ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΚΟΤΗΤΑΣ ΤΟΥ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ
ΕΚΘΕΣΗ ΤΟΥ ΖΗΤΗΜΑΤΟΣ
ΚΑΙ ΤΙ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΠΟΥΜΕ ΜΕΤΑ ΒΕΒΑΙΟΤΗΤΟΣ
Το ζήτημα της ιστορικότητας του Ιησού Χριστού έχει απασχολήσει έντονα ένα μεγάλο μέρος της ανθρωπότητας από τον 1ον αιώνα Κ.Ε. μέχρι και σήμερα. Επ’ αυτού του θέματος υπάρχουν, κατά κύριο λόγο, οι εξής τρεις κατηγορίες ανθρώπων. (1) Αυτοί που θρησκευτικά πιστεύουν ό,τι γράφουν τα Ευαγγέλια και οι Κατηχήσεις των διαφόρων χριστιανικών διομολογήσεων, για τους οποίους τόσο η θεϊκότητα όσο και η ιστορικότητα του Ιησού Χριστού είναι δεδομένη. Λόγω θρησκευτικής πίστεως δεν θεωρούν αναγκαίες και δεν αναζητούν επιστημονικές ιστορικές αποδείξεις. Αυτοί αποκαλούνται πιστοί. (2) Αυτοί πού θεωρούν ότι πράγματι υπήρχε κάποιος άνθρωπος που λεγόταν Ιησούς, δεν ήταν θεός αλλά αρχηγός κάποιας κίνησης. Οι οπαδοί του τον θεοποίησαν και τον χαρακτήρισαν ως τον μυθολογικό Χριστό μετά τον θάνατό του, με το να πλάσουν και να του αποδώσουν διάφορες θρυλικές αφηγήσεις. Δηλαδή αυτοί δέχονται την ιστορικότητα του ανδρός Ιησού αλλά όχι τη θεϊκότητά του. Αυτοί αποκαλούνται ιστορικοποιούντες. Ακόμα και οι αρχαιότεροι χριστιανοί μεταξύ των Εβραίων της Παλαιστίνης, οι Εβιωνίτες (= οι πτωχοί, αμ χαάρτες), παραδέχονταν ότι ο Ιησούς Χριστός ήταν απλώς ένας προφήτης και τίποτα παραπάνω. (3) Αυτοί που θεωρούν ότι η επί πολλά έτη υπάρχουσα Ιουδαϊκή μεσσιανική ιδέα περί Χριστού (Μεσσίαχ) στο τέλος απεδόθη από κάποια μεσσιανική ομάδα σε ανύπαρκτο μυθολογούμενο πρόσωπο του οποίου το όνομά για κάποιους λόγους ήταν Ιησούς. Αυτοί δηλαδή απορρίπτουν τόσο τη θεϊκότητα όσο και την ιστορικότητα. Αυτοί αποκαλούνται μυθικιστές.
Οι θιασώτες εκάστης των τριών κατηγοριών παρουσιάζουν πολλούς λόγους για να δικαιολογήσουν τις απόψεις και τις στάσεις τους. Εδώ θα διατυπώσομε τις κυριότερες παρατηρήσεις και συμπεράσματα, αλλά δεν θα ασχοληθούμε με την παρουσίαση όλων αυτών των λόγων και με το κατά πόσον ευσταθούν. Ως γνωστόν όλοι αυτοί οι λόγοι έχουν ειπωθεί και γραφεί και αναλυθεί πάρα πολλές φορές και ευρίσκονται σε μια τεράστια παγκόσμια βιβλιογραφία στην οποία μπορεί να ανατρέξει ο κάθε ενδιαφερόμενος. Αυτό βεβαίως δεν σημαίνει ότι όλοι οι λόγοι που προτείνονται ή γράφονται είναι και αυτομάτως αληθείς ή θεμιτοί.
Στην παρούσα εργασία ακολουθούμε την επιστημονική τακτική και όχι θρησκευτική τοιαύτη. Επομένως η θρησκευτική πίστη της πρώτης κατηγορίας δεν θα μας απασχολήσει. Η θρησκευτική πίστη δεν έχει θέση στην επιστήμη και δεν πρέπει να μπερδεύεται καθόλου με την εντελώς διαφορετική έννοια της επιστημονικής πίστης, η οποία ανατρέπεται οσάκις τα επιστημονικά δεδομένα υποδείξουν νέα επιστημονικά αποτελέσματα. Η θρησκευτική όμως πίστη είναι η πεποίθηση του φανατικού που δεν ανατρέπεται και δεν επιδέχεται αποδείξεις ή αντιρρήσεις· μόνο αποδοχή ή απόρριψη.
Στην παρούσα εργασία λοιπόν, σκοπόν έχομε να διατυπώσομε τις κυριότερες παρατηρήσεις και συμπεράσματα επί της ιστορικότητας του Ιησού Χριστού, οι οποίες συνήθως δεν λαμβάνουν την προσήκουσα προσοχή και έμφαση ενώ κατά τη γνώμη μας είναι οι σπουδαιότερες. Θα παρουσιάσομε δηλαδή, εν συντομία, μερικούς ισχυρούς και βάσιμους λόγους που δεν τονίζονται όσο πρέπει, ενώ μόνοι τους αυτοί αρκούν για να εξαχθεί το συμπέρασμα ότι: «Ο Ιησούς Χριστός της Χριστιανικής θρησκείας δεν είναι δυνατό, τουλάχιστον μέχρις στιγμής, να θεωρείται Ιστορικό πρόσωπο. Όσο για τον Ιησού Χριστό των Ευαγγελίων αυτός είναι αποδεδειγμένη μυθολογία!».
Πρέπει να τονίσομε ότι το συμπέρασμα μας αυτό συμφωνεί με την τρίτη κατηγορία των μυθικιστών. Συνεπώς εδώ αναιρούμε και το συμπέρασμα της δευτέρας κατηγορίας, δηλαδή την ιστορικότητα κάποιου Ιησού, αρκετά ασημάντου για να μην τον προσέξει η Ιστορία, στον οποίον οι οπαδοί του είτε ενόσω ζούσε είτε μετά τον θάνατό του, επισύναψαν διάφορες μυθολογικές αφηγήσεις για να τον μεταποιήσουν σε έναν Θεϊκό Χριστό, υβρίδιο της Ιουδαϊκής μυθολογίας.
Όσον αφορά την κατηγορία των πιστών επιθυμούμε να προσθέσομε και τα εξής ολίγα: Ο χριστιανικός Χριστός δεν είναι ταυτόσημος με τον Χριστό – Μεσσίαχ της Ιουδαϊκής μεσσιανικής παραδόσεως, πράγμα που μας το τονίζουν και το αποδεικνύουν οι ίδιοι οι Εβραίοι που είναι ειδικοί επί των βιβλικών ζητημάτων. Αν και οι Χριστιανοί χρησιμοποίησαν κατά κόρον την Εβραϊκή παράδοση, εδημιούργησαν έναν Χριστό υβρίδιο, διότι προκειμένου να δικαιολογήσουν τις πολλαπλές και αλλοπρόσαλλες θέσεις τους, παραποίησαν και παρερμήνευσαν κατά κόρον τις Ιουδαϊκές γραφές και παραδόσεις. Από την Παλαιά Διαθήκη δεν εξάγεται κατ’ ουδέναν τρόπο ο χριστιανικός Χριστός. Παρά το ότι όλες οι χριστιανικές αφηγήσεις περί Ιησού Χριστού είναι έντονα αντιφατικές και παρά το ότι μια πρώτη κάπως, αλλά μακρά του εντελώς, οριστικοποιημένη μορφή χριστιανικής αφηγήσεως εμφανίζεται επί Ειρηναίου, δηλαδή 150 χρόνια μετά την δράση αυτού του ασύλληπτα ιδιαιτέρου και καταπληκτικού ατόμου, εντοσούτω οι πιστοί χριστιανοί πιστεύουν ασυζητητί όλα όσα τα Ευαγγέλια και μερικές χριστιανικές παραδόσεις λέγουν. Όσοι δε εξ αυτών έγραψαν, όπως επικαλούνται, εκκλησιαστική «Ιστορία» βασίστηκαν στην υπόθεση ότι το άτομο αυτό υπήρξε χωρίς να εξετάσουν ή να αναφέρουν απολύτως τίποτα ιστορικώς εξακριβώσιμο διά την ύπαρξή του. Δι’ αυτούς, το άτομο αυτό υπήρξε αξιωματικά! Αξιωματικά επίσης επιμένουν ότι, δεν το αναφέρει καμιά επίσημη Ιστορία διότι ήταν ταπεινό και άσημο και η επίσημη Ιστορία δεν γράφεται για τέτοια άτομα. Μα καλά: Όσο και αφανές να ήταν το άτομο αυτό κατά την παιδική του ηλικία, παρ’ όλο που δωδεκαετές απεστόμωσε και κατατρόμαξε με τις γνώσεις του όλους τους σοφούς του Ναού του Γιαχβέχ, και όσο ολιγόχρονη δράση και να είχε, ένα έως τρία χρόνια, τα Ευαγγέλια «πιστοποιούν» ότι: Με μηδαμινή προσπάθεια θεράπευσε: λεπρούς, τυφλούς, παραλύτους, μουγκούς, δαιμονισμένους, κλπ. Οι όχλοι το ακολουθούσαν όπου πήγαινε σαν τρελοί, τους οποίους και εχώρτασε δυο φορές με τρόφιμα που δεν έφταναν ούτε για δέκα άτομα. Ανέστησε τρεις νεκρούς και μετά ανεστήθη και το ίδιο. Έγιναν τέρατα και σημεία κατά την γέννηση, την βάπτιση, την σταύρωση και την ανάστασή του. Ο δε «Ευαγγελιστής Ιωάννης» κλείνει το Ευαγγέλιό του με τον τρομακτικό στίχο 21: 25 «έστι δε και άλλα πολλά όσα εποίησεν ο Ιησούς, άτινα εάν γράφηται καθ' εν, ουδέ αυτόν οίμαι τον κόσμον χωρήσαι τα γραφόμενα βιβλία. αμήν.». Και όμως, παρ’ όλα ταύτα και όπως αναπτύσσομε κατωτέρω, πουθενά δεν αναφέρεται καμιά ιστορική μαρτυρία ούτε για το άτομο αυτό ούτε γι’ αυτά τα «άπειρα» τρομακτικά «γεγονότα» που αφορούν σ’ αυτό! Αν είναι δυνατόν!
Και το χειρότερο: Αν προς στιγμή παραδεχθούμε την λανθασμένη χριστιανική ημερομηνία της συγγραφής των Ευαγγελίων από το + 70 Κ. Ε. έως το + 95 Κ. Ε., τότε πέρασαν τουλάχιστον τέσσερις δεκαετίες για να τα γράψουν οι μαθητές και οι οπαδοί του μέσα στα Ευαγγέλια, ενώ προηγουμένως άφησαν τον άσχετο Παύλο να θεωρητικολογεί. Μπορεί κανείς αυτόπτης μάρτυς να περιμένει σαράντα χρόνια για να εκθέσει τέτοια ανήκουστα «γεγονότα», αφού προηγουμένως αφήσει έναν παρείσακτο να αλωνίζει με τις δικές του θεωρίες; Και πάλι, όπως τα έγραψαν, έστω και μετά από τόσα χρόνια, δεν συμφωνούν μεταξύ των αλλά φάσκουν και αντιφάσκουν, κλπ. Μα καλά, τόσοι ραβίνοι, χρονογράφοι, ιστορικοί, επιστήνομες, Ιουδαίοι, Ρωμαίοι, Έλληνες, Εθνικοί, (όπως, Δίων Χρυσόστομος, Δίων Κάσιος, Διόδωρος Σικελιώτης, Πλούταρχος, Οινομάος, Παυσανίας, Γιουβενάλλης, Πλίνιος ο Πρεσβύτερος, Σενέκας, Φίλων, Ιούστος, κ. π. ά.), δεν εντυπωσιάστηκαν καθόλου και κανείς τους δεν σημείωσε κάπου έστω και ένα απ’ αυτά τα φοβερά και τρομερά «συμβάντα» που ήταν αδύνατον να διεκπεραιωθούν στα κρυφά; Στην επίσημη ιστορία εσημειώθηκαν υποδεέστερα συμβάντα που δεν θα άλλαζε τίποτα αν είχαν αγνοηθεί τελείως, αλλά από τα πολυάριθμα και ασυνήθιστα συμβάντα γύρω από τον Χριστό δεν πέρασε τίποτα; Αν είναι δυνατόν!
Δυστυχώς όμως η βίαια χριστιανική δογματική πλύση εγκεφάλου που έγινε επί του δυτικού ανθρώπου εδώ και 16 αιώνες είχε σαν αποτέλεσμα την αποφυγή της κριτικής, έρευνας και της παραδοχής ακόμα και του πιο λογικού επιχειρήματος! Αντιθέτως η πλειοψηφία του δυτικού ανθρώπου είναι πρόθυμη να ανεχθεί ή να δεχθεί κάθε παράλογη ιστορία και κάθε ανόητο στοιχείο, να δικαιολογεί αντιφάσεις και να «συμβιβάσει τα ασυμβίβαστα», ακόμα και αν αυτά αποβαίνουν εις βάρος του.
[ Παρεμβολή: Ολίγα απλά παραδείγματα τρομακτικών αντιφάσεων και λαθών μέσα στις δυο γενεαλογίες του Ιησού Χριστού στην Καινή Διαθήκη
Ως ένδειξη αντιφάσεως, λάθους, ασυμφωνίας και αρλουμπολογίας αναφέρομε τα κάτωθι από την Καινή Διαθήκη τα οποία έχουν σχέση και με την ιστορικότητα του Ιησού Χριστού. Ο συγγραφέας του παραρτήματος στο τέλος του άρθρου αυτού έχει παραθέσει πολύ περισσότερα τέτοια στοιχεία.. Απολαύστε τα! Αυτά που παραθέτομε στην μικρή αυτή παρεμβολή και όσα περιέχει το παράρτημα είναι μόνο ένα πολλοστημόριο όλων αυτών των φαινομένων που εμφανίζονται στην Καινή Διαθήκη και σε ολόκληρη την Βίβλο! Ακόμα όσα γράφομε εδώ είναι ένα ελάχιστο μέρος όλων όσων έχουν γραφτεί περί των δύο αυτών γενεαλογιών στην παγκόσμια βιβλιογραφία. Έχομε συγκρίσεις, εκθέσεις λαθών, ερμηνείες, ψευτοδικαιολογήσεις, κλπ. Εδώ θα περιοριστούμε στα παρακάτω ολίγα προφανή στοιχεία.
Στο πρώτο κεφάλαιο του Κατά Ματθαίον Ευαγγελίου, 1: 1-17, μόλις δηλαδή ανοίξομε την Καινή Διαθήκη, βλέπομε ότι αυτός που έγραψε το κεφάλαιο αυτό θέλησε να μας δώσει τη γενεαλογία του Ιησού, αρχίζοντας από τον Αβραάμ. Περιττό να πούμε ότι δεν παραθέτει καμία χρονολογία.
Α) Τα κανόνισε, για δικούς του θεολογικούς λόγους, που δεν θα αναπτύξομε εδώ, να βγάλει τρία δεκατεσσάρια γενεών, στίχος 1: 17 «Πάσαι ουν αι γενεαί από Αβραάμ έως Δαυΐδ γενεαί δεκατέσσαρες, και από Δαυϊδ έως της μετοικεσίας Βαβυλώνος γενεαί δεκατέσσαρες, και από της μετοικεσίας Βαβυλώνος έως του Χριστού γενεαί δεκατέσσαρες.», δηλαδή 3 x 14 = 42 γενεές συνολικά. Ήθελε να δείξει ότι ο Θεός Πατήρ Γιαχβέχ είχε ένα συμμετρικό κανονικό σχέδιο διά την έλευση του Μεσσία και τη λύτρωση του ανθρωπίνου γένους. [Εδώ λίγο χιούμορ: Πολύ ευφυές και κανονικό το σχέδιο των τριών δεκατεσσαριών! Άφθαστη αυτή η θεϊκή σοφία! Δεν είν’ έτσι; Γιατί αν ήταν δεκαπεντάρια και δεν ήταν τρία, τότε το θεϊκό σχέδιο θα έπεφτε έξω και δεν θα ελυτρώνετο το ανθρώπινο γένος, και τότε θα μας έπαιρνε και θα μας σήκωνε!].
Β) Έλα όμως που δεν πρόσεξε και το τελευταίο δεκατεσσάρι το έβγαλε δεκατριάρι (μαζί με το όνομα του Χριστού)! Πολύ απλά, μετρήσετε τα ονόματα να το δείτε! Είναι να απορεί κανείς πώς αυτός που έγραψε όλα αυτά τα ονόματα δεν έκανε μια διορθωτική επανάληψη, έναν έλεγχο, ώστε να βρει το λάθος και να το διορθώσει. Έτσι, αυτό το λάθος έχει φτάσει και σε μας μετά από χιλιετίες. Δεν γνωρίζω πόσοι θεολόγοι έχουν μετρήσει τα ονόματα για να διαπιστώσουν το λάθος αυτό (μάλλον ελάχιστοι), αλλά προφανώς 41 δεν ισούται με 42 (αν και για μερικούς αχαρακτήριστους 41 = 42 αφού έτσι το θέλησε το Άγιο Πνεύμα, και φυσικά το Άγιο Πνεύμα δεν κάνει λάθη!). Αναμένομε λοιπόν την εξήγηση αυτού του λάθους από τους φωστήρες του Χριστιανισμού! Ούτε ο Χρυσόστομός τους δεν το είδε!
Γ) Το κακό όμως δεν σταματά εδώ. Αν ανοίξομε το βιβλίο Α΄ Παραλειπομένων στα κεφάλαια 2 και 3, από τα οποία αντίγραψε ο συγγραφέας, θα διαπιστώσομε ότι σε τρεις περιπτώσεις τα ονόματα που αναφέρονται από τον υποτιθέμενο Ματθαίο δεν είναι γιοι των αμέσως προηγουμένων, αλλά: ο Ιωάθαμ είναι τρισέγγονο του Οζία, ο Ιεχονίας είναι εγγονός του Ιωσία και ο Αβιούδ, αν υπήρξε, είναι μακρυνός απόγονος του Ζοροβάβελ. Επίσης σύμφωνα με μερικές εκδόσεις της Παλαιάς Διαθήκης, μεταξύ των οποίων είναι και η Μασόρα, ο Σαλαθιήλ είναι εγγονός και όχι γιος του Ιεχονία και ο Ζοροβάβελ είναι εγγονός και όχι γιος του Σαλαθιήλ. Δηλαδή υπάρχει γενικώς μια τρομερή ασυμφωνία με την Παλαιά Διαθήκη και την Μασόρα.
Δ) Ακόμα ο θεόπνευστος Ματθαίος γράφει στους στίχους 1: 10-11: «Εζεκίας δε εγέννησε τον Μανασσή, Μανασσής δε εγέννησε τον Αμών, Αμών δε εγέννησε τον Ιωσίαν, Ιωσίας δε εγέννησε τον Ιεχονίαν και τους αδελφούς αυτού επί της μετοικεσίας Βαβυλώνος.». Όμως από την Ιστορία, και το Δ΄ Βασιλειών 21: 26, 22, και 23, ξέρομε ότι αυτός εδώ ο βασιλιάς Ιωσίας ο υιός του Αμών (και της Ιεδιδά, βλέπε και Β΄ Παραλειπομένων 33: 25, 34: 1-32, 35: 1-25, κλπ.), σκοτώθηκε σε μάχη κατά των Αιγυπτίων το – 609 σε ηλικία 39 ετών. Άφησε τέσσερις γιους: τον Ιωάχαζ ή Ιωανάν, τον Ελιακίμ ή Ιωακίμ, τον Ματθανίαν ή Σεδεκίαν, και τον Σαλούμ, Δ΄ Βασιλειών 23: 30, 23: 34, 24: 17, Α΄ Παραλειπομένων 3: 15. Η πρώτη σημαντική μετοικεσία έγινε μεταξύ – 604-602, επί βασιλέως Ιωακίμ (και Ιωακείμ) δεύτερου γιου του Ιωσία, Δ΄ Βασιλειών 23: 34-37, 24: 1-5, Α΄ Παραλειπομένων 3: 15, Δανιήλ 1: 1-2, κλπ. Ο Ιωακίμ δεν μεταφέρθηκε στην Βαβυλώνα, αλλά έγινε υποτελής βασιλεύς του Ναβουχοδονόσορος για 3 χρόνια, μετά επαναστάτησε και μετά απέθανε. Περίπου 7 ή 8 χρόνια μετά, μόλις που είχε αναλάβει ο γιος του Ιωακίμ, ονόματι Ιωαχίμ κατά τους Ο΄(β΄) αλλά Ιωαχίν κατά την Μασόρα, την έκδοση του King James, κ. ά., επανεκστρατεύει ο Ναβουχοδονόσορ και τιμωρεί με νέα μετετοικεσία Δ΄ Βασιλειών 24: 6-16. Ο Ιωαχίμ-Ιωαχίν με όλη του την οικογένεια μεταφέρθηκε στην Βαβυλώνα και αυτός πρέπει να είναι ο Ιεχονίας του Α΄ Παραλειπομένων 3: 16 και του Ματθαίου ανωτέρω. (Σημειώστε ότι μεταξύ των βιβλων των Βασιλειών και των Παραλειπομένων πολλά ονόματα έχουν παραλλαγές. Εδώ το «ν» της Μασόρας ταιριάζει με το «ν» του Ιεχονία.). Η τελευταία και χειρότερη μετοικεσία έλαβε χώρα μεταξύ –586-585, επί βασιλέως Σεδεκία, τρίτου γιού του Ιωσία, ο οποίος είχε την τύχη να είναι ο τελευταίος βασιλεύς του βασιλείου του Ιούδα, Δ΄ Βασιλειών 25: 1-26, Α΄ Παραλειπομένων 3: 15, κλπ. Επομένως ο Ιωσίας, υιός Αμών, απέθανε 5-6 χρόνια πριν η Βαβυλώνα αρχίσει να επεμβαίνει στις Ιουδαϊκές υποθέσεις με εκστρατείες και μετοικεσίες. Πώς λοιπόν έκανε ο Ιωσίας γιους ή εγγόνια μόνο με τα κοκάλα του;! Το ερώτημα που τίθεται είναι, πώς ή με ποιο σκοπό έκανε αυτό το μεγάλο λάθος ο θεόπνευστος, ευαγγελιστής και γραμματισμένος (ως πρώην τελώνης) Ματθαίος ας μας το εξηγήσουν οπωσδήποτε οι Χριστιανοί θεολόγοι και ιερείς με την βοήθεια του Αγίου τους Πνεύματος! Αναμένομε την απάντησή τους.
Ε) Ενώ λοιπόν βλέπομε ότι για να βγάλει τα δεκατεσσάρια του ο υποτιθέμενος Ματθαίος έκοψε και έραψε ονόματα όπου αυτός ενόμισε σκόπιμο, μετά από προσεκτική εξέταση αυτού του θέματος των γενεαλογιών αναδύεται και το εξής εύλογο ερώτημα: Από πού πήρε τα ονόματα της γενεαλογίας από τον Αβιούδ και μετά. Αυτά, εκτός από τέσσερις συνωνυμίες οι οποίες απαντώνται σε άλλες μακρινές, προηγούμενες και αρχαιότερες εποχές, δεν υπάρχουν πουθενά στην Παλαιά Διαθήκη. Μήπως λοιπόν είναι μυθοπλαστικά; Αν όχι, τότε να τα βρούνε οι πεφωτισμένοι της χριστιανικής αλήθειας και να μας τα δείξουν. Το αναμένομε και αυτό!
Ζ) Το κακό και πάλι δεν τελείωσε αλλά τώρα γίνεται ακόμα χειρότερο. Ο θεόπνευστος Λουκάς στο κεφάλαιο 3: 23-38 του Ευαγγελίου του, μας δίνει μιαν άλλη γενεαλογία του Ιησού τόσο διαφορετική από εκείνη του Ματθαίου που είναι να χάνεις το νου σου. Όπως ο Ματθαίος έτσι και ο Λουκάς δεν παρέθεσε καμία χρονολογία. Η θεόπνευστη Καινή λοιπόν μας παραδίδει δύο εντελώς διαφορετικές γενεαλογίες για το ίδιο άτομο, τον Ιησού Χριστό! Δεν είναι καταπληκτικό για ένα «ιστορικό πρόσωπο»;! Οι γενεές του Λουκά φτάνουν μέχρι τον Αδάμ. Πριν τον Αδάμ είναι κατ’ ευθείαν ο θεός (Γιαχβέχ) κάπου μεταξύ 4000 και 4500 Π. Κ. Ε.! Όπως και του Ματθαίου έτσι και οι γενεές του Λουκά παρουσιάζουν πολλά και διάφορα προβλήματα με την Παλαιά Διαθήκη που δεν θα τα ανατρέξομε εδώ. Μεταξύ Αβραάμ και Ιησού έχει βάλει 56 γενεές. Μεγάλη η διαφορά με τις 42 του Ματθαίου. Μεταξύ Αβραάμ και Δαυίδ ο Λουκάς έχει βάλει και το όνομα Ιωράμ που δεν υπάρχει στον Ματθαίο ούτε στα δύο βιβλία των Παραλειπομένων. Από τον Δαυίδ μέχρι τον Ιωσήφ τον πατριό του Ιησού Χριστού μόνο τρία ονόματα συμπίπτουν με αυτά του Ματθαίου αλλά και αυτά ευρίσκονται σε άλλη θέση και με άλλη σειρά. Αμέσως μετά τον Δαυίδ βάζει τον γιο του τον Νάθαν, και όχι τον Σολομώντα «εκ της του Ουρίου» όπως κάνει ο Ματθαίος τόσο εμφατικά! Πόθεν παίρνει τα περισσότερα ονόματα ο Λουκάς είναι άξιον απορίας. Ελπίζομε να μας την λύσουν οι φωστήρες του Εβραιοχριστιανισμού.
Σας παρακαλούμε να συγκρίνετε μόνοι σας αυτές τις γενεαλογίες για να πεισθείτε περί τίνος πρόκειται. Θα βρείτε και άλλες ουσιώδεις διαφορές και προβλήματα που έχουν μεταξύ τους. Μαζί μ’ αυτές ανοίξετε και το βιβλίο Α΄ Παραλειπομένων, κεφάλαια 2 και 3, για να απολαύσετε την ασυμφωνία αυτή σε όλο της το μεγαλείο. Π. χ., ο Χριστός έχει παππού, ως πατέρα του Ιωσήφ, τον Ιακώβ στον Ματθαίο 1: 16, ενώ στον Λουκά 3: 23, έχει τον Ηλί. Άραγε ο Ιωσήφ είχε δυο «πατεράδες»; Ας μας εξηγήσουν με ποιον θεόπνευστο τρόπο γίνεται αυτό, όπως και όλα τα άλλα χιλιάδες λάθη και αντιφάσεις
Όμως ο Ματθαίος αμέσως μετά μας λέγει: 1: 18 «Του δε Ιησού Χριστού η γέννησις ούτως ην. Μνηστευθείσης γαρ της μητρός αυτού Μαρίας τω Ιωσήφ, πριν ή συνελθείν αυτούς ευρέθη εν γαστρί έχουσα εκ Πνεύματος Αγίου.». Ο δε Λουκάς λέγει: 1: 34-35 «είπε δε Μαριάμ προς τον άγγελον· Πως έσται μοι τούτο, επεί άνδρα ου γινώσκω; και αποκριθείς ο άγγελος είπεν αυτή· Πνεύμα Άγιον επελεύσεται επί σε και δύναμις υψίστου επισκιάσει σοι· διό και το γεννώμενον άγιον κληθήσεται υιός Θεού.». Ακόμα ο Λουκάς γράφει: 3: 23 «Και αυτός ην ο Ιησούς ωσεί ετών τριάκοντα αρχόμενος, ων, ως ενομίζετο, υιός Ιωσήφ, του Ηλί,», δηλαδή ο Ιησούς δεν ήταν πραγματικός γιος του Ιωσήφ αλλά απλώς ο κόσμος ενόμιζε ότι ήταν! Και οι δυο τους λοιπόν τονίζουν καθαρά ότι ο Ιησούς προήλθε από το Άγιο Πνεύμα και την δεκατετράχρονη Εβραιοπούλα Παρθένο Μαριάμ (Μιργιάμ). Ο Ιωσήφ δεν είχε να κάνει απολύτως τίποτα με την δημιουργία του Ιησού. Όλο κι’ όλο ήταν αρραβωνιαστικός ή άνδρας της Μαριάμ. Παρ’ όλα ταύτα και οι δύο γενεαλογίες καταλήγουν στον γέροντα Ιωσήφ. Συνεπώς και εντέλει, οι δυο αυτές γενεαλογίες είναι εντελώς άχρηστες διότι δεν έχουν να κάνουν τίποτα με τον Ιησού Χριστό των Χριστιανών. Η μεν Μαριάμ ήταν και παρέμεινε παρθένος εσαεί, το δε Άγιο Πνεύμα δεν υπέκλεψε, ούτε κάν χρειαζόταν, το γεροντικό σπέρμα του ογδοηκοντούτη Ιωσήφ! Συνεπώς, προς τί αυτές οι δύο γενεαλογίες, οι ανόητες αντιφάσεις και τα κραυγαλέα λάθη; Προς τί, φωστήρες της Εβραιογνωστικοχριστινικής μάστιγας; Θα μας πείτε ποτέ να μάθομε; Αν είστε τίμιοι πρέπει ή να μας εξηγήσετε με πειστικό αντικειμενικό τρόπο ή να εγκαταλείψετε αυτή την μάστιγα!
Τί λέτε λοιπόν, είχε ή δεν είχε δίκιο εκείνος ο πονηρός που έγραφε στον Τιμόθεο και στον Τίτο τα εξής:
Α΄ Πρός Τιμόθεον 1: 4 μηδέ προσέχειν μύθοις και γενεαλογίαις απεράντοις, αίτινες ζητήσεις παρέχουσι μάλλον ή οικονομίαν Θεού την εν πίστει·
Πρός Τίτον 3: 9-10 μωράς δε ζητήσεις και γενεαλογίας και έρεις και μάχας νομικάς περιίστασο· εισί γαρ ανωφελείς και μάταιοι..αιρετικόν άνθρωπον μετά μίαν και δευτέραν νουθεσίαν παραιτού,».
Κάτι είχε μυριστεί αυτός ο ύποπτος χριστιανικός φωστήρας που έγραφε αυτά, όποιος κι’ αν ήταν. Πολύ πονηρός ο αθεόφοβος!
Αλλά και στην αφήγηση της γεννήσεως του Ιησού οι ίδιοι Ευαγγελιστές διαφωνούν σχεδόν παντού. Διαβάστε και συγκρίνετε το κεφάλαιο 2 του Ματθαίου και το κεφάλαιο 2 του Λουκά. Εκεί θα βρείτε ούτε και ‘γω δεν ξέρω πόσες αντιφάσεις, ασυμφωνίες και ιστορικές ανακρίβειες. Ως γνωστές και ήδη καταγεγραμμένες από πολλούς τις παραλείπομε εδώ. Μπορείτε βέβαια να τις βρείτε σε πολλά βιβλία της βιβλιογραφίας μας! Αν θέλετε όμως, προσπαθήσετε να κάνετε μια σύμφωνη σύνθεση των δύο αυτών κεφαλαίων σε ένα συνεπές κεφάλαιο να δούμε αν θα τα καταφέρετε! Κάνετε το ίδιο και με τις τέσσερις αφηγήσεις πάθους και αναστάσεως να δούμε τι θα βγάλετε!
Εσείς λοιπόν αξιότιμοι αναγνώστες τί έχετε να πείτε; Έχομε να κάνομε με Ιστορία ή με παραμύθια; Αυτοί που έγραψαν αυτά εδώ δεν τους ενδιέφερε η έρευνα και η διαπίστωση της αλήθειας. Το μόνο που τους ενδιέφερε ήταν η τυφλή πίστη εντός των κατά τόπους ομάδων τους, πάει και τελείωσε! Δηλαδή πίστευε και δεν πειράζει αν αυτά που πιστεύεις είναι ψεύδη, ή ανοησίες, ή αντιφάσεις, ή καταστροφικές επιταγές. Εσύ πίστευε, έτσι για την πίστη και τίποτα άλλο!
Ύστερα απ’ αυτά και μύρια άλλα τέτοια λάθη και αντιφάσεις εντός της Καινής Διαθήκης και όλα τα στοιχεία τα οποία έχουν εκθέσει στρατιές συγγραφέων και ερευνητών, όπως και ο συγγραφέας του παραρτήματος στο τέλος, τί Ιστορική βασιμότητα μπορεί να δώσει κανείς σ’ αυτό το βιβλίο; Απολύτως καμίαν! Κατά τον ίδιο ακριβώς τρόπο δεν υπάρχει και καμία συνέπεια μεταξύ των επί μέρους θεμάτων και δογμάτων της χριστιανικής θρησκείας! Όπως εξηγεί ο συγγραφέας του παραρτήματος παρακάτω η χριστιανική θρησκεία είναι τεχνητή και συνεπώς μη παραδοσιακή και ψευδής. Ο Ιησούς των Ευαγγελίων λοιπόν είναι απλώς μια παιδαριώδης μυθολογία και ένα σκανδαλώδες ψέμα!
Τέλος της παρεμβολής και συνεχίζομε: ]
Με τους ιστορικοποιούντες έχομε να κάνομε τις εξής γενικές παρατηρήσεις: Όλοι τους απορρίπτουν τον Ιησού Χριστό ως Θεό μαζί με όλα τα θαύματα, τα τέρατα και τα σημεία των Ευαγγελίων ή των παραδόσεων. Τις ελάχιστες γραμμές που απομένουν τις θεωρούν ως ιστορικές πληροφορίες. Παρ’ όλο που αυτές οι ελάχιστες γραμμές είναι εξαιρετικά ολίγες και ασύνδετες αυτοί τις θεωρούν αρκετές για να αναπλάσουν την τότε «Ιστορία». Έτσι θέτουν ορισμένες υποθέσεις που βασίζονται σε ό,τι αυτοί υποκειμενικά θεωρήσουν πιο πιθανό ή εύλογο και μετά αναπτύσσουν «ιστορικές» θεωρίες, εκ των οποίων καμία δεν συμφωνεί με καμιάν άλλη. Ο καθένας τους, σ’ αυτή την προσπάθειά του, διαλέγει από τα Ευαγγέλια και όλες τις παραδόσεις μόνο ό,τι βοηθά την θεωρία του και απορρίπτει οτιδήποτε άλλο. Μια σχεδόν καθολική υπόθεση περί του Ιησού των ιστορικοποιούντων είναι το ότι τον θέλουν να είναι επαναστάτης, είτε κατά των Ρωμαίων, είτε κατά της τοπικής πολιτικο-θρησκευτικής καταδυνάστευσης, είτε κατά των δύο. Μια άλλη καθολική υπόθεση είναι το ότι ήταν τόσο αφανής, ταπεινός και ασήμος ώστε να μην τον σημειώσει κάπου έστω και για λίγο η επίσημη Ιστορία. Περίεργον όμως! Επαναστάτης κατά των Ρωμαίων και της τοπικής εκμεταλλεύσεως του Ιουδαϊκού λαού την εποχή εκείνη, ο οποίος καταδικάστηκε και εμαρτύρησε με άδικο και άτιμο θάνατο για τις ευγενείς επιδιώξεις του και όμως καμία Ιστορία δεν τον σημείωσε έστω και για λίγο! Εδώ έχει σημειώσει άλλους τσαρλατάνους και πολύ ασημάντους και αυτόν με τον οποίο ασχολούνται χιλιάδες ερευνητές εδώ και τόσους αιώνες, αυτόν βρήκε να αφήσει έξω; Περίεργα πράγματα! Ακόμα τους ακούμε συχνά να λένε την συναισθηματική αντιεπιστημονική ρήση. «Δεν μπορεί, κάποιος πρέπει να υπήρχε. Κι’ αν κάτι δεν είναι όπως ακριβώς το εξηγώ εγώ, εεε... τότε κάποια άλλη εξήγηση θα υπάρχει!». Τοιουτοτρόπως, το γεγονός ότι «κάθε ιστορικοποιών επιστήμων μπορεί να φτιάξει και τελικά φτιάχνει μια δική του ιστορία περί Ιησού Χριστού εντελώς διαφορετική από τις ιστορίες όλων των άλλων» καταντά απόδειξη του ότι ο χριστιανικός Ιησούς δεν είναι ιστορικό πρόσωπο, ο δε Ιησούς των Ευαγγελίων είναι μια παιδαριώδης μυθολογία και ένα σκανδαλώδες ψέμα.
[Αν κανείς επιθυμεί να καταγράψει ένας μέρος των ονομάτων από τις στρατιές των ιστορικοποιούντων και των μυθικιστών ερευνητών ας ανατρέξει τουλάχιστον στα βιβλία:
1. Κορδάτου Γιάνη, Αρχαίες Θρησκείες και Χριστιανισμός, Εκδόσεις Μπουκουμάνη, Αθήνα 1973, σελίδες 207-230. (Σ’ αυτό το βιβλίο ο Γ. Κορδάτος είναι καθαρά μυθικιστής, περί τα έτη 1925-1930.).
2. Κορδάτου Γιάνη, Ιησούς Χριστός και Χριστιανισμός, 2 Τόμοι, Εκδόσεις Μπουκουμάνη, Αθήνα 1975, σελίδες 1-52. (Σ’ αυτό το βιβλίο ο Γ. Κορδάτος εμφανίζεται ως ιστορικοποιών, 45 χρόνια μετά!).
3. Μάρας Θωμάς, Οι Αντιφάσεις της Καινής Διαθήκης, Εκδόσεις Σμυρνιώτη, ή Εκδόσεις Νέος Σταθμός, ή Εκδόσεις Δίβρης, Αθήνα 1978 – 1979, σελίδες 1-65. (Ο Θ. Μάρας είναι καθαρά μυθικιστής.).]
Ενώ λοιπόν καθένας από τους ιστορικοποιούντες πλάθει την δική του ιστορία διά τον βίον του Ιησού αλλά αφού μηδενίσει την προσωπικότητά του, αντίθετα ο κάθε μυθικιστής με τα στοιχεία που ερευνά, ανακαλύπτει και παρουσιάζει, συμβάλλει λογικώς και σταθερώς στο συμπέρασμα ότι δεν υπήρχε Ιησούς. Θα ήταν πολύ ακριβέστερον το να αρχίσει κανείς με την υπόθεση ότι όλες οι χριστιανικές παραδόσεις που αφορούν τον Ιησού Χριστό είναι μύθοι ή θρύλοι και να ερευνήσει μήπως μπορεί μέσα απ’ αυτόν τον δαίδαλο των παραπλανητικών και αντιφατικών δεδομένων και στοιχείων ανακαλύψει κανένα ιστορικό πρόσωπο. Έτσι τα τελευταία 300 χρόνια πάρα πολλοί επιστήμονες, ιστορικοί, θεολόγοι και ολόκληρες πανεπιστημιακές σχολές ξόδεψαν πάρα πολύ χρόνο, χρήμα και ενέργεια μήπως ανακαλύψουν τον ιστορικό Χριστό μέσω των κειμένων που τον αναφέρουν, δηλαδή των κειμένων θρησκευτικής πίστεως των διαφόρων πολυαρίθμων χριστιανικών διομολογήσεων. Αυτά τα κείμενα, εκτός από την Παλαιά Διαθήκη και τα Απόκρυφά κείμενα της, είναι: Η Καινή Διαθήκη, μια εκτενής και πολυσχιδής απόκρυφη βιβλιογραφία, οι Ιερές Παραδόσεις και οι διάφορες Κατηχήσεις. Τελικά όλες οι προσπάθειες κατέληξαν στο μηδέν! Όλοι αυτοί οι μεγάλοι αμερόληπτοι επιστήμονες, λαμπρά μυαλά, και οι πανεπιστημιακές σχολές βρήκαν έναν Ιησού Χριστό φάντασμα και τίποτα παραπάνω! [Μια απόδειξη αυτού αποτελεί το σπουδαίο ερευνητικό πόνημα του Albert Schweitzer, The Quest of the Historical Jesus (Η αναζήτηση του Ιστορικού Ιησού), Introduction by James M. Robinson, Collier Books, 1968, και πολλά άλλα!].
Αν εξαιρέσομε την τεράστια πληθώρα αντιφάσεων, λαθών, παραλογισμών, κλπ., που όλη αυτή η γραμματεία περιέχει, βλέπομε ότι πίσω απ’ όλην αυτή την φιλολογία βρίσκονται αρχικά πολλές και διάφορες πρωτογενείς χριστιανικές, ή καλλίτερα Εβραιοχριστιανικές και μετ’ ολίγον Γνωστικοχριστιανικές, κοινότητες, που η κάθε μια λέει τα δικά της περί του θρυλικού αυτού προσώπου. Το όνομα Χριστός είναι η μετάφραση στα Ελληνικά του Μεσσίαχ (= χρισμένος, χριστός) της Εβραϊκής παραδόσεως από το τέλος του 7ου αιώνα Π. Κ. Ε. και μετά. Στα όνειρα (προφητείες) των Εβραίων, Μεσσίαχ θα ήταν εκείνος ο ελέω Γιαχβέχ χρισμένος βασιλεύς που θα κατάγονταν από τον Δαυίδ που θα επανακτούσε το κράτος του Δαυίδ. Έτσι θα έθετε τέρμα στις περιπέτειες και τις θλίψεις του λαού του που τόσο πολύ αδικούταν από τους γύρω κατακτητές. Τίποτα παραπάνω. Από την Ελληνική μετάφραση αυτού του όρου έχομε την ονομασία των Χριστιανών και του Χριστιανισμού.
Με την πάροδο των αιώνων, τα συνεχή παθήματα και την θρησκοληψία του Εβραϊκού λαού, ή έννοια και η αντίληψη περί Μεσσίαχ άλλαζε και προσαρμοζόταν στις νέες καταστάσεις. Έτσι εμφανίστηκαν πολλές αιρέσεις πάνω στο ζήτημα αυτό όπως και μέσα σ’ όλην την Εβραϊκή θρησκεία! Έχομε: Σαδδουκαίους, Ζαδοκίτες, Φαρισαίους, Εσσαίους, Υιούς Φωτός, Νοτζρίμ, Εβιωνίτες, Ζηλωτές, Εσχατολόγους, Αποκαλυπτικούς, Θεραπευτές, Χριστιανούς, κλπ. Τελικά στην χριστιανική αίρεση (αποκαλουμένη και οδός ή αίρεσις των Ναζωραίων, δεισιδαιμονία στις Πράξεις 9: 2, 24: 5, 22, 25: 19), έχομε τον Μεσσίαχ Χριστό να παίρνει τις μορφές των διαφόρων Ιησούδων των Ευαγγελίων, του Παύλου, κλπ.!
Αυτό που γράφει το Κατά Λουκάν Ευαγγέλιον, 2: 34, «ιδού ούτος κείται... εις σημείον αντιλεγόμενον» δεν είναι προφητεία για κάποιο μελλοντικό ενδεχόμενο, αλλά είναι αυτή αύτη η τότε υπάρχουσα κατάσταση. Ήδη από τον 1ον αιώνα Κ. Ε. ο Ιησούς Χριστός ήταν σημείο ισχυρώς αντιλεγόμενο ανάμεσα στις ήδη πολυάριθμες χριστιανικές αιρέσεις, κοινότητες και ομάδες.
Αν και οι χριστιανοί διαθέτουν την ημερομηνία εμφανίσεως των Ευαγγελίων με τους τίτλους τους οποίους φέρουν από τον Ειρηναίο περί το 181-185 Κ. Ε., ήτοι 150 χρόνια περίπου μετά τον θάνατο του υποτιθέμένου Ιησού Χριστού, μέχρι τότες υπήρχαν ήδη περί τις 150 αιρέσεις. Αλλά και πολύ νωρίτερα ο Παύλος και ο Ιωάννης μέσα στις επιστολές τους ωρύονται κατά των αιρετικών, ψευδοδιδασκάλων, αντιχρίστων, ψευδοπροφητών, κλπ.. Π. χ.,
1) Α΄ Πρός Κορινθίους 1: 11-13 «εδηλώθη γαρ μοι περί υμών, αδελφοί μου, υπό των Χλόης ότι έριδες εν υμίν εισι. λέγω δε τούτο, ότι έκαστος υμών λέγει· εγώ μεν ειμι Παύλου, εγώ δε Απολλώ, εγώ δε Κηφά, εγώ δε Χριστού. μεμέρισται ο Χριστός; μη Παύλος εσταυρώθη υπέρ υμών; ή εις το όνομα Παύλου εβαπτίσθητε;», που σημαίνει ότι εκτός από τις αιρέσεις οι χριστιανοί του Παύλου στην Κόρινθο ήξεραν τον Χριστό αλλ’ όχι τον Ιησού.
2) Α΄ Ιωάννου 4: 1-3 «Αγαπητοί, μη παντί πνεύματι πιστεύετε, αλλά δοκιμάζετε τα πνεύματα ει εκ του Θεού εστιν, ότι πολλοί ψευδοπροφήται εξεληλύθασιν εις τον κόσμον. εν τούτω γινώσκετε το πνεύμα του Θεού· παν πνεύμα ό ομολογεί Ιησούν Χριστόν εν σαρκί εληλυθότα, εκ του Θεού έστι· και παν πνεύμα ό μη ομολογεί τον Ιησούν Χριστόν εν σαρκί εληλυθότα, εκ του Θεού ουκ έστι· και τούτό εστι το του αντιχρίστου ό ακηκόατε ότι έρχεται, και νυν εν τω κόσμω εστίν ήδη.».
3) Β΄ Ιωάννου 7 «ότι πολλοί πλάνοι εισήλθον εις τον κόσμον, οι μη ομολογούντες Ιησούν Χριστόν ερχόμενον εν σαρκί· ούτός εστιν ο πλάνος και ο αντίχριστος.».
4) Ματθαίος 24: 23-24 «τότε εάν τις υμίν είπη, ιδού ώδε ο Χριστός ή ώδε, μη πιστεύσητε· εγερθήσονται γαρ ψευδόχριστοι και ψευδοπροφήται και δώσουσι σημεία μεγάλα και τέρατα, ωστε πλανήσαι, ει δυνατόν, και τους εκλεκτούς.», Μάρκος 13: 21-23 και Λουκάς 17: 21-23, 21: 8.
5) Κέλσου «Αληθής Λόγος» «... Αλλ’ οίδα καί τρίτον γένος είναι τών ονομαζόντων ψυχικούς τινας καί πνευματικούς ετέρους· καί δέ τινας επαγγελομένους είναι γνωστικούς καί τινας τόν Ιησούν αποδεχομένους...».
6) (Πολλά άλλα παραδείγματα!)
Πότε ακριβώς, που και πως πρωτοεμφανίστηκαν χριστιανικές κοινότητες είναι ένα ερώτημα που δεν έχει απαντηθεί με απόλυτη ακρίβεια αλλά ακόμα βασανίζει τους ερευνητές. Από τις Πράξεις και τις Επιστολές μαθαίνομε ότι, εκτός από την Ιερουσαλήμ, αυτές υπήρχαν στην Αλεξάνδρεια, Δαμασκό, Αντιόχεια, Ρώμη, κ. α., μερικά έτη πριν από την μεταστροφή και την Εβραιοχριστιανική δράση του Παύλου. Για την Αίγυπτο έχομε μαρτυρίες και από άλλες πηγές. Π. χ. βλέπομε τους υπόπτους Ιουδαίους Ακύλα και Πρίσκιλλα, άρτι αφιχθέντες εξ Ιταλίας, και τον Αλεξανδρινό Ιουδαίο Απολλώ να συναντούν τον Παύλο στην Κόρινθο και να καταστρώνουν κοινή δράση (Πράξεις 18: 2-3, 24, 19: 1, Πρός Ρωμαίους 16: 4, Α΄ Πρός Κορινθίους 1: 12, 3: 4-6, 16: 12, 19, Πρός Τίτον 3: 13. Εκτός απ’ αυτές τις αναφορές δεν γνωρίζομε τίποτα άλλο για αυτούς.). Ο ίδιος ο Παύλος με όλη την Επιστολή Πρός Ρωμαίους που έγραψε από την Κόρινθο καθιστά σαφές ότι στη Ρώμη υπήρχε Εβραιοχριστιανική κοινότητα για πολύ καιρό προτού αυτός επισκεφθεί την πρωτεύουσα (βλέπε και στίχο 15: 20). Πέραν εικασιών και παραδόσεων κανείς δεν γνωρίζει επακριβώς πως βρέθηκαν χριστιανοί από τόσο ενωρίς στην Ρώμη. Ο ευνούχος Μελίτων επίσκοπος Σάρδεων, στην Απολογία του προς τον αυτοκράτορα Μάρκο Αυρήλιο (+161 – 180 Κ. Ε.) τονίζει ότι ο Χριστιανισμός ως θρησκεία άρχισε να διαδίδεται την εποχή του Αυγούστου (– 27 Π. Κ. Ε. - +14 Κ. Ε.) (δηλαδή πριν από την αρχή της δράσεως του Ιησού Χριστού, περίεργο!). Προσθέτει δε ότι ως θρησκεία, ο Χριστιανισμός έγινε δεκτός απ’ όλους τους αυτοκράτορες εκτός από τον Νέρωνα και τον Δομιτιανό. Τα στοιχεία αυτά, κ. ά., αποδεικνύουν τον ισχυρισμό περί υπάρξεως πρωτογενών Εβραιοχριστιανικών και μετ’ ολίγον Γνωστικοχριστιανικών κοινοτήτων ανά την αυτοκρατορία.
Πολλά έχουν προταθεί περί της ενάρξεως των χριστιανικών κοινοτήτων. Βεβαίως το επεισόδιο της Πεντηκοστής που περιγράφεται στις Πράξεις 2, είναι εντελώς ξεκομμένο από την πραγματικότητα. Όλα δεικνύουν ότι ο Χριστιανισμός άρχισε σαν αίρεση του Ιουδαϊσμού γύρω στα 200 χρόνια προ Χριστού. Υπάρχουν πολλά κοινά και μη κοινά σημεία μεταξύ όλων των πρωταρχικών χριστιανικών κοινοτήτων. Π. χ. ένα κοινό στοιχείο όλων αυτών των κοινοτήτων είναι μια άμεση εσχατολογία και ολοκληρωτική απαξία του υπάρχοντος κόσμου, δηλαδή το τέλος του κόσμου ευρίσκετο προ των θυρών, μαζί με έναν άμεσο αποκαλυπτικό μεσσιανισμό. Φόβος και τρόμος κυριαρχούσε σ’ αυτές τις κοινότητες όχι μόνο διότι, κατά την πίστη τους, το τέλος του κόσμου ευρίσκετο προ των θυρών, αλλά και διότι ο κριτής Μεσσίας θα αποκαλυπτόταν όπου να ‘ναι για να ανακαινίσει τα πάντα και αλίμονο και τρις αλίμονο σε κείνους που θα τιμωρούσε. Ένα άλλο κοινό σημείο είναι μια συνεχής αναφορά στις Ιουδαϊκές κανονικές και μη κανονικές γραφές (εσχατολογικές, απόκρυφες, αποκαλυπτικές κλπ.). Κάθε κοινότητα τις χρησιμοποιεί και τις ερμηνεύει κατά το δοκούν. Αυτό είναι ένα μη κοινό στοιχείο.
Τελικώς, όλες οι προσπάθειες των ανεπηρεάστων επιστημόνων ερευνητών και πανεπιστημιακών σχολών περί της ιστορικότητος του Ιησού κατέληξαν σε ένα φάντασμα και όχι σε ένα ιστορικό πρόσωπο. Μερικές φορές οι φανατικοί για να «αποδείξουν», όπως νομίζουν, την ιστορικότητα το Ιησού φέρουν στην επιφάνεια μερικές αναφορές μηδαμινής σημασίας, πολύ αμφιβόλου προελεύσεως και φαιδρές, τις οποίες θα παραβλέψομε εδώ. Όσοι όμως θέλουν να ισχυριστούν ότι ο Ιησούς ήταν «πραγματι» Ιστορικό πρόσωπο, σύμφωνα με τα κριτήρια που απαιτεί η Επιστήμη της Ιστορίας, προσκομίζουν κυρίως τις παρακάτω τέσσερις αναφορές, οι οποίες έχουν μελετηθεί πολλαπλώς σε μια απέραντη διεθνή βιβλιογραφία.
(1) Δύο αναφορές του Ιουδαίου Ιστορικού Ιωσήπου Φλαβίου (Μπεν Ματτιτιάου, 37-100 Κ.Ε.). Αυτές βρίσκονται στο σύγγραμμά του Ιουδαϊκή Αρχαιολογία που το έγραψε το 93-94 Κ. Ε.
(2) Μία αναφορά του Ρωμαίου Πολιτικού και Ιστορικού Κορνηλίου Τακίτου (55-120 Κ. Ε.), που βρίσκεται στο σύγγραμμά του Χρονικά XV, 44. Το έγραψε το έτος 110 Κ. Ε.
(3) Μια αναφορά του Ρωμαίου Ιστορικού Γαΐου Τρανκουίλλου Σουετωνίου (69-140 Κ. Ε.), που βρίσκεται στο κεφάλαιο περί αυτοκράτορος Κλαυδίου του συγγραμμάτος του Οι Βίοι των Δώδεκα Καισάρων, που το έγραψε το +110 Κ. Ε.
(4) Μια επιστολή προς τον Αυτοκράτορα Τραϊανό του Ρωμαίου Κυβερνήτη της Βιθυνίας της Μικράς Ασίας, Πλινίου του Νεωτέρου (62-113 Κ.Ε.), την οποίαν έγραψε κατά το + 112 Κ. Ε.
Η πρώτη αναφορά του Ιωσήπου (Ι. Αρχ. 18: 3: 3 ή 18: 63-64) είναι το κύριο μέλημά μας και θα την εξετάσσομε και θα κάνομε περισσότερες παρατηρήσεις επ’ αυτής στις επόμενες παραγράφους. Είναι η μόνη και μοναδική, άμεση, ισχυρή υπάρχουσα μαρτυρία περί Ιησού Χριστού αν και είναι εξαιρετικά σύντομη (8 γραμμές). Όπως όμως είναι γραμμένη, παρά την αφύσικη συντομία της, σκοπόν έχει την πιστοποίηση της ιστορικότητας και της θεότητας του Ιησού Χριστού. Έτσι πολλές φορές βλέπομε να την παραθέτουν μόνη της ως αρκετή απόδειξη της ιστορικότητας του Ιησού Χριστού σε σύντομα άρθρα εφημερίδων και περιοδικών. Η δεύτερη αναφορά του Ιωσήπου (Ι. Αρχ. 20: 9: 1 ή 20: 200) είναι μόνο τρεις παρενθετικές λέξεις εν μέσω άλλου σοβαρού ζητήματος το οποίο ο Ιστορικός πολύ περιέργως αναπτύσσει με εξαιρετική λιτότητα. Δεν έχει σκοπό να δώσει μαρτυρία για την ιστορικότητα του Ιησού (βλ. Ι. Αρχ. 20: 9). Χωρίς την πρώτη αναφορά ή δεύτερη μόνη της δεν έχει Ιστορική αξία. Θα εξετάσσομε αυτές τις αναφορές πολύπλευρα στα επόμενα μέρη της παρούσας εργασίας.
Οι υπόλοιπες τρεις αναφορές έχουν τεθεί εν παρόδω και εν μέσω άλλων γεγονότων. Δεν έχουν σκοπό την πιστοποίηση της ιστορικότητας του Ιησού Χριστού.
(α) Ο Τάκιτος με αφορμή την μεγάλη πυρκαγιά της Ρώμης επί Νέρωνος (+ 64), αναφέρει και απλώς πιστοποιεί το ήδη γνωστό γεγονός της υπάρξεως Χριστιανών στη Ρώμη που πιστεύουν σε κάποιον Χριστό που εκτελέστηκε από τον Ποντίο Πιλάτο στην Ιουδαία. Δεν κάνει καμιά άμεση αναφορά περί του Ιησού Χριστού και δεν είχε τέτοιο σκοπό. (Π. χ., το ότι αναφέρεται πως πολλοί Ινδοί πιστεύουν στον Κρίσνα εδώ και μερικές χιλιάδες χρόνια δεν σημαίνει ότι απεδείχθη ιστορικώς πως υπήρχε Κρίσνα.). Αν ο Τάκιτος, ως Ρωμαίος ιστορικός, έγραφε κατ’ ευθείαν περί Ιησού θα τον ανέφερε με το πραγματικό όνομά του όπως θα το είχαν, αν το είχαν, τα αρχεία της αυτοκρατορίας και όχι με την Εβραιοχριστιανική προσωνυμία Χριστός.
(β) Ο Σουετώνιος γράφει: «Judaeos impulsore Chresto assidue tumultuantis Roma expulit», δηλαδή «εξέβαλε τους Ιουδαίους από τη Ρώμη, διότι υποκινούμενοι από (κάποιον) Χρηστο έκαναν (συνεχώς) ταραχές». Γι’ αυτή τη γραμμή γίνεται όλη η φασαρία και αυτήν φέρουν οι Χριστιανοί ως βάσιμη ιστορική μαρτυρία περί Ιησού Χριστού. Εδώ ο Σουετώνιος μιλάει για κάποιον Χρήστο ή Χρηστό που υποκινούσε τους Ιουδαίους, και όχι τους Χριστιανούς, να δημιουργούν συνεχώς ταραχές στη Ρώμη. Έτσι ο αυτοκράτορας Κλαύδιος αναγκάστηκε να εκδιώξει τους Ιουδαίους από τη Ρώμη, πράγμα που μαρτυρείται και στις Πράξεις των Αποστόλων 18: 2. Εδώ όμως αναφέρονται οι Ιουδαίοι και όχι οι Χριστιανοί. Το «Χρήστος ή Χρηστός» δεν είναι όνομα αλλά τίτλος όπως και το Χριστός. Πρόκειται άραγε εδώ για ορθογραφικό λάθος; Σε μερικούς Χριστιανούς έτσι αρέσει να λένε. Αλλά είναι έτσι; Είναι εντελώς ξεκάρφωτο να ισχυρίζονται ότι ο εδώ «Χρηστος» είναι ο Ιησούς Χριστός. Η ιστορία ως επιστήμη δεν στηρίζεται στο τι συμφέρει κάποιαν ομάδα! Ο Χριστός ουδέποτε βρέθηκε στη Ρώμη πόσο μάλλον να ήταν εκεί και να υποκινούσε τους Ιουδαίους να κάνουν ταραχές. Ακόμα, σύμφωνα με τους Χριστιανούς, ο Ιησούς Χριστός έφυγε από την επίγεια ζωή κατά τα έτη +30-35, ενώ ο Κλαύδιος ήταν αυτοκράτορας από το +41 έως +54. Αυτή η φράση λοιπόν είναι ελλιπής και ασαφής περί του ποίος ήταν ο «Χρηστος». Ο Σουετώνιος δεν μας εξηγεί ποιος ήταν αυτός, αλλά τον εννοεί ως κάποιον. Έτσι η φράση παραμένει αινιγματική και έχει λάβει πολλές πιθανές ερμηνείες, τις οποίες παρακάμπτομε εδώ. Επομένως δεν αποτελεί καμία βάσιμη ιστορική μαρτυρία περί Ιησού, πολλώ μάλλον περί Ιησού Χριστού των Ευαγγελίων. Ίσως αυτός ο «Χρηστος» να ήταν κάποιος Ιουδαίος που πήγε στη Ρώμη και παρουσιάστηκε στους εκεί Ιουδαίους ως Μεσσίας, με αποτέλεσμα όσοι επείσθησαν να δημιουργούν ταραχές εναντίον των Ρωμαίων και των Ιουδαίων που δεν επείσθησαν. Εκείνα τα χρόνια οι Ιουδαίοι Μεσσίες ήταν μπόλικοι κάθε χρόνο!
(γ) Ο Ρωμαίος κυβερνήτης Πλίνιος ο Νεώτερος στην επιστολή του αναφέρει ότι ξαφνικά ανεκάλυψε την απόκρυφη ομάδα των Χριστιανών. Αυτοί ψάλλουν αντιφωνικούς ύμνους προς τιμήν κάποιου Χριστού τον οποίον πιστεύουν ως θεό. Δεν γράφει το όνομα Ιησούς αλλά τον τίτλο Χριστός! Ακόμα ρωτάει το αυτοκράτορα Τραϊανό πως να μεταχειρίζεται τους Χριστιανούς που για πρώτη φορά ανεκάλυψε στην Βιθυνία, ..., κλπ.
Επομένως όλα αυτά τα εδάφια εγράφησαν με σκοπό να εκθέσουν συγκεκριμένα γεγονότα που δεν έχουν καμία σχέση με τον ιστορικό Ιησού. Δεν μας μεταφέρουν στις περιγραφές ούτε των Ευαγγελίων ούτε των Πράξεων, που είναι τα επίσημα έγραφα των Χριστιανών, και δεν πιστοποιούν τίποτα απ’ αυτές! Αναφέρουν κάποιους χριστιανούς και ένεκα αυτών κάποιον Χριστό ή Χρήστο και όχι τον Ιησού ευθέως. Δεν γράφτηκαν δηλαδή για να πιστοποιήσουν τον Ιησού Χριστό. Εκτός της επιστολής του Πλινίου, οι άλλες έμμεσες αναφορές περί Χριστού, και όχι περί Χριστιανών, που ευρίσκονται εκτός Ιωσήπου δεν γεμίζουν ούτε μια σελίδα όλες μαζί. Έτσι δεν έχουν καμία αξία για την απόδειξη της ιστορικότητάς του Ιησού Χριστού, εκτός ίσως να έχουν αξία για την ιστορικότητα των οπαδών του, πράγμα που ποτέ δεν αμφισβητήθηκε. Αν οι οπαδοί πολλών θρησκειών πιστεύουν σε μυθολογικές οντότητες, αυτό δεν αποδεικνύει ότι οι οντότητες αυτές είναι ιστορικές.
Η επιστολή του Πλινίου διασώζεται στα έργα του, πάντα υπόπτου, Ευσεβίου Καισαρείας και θεωρείται εν μέρει ή εν όλω πλαστογραφία για τους εξής λόγους:
(1) Ο Ευσέβιος ως ιστορικός και ως άτομο δεν χαίρει καμίας εμπιστοσύνης από όλους τους αμερολήπτους επιστήμονες για πολλούς και διαφόρους γνωστούς λόγους, που αναπτύσσομε εντός των κειμένων μας. Θεωρείται πλαστογράφος, παραχαράκτης, και ψεύτης! (Βλέπε το: Κατά της χριστιανικής απολογητικής, κ. ά.). Π. χ., ο Ευσέβιος πλαστογράφησε την ανόητη αλληλογραφία του Ιησού Χριστού με τον βασιλιά της Εδέσσης της Μεσοποταμίας Αβγάρου, κλπ.
(2) Φράσεις και μια παράγραφος της επιστολής έχουν ευρεθεί και σε άλλη επιστολή από τον κυβερνήτη της Συρίας Τιβεριανόν προς τον Τραϊανόν, όπως καταδεικνύει ο σπουδαίος ερευνητής Hieronymo Xaviero στο βιβλίο του Historia Christi Persice (Η Περσική Ιστορία του Χριστού) κατά το έτος 1703. Πρέπει να πούμε ότι σ’ αυτό το σπουδαίο έργο ο ερευνητής συγγραφέας αναφέρει τις αρχαιότερες πηγές και επίσης καταγγέλλει την αναφορά περί Ιησού εντός του Ιωσήπου ως ξεκάθαρη πλαστογραφία.
(3) Ο Πλίνιος (+61 - 115) και ο Τάκιτος (+55 - 120) ήταν προσωπικοί φίλοι και πολιτικοί της Ρώμης. Ο μεν Τάκιτος εμφανίζεται να γνωρίζει τους Χριστιανούς στη Ρώμη, ενώ κατά την επιστολή (που γράφτηκε ως υποτίθεται το +112) ο Πλίνιος τους ανακαλύπτει για πρώτη φορά στη Βιθυνία, αφ’ ότου διορίστηκε και μετέβη εκεί ως κυβερνήτης επί Τραϊανού περί το έτος + 98. Αλλά και εκεί δεν είχε δώσει σημασία στους χριστιανούς για ολόκληρα 14 χρόνια (+ 98 - 112), αν τους είχε πάρει χαμπάρι.
Βεβαίως αυτό το τελευταίο στοιχείο περί της επιστολής του Πλινίου μπορεί να χρησιμοποιηθεί και ως επιχείρημα στο ότι η μαρτυρία του Τακίτου περί Χριστιανών στη Ρώμη είναι πλαστογραφία. Πολλοί μεγάλοι χριστιανολόγοι, όπως Hochart, H. Schiller, P. Fabia, R. Taylor, Α. Drews, Malver, κ. α., θεωρούν το κείμενο αυτό του Τακίτου ως καθαρή πλαστογραφία. Όπως εξηγούν αυτοί οι ερευνητές την εποχή του Νέρωνα οι οπαδοί της αιρέσεως του υποτιθεμένου Ιησού Χριστού ήταν άγνωστοι με το Λατινικό Christiani, ενώ αυτό απαντάται μέσα στο κείμενο του Τακίτου. (Ο λατινισμός «χριστιανός» που αναφέρεται στις Πράξεις 11: 26, 26: 28, και στην Α΄ Πέτρου 4: 16, είναι υστερότερη παρεμβολή. Βλέπομε ακόμα ότι, πολύ αργότερα ο Αυτοκράτωρ Μέγας Ιουλιανός (+331-363) δεν τον χρησιμοποιεί, αλλά γράφει Γαλιλαίοι.). Στο κείμενο εντός του Τακίτου ο Πιλάτος αναφέρεται λανθασμένως ως procurator αντί του ορθού prefectus. Επειδή ο Τάκιτος ήταν και πολιτικός, αυτό το λάθος υποστηρίζει την άποψη περί πλαστογραφημένης παραγράφου. Ο αείμνηστος R. Taylor στο βιβλίο του Diegesis, σελίδες 392-397, αναπτύσσει 20 λόγους διά τους οποίους το κείμενο αυτό του Τακίτου οφείλει να είναι παραχάραξη.
Αν πάλι την εποχή του Τακίτου κατά το +110 οι οπαδοί της αιρέσεως του Ιησού είχαν γίνει γνωστοί με το όνομα χριστιανοί και ο Τάκιτος χρησιμοποιεί αυτό το όνομα αναχρονιστικά, τότε πώς είναι δυνατόν ο φίλος του και πολιτικός Πλίνιος ο Νεώτερος κατά τα ίδια χρόνια να μας λέγει ότι τους ανεκάλυψε για πρώτη φορά στην Βιθυνία; Η κατάσταση με τον Τάκιτο γίνεται ακόμα πιο απελπιστική διότι: Οι πρώτες αναφορές στα έργα του εμφανίζονται πολύ πρόσφατα, δηλαδή από το τέλος του 15ου αιώνα και μετά, όταν στην Βενετία εξεδόθη διά πρώτη φορά ένα κουτσουρεμένο αντίγραφο των Χρονικών από τον πλούσιο συλλέκτη Johannes de Spire το έτος +1468. Η έκδοση αυτή είναι κουτσουρεμένη διότι λείπουν τα κρισιμότατα κεφάλαια περί Γαΐου Καλιγούλα και Κλαυδίου τα οποία θα μας διαφώτιζαν σε πάρα πολλά πράγματα. Πριν απ’ αυτή την έκδοση, δηλαδή για 1300 περίπου χρόνια, ο Τάκιτος αγνοείται παντελώς απ’ όλους τους χριστιανούς Πατέρες και μη Πατέρες, ακόμα και τους Πάπες της Ρώμης. Δεν αναφέρεται πουθενά, ούτε υπάρχει νύξη ή υπαινιγμός σ’ αυτόν, ενώ αυτή η αναφορά περί μαρτυρίων και διωγμών επί Νέρωνος, κλπ., θα αποτελούσε για όλους τους χριστιανούς έναν ακόμα έπαινο και μια ισχυρή διαφήμιση! Ο Νέρων έγινε κακός για τους Χριστιανούς μόνο μετά το έτος +1468! Τί λέτε; Περίεργο! Αλλά και προς στιγμήν να υποθέσομε ότι η παράγραφος του Τακίτου είναι γνησία, η μαρτυρία την οποία φέρει είναι για κάτι Χριστιανούς, οι οποίοι ειρήσθω εν παρόδω πίστευαν σε κάποιο Χριστό. Δεν αποτελεί ιστορική αναφορά για τον Ιησού Χριστό.
Για πάρα πολλούς λόγους που έχουν αναπτύξει πάρα πολλοί σπουδασμένοι και κυριότεροι μελετητές των τελευταίων 300 ετών (τον κατάλογο των ονομάτων των οποίων παραλείπομε εδώ), μεταξύ των οποίων υπήρχαν και πολλοί Χριστιανοί θεολόγοι, όλες αυτές οι ανωτέρω αναφορές είναι σκόπιμες παραχαράξεις και παρεμβολές Χριστιανών αντιγραφέων. Άλλοι πάλι ισχυρίζονται ότι είναι εν μέρει παραχαράξεις και εντοπίζουν τα εμβόλιμα σημεία τους. Τέλος υπάρχουν και οι πιστοί που δέχονται ότι είναι αυθεντικές ως έχουν μόνο και μόνο γιατί αυτό ικανοποιεί την πίστη τους. Όλοι οι λόγοι που οι τρεις ομάδες επικαλούνται έχουν εκτεθεί πλειστάκις σε εκατοντάδες βιβλίων και άρθρων. Εδώ δεν έχομε σκοπό να ανατρέξομε σ’ αυτούς τους λόγους ούτε θα ασχοληθούμε με θρησκευτικές πίστεις και να επαναλάβομε τα ίδια. Ο ενδιαφερόμενος μελετητής μπορεί να βρει και να μελετήσει όλους τους λόγους και των τριών ομάδων και ας αποφασίσει προς τα πού κλίνει.
Ας μην ξεχνάμε όμως ότι, τα αρχαιότερα υπαρκτά χειρόγραφα των ανωτέρω συγγραμμάτων είναι του 11ου αιώνα Κ.Ε. και μετά. Δεν υπάρχουν τα πρωτότυπα. Οι αναφορές άλλων συγγραφέων σ’ αυτές τις γραμμές έγιναν μερικούς αιώνες μετά τη συγγραφή τους ή μετά την ανακάλυψη των σωζομένων χειρογράφων. Π.χ. η πολύ σπουδαία μαρτυρία του Ιωσήπου εμφανίζεται για πρώτη φορά το 314-325 Κ.Ε. στα γραπτά του Ευσεβίου Καισαρείας και κάπου 70-80 χρόνια μετά στα γραπτά του Ιερωνύμου. Ολόκληρος Ωριγένης πρωτύτερα δεν την αναφέρει! Αλλά και πολύ αργότερα, ο Εβραιοχριστιανός Ιωάννης Χρυσόστομος και ο πολυσπουδασμένος Ιερός Φώτιος την αγνοούν.
Ας υποθέσομε όμως προς στιγμήν ότι όλες αυτές οι αναφορές είναι αυθεντικές έτσι όπως έχουν φτάσει στα χέρια μας. Εντοσούτω δεν έχουν σημαντική βαρύτητα για την απόδειξη της ιστορικής υπάρξεως του Ιησού Χριστού διότι:
(1) Εκτός απ’ αυτήν την αναφορά του Ιωσήπου, οι άλλες δεν πιστοποιούν απολύτως τίποτα από τους θρύλους των Ευαγγελίων. Μόνον η πρώτη αναφορά του Ιωσήπου πάει να κάνει κάτι τέτοιο σε εξαιρετικά μικρή έκταση, αφού όλη κι’ όλη είναι μια παράγραφος 7-8 γραμμών. Αν αυτά που αναφέρουν τα Ευαγγέλια είναι αληθινά γεγονότα, τότε δεν φτάνουν ούτε 800 γραμμές για την αναφορά, περιγραφή, ανάλυση και σχολιασμό εκάστου εξ αυτών, από έναν Ιστορικό του ιδιώματος και της κλάσεως του Ιωσήπου. Καιρικά και αστρικά φαινόμενα, όχλοι μετακινούνται σαν τρελοί, εκατοντάδες ανήκουστα θαύματα, δίκες, μαρτύρια, αναστάσεις 4 νεκρών, κλπ. Οπότε αυτές οι 7-8 γραμμές εκτός του ότι δεν μπορεί να γράφτηκαν από τον Ιώσηπο, ευρίσκονται πολύ μακράν από το να πιστοποιήσουν τα πολυάριθμα εκστατικά «γεγονότα» των Ευαγγελίων κατά τις απαιτήσεις της επιστήμης της Ιστορίας!
(2) Οι άλλες αναφορές εκτός του ότι είναι πολύ μικρού μεγέθους και συνεπώς ανεπαρκείς, αναφέρονται εν μέσω άλλων ζητημάτων και δεν έχουν σκοπό να φέρουν κάποια μαρτυρία για την ιστορικότητα του Ιησού.
(3) Όλες οι αναφορές είναι πολύ μεταγενέστερες και γραμμένες όχι από αυτόπτες μάρτυρες ή συγχρόνους συγγραφείς.
(4) Ο κυριότερος όμως λόγος για τον οποίον αποτυγχάνουν οι αναφορές αυτές να έχουν ιστορική σημασία, ακόμα και αν δεν λάβομε υπ’ όψη το ότι είναι μεταγενέστερες, είναι το γεγονός ότι δεν μας μεταφέρουν στα χρόνια και στα τόσα πολυάριθμα γεγονότα που εκθέτουν τα Ευαγγέλια. Δηλαδή δεν μας μεταφέρουν πριν το 35 Κ.Ε. που είναι το παραδεκτό ανώτερο όριο χρονολογίας του θανάτου του Ιησού Χριστού των Ευαγγελίων, ο οποίος έκανε αμέτρητα, πρωτοφανή τέρατα και σημεία και οι όχλοι τον ακολουθούσαν παντού σαν τρελοί και τους οποίους δυο φορές εχώρτασε κατά χιλιάδας με πέντε ή επτά ψωμιά και τρία ψάρια, κλπ.
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ
Αυτό το σχόλιο αφαιρέθηκε από τον συντάκτη.
ΑπάντησηΔιαγραφήΘα πρέπει να κατανοήσουμε ότι ο Χριστός ως άνθρωπος ήταν άσημος (δεν ήταν δηλαδή πρόσωπο με βασιλικά ή άλλα εξουσιαστικά στοιχεία) που δεν είχε "που την κεφαλή κλίναι" και έδρασε επί 3 περίπου χρόνια. Γνωρίζετε πολλούς ιστοριογράφους που ασχολήθηκαν με τέτοια πρόσωπα τα οποία θεωρούσαν αιρετικούς και δεν πολυ ασχολιόντουσαν. Φυσικά αν μπορούσαν να προβλέψουν το μέλλον και έβλεπαν την επέκταση του Χριστιανισμού θα κατέγραφαν κάθε πτυχή της ζωής Του. Αυτό είναι πολύ σημαντικό και πρέπει να το λάβουμε πολύ σοβαρά υπόψη. Εδώ έχουμε ελάχιστες αναφορές για σημαίνοντα εξουσιαστικά πρόσωπα πόσο μάλλον για κάποιον που δεν έχει "που την κεφαλήν κλίναι" όπως έγραψα.
ΑπάντησηΔιαγραφήΚατά τη γνώμη μου για ένα τέτοιο πρόσωπο τα ήδη υπάρχοντα ιστορικά στοιχεία είναι αρκετά με δεδομένο ότι οι ιστοριογράφοι κατέγραφαν κυρίως πολιτικά και στρατιωτικά θέματα. Δυστυχώς τότε δεν υπήρχε η δημοσιογραφία που υπάρχει σήμερα να καλύπτονταν όλα τα θέματα. Όμως, παρατηρώ ότι υπάρχει δυσπιστία και στα υπάρχοντα ιστορικά στοιχεία για το πρόσωπο του Χριστού. Εφ' όσον το πάτε συνωμοσιολογικά, θα πράξω το ίδιο και θα πω: Ποιος μου λέει εμένα ότι δεν υπήρξαν εκτενείς αναφορές από ιστοριογράφους της εποχής και δεν τις εξαφάνισαν οι ειδωλολάτρες εξουσιαστές που πολέμαγαν επί 300 χρόνια τον Χριστιανισμό, ώστε να σταματήσουν την διάδοση του Χριστιανισμού και να παραμείνει ως επίσημη θρησκεία η ειδωλολατρία; Είναι και αυτό ένα θέμα υπό εξέταση.
Τώρα, όσον αφορά τις γενεαλογίες. Ο Ματθαίος αναφέρει "ο Αβραάμ εγέννησε τον Ισαάκ..." και ο Λουκάς "...υιού του Ισαάκ, υιού του Αβραάμ". Ο Ματθαίος χρησιμοποιεί τη λέξη εγέννησε (που δηλώνει φυσικό), ενω ο Λουκάς τη φράση "υιός του τάδε". Θα μπορούσε ο Ματθαίος να αναφέρεται στη φυσική γνεαλογία του Ιωσήφ, ενώ ο Λουκάς ο οποίος είναι πιο αναλυτικός γενικά στο Ευαγγέλιό του και πιο ψαγμένος θα μπορούσε να αναφέρεται στην νομική γενεαλογία του Ιωσήφ μιας και οι εβραίοι είχαν την εξής παράδοση: Αν κάποιος νυμφευόταν και πέθαινε άτεκνος ο αδερφός του νυμφευ΄ταν την γυναίκα του αποθανέντα και το παιδί έπαιρνε το όνομα του αποθανέντα για να τιμήσει το όνομα του αδερφού του. Αυτό θα μπορούσε να είναι μια εξήγηση.
Επίσης, αναφέρεται η γενεαλογία του Ιωσήφ διότι αν και δεν συμμετείχε στην γέννηση του Χριστού αυτός ήταν η κεφαλή και ο προστάτης του Χριστού και της Παναγίας και με αυτόν τον τρόπο τιμάται και ο Ιωσήφ. Άλλωστε αναφέροντας την γενεαλογία του Ιωσήφ, αυτόματα ξέρουμε ότι από την ίδια φυλή με τον Ιωσήφ κατάγεται και η Παναγία, διότι η Παναγία ως μοναχοκόρη με βάση το νόμο του Μωυσή έπρεπε να παντρευτεί άνδρα από την ίδια φυλή. Είναι λεπτομέρειες που χρειάζονται γνώσεις από Παλαιά Διαθήκη.
Τέλος, όσον αφορά ορισμένες διαφορές μεταξύ των Ευαγγελίων, ασήμαντες, διότι η βάση είναι η ίδια έχω να πω ότι οι μοναδικοί αυτόπτες μάρτυρες μεταξύ των Ευαγγελιστών ήταν ο Ματθαίος και ο Ιωάννης. Ο Μάρκος και ο Λουκάς δεν ήταν αυτόπτες μάρτυρες αλλά τα διδάχτηκαν από τους Αποστόλους και τα ερεύνησαν για να γράψουν. Επομένως, δεν είναι αθέμιτο να υπάρχουν κάποιος μικρο-διαφορές. Ως προς το περιεχόμενο και το πνεύμα της διδασκαλίας είναι και τα τέσσερα Ευαγγέλια ίδια. Το γεγονός ότι έχουν κάποιες μικρο-διαφορές που δείχνουν να αντιφάσκουν σε κάποια σημεία μας δείχνει ότι δεν αντέγραψε ο ένας από τον άλλον σαν να ήταν συνεννοημένοι. Οπότε αυτό είναι θετικό παρά αρνητικό. Και ας μην ξεχνάμε ότι δεν γράφτηκαν άμεσα.