάθηκαν 3 και 4 φορές. Ο διάσημος Εβραιολόγος Friedrich Delitz ενετόπισε 3 000 λάθη μόνο εξ αντιγραφής. Ο ολίγον αρχαιότερος Βατικανός Κώδιξ έχει ακόμα χειρότερα χάλια!
Περί τα έτη +200 - 210 ο Τερτυλλιανός κτυπά τον Μαρκίωνα με ύβρεις και ψευτιές. Κατηγορεί τον Μαρκίωνα ότι είχε διαφθείρει το Κατά Λουκάν Ευαγγέλιον. Τα αποσπάσματα που αναφέρει από το Κατά Λουκάν Ευαγγέλιον των ημερών του και τα συγκρίνει με τα αντίστοιχα του Ευαγγελίου του Μαρκίωνος για να αποδείξει την κατηγορία του είναι διαφορετικά απ’ αυτά που το σημερινό Κατά Λουκάν Ευαγγέλιον περιέχει.
Ο πρώτος κανόνας της Καινής Διαθήκης που έχει διασωθεί μέχρι σήμερα βρέθηκε το 1740 στη Αμβροσιανή βιβλιοθήκη του Μιλάνου από τον βιβλιοθηκάριο και αρχειοφύλακα Muratori (Ludovico Antonio 1672-1750). Αποτελείται από 85 γραμμές και χρονολογείται κατ’ αυτά τα έτη του Τερτυλλιανού (190-210). Η αρχή του κανόνος αυτού έχει χαθεί. Στο διασωθέν κείμενο οι τίτλοι Κατά Ματθαίον και Κατά Μάρκον Ευαγγέλιο δεν υπάρχουν! Το Κατά Λουκάν και Κατά Ιωάννην Ευαγγέλιο αναφέρονται ούτως. (Δεν περιέχει τις Επιστολές: Πρός Εβραίους, Ιακώβου, Α΄ και Β΄ Πέτρου, Γ΄ Ιωάννου και το Βιβλίο της Αποκαλύψεως.). Είναι ενδεικτικό το γεγονός ότι έχει διασωθεί το Ευαγγέλιο του εξ εθνών Λουκά για το οποίο ο Τερτυλλιανός κάνει μεγάλη φασαρία και το Γνωστικιστικό Ευαγγέλιο του Ιωάννου. Ως γνωστό παρ’ ολίγον να επικρατήσει ο γνωστικιστικός Χριστιανισμός κατά τον δεύτερο αιώνα. Οπότε, είναι άραγε το γεγονός αυτό καθαρή σύμπτωση ή έχει βαθύτερα αίτια;
Τα πιο παλαιά χειρόγραφα και κώδικες που υπάρχουν σήμερα στα μουσεία φτάνουν μέχρι το έτος 350 Κ.Ε. (Βατικανός Κώδιξ και Σιναϊτικός Κώδιξ). Κατά το έτος 330 Κ.Ε. ο αμόρφωτος αυτοκράτορας Κωνσταντίνος διέταξε τα τέσσερα κανονικά Ευαγγέλια να ξαναγραφούν και να αναδημοσιευτούν μαζί με ολόκληρη την Βίβλον τα δε αρχικά κείμενά των να καταστραφούν σε ολόκληρη τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Όπως λένε εξεδόθησαν 50 νέα αντίτυπα υπό την γενικήν επιμέλεια του απατηλού ιστορικού της εκκλησίας Ευσεβίου Καισαρείας. Καθόλου παράξενο λοιπόν το ότι δεν διαθέτομε χειρόγραφα παλαιότερα του +350 Κ. Ε. Ούτως, τα τέσσερα Κανονικά Ευαγγέλια ήταν πάντοτε κείμενα πίστεως και έχουν επαναγραφεί και επαναπροσαρμοστεί πάρα πολλές φορές σύμφωνα προς τις διάφορες ανάγκες των εποχών και των αιρέσεων... Έτσι κατάντησαν πέρα για πέρα αντιφατικά και χωρίς καμία ιστορική αξία.
Γενικώς μέσα στα τέσσερα Κανονικά Ευαγγέλια βλέπομε ότι αυτά που γράφονται κατά το πλείστον δεν είναι η βιογραφία ενός ιστορικού προσώπου ούτε γράφουν ιστορικά συμβάντα. Οι συγγραφείς κατά το πλείστον μεταφέρουν δικές τους ερμηνείες και όχι αντικειμενικές ιστορίες και προσπαθούν να φτιάξουν ιστορίες αντί να μας μεταφέρουν πραγματική Ιστορία. Δεν διηγούνται τίποτα αφ’ εαυτού των αλλά προσπαθούν να διορθώσουν άλλα προϋπάρχοντα. Αυτά τα πιστοποιεί σαφώς η εισαγωγή του Κατά Λουκάν Ευαγγελίου 1: 1-4 «Επειδήπερ πολλοί επεχείρησαν ανατάξασθαι διήγησιν περί των πεπληροφορημένων εν ημίν πραγμάτων, καθώς παρέδοσαν ημίν οι απ’ αρχής αυτόπται και υπηρέται γενόμενοι του λόγου, έδοξε καμοί, παρηκολουθηκότι άνωθεν πάσιν ακριβώς, καθεξής σοι γράψαι, κράτιστε Θεόφιλε, ίνα επιγνώς περί ων κατηχήθης λόγων την ασφάλειαν.». Μπορούμε να βρούμε τέτοια στοιχεία και στα άλλα Ευαγγέλια επίσης.
Τα Κανονικά Ευαγγέλια όπως και ολόκληρη η Καινή Διαθήκη γέμουν αντιφάσεων, λαθών, παραλογισμών και ανοησιών. Αντιφάσεις δεν απαντώνται μόνο από ευαγγέλιο σε ευαγγέλιο αλλά και μέσα στο ίδιο ευαγγέλιο. Οι γενεαλογίες του Ιησού, οι αφηγήσεις της γεννήσεως, της βαπτίσεως, των πειρασμών, των θαυμάτων, του πάθους, της αναστάσεως, των επανεμφανίσεων και της αναλήψεως είναι αντιφατικές. Δηλαδή τα πάντα είναι αντιφατικά! Πολλές διδασκαλίες και εντολές φάσκουν και αντιφάσκουν όχι μόνο από βιβλίο σε βιβλίο αλλά πολλές φορές και εντός του ιδίου βιβλίου, κλπ. Όλα αυτά έχουν εξεταστεί και δημοσιευτεί στην διεθνή βιβλιογραφία με απόλυτη λεπτομέρεια. Βρείτε τα σ’ αυτή αν σας ενδιαφέρουν οι λεπτομέρειες όλων των στοιχείων αυτών! Γι’ αυτό μέσα σ’ ολόκληρη την Καινή Διαθήκη διακρίνομε τρεις ή και τέσσερις διαφορετικούς Ιησούδες Χριστούς: Έναν ή δύο των Συνοπτικών (Ματθαίου και Μάρκου έναντι του Λουκά), έναν του Ιωάννου και έναν του Παύλου. Μάλλον υπάρχει και άλλος ένας στα υπόλοιπα γραπτά της Καινής. Δεν μπορεί αυτός ο «θεόπνευστος» κυκεώνας να γράφτηκε από τον ίδιο συγγραφέα, ή από ιστορικό, ή από μαθητές και αυτόπτες μάρτυρες. Είναι μύθοι δηλαδή ψέματα και γι’ αυτό δεν υπάρχει καμία συμφωνία. Ο καθένας λέγει ό,τι νομίζει και ό,τι του αρέσει!
Γι’ αυτούς όλους τους παραπάνω λόγους κ. ά. τα Ευαγγέλια δεν έχουν απολύτως καμία ιστορική αξία. Όμως οι ιστορικοποιούντες διατείνονται ότι εντός των Ευαγγελίων υπάρχουν ψήγματα Ιστορίας. Αυτό είναι πιθανόν αλλά ιστορικώς μη βέβαιο. Ακόμα, αυτά που έκαστος εξ αυτών υποδεικνύει ως αληθινά ψήγματα Ιστορίας είναι τόσο λίγα και ασύνδετα που δεν μπορεί κανείς να τεκμηριώσει τίποτα. Γι’ αυτό και ο κάθε ιστορικοποιών πλάθει μια δική του διαφορετική ιστορία ως πιθανό σενάριο κάποιων συμβάντων γύρω από έναν Ιησού άσημο ή σημαίνων, άγνωστο ή γνωστό, ειρηνιστή ή επαναστάτη, που τον ήξερε μόνο μια μικρή ομάδα οπαδών του κλπ. Τελικά κάθε τέτοια ιστορία παραμένει μετέωρη, o δε Ιησούς των Ευαγγελίων παραμένει μια παιδαριώδης μυθολογία
Πρέπει ακόμα ο αναγνώστης να λάβει υπ’ όψη του ότι η σύγχρονη ιστορική και θεολογική επιστήμη απορρίπτει ολοσχερώς τις Πράξεις των Αποστόλων ως φορέα ιστορικών στοιχείων – ακόμη και ψηγμάτων –. Παρά την αντίθετη γνώμη των φανατικών που θεωρούν κάποιον Λουκά ψευδώς και εσκεμμένως ως ιστορικό πρώτης τάξεως και ο οποίος υποτίθεται ότι τις έγραψε, οι Πράξεις είναι γεμάτες με μυθεύματα, σφάλματα, αντιγραφές και παρεμβολές, δεν παρέχουν χρονολογίες και τελειώνουν αφύσικα και απότομα, κλπ. Από την σύγκρισή τους με τα έργα του Ιωσήπου συμπεραίνομε χωρίς αμφιβολία ότι ο συγγραφέας τους ή οι χαλκευτές τους έριχναν πολλές ματιές σ’ αυτά. Πολλά από θέματα που αντιγράφουν τα έχουν επίσης διαστρέψει και διαδώσει λάθος! Ο Ιωάννης Χρυσόστομος, το έτος +393, μας πληροφορεί ότι το βιβλίο αυτό ήταν άγνωστο σε πολλούς ενώ πολλοί άλλοι το είχαν απορρίψει. Θα επανέλθομε σ’ αυτό το σημείο παρακάτω στο παράρτημα.
Στις Πράξεις 7: 2-53 διαβάζομε την απολογία του πρωτομάρτυρος Στεφάνου μπροστά στον αρχιερέα και τους αρχηγούς των Ιουδαίων. Αμέσως μετά, 7: 54-60, έχομε το μαρτύριό του διά λιθοβολισμού. Αυτά κατά την χριστιανική χρονολόγηση συνέβησαν 1 έως 4 χρόνια μετά τα πάθη, την ανάσταση και την ανάληψη του Ιησού Χριστού. Ο Στέφανος είχε προσχωρήσει και εκλεγεί διάκονος στην χριστιανική εκκλησία και εφ’ όσον οι Ιουδαίοι τον εθεώρησαν βλάσφημο κατά του Θεού των και παραβάτη του Μωσαϊκού Νόμου, όπως ομολογείται στο προηγούμενο κεφάλαιο, έπρεπε να λιθοβοληθεί από το πλήθος σύμφωνα με τις διατάξεις του θεϊκού νόμου των. Όμως όλη η απολογία του αναλώνεται στο να αφηγηθεί στους Ιουδαίους μια σύντομη και κακοφτιαγμένη αναδρομή στην Παλαιά Διαθήκη από τον Αβραάμ μέχρι τον Ναό του Σολομώντος. Μόνο στον στίχο 52 λέγει: «τίνα των προφητών ουκ εδίωξαν οι πατέρες υμών; και απέκτειναν τους προκαταγγείλαντας περί της ελεύσεως του δικαίου, ου νυν υμείς προδόται και φονείς γεγένησθε·» εννοώντας με τις τελευταίες λέξεις τον Ιησού Χριστό, αν λάβομε υπ’ όψη τους παρακάτω στίχους 55-56. Τούτα είναι πέρα για πέρα ύποπτα καθ’ όσον αφηγήθηκε πράγματα που οι αρχηγοί των Ιουδαίων εγνώριζαν καλά και αντ’ αυτών δεν άρπαξε την ευκαιρία να τους υπενθυμίσει έργα, θαύματα, διδασκαλία, πάθη, ανάσταση, ανάληψη του ιδρυτή της νέας πίστεώς του, τα οποία ήταν πολύ πρόσφατα και συνέβησαν στον ίδιο εκεί χώρο της Ιερουσαλήμ! Εδώ λοιπόν πρέπει να έχομε μια μυθοπλασία του συγγραφέα ή συντάκτη των Πράξεων που αποτελεί μια από τις πολλές διαλυτικές αντίφασεις μεταξύ Πράξεων και κανονικών Ευαγγελίων, την οποία σας καλούμε να κρίνετε.
Στο παρόν κείμενο και σε μερικά από τα κείμενα που ακολουθούν παρακάτω αναφερόμαστε στα κανονικά Ευαγγέλια και παραθέτομε και άλλα περισσότερα σχετικά στοιχεία. Σημειώνετέ τα καθώς τα απαντάτε εάν αυτό το θέμα σας ενδιαφέρει ιδιαιτέρως.
Τέλος παρεμβολής και συνεχίζομε: ]
Συνεπώς η Φλαβιανή Μαρτυρία είτε μόνης της είτε μαζί με τις άλλες, που όπως προαναφέραμε είναι ελαχίστης Ιστορικής σημασίας και πολύ αμφιβόλου προελεύσεως, δεν αρκεί να κατοχυρώσει την ιστορικότητα του Ιησού, ακόμα και αν υποθέσομε ότι είναι αυθεντική όπως είναι γραμμένη. Πολύ χειρότερα όμως, εφ’ όσον το 90% των ειδικών ερευνητών επιστημόνων την αμφισβητεί ισχυρότατα ως παρεμβολή ή παραχάραξη.
Το τελικό λοιπόν συμπέρασμα που βγαίνει πέραν πάσης αμφιβολίας είναι ότι: «Ο λόγος για τον οποίον ο Ιησούς της Χριστιανικής Θρησκείας δεν μπορεί να θεωρείται Ιστορικό πρόσωπο είναι διότι δεν υπάρχουν αντικειμενικά στοιχεία Ιστορικώς ικανά να αποδείξουν πέραν πάσης Ιστορικής αμφιβολίας την Ιστορική του ύπαρξη (όπως και την ανυπαρξία του)». Αυτό σημαίνει ότι δεν δυνάμεθα να αποφανθούμε ούτε αν υπήρχε ούτε αν δεν υπήρχε. Εν τοιαύτη περιπτώσει ο Ιησούς ο λεγόμενος Χριστός όπως τον έχει παρουσιάσει για 2000 χρόνια η χριστιανική ομάδα, παραμένει μέχρι στιγμής εσωτερικό και θρυλικό πρόσωπο αυτής της ομάδας και δεν μπορεί να θεωρείται Ιστορικό. Η Καινή Διαθήκη και η χριστιανική η Ιερά Παράδοση δεν έχουν σκοπό να καταγράψουν και να μεταφέρουν Ιστορία, αλλά κάνουν διάφορες παραλλαγές της πλοκής του χριστιανικού μύθου. Διά τούτο όλες αυτές οι αφηγήσεις είναι έντονα αντιφατικές και μεταξύ τους ασύμφωνες.
Από κει και πέρα ο καθένας μπορεί να πιστεύει και να γράφει ό,τι του γουστάρει. Αλλά, άλλο πίστη και άλλο επιστήμη. Όσοι λένε «εγώ πιστεύω έτσι και έτσι...» ας έχουν λίγο φιλότιμο και να μην ανακατεύουν την επιστήμη για να προσδώσουν εγκυρότητα στην πίστη τους. Σ’ εμάς αρκεί το να συμφωνήσομε απόλυτα με όλους τους επιστήμονες που υποστηρίζουν το ανωτέρω συμπέρασμα και τη θέση ότι: «Δεν έχομε Ιστορικές αποδείξεις ούτε για το αν υπήρχε ο Ιησούς που έγινε Χριστός ούτε για το αν δεν υπήρχε. Το ερώτημα μέχρι στιγμής παραμένει ανοιχτό, λόγω σχεδόν πλήρους ελλείψεως αντικειμενικών στοιχείων». Τέτοιοι επιστήμονες είναι «ούκ ολίγοι». Τα υπόλοιπα είναι πίστεις, θεωρίες, υποθέσεις, προτιμήσεις, γούστα, κλπ. Είναι δηλαδή προσπάθειες και υποκειμενικές εκτιμήσεις οι οποίες από Ιστορική έποψη καταλήγουν στο μηδέν.
Αυτά τα επιχειρήματα και συμπεράσματα, μαζί με πολλά άλλα που έπονται στα επόμενα δύο μέρη του άρθρου αυτού, χρησιμοποιούνται ήδη και εν πολλοίς και από τους μυθικιστές, θιασώτες της τρίτης κατηγορίας, που αναφέραμε στην αρχή. Από όλα τα στοιχεία που διαθέτομε σήμερα φαίνεται απίθανο το να προκύψουν νέα αντικειμενικά στοιχεία τα οποία να δίνουν δίκιο στους ιστορικοποιούντες της δεύτερη κατηγορία. Τίποτα όμως δεν αποκλείεται ακόμα, καθ’ ότι τελευταία ακούμε ότι οι αρχαιολόγοι βρίσκουν τάφους και στοιχεία τα οποία ίσως δώσουν κατηγορηματικές απαντήσεις. Τελούμε εν αναμονή και ευχόμαστε να βρεθεί η κατηγορηματική απάντηση για να λήξει αυτό το αχρείαστο ζήτημα μια για πάντα. Τώρα ποια θα ήταν η σημασία του αν η δεύτερη κατηγορία έχει τελικά δίκιο; Απαντάμε ότι, ακόμα και δίκιο να έχει εν τέλει η δεύτερη κατηγορία, ο Ιησούς Χριστός τον οποίον «ευαγγελίζεται» είναι εντελώς κάτι άλλο, εντελώς διαφορετικό, από τον Ιησού Χριστό των Ευαγγελίων και της Καινής Διαθήκης στον οποίον πιστεύουν οι πιστοί θρησκόληπτοι. Επομένως από χριστιανικής θρησκευτικής απόψεως ο Ιησούς Χριστός της δεύτερης κατηγορίας είναι το ίδιο καταστρεπτικός για την «αλήθεια του Χριστιανισμού» όσο και η πλήρης ανυπαρξία του, δηλαδή η πλήρως αποδεδειγμένη μυθολογικότητά του.
Μπορούμε όμως και μετά βεβαιότητος να δηλώσομε ότι: ειδικά η περσόνα του Ιησού Χριστού της Καινής Διαθήκης είναι μια μυθολογική κατασκευή, ακόμα και αν τυχόν βασίζεται σε κάποιο άγνωστο υπαρκτό πρόσωπο. Υπάρχουν πολυάριθμοι λόγοι οι οποίοι αποδεικνύουν αυτή τη δήλωση πέραν πάσης αμφιβολίας και οι οποίοι έχουν δημοσιευθεί σε χιλιάδες ερευνητικά επιστημονικά βιβλία και άρθρα. Έτσι δεν θα επεκταθούμε επ’ αυτού. Μόνον λίαν συντόμως αναφέρομεν ότι: Οι ευαγγελιστές (όποιοι είναι αυτοί) και οι διάφορες χριστιανικές κοινότητες των δύο πρώτων αιώνων πλέκουν έναν αναχρονιστικό, αργοπορημένο και εσχατολογικό μύθο. Διά τούτο δεν τους ενδιαφέρει η ιστορική αλήθεια, η ακριβής αναγραφή των υποτιθεμένων συμβάντων και γεγονότων, η ορθή γεωγραφική γνώση, η υπάρχουσα πολιτική και πολιτιστική κατάσταση των καιρών αυτών, η ακριβείς χρονολογίες, κλπ, έστω και αν πολλές φορές, μέσα σ’ αυτόν τον μύθο που πλέκουν και ανάμεσα στα πολυάριθμα λάθη, φανταστικά και αντιφατικά στοιχεία τους, παρεμβάλουν μερικά ιστορικά στοιχεία και μερικά πραγματικά πρόσωπα ή τοπωνύμια [1], κλπ. Ούτε τους ενδιαφέρει καθόλου να γράφουν σε συμφωνία μεταξύ των, αλλά παρουσιάζουν μια εκτεταμένη ακαταστασία και αντιφατικότητα. Μόνο μέσα απ’ αυτά τα πλαίσια και στοιχεία μπορούν να δικαιολογηθούν και να κατανοηθούν οι πολυάριθμες και τρομακτικές διαφορές, αντιφάσεις, ασυνέπειες και λάθη που απαντώνται απανταχού μέσα σε ολόκληρη την Καινή Διαθήκη και την χριστιανική παράδοση. Όλες οι επί αιώνων προσπάθειες των Χριστιανών πατέρων και θεολόγων για να γεφυρώσουν και να ευθυγραμμίσουν όλη αυτή την ακατάσχετη ακαταστασία απετύγχαναν οικτρά, όπως και η ανακάλυψη ενός ιστορικού Ιησού κατέληγε πάντα στο μηδέν! Ιδιαιτέρως στα Ευαγγέλια και τον Παύλο μπορούμε να ξεχωρίσομε και να κατασκευάσομε τρεις ή και τέσσερις διαφορετικούς Ιησούδες Χριστούς, κλπ. «Τί έτι χρείαν έχομεν μαρτύρων;».
[Υποσημείωση 1: Στα Ευαγγέλια συναντάμε ανύπαρκτα ή φανταστικά τοπωνύμια, όπως: Ναζαρέτ, Κανά, Γέρσεσα, Βηθανία πέραν του Ιορδάνου, Αινών, Σαλείμ, κ. ά. Από την άλλη μεριά δεν αναφέρουν την μεγαλύτερη και την πιο ακμάζουσα πόλη, την πρωτεύουσα της Γαλιλαίας Σεπφορίτιδα, ευρισκομένη ακριβώς στο κέντρο της Γαλιλαίας. Αυτό και αν είναι αξιοπαρατήρητο και αξιοπερίεργο! Να γράφουν για άγνωστα χωριουδάκια και να μην αναφέρουν την μεγαλύτερη πόλη, όταν μάλιστα ολόκληρη η Γαλιλαία είναι μικρό μέρος και όλα τα χωριά και οι πόλεις ευρίσκονται το ένα πολύ κοντά με το άλλο! Δεν είχαν να γράψουν για την Σιβηρία, οπότε κάποιος στο Βλαδιβοστόκ δικαιολογείται να μην γνωρίζει το Νοβοσιμπίρσκ. Όλη η Γαλιλαία άντε να είναι όση η μισή Πελοπόννησος.
Η Ναζαρέτ και η Κανά δεν αναφέρονται σε κανένα ιστορικό ή μη ιστορικό σύγγραμμα. Π. χ., ο πολύ μορφωμένος Ιώσηπος ήταν ο στρατηγός του επαναστατικού στρατού στη Γαλιλαίας κατά τα τρία πρώτα χρόνια της επαναστάσεως των Εβραίων κατά των Ρωμαίων, 66-73 Κ. Ε.. Έτσι κατέγραψε όλη την Γαλιλαία στο μακροσκελές έργο του με κάθε λεπτομέρεια και αναφέρει την Σεπφορίτιδα πολλαπλώς. Όμως πουθενά δεν αναφέρει την Ναζαρέτ και την Κανά, όπως και κανένας άλλος Ιουδαίος ή εθνικός συγγραφέας ή επιστήμων.
Προσκυνήματα με τα ονόματα αυτά εχτίστηκαν επίτηδες τον τέταρτο αιώνα σε θέσεις που οι χριστιανοί υπέθεσαν ότι ευρισκόταν πριν η Ναζαρέτ και η Κανά. Μετά σιγά-σιγά αυξήθηκαν σε πολίχνες. Για τα εκτός Γαλιλαίας φανταστικά τοπωνύμια: Γέρσεσα, Αινών, Σαλείμ, Βηθανία πέραν του Ιορδάνου, κ. ά., δεν υπάρχουν ούτε προσκυνήματα. Η μεν λέξη Ναζαρέτ προέρχεται από παρεξήγηση της λέξεως Ναζαρηνός (Μάρκος 1: 24, 14: 67, 16: 6, Λουκάς 4: 34) όπως αναπτύσσομε και θα δείτε εντός του παρόντος, η δε Κανά προέρχεται από το Κανανίτης που στα Εβραϊκά σημαίνει ζηλωτής. (Παράβλεπε: Σίμων ο Κανανίτης ή Ζηλωτής, Ματθαίος 10: 4, Μάρκος 3: 18, Λουκάς 6: 15, Πράξεις 1: 13.). Να υπονοούσε άραγε κάποιον τόπο συγκεντρώσεως ζηλωτών;
Ήδη από τον τέταρτο αιώνα μερικοί εκκλησιαστικοί πατέρες προειδοποιούν για την απάτη των προσκυνημάτων και καλούν τους πιστούς χριστιανούς να τα αποφεύγουν. Συγκεκριμένα ο εκκλησιαστικός πατέρας Γρηγόριος ο Νύσσης, αδελφός του «Μεγάλου» Βασιλείου, προειδοποιεί: «Μην συχνάζετε εκεί που υπάρχουν τα προσκυνήματα διότι εκεί υπάρχει η μεγαλύτερη απάτη.». Το ότι αυτά τα τοπωνύμια θεωρούνται πραγματικά από τους πιστούς και τοποθετούνται σε βιβλικούς και άλλους χάρτες οφείλεται μόνο στην αναφορά των Ευαγγελίων και σε τίποτα άλλο. Σου λένε ότι: «αφού έτσι γράφουν τα Ευαγγέλια έτσι πρέπει να είναι!...».
Το Κατά Ιωάννην Ευαγγέλιον έχει τόσο πολλές και τεράστιες διαφορές με τα άλλα τρία Ευαγγέλια, όχι μόνο ως προς τις πρωτοφανείς ιστορίες που περιέχει π. χ. την ανάσταση τού Λαζάρου και πολλές άλλες, αλλά και ως προς τα κοινά με τα άλλα Ευαγγέλια θέματα που αναφέρει, ώστε να αποτελεί ακόμα ένα ισχυρό στοιχείο υπέρ της μυθοπλαστίας του Ιησού Χριστού των Ευαγγελίων και συνεπώς της ανυπαρξίας του. Αναμφιβόλως αυτό είναι και το μόνο Κανονικό Ευαγγέλιο που περιέχει πολλά γνωστικιστικά στοιχεία. Αναφέρομε έναν μικρό αριθμό απ’ αυτές τις τεράστιες διαφορές σε διάφορα σημεία μέσα στα κείμενά μας. Εδώ για παραδείγματα σημειώνομε μόνο τρεις.
(1) Δεν υπάρχουν πουθενά οι νηστείες του Ιησού και οι πειρασμοί του από τον διάβολο στην έρημο μετά την βάπτιση του, που διήρκεσαν 40 μέρες όπως μας περιγράφουν καλά οι άλλοι τρεις. Αυτός μας λέγει ότι τις δύο επόμενες μέρες βρήκε μερικούς μαθητές και την τρίτη έκανε την πρώτη επίδειξη στο θαύμα της Κανά.
(2) Εκδίωξε τους εμπόρους από τον ναό στην αρχή της δράσεώς του ενώ οι άλλοι τρεις βάζουν το επεισόδιο αυτό πέντε ή έξη μέρες πριν σταυρωθεί.
(3) Τα τρία πρώτα Ευαγγέλια αφηγούνται μια δράση του Ιησού που διήρκεσε το πολύ ένα έτος, ενώ ο Ιωάννης παρουσιάζει μια δράση που διήρκεσε τουλάχιστον τρία έτη. Κλπ...
Ο Ιωάννης όμως σε μερικά σημεία του Ευαγγελίου του πασχίζει να μας πείσει ότι λέγει την αλήθεια, πράγμα που δεν το κάνει κανένας από τους άλλους τρεις! Βέβαια μας λέγει και ότι κάνει την προπαγάνδα του και όχι ιστορία: 19: 35 «και ο εωρακώς μεμαρτύρηκε, και αληθινή αυτού εστιν η μαρτυρία, κακείνος οίδεν ότι αληθή λέγει, ίνα και υμείς πιστεύσητε.», «20: 31 ταύτα δε γέγραπται ίνα πιστεύσητε ότι Ιησούς εστιν ο Χριστός ο υιός του Θεού, και ίνα πιστεύοντες ζωήν έχητε εν τω ονόματι αυτού.». Όλο το κεφάλαιο 21 είναι αποδεδειγμένα κατοπινή προσθήκη προς αποκατάσταση της Πετρικής παραδόσεως, κ. ά. Αυτός που το προσέθεσε επινόησε και την μυθολογία του ποιος έγραψε ολόκληρο το Ευαγγέλιο.
Ποιόν να πιστέψομε τώρα; Τον Ιωάννην ή έναν από τους άλλους τρεις; Συνεπώς ο Ιησούς Χριστός των Ευαγγελίων είναι καθαρά ένας μύθος και τίποτα παραπάνω. Αυτό το μυθικό άτομο το έφτιαξαν διάφορα υπαρκτά άτομα τα οποία βασίστηκαν σε ήδη υπάρχον μυθολογικό και πραγματικό υλικό, στην προσπάθεια των να ενσωματώσουν τους σκοπούς και τις επιδιώξεις των, οτιδήποτε και αν ήταν αυτά. Ακόμα το μυθικό άτομο δεν οφείλει να συμπίπτει με κάποιο αφανές πραγματικό!
Ο Θεόφιλος Αντιοχείας (επίσκοπος κατά τα έτη 169 - 177 Κ. Ε.) δεν μπόρεσε να ικανοποιήσει την απαίτηση των εθνικών να τους υποδείξει κάποιον αναστημένο νεκρό. Επίσης ο απολογητής Minucius Felix (μέσα 2ου αιώνος) προσπαθεί με δικές του κατηγορίες κατά των παγανιστικών θεών να ανταπεξέλθει στις κατηγορίες των εθνικών ότι οι χριστιανοί λατρεύουν σταυρούς και έναν που σταυρώθηκε. Δεν ομιλεί για ανάσταση!
Όπως ο Θωμάς Μάρας στο βιβλίο του Οι Αντιφάσεις της Καινής Διαθήκης, Εκδόσεις Σμυρνιώτη, ή Εκδόσεις Νέος Σταθμός, ή Εκδόσεις Δίβρης, Αθήνα 1978 – 1979, έτσι και ο σπουδαίος ερευνητής Earl Doherty στο βιβλίο του Challenging the Verdict, A Cross-Examination of Lee Strobel’s “The Case of Christ”, Age of Reason Publications, 2001, έχει εξετάσει πολλές αντιφάσεις, αλλ’ όχι όλες, και πολλά λάθη των Ευαγγελίων και όλων των Επιστολών και σε πολλά σημεία έχει βγάλει και καταγγείλει το συμπέρασμα ότι ο Ιησούς Χριστός των Ευαγγελίων είναι μύθος, δηλαδή ψέμα. Ο κάθε συγγραφέας αυτών των ψευδεπιγράφων κειμένων φτιάχνει ένα κατασκευάσμα που εξυπηρετεί την θεολογία του! Ομοίως και ο Ιησούς Χριστός του Παύλου είναι απλώς αποκύημα της νοσηρής φαντασίας του! (Βλέπε: Παράρτημα 2.).
Τα ίδια αποδεικνύει με καταπληκτική τεκμηρίωση και ο σπουδαίος ερευνητής Hyman E. Goldin στο εξαίσιο και πλούσιο σε σημειώσεις σύγγραμμά του, The Case of the Nazarene Reopened, The Lawbook Exchange Ltd., 1948-2003.]
Ο αείμνηστος Robert Taylor [2], συχνά αναφέρει στα συγγράμματά [3] του ένα από τα πιο πειστικά, κατά τη γνώμη του, κριτήρια για την απόρριψη της ιστορικότητας του Ιησού και όλων όσων πρεσβεύει η Χριστιανική θρησκεία! Αυτό είναι το ότι ο ίδιος και όλοι οι ορθολογιστές και σκεπτικιστές μέχρι την εποχή του έπρεπε να υποφέρουν στον ύψιστο βαθμό το μίσος, την ατιμία, τη διαβολή και στο τέλος φυλακίσεις και βασανιστήρια από τους Χριστιανούς απολογητές και αξιωματούχους, για τις ερωτήσεις και αντιρρήσεις που τους υπέβαλαν. Έτσι και ο Taylor, εκτός από διάφορα χρηματικά πρόστιμα που του επεβλήθησαν, υβρίστηκε, συκοφαντήθηκε και στο τέλος φυλακίστηκε και βασανίστηκε δύο φορές. Στα συγγράμματά του λοιπόν, αρκετές φορές γράφει ότι επί τέλους κατάλαβε, εξ ιδίας πείρας, ποια είναι τα μόνα πειστικά και αποστομωτικά επιχειρήματα των Χριστιανών...! Βλέπομε λοιπόν ότι αν οι Χριστιανοί απολογητές και ιστορικοί είχαν πειστικά κριτήρια για την ιστορικότητα του Ιησού θα μας τα παρείχαν με καθαρό τρόπο ευθύς εξαρχής και το θέμα θα είχε λήξει. Αντ’ αυτών όμως μας παρέχουν αναπόδεικτες υποθέσεις και τους διακατέχει μια ξέφρενη και επιθετική μανία να εξουδετερώσουν τους σκεπτικιστές και ορθολογιστές με κάθε αθέμιτο και βίαιο τρόπο.
[Υποσημείωση 2: Robert Taylor, Edmonton της Αγγλίας 18-8-1784, Tours της Γαλλίας 5-6-1844. Αγγλικανός ευαγγελικός ιερέας που απεσκίρτησε από τον Χριστιανισμό όταν μελέτησε αρκετά και ανεκάλυψε την τρομακτική αντιφατικότητα, τα λάθη, την ανακολουθία και την καταστροφικότητα αυτής της θρησκείας. Στο τέλος κατέληξε απλώς θεϊστής όπως γράφει ο ίδιος.]
[Υποσημείωση 3: (1) The Diegesis, Kessinger Publishing, or Health Research Publications. (2) Syntagma of the Evidence of the Christian Religion, Kessinger Publishing. (3) The Devil’s Pulpit, Kessinger Publishing.]
Μπορεί κάποιος να πει ότι το ανωτέρω κριτήριο του Taylor, είναι κάπως υποκειμενικό. Εδώ όμως παραθέτομε την εξής σημαντικότατη ιστορική πληροφορία η οποία δεν έχει προσεχθεί και αναλυθεί όσο θα έπρεπε. Και να υποθέσομε ότι πραγματικά υπήρχε κάποιος Ιησούς πίσω απ’ όλα αυτά που μυθολογούν τα Ευαγγέλια τότε πρέπει να ήταν εντελώς ασήμαντος διότι είναι πρόσωπο της εσωτερικής χριστιανικής μυθολογίας και δεν το αναφέρει κανείς ιστορικός, συγγραφέας, πολιτικός, ραβίνος, κρατικό αρχείο της εποχής του, όχι μόνον εξ όσων γνωρίζομε σήμερα αλλά στο έργο του Κατά Γαλιλαίων (Loeb Classical Library, Τόμος ΙΙΙ, σελίδες 374 – 377, παράγραφος 201 Ε - 206 Β) ο Aυτοκράτορας Μέγας Ιουλιανός (332?-363 Κ. Ε.), ομιλών προς τους Χριστιανούς του καιρού του, κάνει την εξής μεγάλης ιστορικής σημασίας δήλωση και πρόκληση στο τέλος αυτής της παραγράφου.
«... ών [εκ τών ανδρών, Ιησούς, Παύλος, Κορνήλιος, Σέργιος Παύλος, τούς οποίους αναφέρει πριν σ’ αυτήν την παράγραφο, κά.] είς εάν φανή τών τηνικαύτα γνωριζομένων επιμνησθείς ―επί Τιβερίου γάρ ήτοι Κλαυδίου ταύτα εγίνετο―, περί πάντων ότι ψεύδομαι νομίζετε.».
Μετάφραση: «Αλλά εάν μπορείτε να μου δείξετε ότι εξ’ αυτών των ανδρών [Ιησούς, Παύλος, Κορνήλιος, Σέργιος Παύλος, κά.] έστω και ένας αναφέρεται από τους γνωστούς συγγραφείς του καιρού εκείνου, ― διότι [όπως εσείς λέτε] αυτά τα συμβάντα έγιναν κατά την βασιλεία του Τιβερίου ή του Κλαυδίου ―, τότε έχετε το δικαίωμα να νομίζετε ότι ψεύδομαι περί πάντων των πραγμάτων.».
Επειδή η παράγραφος αυτή περιέχει πολλά στοιχεία και δηλώσεις μεγάλης σημασίας και σπουδαιότητας αξίζει να μελετηθεί και να εξεταστεί προσεκτικά. Διά τούτο την παραθέτομε ολόκληρη μεταφρασμένη, εντός της οποίας υπογραμμίζομε μερικά σημαντικά σημεία και εσείς μόνοι σας προσέξετε και τα υπόλοιπα.
«Τί είναι επί τέλους αυτό για το οποίο οι Εβραίοι καυχώνται ότι τους δόθηκε από τον Θεόν, από τους οποίους εσείς πείθεστε αφού [προηγουμένως] αυτομολήσατε από εμάς; Εάν πάλι είχατε ακούσει προσεκτικά τα λόγια εκείνων [των Εβραίων], δεν θα είχατε δυσπραγήσει στα πάντα, αλλά αν και θα είσαστε χειρότερα από πριν, όταν δηλαδή είσαστε μαζί μας, παρ όλα ταύτα θα είσαστε σε μια κατάσταση ανεκτή και υποφερτή. Διότι τότε θα λατρεύατε έναν θεό, που δεν είναι άνθρωπος, αντί πολλών [θεών], ή μάλλον πολλών δυστυχών ανθρώπων. Και ακόμα θα χρησιμοποιούσατε νόμο σκληρό μεν και τραχύ και που περιέχει πολλά άγρια και βάρβαρα [διατάγματα] αντί των ιδικών μας επιεικών και φιλανθρώπων νόμων, και κατά τα άλλα θα είσαστε σε χειρότερη κατάσταση από εμάς, αλλά θα είσαστε αγνότεροι και καθαρότεροι από ότι είστε τώρα ως προς τις λατρείες σας. Τώρα όμως με σας συνέβη ότι ακριβώς συμβαίνει με τις βδέλλες, να σας ελκύει [δηλαδή] το χειρότερο αίμα [που προέρχεται] από εκεί [τον Εβραϊσμό δηλαδή] και να αφήνετε το καθαρότερο. Ακόμη και ο Ιησούς αφού εκέρδισε το χειροτερο μέρος από σας, είναι γνωστός μόνο κατ’ όνομα για λίγο περισσότερο από τριακόσια χρόνια: και κατά την διάρκεια της ζωής του δεν κατάφερε τίποτα άξιον ακοής, εκτός και κάποιος νομίζει ότι το να θεραπεύσει τους κουτσούς και τους τυφλούς και να εξορκίζει τους δαιμονόπληκτους στα χωριά της Βησθαϊδάς και της Βηθανίας είναι εκ των μεγίστων κατορθωμάτων. Όσον αφορά την αγνότητα [του] δεν την γνωρίζετε τόσο καλά όσο μνημονεύετε· αλλά συναγωνίζεστε τους Ιουδαίους στην οργή και στην πικρία και γκρεμίζετε τα ιερά και τους βωμούς και απεσφάξατε όχι μόνο αυτούς από εμάς που παρέμειναν [πιστοί] στα πατρώα [έθιμα, διδάγματα, κλπ.], αλλά και τους αιρετικούς που ήταν εξ ίσου με σας πεπλανημένοι επειδή δεν θρηνούν τον νεκρόν με τον ίδιο τρόπο όπως τον ιδικόν σας. Αλλά αυτά [που διαπράττετε] είναι μάλλον δικά σας [καμώματα]· διότι πουθενά ούτε ο Ιησούς σας παρέδωσε τέτοιες εντολές και σας επρόσταξε [να τις εφαρμόσετε] ούτε ο Παύλος. Ο λόγος δε είναι ότι ποτέ τους δεν έλπιζαν πως εσείς θα φτάνατε ποτέ σε τέτοιο σημείο δυνάμεως. Διότι αυτοί ικανοποιούνταν με το να εξαπατούν υπηρέτριες και δούλους και μέσω αυτών γυναίκες και άνδρες όπως ο Κορνήλιος και ο Σέργιος. Αλλά εάν μπορείτε να μου δείξετε ότι εξ’ αυτών των ανδρών [Ιησούς, Παύλος, Κορνήλιος, Σέργιος Παύλος, κά.] έστω και ένας αναφέρεται από τους γνωστούς συγγραφείς του καιρού εκείνου, ―διότι [όπως εσείς λέτε] αυτά [τα συμβάντα] έγιναν κατά την βασιλεία του Τιβερίου ή του Κλαυδίου―, [τότε έχετε το δικαίωμα] να νομίζετε ότι ψεύδομαι περί πάντων των πραγμάτων.».
Αυτά λοιπόν γράφει ο Μέγας Ιουλιανός ο οποίος ήταν ακέραιος χαρακτήρας, φιλόσοφος, μελετητής, ερευνητής και ως αυτοκράτορας είχε στη διάθεσή του όλα τα κρατικά αρχεία και τις πηγές. Ο Ιουλιανός αναφέροντας την βασιλεία του Τιβερίου έχει συμπεριλάβει και τα χρόνια του υποτιθεμένου Ιησού τον οποίον και αναφέρει ευθέως μέσα σ’ αυτή την παράγραφο. Ακόμα έχει συμπεριλάβει και τα αρχικά χρόνια του Αποστόλου Παύλου τον οποίον και αναφέρει ευθέως μέσα στην ίδια παράγραφο αλλά και ο Σέργιος (Παύλος), τον οποίον επίσης ο Ιουλιανός αναφέρει, αναφέρεται από τους Χριστιανούς μόνο σε σχέση με τον Απόστολο Παύλο στις Πράξεις 13: 6-12. Ο Κορνήλιος και η μεταστροφή του έχει να κάνει με τον Πέτρο και αναφέρεται στις Πράξεις 10: 1-43. Ο Ιουλιανός δηλαδή αναφέρεται σε μια πολύ καλώς ιστορηθείσα εποχή κατά την οποίαν, ως υποτίθεται, έζησαν και έδρασαν τα πρόσωπα αυτά. Επομένως ο Ιησούς Χριστός και οι άλλοι ΔΕΝ είναι εξ ορισμού ιστορικά πρόσωπα, διότι ιστορικά πρόσωπα είναι όσα ρητώς αναφέρονται στις κατάλληλες πηγές.
Θεωρούμε αξιοπαρατήρητο το γεγονός ότι ο Ιουλιανός δεν αναφέρει τον Γάιο Καλιγούλα, ο οποίος ήταν o αυτοκράτορας μεταξύ Τιβερίου και Κλαυδίου! Ίσως υπάρχει κάποιο μυστήριο πίσω απ’ αυτό, ίσως όχι! Μία εξήγηση μάλλον είναι ότι τα μεν επεισόδια περί Ιησού Χριστού όπως και η πρώτη εμφάνιση του Αποστόλου Παύλου ως διώκτου των Χριστιανών έλαβαν χώρα κατά την βασιλεία του Τιβερίου (+14-37) τα δε περί ανθυπάτου Σεργίου Παύλου και εκατοντάρχου Κορνηλίου επί βασιλείας Κλαυδίου (+41-54).
(Τελικά, ο πρώτος αυτοκράτορας που δηλώνει τον χριστιανικό μύθο ως αλήθεια και διά της βίας τον επιβάλλει, είναι ο αιμοσταγής και διαταραγμένος Κωνσταντίνος, ο οποίος μετά θάνατον αγιοποιήθηκε και αποκλήθηκε «Μέγας» από την χριστιανική εκκλησία.).
Την εποχή του Ιουλιανού (+331-363) οι Χριστιανοί μπορούσαν να συμβουλευτούν τα γραπτά κάθε συγγραφέως, πολιτικού, τα κρατικά αρχεία, κλπ, χωρίς κανένα εμπόδιο. Είχαν δικούς τους ανθρώπους σε κάθε θέση! Παρ’ όλα ταύτα οι Χριστιανοί δεν επέδειξαν καμίαν αναφορά είτε γνωστού είτε αγνώστου συγγραφέως ούτε και κάποιου κρατικού αρχείου σ’ αυτήν την κατά μέτωπο ισχυρή πρόκληση του μεγάλου αυτοκράτορος τον οποίον και μισούσαν θανάσιμα. Επομένως αυτή η αναφορά έχει πολύ μεγάλη ιστορική σημασία, παρ’ όλον ότι πολλοί ημπορούν να ισχυριστούν ότι στο Κατά Γαλιλαίων έργο του ο Ιουλιανός δεν θέτει ζήτημα ιστορικότητος των εν λόγω ατόμων. Με τον τρόπο που ο ίδιος ομιλεί προς τους Χριστιανούς του καιρού του στην εν λόγω παράγραφο, θέλει πρωτίστως να τονίζει την παντελή ασημαντότητα των προσώπων που αναφέρει (Ιησούς, Παύλος, Κορνήλιος, Σέργιος Παύλος, κά.), καθ’ ότι δεν άφησαν πίσω τους τίποτε το αξιοσημείωτο και ούτε τα σημείωσε κάπου κανείς φερέγγυος. Αυτό το γεγονός όμως αποτελεί από μόνο του ιστορικό κριτήριο κατά της ιστορικότητος αυτών των ατόμων! Ακόμα ο Ιουλιανός θέλει να τονίζει ότι τα άτομα αυτά και αν υπήρξαν, δεν είχαν δώσει ποτέ εντολές στους οπαδούς τους να καταστρέφουν και να ρημάζουν τα πάντα που έβρισκαν μπροστά τους και να σκοτώνουν όσους δεν τους ασπάστηκαν αλλά παρέμειναν πιστοί στην παραδοσιακή τους θρησκεία ή είναι δικοί τους αιρετικοί. Εδώ λοιπόν έχομε μια σαφή ιστορική μαρτυρία επισήμου άτομου για την ποιότητα του χαρακτήρος των μόλις προ ολίγου νομοποιηθέντων Χριστιανών τον τέταρτον αιώνα. Ήταν πλήρεις κακότητας, φαυλότητας, φονικότητας, καταστροφικότητας, κλπ, ιδιότητες που είχαν εκδηλώσει σαφώς ήδη από τον δεύτερο αιώνα. Μετά έχουν το θράσος να ομιλούν για αγάπη, συγχώρεση, ανεκτικότητα και όλα αυτά τα φούμαρά τους! Όλο κι’ όλο που ο Ιουλιανός ήθελε να πραγματοποιήσει κατά την συντομότατη εικοσάμηνη βασιλεία του ήταν πλήρης ανεξιθρησκία και αμοιβαία ανοχή. Ο πρόωρος και ύποπτος θάνατός του (φονεύτηκε σε ηλικία 32 ετών κάτω από ασαφείς και ύποπτες συνθήκες, 331 - 363 Κ. Ε.) ματαίωσε την επιτυχία αυτού του ευγενούς σκοπού. Από εκεί και μετά οι Χριστιανοί δεν είχαν απολύτως κανέναν φραγμό, δεν άφησαν τίποτα όρθιο είτε από άψυχα είτε από έμψυχα! Ωραία νέα τάξη και εξέλιξη πραγμάτων!
Σ’ αυτά τα σημεία δεν διαφωνούμε καθόλου. Αλλά όπως και να εξετάσει ή δει κανείς το περιεχόμενο αυτού του βιβλίου του Ιουλιανού, η πρόκληση αυτή αναγκαστικώς φέρνει στο προσκήνιο το θέμα και το ερώτημα της ιστορικότητας αυτών των προσώπων άμεσα, ζήτημα πολύ θερμό και κατά την εποχή του Ιουλιανού. Ο λόγος λοιπόν του ότι η αναφορά αυτή έχει πολύ μεγάλη σημασία, από τη σκοπιά του Ιστορικού επιστήμονα και ερευνητή και του οποίου την προσοχή αμέσως συλλαμβάνει, είναι ο εξής: Ένα από τα σημαντικότερα κριτήρια ιστορικότητος κάποιου προσώπου που χρησιμοποιεί η επιστήμη της Ιστορίας είναι: «η ύπαρξη βάσιμων, ανεξαρτήτων, συμφώνων και κατά το δυνατόν συγχρόνων με το άτομο αυτό αναφορών. Πολλές φορές χρησιμοποιούνται και υστερόχρονες αναφορές αν αυτές κριθούν βάσιμες, σύμφωνες και οι ειδικοί συμφωνούν για την βασιμότητα και την ιστορική αξία τους.».
Στην παρούσα πρόκληση όμως οι Χριστιανοί δεν έδωσαν απολύτως καμία απάντηση και δεν άρπαξαν την ευκαιρία να παρουσιάσουν ιστορικές αναφορές και έτσι να αποδείξουν την ιστορικότητα αυτών των ατόμων και να κλείσουν το θέμα μια για πάντα, παρ’ όλον ότι κατά την εποχή αυτήν και μπορούσαν να αναδιφήσουν στα αρχεία της αυτοκρατορίας και ακόμα να επικαλεσθούν και να προβάλλουν οτιδήποτε πηγές είχαν στα χέρια τους. Κάτι τέτοιο όμως δεν το έκαναν! Αυτό το γεγονός ουσιαστικά αποδεικνύει κατά ιστορικό και βάσιμο τρόπο ότι κανένα απ’ αυτά τα πρόσωπα δεν αναφερόταν (όπως και ακόμα δεν αναφέρεται) πουθενά πέραν της εσωτερικής μυθολογίας των ιδίων των Χριστιανών. Ούτως, η στάση και η συμπεριφορά τους θέτει εκτός ισχύος το ανωτέρω ισχυρό κριτήριο της ιστορικής επιστήμης. Συνεπώς τα παραπάνω άτομα δεν είναι ιστορικά, διότι εκτός του ότι αποδεδειγμένως πλέον δεν πληρούν το ανωτέρω ουσιώδες ιστορικό κριτήριο δεν πληρούν και κανένα άλλο ιστορικό κριτήριο. Όπως είπαμε παραπάνω, ένα άτομο είναι εξ ορισμού ιστορικό εάν αναφέρεται ρητώς στις κατάλληλες πηγές.
Αυτή η δήλωση και πρόκληση του Ιουλιανού μαζί με τη σιγή και την στάση των Χριστιανών αποδεικνύει ότι: ακόμα στα μέσα του 4ου αιώνα οι δύο Φλαβιανές Μαρτυρίες (η μεγάλη και η μικρή όπως ονομάζονται, Φλαβίου Ιωσήπου Ιουδαϊκή Αρχαιολογία 18: 3: 3 ή 18: 63-64, και 20, 9: 1, ή 20: 200) ήταν τόσο άγνωστες στον μελετημένο Ιουλιανό όσο και στους Χριστιανούς του καιρού του που δεν του απήντησαν καθόλου. Ο Αυτοκράτωρ Φιλόσοφος ήταν πολύ διαβασμένος ώστε να γνωρίζει καλώς εάν υπήρχαν ή όχι αναφορές στον Ιώσηπο ή σε οποιονδήποτε άλλον περί Ιησού Χριστού. Ακόμα και μισή αναφορά αν υπήρχε στον Ιώσηπο, τον αναγνωρισμένο Ιουδαίο Ιστορικό υποστηρικτή της Ρωμαϊκής Ειρήνης (Pax Romana), ο Ιουλιανός θα το εγνώριζε και σε τέτοια περίπτωση δεν θα τολμούσε να κάνει μια τέτοια δήλωση και πρόκληση. Μεταξύ δε των Χριστιανών που εγνώριζαν τον Ιουλιανό προσωπικώς ήταν ο Καππαδόκης Γρηγόριος Ναζιανζηνός ο θεολόγος και ο Καππαδόκης Βασίλειος ο «Μέγας», ως συμμαθητές του στη σχολή των Αθηνών. Ο Βασίλειος μάλιστα πρέπει να τον μισούσε θανάσιμα, αν αναλογισθούμε τη στάση του Βασιλείου γύρω από τον θάνατο του Ιουλιανού [4]. Πλην όμως σε κανένα γραπτό των δύο αυτών Χριστιανών Πατέρων όπως και σε κανένα άλλο γραπτό οιουδήποτε άλλου Χριστιανού ή σε οιοδήποτε έγγραφο ή ανέκδοτο δεν βρέθηκε καμία απάντηση προς τον Ιουλιανό και καμία παρουσίαση μια τέτοιας αναφοράς. Σαράντα (40) χρόνια αργότερα, τουλάχιστον την μεγάλη μαρτυρία την αγνοεί και ο φανατικός Χριστιανός Συρο-Εβραίος Ιωάννης Χρυσόστομος όπως και ο Ιερός Φώτιος τον 9ον αιώνα.
[Υποσημείωση 4: Υπάρχει μια επιστολή του Ιουλιανού προς τον Βασίλειον (π. χ., βλέπε Loeb Classical Library, Julian, Volume III, σελίδες 81-83) στην οποία ο Ιουλιανός τονίζει τη φιλία τους και την αμοιβαία εκτίμησή τους από τα χρόνια που ήταν συμμαθητές στην Ακαδημία των Αθηνών. Αυτή η επιστολή αποτελεί δείγμα της ανεξιθρησκίας, του σεβασμού της προσωπικής θρησκευτικής κατευθύνσεως, και του δικαιώματος της απόψεως του άλλου που ο Ιουλιανός πάσχιζε να ισχύσουν. Όμως, οι μόλις προ ολίγου νομιμοποιηθέντες Χριστιανοί ουδόλως σεβάσθηκαν οτιδήποτε απ’ αυτά. Όσο για τον πρόωρο και θλιβερό και ατυχή θάνατο του Ιουλιανού, ο Βασίλειος ομολόγησε ότι τον είχε ονειρευτεί. Κατά ορισμένες χριστιανικές παραδόσεις ο Ιουλιανός δολοφονήθηκε από κάποιον Χριστιανό στρατιώτη, ονόματι Μερκούριο, τον οποίον ο Βασίλειος ευλόγησε για την πράξη του. H χριστιανική εκκλησία προχώρησε ακόμα παραπέρα και τον ανεκήρυξε άγιο. Παράσταση της δολοφονίας του Ιουλιανού από τον Μερκούριο υπάρχει σε μια εικόνα του Ναού του Ευαγγελισμού (1547-1551) του Κρεμλίνου στη Μόσχα. (Βλέπε: Πολύμνια Αθανασιάδη, Ιουλιανός, Μια Βιογραφία, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα 2001.). Υπάρχει και δεύτερη επιστολή προς τον Βασίλειον (π. χ., βλέπε Loeb Classical Library, Julian, Volume III, σελίδες 284-287) εις την οποία ο Ιουλιανός αντιμετωπίζει τις κακιασμένες και κακοπροαίρετες διαδόσεις του Βασιλείου ότι ο Ιουλιανός ήταν ακατάλληλος για να γίνει ή να είναι αυτοκράτορας!]
Επομένως: Όλα αυτά τα ανωτέρω στοιχεία αποδεικνύουν ότι και οι δύο Φλαβιανές Μαρτυρίες είναι εξ ολοκλήρου παραχαράξεις και παρεμβολές, οι οποίες στα χρόνια του Ιουλιανού και αργότερα δεν είχαν ακόμα προφθάσει να διαδοθούν και να γίνουν ευρέως γνωστές. Επειδή δε ο πρώτος που αναφέρει στα γραπτά του την μεγάλη και σπουδαιοτέρα μαρτυρία είναι ο Ευσέβιος, κάπου σαράντα (40) χρόνια πριν τον Ιουλιανό, τότε εύκολα βγαίνει το συμπέρασμα ότι την παραχάραξη και παρεμβολή αυτή την έκανε ο Ευσέβιος.
(Στα επόμενα τρία μέρη αυτής εδώ της εργασίας αναπτύσσομε και άλλα πολλά ισχυρά στοιχεία περί των δύο αυτών χαλκεύσεων και του ότι ο Ευσέβιος είναι ο δράστης της απάτης που ονομάστηκε Μεγάλη Φλαβιανή Μαρτυρία, αν όχι και των δύο μαρτυριών.).
Για κάποιους παράξενους λόγους αυτή η καθαρή και κατηγορηματική αναφορά του Αυτοκράτορος Ιουλιανού όπως και ολόκληρο το βιβλίο του Κατά Γαλιλαίων δεν έχουν λάβει την απαιτουμένη προσοχή και βαρύτητα που τους αξίζει. Διαπορούμε γιατί; Μπορεί κάποιος να εξηγήσει;
Η πρόκληση αυτή του Ιουλιανού συνέβη 34 χρόνια περίπου μετά την εύρεση ενός σταυρού επί του οποίου υποτίθεται ότι σταυρώθηκε ο Χριστός. Το παραμύθι της ευρέσεως του σταυρού αυτού το + 327 από την αγία Ελένη, τη μάνα του διαταραγμένου αυτοκράτορα Κωνσταντίνου, είναι πολύ γνωστό. Έχει ήδη κριθεί πλήρως από πολλούς ερευνητές και δεν χρειάζεται να επαναλάβομε εδώ τα ίδια. Είναι και αυτό μια μυθοπλασία όπως και τόσες εκατοντάδες άλλες περί ευρέσεως αγίων αντικειμένων και λειψάνων, όπως π. χ. της ουράς του γαϊδουριού επί του οποίου εκάθησε ο Ιησούς! (Π. χ., σας παραπέμπομε στο σημαντικό βιβλίο του ερευνητή Joseph Wheless, Forgery in Christianity, Kessinger Publishing, σελίδες 281-293, κ. ά.).
Αυτό το παραμυθάκι λοιπόν προσκομίζουν πολλοί απολογητές ως ιστορική απόδειξη περί της υπάρξεως του Ιησού Χριστού. Δηλαδή για 34 χρόνια ο Ιουλιανός δεν είχε μάθει το μάθημά του και έπερεπε να περάσουν 300 χρόνια περίπου για βρεθεί ιστορική μαρτυρία, όπως μας την παρουσίασαν, για τον Ιησού Χριστό. Είτε σταυρώθηκε κάποιος Ιησούς είτε όχι επάνω στον σταυρό της Ελένης, ο Ιησούς Χριστός των Ευαγγελίων παραμένει μυθολογία για όλους τους λόγους που έχομε αναπτύξει παραπάνω. Ακόμα ο σταυρός αυτός δεν αποτελεί καμία ιστορική απόδειξη για κάποιον Ιησού Χριστό. Ο τόπος εκεί ήταν γεμάτος σταυρούς και Ιησούδες. Μέχρι και σήμερα οι αρχαιολόγοι ανασκάπτουν σταυρούς γύρω από την Ιερουσαλήμ. Ο Ιώσηπος γράφει ότι κατά την καταστροφή της Ιερουσαλήμ το +70 εσώθηκαν τα ξύλα της γύρω περιοχής ένεκα των πολλών σταυρών που έφτιαξαν οι Ρωμαίοι για να σταυρώσουν τους Εβραίους επαναστάτες. Ο δε «Τίμιος Σταυρός της Ελένης», εκτός του ότι απήχθη από τους Πέρσες στην Κτησιφώντα (Σελεύκια επί τον Τίγρην Ποταμόν) το + 614, μετά την επανάκτηση του από τον αυτοκράτορα Ηράκλειο (+575-641) τεμαχίστηκε σε τόσα πολλά ξυλαράκια που θα εφόρτωναν ένα υπερωκεάνιο. Έτσι σήμερα δεν τον διαθέτομε γερό για να τον εξετάσομε.
Γενικώς, θα ήταν ευχής έργον να ευρεθούν Ιστορικά στοιχεία ικανά και αδιαμφισβήτητα για να δώσουν οριστική απάντηση, είτε θετική είτε αρνητική, σ’ αυτό το σοβαρό ερώτημα της ιστορικότητας του Ιησού Χριστού και να λήξει αυτό το ζήτημα μια για πάντα. Εύκολα μπορούμε να αραδιάσομε πολλά τέτοια ελλείποντα στοιχεία. Π. χ αυθεντικά χειρόγραφα του Ιωσήπου (των τριών πρώτων αιώνων ή ακόμα και των εννέα πρώτων αιώνων), της Καινής Διαθήκης, του Ηγησίππου, κλπ.
Επίσης χρειάζεται μεγάλη προσοχή, διότι από καιρού εις καιρόν εμφανίζονται μερικοί απατεώνες που παρουσιάζουν κίβδηλα στοιχεία, όπως το σεντόνι του Τορίνο, η οστεοθήκη του Ιακώβου, κλπ., για να υποστηρίξουν την ιστορικότητα του Ιησού Χριστού δι’ αρχαιολογικών ευρημάτων. Σε κάθε τέτοια περίσταση βλέπομε ότι, χωρίς εξέταση ή δεύτερη σκέψη, οι θρησκόληπτοι αρπάζουν αμέσως την ευκαιρία για να κομπάζουν περί αποδείξεων. Τα δύο αντικείμενα, που μόλις αναφέραμε, ήταν τόσο καλά σκαρωμένα ώστε η ανακάλυψη και η απόδειξη της κιβδηλότητάς των με επιστημονικό και αδιάβλητο τρόπο χρειάστηκε πολύ χρόνο και μεγάλη προσπάθεια εκ μέρους των επιστημόνων.
Ειρήσθω εν παρόδω, ότι διάφοροι σπουδασμένοι Εβραίοι –μερικούς από τους οποίους έχω ακούσει με τα ίδια μου τα αυτιά ή έχω μελετήσει βιβλία ή άρθρα τους– διατείνονται ότι η Εβραϊκή κοινότητα έχει στην κατοχή της αξιόπιστο χειρόγραφο του Ιωσήπου που δεν περιέχει αυτές τις αναφορές. Δεν ξέρω κατά πόσον αυτό αληθεύει. Αν το χειρόγραφό τους είναι του 11ου αιώνα (όπως είναι αυτό που έχει τίτλο «Jossipon») ή πιο πρόσφατο, τότε αδίκως το αναφέρουν. Το αντεπιχείρημα για ένα τέτοιο χειρόγραφο έγκειται στο ότι είναι δυνατό ο αντιγραφέας ή ο μεταφραστής που το έγραψε, ως Ιουδαίος, σκοπίμως να αφαίρεσε τις δύο αναφορές στον Ιησού Χριστό, κλπ. Αν όμως η Εβραϊκή κοινότητα έχει διαφυλάξει αξιόπιστο χειρόγραφο των τριών πρώτων ή έστω εννέα αιώνων, τότε θα διαπράξει τεράστια ευεργεσία στην ανθρωπότητα, αν το παραδώσει στα χέρια των ειδικών, αμερολήπτων επιστημόνων για μια σωστή εξέταση. Ο καιρός έχει πια ωριμάσει για να το βγάλει από τα συρτάριά της χωρίς να φοβάται την Ιερά Εξέταση. Με κάθε σεβασμό την προσκαλούμε να το πράξει.
ôôô
[Υποσημείωση 5: Πατροπασχίτες είναι οι αιρετικοί Χριστιανοί που πιστεύουν ότι κατά το «σωτήριον πάθος» έπαθε ο ίδιος ο Πατήρ Θεός και όχι ο Υιός Θεός.]
Απεδείξαμεν ότι ο Ιώσηπος ουδέν αναφέρει διά τόν Χριστόν ή τούς Χριστιανούς. Όμως τούτο θέτει έν άλλον επιτακτικόν ερώτημα! Ο Ιώσηπος αναφέρων λεπτομερώς τά γεγονότα τής Παλαιστίνης περί τό +70 καί ασχολούμενος ειδικώς μέ αναλόγους ομάδας, ώφειλε νά αναφέρη κάτι περί τού κινήματος τών Χριστιανών εφ’ όσον γράφει πολλά δι’ άλλας κινήσεις οπωσδήποτε ήσσονος σημασίας!
Αποτελεί δυσεξήτητον γεγονός αυτή η σιωπή! Δι’ ημάς αποτελεί ζήτημα πρώτης τάξεως! Θεωρούμε ότι πρόκειται δι’ επιχείρημα ex silentio ότι δέν υπήρχον Χριστιανοί στήν Παλαιστίνη τού +70! Τούτο φαίνεται περίεργον;
[Ακόμα ό Ιώσηπος εγεννήθηκε το +37 και έζησε εις την Ρώμη από το +74 μέχρι τον θάνατό του το + 100 περίπου. Εδημοσίευσε τά έργα του περί τά έτη +93-95. Ουδέν όμως αναφέρει περί τών χριστιανικών κοινοτήτων τής Ρώμης ή έστω τού Πετρικού ή Παυλικού Χριστιανισμού πού υποτίθεται ότι υπήρχε εκεί καί αποτελούσε ύβριν διά τόν Ορθόδοξον Ιουδαϊκόν Φαρισαϊσμόν! Ι. Ν. Φ. Μ. Ρούσσος.]
Εις προσεχή κείμενα θά διερευνήσωμε τήν κατάστασιν! Εδώ άς αναλογισθούμε ότι: Αναμφιβόλως, υπάρχει ένα κύριον ορόσημον εις τήν ιστορίαν τού Χριστιανισμού! Ο Χριστιανισμός γίνεται γνωστός τόσον στό κοινόν, όσον καί στάς κρατικάς αρχάς τώ +250. Τότε ο αυτοκράτωρ Δέκιος [6] εις τά πλαίσια τής εθνοποιητικής διαδικασίας καί τής, απαραιτήτου διά τήν άμυναν κατά τών Βαρβάρων, τονώσεως τού εθνικού φρονήματος, ωργάνωσε εθνικάς εορτάς εις όλας τάς πόλεις τής Ελληνικής Οικουμένης. Τότε έκπληκτοι οι αξιωματούχοι είδαν κάποιους ταραχοποιούς οίτινες αυτοβούλως ύβριζον τόν Ελληνικόν Πολιτισμόν καί τήν Αυτοκρατορίαν, ονομάζοντες εαυτούς Χριστιανούς [7]! Από τότε εκκινεί η δημοσία ιστορία τού Χριστιανισμού!
[Υποσημείωση 6: Ο Μέγας Δέκιος δεν πρόφθασε να δώσει λύση στο καινοφανές χριστιανικό πρόβλημα διότι εφονεύθει σε μάχη κατά των Γότθων σε ελώδη περιοχή παρά το δέλτα του Δουνάβεως το 251 Κ. Ε. προτού καν κλείσει δύο έτη ως αυτοκράτωρ.
Ουδείς διωγμός κατά των πεποιθήσεων υπήρξε στη Ρωμαϊκή αυτοκρατορία όπου επικρατούσε τέτοια θρησκευτική ελευθερία που ο σημερινός κόσμος είναι αδύνατο να τη φανταστεί. Έχει μείνει παροιμιώδες ότι: «Εις την Ρώμη συναντούσες ευκολότερα έναν θεό παρά έναν άνθρωπο!». Οι λεγόμενοι «διωγμοί» ήταν τοπικές αντιδράσεις του κράτους κατά των συνεχών κρουσμάτων απειθείας και των συνωμοτικών ανατρεπτικών ενεργειών των χριστιανών. Ανεζητούντο οι ένοχοι των εγκληματικών πράξεων και ουδείς εθίγετο λόγω των πεποιθήσεών του!. Ουδείς συστηματικός διωγμός υπήρξε! Αντιθέτως ο Χριστιανισμός όταν κατέλαβε την εξουσία εγκαινίασε και εξαπέλυσε τον πραγματικό, ανελέητο, ολοκληρωτικό και ιδεολογικό διωγμό!
Οι διωγμοί επί Νέρωνος (+64) και Δομιτιανού (+94 - 96) αναφέρονται διά πρώτην φορά το +170 από τον επίσκοπο των Σάρδεων Μελίτωνα τον ευνούχο. Αυτά που γράφει είναι καθαρές υπερβολές. Την εποχή του Νέρωνος οι χριστιανοί (αν υπήρχαν) στη Ρώμη ήταν ελάχιστοι και όχι μυριάδες! Άλλες έρευνες, βασισμένες σε ιστορικά στοιχεία και σε παραδόσεις των ιδίων των χριστιανών (π. χ., βλέπε: Κυρτάταs Ι. Δημήτρης, Απόκρυφες Ιστορίες, Μύθοι και Θρύλοι από τον Κόσμο των Πρώτων Χριστιανών, Εκδόσεις Άγρα, Αθήνα 2003-2004, σελίδες 64-65), έχουν απαλλάξει τον Αυτοκράτορα Δομιτιανό (+81 - 96 Κ. Ε.) από την χριστιανική φήμη ότι εξαπέλυσε διωγμό κατά των χριστιανών και αιματοκύλισε την αυτοκρατορία. Εκείνο που έκανε ήταν ότι, ανέκρινε μερικούς χριστιανούς ταραξίες τους οποίους και ετιμώρησε εάν ευρέθησαν ένοχοι εγκληματικών πράξεων. Άλλους φτωχούς κακομοίρηδες, τους ερώτησε να του εξηγήσουν τί πίστευαν και τί έκαναν και μετά τους άφησε ελευθέρους, αισθανόμενος κάποια περιφρόνηση για την κατάντια και την βλακεία τους.
Ο λεγόμενος διωγμός του Διοκλητιανού (+302-303 Κ. Ε.) δεν ήταν τίποτα άλλο παρά η μόνη γενικότερη προσπάθεια ελέγχου των χριστιανών (όχι όμως της ιδεολογίας των), οι οποίοι είχαν πλέον αποθρασυνθεί πέραν κάθε ανοχής και επυρπόλησαν το αυτοκρατορικό ανάκτορο στην Βιθυνία της Μικράς Ασίας. Το αίτιο του διωγμού ήταν το γεγονός ότι κατά την κατοχή της Αλεξανδρείας υπό της Παλμύρας (+269 - 274) οι χριστιανοί της πόλεως ταχθέντες υπέρ της Ζηνοβίας (+240 - ;;; , κυβερνήτου της Παλμύρας) και του εγκαθέτου της χριστιανού επισκόπου Παύλου του Σαμοσατέως, άρχισαν να αποσφάττουν συστηματικώς όσους Έλληνες, Ρωμαίους και Εβραίους ηδύναντο!]
[Υποσημείωση 7: Π. χ. εις την Σμύρνη κατά τις εορτές αυτές εμφανίσθηκαν τέτοιοι ταραχοποιοί μπροστά στον έπαρχο οι οποίοι είχαν αλυσοδέσει τους εαυτούς των και απαιτούσαν να μαρτυρήσουν (να αποθάνουν δηλαδή διά μαρτυρίου) διότι όπως εφωνασκούσαν ήταν Χριστιανοί. Ο έπαρχος έκπληκτος ανεφώνησε τότε πως «μου φαίνεται ότι τρελαθήκαμε όλοι» και συνέχισε: «Αν αυτοί θέλουν να αποθάνουν τότε να πάνε να πηδήξουν από τον κρημνόν εδώ πλησίον».]
[Υποσημείωση 8: Δεν πρέπει να μένουν πεπλανημένες εντυπώσεις σχετικώς με την κοινωνιολογία και των αριθμό των Χριστιανών. Αυτοί το 185 Κ. Ε., έτος κατά το οποίο εκδίδονται και κυκλοφορούν τα Ευαγγέλια ―ενώ έως τότε, ας τονισθεί, ουδεμία παράδοση περί ιστορικού Ιησού υπάρχει ως καλώς γνωρίζομε εκ των συγγραμμάτων του εν λόγω Ειρηναίου ―, ήσαν ολίγοι και σε πολλές περιοχές της αυτοκρατορίας όπως η Γαλλία ήσαν ανύπαρκτοι τόσον το έτος 180 όσον και το 280 Κ. Ε.! Ο Ειρηναίος και το εκκλησίασμα του δεν ήταν παρά μια μικρή ομάδα τεχνιτών οικοδόμων εκ Μικράς Ασίας οι οποίοι μετέβησαν στην Λυών για ανεύρεση εργασίας. Ο Ειρηναίος, καίτοι άγιος και θεοφόρος πατέρας, ως μη έχων το χάρισμα της γλωσσολαλιάς (Πράξεις 2: 5-12, Α΄ Πρός Κορινθίους 14: 1-25) αντιμετώπισε εκεί μεγάλη δυσκολία διότι δεν καταλάβαινε τις κελτικές διαλέκτους της περιοχής. ― Το εκκλησίασμα των Χριστιανών απετελείτο αποκλειστικώς από μέλη της ολιγομελούς τάξεως των ελευθέρων επαγγελματιών όπως αυτό έχει αναλυθεί εκτενέστατα σε πολλές ερευνητικές εργασίες επί της κοινωνιολογίας του Χριστιανισμού ―.]
Ήδη στο πρώτο μέρος της παρούσας εργασίας εξαγάγαμε και διατυπώσαμε το συμπέρασμα ότι: «Η δήλωση και πρόκληση του Ιουλιανού μαζί με τη σιγή και την στάση των Χριστιανών αποδεικνύει ότι: ακόμα στα μέσα του 4ου αιώνα οι δύο Φλαβιανές Μαρτυρίες (η μεγάλη και η μικρή όπως ονομάζονται, Φλαβίου Ιωσήπου Ιουδαϊκή Αρχαιολογία 18: 3: 3 ή 18: 63-64, και 20, 9: 1, ή 20: 200) ήταν τόσο άγνωστες στον μελετημένο Ιουλιανό όσο και στους Χριστιανούς που δεν του απήντησαν… Επομένως: Όλα αυτά τα ανωτέρω στοιχεία αποδεικνύουν ότι και οι δύο Φλαβιανές Μαρτυρίες είναι εξ ολοκλήρου παραχαράξεις και παρεμβολές, οι οποίες στα χρόνια του Ιουλιανού και αργότερα δεν είχαν ακόμα προφθάσει να διαδοθούν και να γίνουν ευρέως γνωστές. Επειδή δε ο πρώτος που αναφέρει στα γραπτά του την μεγάλη και σπουδαιοτέρα μαρτυρία είναι ο Ευσέβιος, κάπου σαράντα (40) χρόνια πριν τον Ιουλιανό, τότε εύκολα βγαίνει το συμπέρασμα ότι την παραχάραξη και παρεμβολή αυτή την έκανε ο Ευσέβιος.».
Στο παρόν μέρος αναπτύσσομε και άλλα πολλά ισχυρά στοιχεία περί:
1) Των δύο αυτών χαλκεύσεων.
2) Του ότι ο Ευσέβιος είναι ο δράστης της απάτης που ονομάστηκε Μεγάλη Φλαβιανή Μαρτυρία, αν όχι και των δύο μαρτυριών.
3) Του διατί ήταν αδύνατον το χέρι του Ιωσήπου να έχει γράψει και τις δύο μαρτυρίες είτε καθ’ ολοκληρίαν είτε εν μέρει.
[Υποσημείωση 10: Σε μερικές εκδόσεις έχομε: (τού λεγομένου Χριστού) εντός παρενθέσεων, ενώ σε άλλες εκδόσεις έχομε: «Ιησού τού λεγομένου Χριστού» εντός εισαγωγικών.]
Η Καθολική Επιστολή του Ιακώβου υποτίθεται ότι γράφτηκε από τον Ιάκωβο τον Αδελφόθεο. Πλην όμως πουθενά ο συγγραφέας δεν μας λέγει αν ήταν αδελφός του Ιησού είτε κυριολεκτικά είτε μεταφορικά. Μεταφορικά σημαίνει ότι είχε λάβει τον τίτλο Αδελφόθεος ως ανήκων στην χριστιανική αδελφότητα και ως αρχηγός της. Η Επιστολή αρχίζει ως εξής «Ιάκωβος, Θεού και Κυρίου Ιησού Χριστού δούλος, ταις δώδεκα φυλαίς ταις εν τη διασπορά χαίρειν·». Λέγει δούλος και όχι αδελφός! (Τα ίδια ισχύουν και διά την Καθολική Επιστολή του Ιούδα.).
1. Gerald Friedlander, The Jewish Sources Of The Sermon On The Mount, Kessinger Publishing.
2. Hyman E. Goldin, The Case of the Nazarene Reopened, The Lawbook Exchange Ltd., 1948-2003.
3. Randel Helms, Gospel Fictions, Prometheus Books, 1989.
4. Harold Leidner, The Fabrication of the Christ Myth, Survey Books, 1999.
5. Albert Schweitzer, The Quest of the Historical Jesus, Introduction by James M. Robinson, Collier Books, 1968.
6. Joseph Wheless, Forgery in Christianity, Kessinger Publishing.
7. Joseph Wheless, Is it God’s Word?, Kessinger Publishing.
8. Hayyim Ben Yehoshua, Refuting the Missionaries, (Excellent Research Essay on Website. Βλέπε το Παράρτημα 1 της παρούσας εργασίας!).
[Υποσημείωση 11: Μελκίτης:
(Μετάφραση από την ελευθέρα εγκυκλοπαίδεια Wikipedia.)
Ο όρος Μελκίτης (και τα παράγωγά του) χρησιμοποιείται για να δηλώσει τις διάφορες χριστιανικές εκκλησίες και τα μέλη των που προήλθαν από τη Μέση Ανατολή. Η λέξη παράγεται από την Συριακή Μαλκαγιά, που σημαίνει αυτοκρατορικός. Στα Αραβικά λέξη μεταγλωττίζεται ως Μάλικι (ملكى). Ο όρος Μελκίτης χρησιμοποιήθηκε αρχικά ως υποτιμητικός ύστερα από την οξυτάτη διασπαση που έλαβε χώρα στον Ανατολικό Χριστιανισμό μετά την σύνοδο της Χαλκηδόνος (+451). Χρησιμοποιείτο από τους αντιχαλκηδονικούς για να αναφέρουν αυτούς που υποστήριζαν την σύνοδο και τον Βυζαντινό Αυτοκράτορα. Είναι άγνωστο ποια περίοδο οι Μελκίτες άρχισαν να χρησιμοποιούν τον όρο για τους εαυτούς των. Οι Μελκίτες γενικώς ήταν Ελληνόφωνοι κάτοικοι πόλεων που ζούσαν στην δυτική Μέση Ανατολή και την Αίγυπτο, εν αντιθέσει προς τους πιο επαρχιώτες αντιχαλκηδονικούς που ομιλούσαν την Συριακή και Κοπτική. Η εκκλησία των Μελκιτών οργανώθηκε σε τρία ιστορικά πατριαρχεία —Αλεξανδρείας, Αντιοχείας και Ιεροσολύμων — υπό την κυριαρχία του Πατριάρχη της Κωνσταντινουπόλεως. Οι αντιχαλκηδονικοί έφτιαξαν τα πατριαρχεία τους στην Αλεξάνδρεια (Κοπτική Ορθόδοξη Εκκλησία) και στην Αντιόχεια (Συριακή Ορθόδοξη Εκκλησία). Το Νουβιανό βασίλειο της Μακουρίας (στο σημερινό Σουδάν) σε αντιθέσει προς τους Μονοφυσίτες γείτονές του, ακολούθησε επίσης την πίστη των Μελκιτών από το +575 μέχρι το +1300 περίπου. Από το +1342, Ρωμαιοκαθολικοί κληρικοί εγκαταστάθηκαν στη Δαμασκό και σε άλλες περιοχές και άρχισαν την κρυφή μετατροπή του Ορθοδόξου κλήρου και λαού στον Καθολικισμό. Κατ’ αυτόν τον χρόνο, η φύση του Σχίσματος μεταξύ Ανατολής και Δύσεως δεν ήταν ξεκαθαρισμένη, και οι περισσότεροι των προσηλύτων συνέχισαν να λατρεύουν και να εργάζονται εντός της Ορθοδόξου Εκκλησίας ως κόμμα υπέρ των Δυτικών. Τo 1724, Κύριλλος VI, ένας επίσκοπος που υπεστήριζε τους Δυτικούς, εξελέγη Πατριάρχης Αντιοχείας. Επειδή αυτό θεωρήθηκε ως προσπάθεια των Καθολικών για κατάληψη της αρχής, ο Ιερεμίας ΙΙΙ της Κωνσταντινουπόλεως διόρισε τον Έλληνα [*] καλόγερο Σύλβεστρο στο Πατριαρχείο αντί του Κυρίλλου. Η καταπιεστική αρχηγία του Συλβέστρου έσπρωξε πολλούς να προτιμήσουν την αρχηγία του Κυρίλλου. Ο μόλις τότε εκλεγείς Πάπας Βενέδικτος ΧΙΙΙ ανεγνώρισε την αξίωση του Κυρίλλου επί του Πατριαρχείου, και καλοδέχτηκε αυτόν και τους ακολούθους του σε κοινωνία με τη Ρώμη. Από το σημείο αυτό και μετά, η Μελκιτική Εκκλησία διαιρέθηκε μεταξύ των Ορθοδόξων, οι οποίοι συνέχισαν να αναγνωρίζουν την δικαιοδοσία του Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, και των Καθολικών, οι οποίοι ανεγνώριζαν την δικαιοδοσία του Πάπα Ρώμης. Εν τούτοις, αυτή η τελευταία Καθολική ομάς ήταν η μόνη που συνέχισε να χρησιμοποιεί τον τίτλο Μελκίτης. Ούτω, κατά τη σύγχρονη χρήση, ο όρος απευθύνεται αποκλειστικώς στους Έλληνες[*] Καθολικούς από την Μέση Ανατολή.]
[* Σημείωση του αρθρογράφου: Εδώ οι λέξεις «Έλληνας και Έλληνες» δεν εννοούν κατ’ ανάγκη διά φυσικού εθνισμού Έλληνες, αλλά περισσότερον Ελληνιστές δηλαδή Ελληνοφώνους ή Ελληνοσπουδασμένους ή κατοίκους των περιοχών αυτών οι οποίοι ασπαζόταν τον Ελληνικό Πολιτισμό, αλλά κατά την εποχή αυτή ήταν πλέον Χριστιανοί. Π. χ., ο Άραβας Αγάπιος, επίσκοπος Ιεραπόλεως Φρυγίας, στην Δυτική Μικρά Ασία, του 10ου αιώνος τον οποίον αναφέραμε εντός του άρθρου.
Αναφέρετε μέσα στο άρθρο ένα κείμενο του Ιουλιανού του Παραβάτη ο οποίος αμφισβητεί την ύπαρξη του Χριστού και την Χριστιανική διδασκαλία. Πόσο σοβαρό επιχείρημα μπορεί να είναι αυτό από έναν άνθρωπο ο οποίος ήταν φανατικός ειδωλολάτρης και πίστευε σε ψευδοθέους όπως τον θεό Απόλλωνα κ.λπ.;
ΑπάντησηΔιαγραφήΕπίσης, μόνο ο Ιουλιανός (ο οποίος ιστορικά αποδεικνύεται ότι μόνο ακέραιο χαρακτήρα δεν είχε) είχε πρόσβαση στα κρατικά αρχεία και τις πηγές; Πριν και μετά από αυτόν δεν είχαν πρόσβαση οι Μέγας Κωνσταντίνος, Μέγας Θεοδόσιος, Ιουστινιανός κ.λπ.; Απλά ο Ιουλιανός ήταν ένας φανατικός και παράφρων ειδωλολάτρης που έπαιρνε μέρος σε οργιαστικές τελετές με ανθρωποθυσίες κ.λπ. Ένας τέτοιος άνθρωπος δεν μπορεί να χαρακτηρίζεται ως "ακέραιος".