ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΕΚ 'ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΚΟΤΗΤOΣ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ (3)'
PART 2: THE LACK OF HISTORICAL EVIDENCE FOR JESUS
ΜΕΡΟΣ 2ον : Η ΕΛΛΕΙΨΗ ΙΣΤΟΡΙΚΩΝ ΕΝΔΕΙΞΕΩΝ ΓΙΑ ΤΟΝ ΙΗΣΟΥ
Η συνήθης χριστιανική απάντηση σε εκείνους οι οποίοι θέτουν υπό αμφισβήτηση την ιστορικότητα του Ιησού είναι να πασάρουν διάφορα γραπτά ως «ιστορικές μαρτυρίες» για την ύπαρξη του Ιησού. Συνήθως αρχίζουν με τα κανονικά Ευαγγέλια των: Ματθαίου, Μάρκου, Λουκά και Ιωάννου [*]. Ο συνηθισμένος ισχυρισμός είναι ότι: αυτά είναι «αναφορές αυτόπτων μαρτύρων του βίου του Ιησούς που έγιναν από μαθητές του». Η απάντηση σ’ αυτό το επιχείρημα μπορεί να συνοψισθεί σε μια μόνο λέξη -*ψευδεπίγραφα*-. Ο όρος αυτός αναφέρεται σε γραπτές εργασίες των οποίων οι συγγραφείς αποκρύπτουν τις αληθείς ταυτότητες τους πίσω από θρυλικούς χαρακτήρες του παρελθόντος. Το ψευδεπίγραφο γράψιμο ήταν ιδιαιτέρως λαοφιλές μεταξύ των Εβραίων κατά την Χασμονική και τη Ρωμαϊκή περίοδο και αυτή η μέθοδος γραψίματος υιοθετήθηκε από τους πρώτους Χριστιανούς.
[* Αλλά και πλήρεις τίτλοι αυτών των Ευαγγελίων δεν λένε ευθέως ότι αυτά εγράφησαν από τους: Ματθαίον, Μάρκον, Λουκάν και Ιωάννην, όπως αυτό υποδηλούται διά της προθέσεως «κατά».]
Τα κανονικά Ευαγγέλια δεν είναι τα μόνα ευαγγέλια. Για παράδειγμα, υπάρχουν και ευαγγέλια της Μαρίας, του Πέτρου, του Θωμά, του Φιλίππου, κ. ά.[*]. Αυτά τα τέσσερα ευαγγέλια, κ. ά., αναγνωρίζονται ως ψευδεπίγραφα και από Χριστιανούς και από μη Χριστιανούς μελετητές. Δεν παρέχουν καμία θεμιτή ιστορική πληροφορία διότι βασίστηκαν σε φήμες και πίστεις. Η ύπαρξη αυτών των προφανώς ψευδεπιγράφων ευαγγελίων καθιστά πολύ εύλογη την υποψία ότι και τα κανονικά Ευαγγέλια είναι μάλλον ψευδεπίγραφα. Το αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι οι πρώτοι Χριστιανοί έγραφαν ψευδεπίγραφα ευαγγέλια καταδεικνύει ότι στην πραγματικότητα αυτό ήταν το σύνηθες μέτρο. Ως εκ τούτου, εκείνο που χρειάζεται απόδειξη είναι ο ισχυρισμός των ιεραποστόλων ότι δηλαδή τα κανονικά Ευαγγέλια δεν είναι ψευδεπίγραφα.
[* Έχομε γνώση υπάρξεως 65 ευαγγελίων, εκ των οποίων περί τα 35 έχουν διασωθεί είτε ολικώς είτε μερικώς.]
Το Κατά Μάρκον Ευαγγέλιον γράφτηκε στο όνομα του Μάρκου, του μαθητή του μυθικού Πέτρου. (Ο Πέτρος ως επί το πλείστον βασίζεται στην παγανιστική θεότητα Πέτρα, που ήταν η θυρωρός του ουρανού και της μετέπειτα ζωής στην Αιγυπτιακή θρησκεία.). Ακόμα και στην χριστιανική μυθολογία ο Μάρκος δεν ήταν μαθητής του Ιησού, αλλά φίλος του Παύλου και του Λουκά. Το Ευαγγέλιο του Μάρκον γράφτηκε πριν από τα Ευαγγέλια του Ματθαίου και του Λουκά (π. +100 Κ. Ε.) αλλά μετά την καταστροφή του Ναού το +70 Κ. Ε., η οποία αναφέρεται εις αυτό. Οι περισσότεροι Χριστιανοί πιστεύουν ότι γράφτηκε γύρω στο +75 Κ. Ε. Αυτή η χρονολογία δεν βασίζεται σε Ιστορία αλλά στην πίστη ότι το ιστορικό πρόσωπο Μάρκος έγραψε το Ευαγγέλιο σε μεγάλη ηλικία. Αυτό δεν είναι δυνατόν διότι το ύφος της γλώσσας που χρησιμοποιεί ο Μάρκος δεικνύει ότι γράφτηκε (μάλλον στη Ρώμη) από έναν Ρωμαίο προσήλυτο στον Χριστιανισμό του οποίου η γλώσσα ήταν η Λατινική και όχι η Ελληνική, η Εβραϊκή ή η Αραμαϊκή [*]. Πραγματικά, αφού όλα τα ευαγγέλια είναι γραμμένα σε ονόματα θρυλικών χαρακτήρων του παρελθόντος, το Ευαγγέλιο του Μάρκου γράφτηκε πολύ μετά το θάνατο οποιουδήποτε ιστορικού Μάρκου (εάν υπήρχε κάποιος). Τα περιεχόμενα του Μάρκου είναι μια συλλογή μύθων και θρύλων βαλμένων μαζί για αν σχηματίσουν μια συνεχή αφήγηση. Δεν υπάρχει καμία ένδειξη ότι βασίστηκε σε φερέγγυες ιστορικές πηγές. Το Ευαγγέλιο του Μάρκου αλλοιώθηκε και λογοκρίθηκε πολλές φορές, η δε σημερινή μορφή του χρονολογείται με κάποια πιθανότητα γύρω στο +150 Κ. Ε. [**]. Ο Κλήμης Αλεξανδρείας (π. +150 - 215 Κ. Ε.) γκρίνιαζε για τις διαφοροποιημένες εκδόσεις αυτού του ευαγγελίου οι οποίες ήταν σε κυκλοφορία όταν αυτός ζούσε. (Οι Καρποκρατικοί, μία πρώτο-χριστιανική αίρεση, θεωρούσαν την παιδεραστία αρετή και ο Κλήμης γκρίνιαζε για τις ιδικές τους εκδόσεις του Μάρκου οι οποίες ομιλούσαν για τα σεξουαλικά ανδραγαθήματα του Ιησού με μικρά αγόρια.).
[* Εκτός του ότι το όνομα Μάρκος είναι Ρωμαϊκό, το Ευαγγέλιο αυτό περιέχει: (1) Μεταγλωττισμένους Λατινισμούς αντί των Ελληνικών όρων όπως θα έπρεπε. Π. χ.: «Σπεκουλάτωρ» (εκ του speculator = παρατηρητής, κατάσκοπος, εξεταστής. Εδώ ατυχής λατινισμός διά τον δήμιον) 6: 27. «Κοδράντης» (εκ του quadrans = τέταρτο. Εδώ για δύο λεπτά της νομισματικής μονάδας) 12: 42. «Κεντυρίων» (εκ του centurio = εκατόνταρχος) 15: 39, 44, 45, κλπ. (2) Γεωγραφικά λάθη όπως «Και πάλιν εξελθών εκ των ορίων Τύρου και Σιδώνος ήλθε προς την θάλασσαν της Γαλιλαίας ανά μέσον των ορίων Δεκαπόλεως.» 7: 31. κ. ά. Ανύπαρκτα τοπωνύμια όπως, Ναζαρέτ που αυτός την αναφέρει πρώτος, και κάνει λανθασμένη ερμηνεία του ναζαρηνός. (Όπως έχομε προαναφέρει όλα τα Ευαγγέλια παραθέτουν αρκετά ανύπαρκτα τοπωνύμια.). (3) Ασυνταξίες και κακούς Αραμαϊσμούς όπως: «Περιπατών δε παρά την θάλασσαν της Γαλιλαίας είδε Σίμωνα και Ανδρέαν...» 1: 16, «Και εκείθεν αναστάς έρχεται εις τα όρια της Ιουδαίας διά του πέραν του Ιορδάνου...» 10: 1, «...ταλιθά, κούμι· ό εστι μεθερμηνευόμενον, το κοράσιον, σοί λέγω, έγειρε.» 5: 41, κλπ.
Αυτά δεν θα μπορούσε να τα γράφει ένας γηγενής Γαλιλαίος ή Ιουδαίος ή ένας που εγνώριζε την Ελληνικήν αρκετά καλά. Πολλά τέτοια κοινά και μη κοινά λανθασμένα στοιχεία ευρίσκομε και στα τρία άλλα Ευαγγέλια, όπως εκθέτομε μέσα στα κείμενά μας. Π. χ. βλέπε Ματθαίος 2: 22-23, 5: 26, 4: 12-13, 19: 1, κλπ. Για περισσότερα στοιχεία και λεπτομέριες βλέπε: Robert Taylor, Rev., The Diegesis, Kessinger Publishing, or Health Research, σελίδες 114-136, και Joseph Wheless, (α) Forgery in Christianity, και (β) Is it God’s Word?, Kessinger Publishing.]
[* * Στους κώδικες του 4ου αιώνος το Κατά Μάρκον Ευαγγέλιο τελειώνει με τον στίχο 16: 8 « … εφοβούντο γαρ.». Οι υπόλοιποι στίχοι 16: 9-20 είναι κατοπινή προσθήκη για να πούνε δυο λόγια για την εμφάνιση και την ανάληψη του Ιησού. Αλλιώς μόνο μια απλή αναγγελία «… ηγέρθη, ουκ έστιν ώδε …», 16: 6, δεν αρκούσε πλέον για τη νέα θρησκεία! Το Κατά Μάρκον Ευαγγέλιο λοιπόν, καθώς και τα υπόλοιπα Ευαγγέλια όπως θα δούμε αμέσως παρακάτω, αλλάζονται και προσαρμόζονται με το πέρασμα του χρόνου στις προκύπτουσες καταστάσεις και δεν έχουν σκοπό να καταγράψουν Ιστορία. Είναι κείμενα πίστεως που συνεχώς αναπροσδιορίζεται!]
Το Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιον δεν γράφτηκε βεβαίως από τον απόστολο Ματθαίο. Ο χαρακτήρας του Ματθαίου βασίζεται στο ιστορικό πρόσωπο με όνομα Ματτάι που ήταν μαθητής του Γιέισου μπεν Πανδέιρα (του Γιέισου που έζησε κατά την Χασμονικήν περίοδο, και ήταν ένα από τα ολίγα ιστορικά πρόσωπα στα οποία βασίστηκε ο μυθικός χαρακτήρας Ιησούς). Το Ευαγγέλιον του Ματθαίου στην αρχή ήταν ανώνυμο και απεδόθη στον Ματθαίο κάποιο χρόνο κατά την διάρκεια του δευτέρου αιώνος Κ. Ε. Η αρχική του μορφή πιθανώς γράφτηκε κατά τον ίδιο χρόνο πάνω κάτω με το Ευαγγέλιον του Λουκά (περίπου το +100 Κ. Ε.) διότι όπως διαφαίνεται το ένα δεν έχει γνώση του άλλου. Αλλοιώθηκε και λογοκρίθηκε περί το +150 Κ. Ε. Τα δύο πρώτα κεφάλαια, που ασχολούνται με την παρθενική γέννηση, δεν υπήρχαν στο πρωτότυπο και οι Χριστιανοί Εβραϊκής προελεύσεως στο Ισραήλ προτιμούσαν αυτή την αρχική του γραφή. Για πηγές χρησιμοποίησε τον Μάρκο και μια συλλογή διδασκαλιών που αναφέρεται ως η Δευτέρα Πηγή (ή το γραπτό Q, [από την Γερμανική λέξη Quelle = πηγή]). Η Δευτέρα Πηγή δεν διεσώθη σαν ξεχωριστό γραπτό, αλλά ολόκληρο το περιεχόμενό της ευρίσκεται εντός του Ματθαίου και του Λουκά. Όλες οι διδασκαλίες που περιέχονταν εντός αυτής ημπορούν να ευρεθούν στον Ιουδαϊσμό. Οι πλέον εύλογες διδασκαλίες ημπορούν να ευρεθούν στον επικρατούντα Ιουδαϊσμό, ενώ οι ολιγότερο εύλογες στον σχισματικό Ιουδαϊσμό. Δεν υπάρχει τίποτα εντός αυτού το οποίο θα απαιτούσε να υποθέσομε την ύπαρξη ενός ιστορικού Ιησού. Παρ’ όλον ότι ο Ματθαίος και ο Λουκάς αποδίδουν τις εντός των Ευαγγελίων τους διδασκαλίες στον Ιησού, η Επιστολή του Ιακώβου τις αποδίδει στον Ιάκωβο. Συνεπώς ο Ματθαίος δεν παρέχει καμία ιστορική ένδειξη για τον Ιησού.
Το Κατά Λουκάν Ευαγγέλιον[*] και το βιβλίο των Πράξεων (τα οποία είναι δύο μέρη μίας και ιδίας εργασίας) γράφτηκαν στο όνομα του χριστιανικού μυθολογικού χαρακτήρα Λουκά του θεραπευτή [ιατρού όπως λέγει και η χριστιανική παράδοση] (ο οποίος πιθανώς δεν ήταν ιστορικό πρόσωπο αλλά μια χριστιανική προσαρμογή του Έλληνα θεραπευτή θεού Λύκου). Ακόμα και στην χριστιανική μυθολογία, ο Λουκάς δεν ήταν μαθητής του Ιησού αλλά φίλος του Παύλου. Το Ευαγγέλιο του Λουκά και οι Πράξεις χρησιμοποιούν ως πηγή το σύγγραμμα του Ιωσήπου Ιουδαϊκές Αρχαιολογίες, και επομένως δεν μπορούσαν να είχαν γραφτεί πριν το +93 Κ. Ε. Αυτόν τον χρόνο κάθε φίλος του Παύλου είτε θα είχε πεθάνει ή θα ήταν σε προχωρημένο γήρας. Πράγματι, και οι Χριστιανοί και οι μη Χριστιανοί ερευνητές συμφωνούν ότι οι αρχικές εκδόσεις των δύο αυτών βιβλίων γράφτηκαν από κάποιον ανώνυμο Χριστιανό κατά το +100 Κ. Ε. και μετά αλλοιώθηκαν και λογοκρίθηκαν τα έτη +150 – 175 Κ. Ε περίπου. Εκτός του συγγράμματος του Ιωσήπου, το Ευαγγέλιο του Λουκά και οι Πράξεις χρησιμοποιούν ακόμα ως αναφορές το Ευαγγέλιο του Μάρκου και την Δευτέρα Πηγή. Αν και ο Ιώσηπος θεωρείται κατά μάλλον ή ήττον αξιόπιστος, ο ανώνυμος συγγραφέας [των Πράξεων] συχνά διάβασε ή κατάλαβε τον Ιώσηπο σφαλερώς και επί πλέον, ουδεμία πληροφορία για τον Ιησού εντός του Ευαγγελίου του Λουκά και των Πράξεων προέρχεται από τον Ιώσηπο. Έτσι το Ευαγγέλιο του Λουκά και οι Πράξεις δεν έχουν καμία ιστορική αξία.
[* Το Ευαγγέλιον του Λουκά κάνει μια ύποπτη αλλά και πολύ αποκαλυπτική εισαγωγή. Όπως προαναφέραμε στους στίχους 1: 1-4 γράφει: «Επειδήπερ πολλοί επεχείρησαν ανατάξασθαι διήγησιν περί των πεπληροφορημένων εν ημίν πραγμάτων, καθώς παρέδοσαν ημίν οι απ’ αρχής αυτόπται και υπηρέται γενόμενοι του λόγου, έδοξε καμοί, παρηκολουθηκότι άνωθεν πάσιν ακριβώς, καθεξής σοι γράψαι, κράτιστε Θεόφιλε, ίνα επιγνώς περί ων κατηχήθης λόγων την ασφάλειαν.». Παρατηρούμε λοιπόν τα εξής: Ομολογεί ότι πολλοί επιχείρησαν να γράψουν διηγήσεις και όχι ιστορία. Άρα υπήρχαν ήδη πολλά μυθιστορηματικά ευαγγέλια στην κυκλοφορία, πράγμα γνωστό και εξακριβωμένο. Μας λέει ότι τα πράγματα που εγράφοντο ήταν από προφορικές αφηγήσεις αυτόπτων μαρτύρων και όχι από γραπτά κείμενα του καιρού εκείνου. Περιέργως, δεν μας αναφέρει ούτε έναν απ’ αυτούς τους αυτόπτες μάρτυρες! Ενώ μόνος του δημιουργεί την ευκαιρία να μας αποκαλύψει το όνομά του και να μας πει ποιος είναι, εντούτοις δεν το κάνει. Αν πράγματι ήταν ο ιατρός Λουκάς και γραμματέας του Αποστόλου Παύλου τί τον εκώλυε να μην μας πει ποιος είναι. Θα έδινε και μεγαλύτερο κύρος στα επακολουθήσαντα γραπτά του. Αφού όμως υπήρχαν τόσες και τόσες διηγήσεις, όπως ομολογεί, δεν πήρε μία ή μερικές που αυτός ενόμιζε σωστότερες για να τις στείλει στον κράτιστον Θεόφιλο, αλλά αποφάσισε να γράψει και να του στείλει μια δική του, που όπως φαίνεται θα νόμιζε καλλίτερη από τις άλλες! Εδώ αποδεικνύεται ότι διάφοροι έγραφαν ό,τι τους άρεσαν ή ενόμιζαν αληθές από τις προφορικές αφηγήσεις που έφταναν στα αυτιά τους και όσο για την θεοπνευστία, αυτή... θα ερχόταν αργότερα με τα δόγματα! Το γεγονός ότι το Eυαγγέλιο αυτό περιέχει πολλά κρίσιμα περιστατικά, τα οποία είναι εντελώς διαφορετικά ή δεν υπάρχουν στα άλλα δύο πρωιμότερα συνοπτικά και φυσικά στου Ιωάννου, αποδεικνύει ότι ο συντάκτης του χρησιμοποίησε και άλλες πηγές όπως και την δική του πρωτοβουλία ή φαντασία. Υπάρχει και το ερώτημα ποιός να είναι ο κράτιστος Θεόφιλος. Όπως φαίνεται πρόκειται για τον επίσκοπο Αντιοχείας Θεόφιλο, που ήταν επίσκοπος κατά τα έτη 169 - 177 Κ. Ε., διότι δεν υπήρχε κανένας άλλος κράτιστος Θεόφιλος πριν απ’ αυτόν. Συνεπώς το Ευαγγέλιο γράφτηκε ή ανασυντάχθηκε από παραδόσεις και προηγούμενα κείμενα μεταξύ των ετών 170 και 177 Κ. Ε. και ο συντάκτης του έβαλε αυτή την εισαγωγή και ότι άλλο του άρεσε. Αυτή την εκδοχή την παραδέχεται η Καθολική Εγκυκλοπαίδεια και συμφωνεί με όλα τα στοιχεία που μας έχει παραδώσει ο Πατήρ Ιερώνυμος, +342 - 420 Κ. Ε. Εξ αυτών των στοιχείων συμπεραίνομε ότι, οι ορθόδοξες χριστιανικές χρονολογίες είναι συνωμοτικές, σκόπιμες, ψεύτικες και γίνονται κουλουβάχατα... Οι επιστήμονες και ερευνητές τοποθετούν τη συγγραφή ή μια κρίσιμη ανασύνταξη των τεσσάρων κανονικών Ευαγγελίων την εποχή αυτή (+175 – 185 Κ. Ε.) κατά την οποία έδρασε και ο Ειρηναίος Λυώνος. Όσο για τα ορθόδοξα έτη +67 – 95 Κ. Ε., (ή ακόμα +62 – 99 Κ. Ε.), αυτά είναι εντελώς πλασματικά και αυθαίρετα, επειδή βολεύουν κάπως αλλά μακράν του τελείως την μυθολογική χριστιανική κατάσταση. Ακόμα η προτεραιότητα του Ευαγγελίου του Ματθαίου έχει απορριφθεί απ’ όλους τους επιστήμονες και ερευνητές και πρώτο κανονικό Ευαγγέλιο θεωρείται του Μάρκου. Αν πάλι τα Ευαγγέλια ήταν θεόπνευστα, τότε θα υπήρχε μόνο ένα σωστό και πλήρες και όχι τέσσερα διαφορετικά, ασαφή και αντιφατικά!]
Το Κατά Ιωάννη Ευαγγέλιον γράφτηκε στο όνομα του αποστόλου Ιωάννου αδελφού του Ιακώβου, υιού του Ζεβεδαίου. Ο συγγραφέας του Λουκά χρησιμοποίησε όσο πιο πολλές πηγές μπορούσε να μαζέψει αλλά δεν εγνώριζε το Ευαγγέλιο του Ιωάννου. Έτσι το Ευαγγέλιο του Ιωάννου δεν μπορούσε να έχει γραφτεί πριν από το Ευαγγέλιο του Λουκά (το +100 περίπου). Συνεπώς το Ευαγγέλιο του Ιωάννου δεν μπορούσε να έχει γραφτεί από τον ημι-μυθικό χαρακτήρα Ιωάννη τον Απόστολο, ο οποίος υποτίθεται ότι φονεύτηκε από τον Ηρώδη Αγρίππα λίγο πριν τον θάνατο του ίδιου του Ηρώδη το +44 Κ. Ε. [*] (Ο Απόστολος Ιωάννης προφανώς βασίζεται σε έναν ιστορικό μαθητή τού ψευδό-Μεσσία Θευδά ο οποίος σταυρώθηκε από τους Ρωμαίους το +44 Κ. Ε. και του οποίου οι μαθητές όλοι εφονεύθηκαν.). Ο πραγματικός συγγραφέας του Ευαγγελίου του Ιωάννου ήταν τω όντι ένας ανώνυμος Χριστιανός από την Έφεσο στην Μικρά Ασία. Το αρχαιότερο κομμάτι του Ευαγγελίου του Ιωάννου που έχει διασωθεί μέχρις ημών [**] χρονολογείται το + 125 Κ. Ε περίπου και έτσι μπορούμε να χρονολογήσομε το Ευαγγέλιο αυτό ανάμεσα στα έτη 100 – 125 Κ. Ε. Βασισμένοι σε υφολογικές εξετάσεις πολλοί μελετητές σμικρύνουν το χρονολογικό διάστημα σε 110-120 Κ. Ε. Η αρχική έκδοση του Ιωάννου δεν περιείχε το τελευταίο κεφάλαιο το οποίο ασχολείται με τον Ιησού να εμφανίζεται στους μαθητές του. Όπως και τα άλλα κανονικά Ευαγγέλια έτσι και του Ιωάννου έλαβε την σημερινή μορφή του γύρω στα +150 – 175 Κ. Ε. [***] Ο συγγραφέας του Ιωάννου χρησιμοποίησε τον Μάρκο ελάχιστα και έτσι υποπτεύεται κανείς ότι δεν του είχε εμπιστοσύνη. Ακόμα, ή δεν είχε διαβάζει τον Ματθαίο και τον Λουκά ή δεν τους είχε εμπιστοσύνη διότι δεν χρησιμοποιεί καμία πληροφορία απ’ αυτούς η οποία δεν ευρισκόταν στον Μάρκο. Το περισσότερο μέρος του Ιωάννου αποτελείται από θρύλους με προφανείς αλληγορικές ερμηνείες και υποπτεύεται κανείς ότι ο συγγραφέας του ποτέ δεν σκόπευε να τους παρουσιάσει ως Ιστορία[****]. Ο Ιωάννης δεν περιέχει καμία πληροφορία από έγκυρες ιστορικές πηγές.
[* Δεν μπόρεσα να εντοπίσω από που αντλεί αυτήν την όντως αξιοπρόσεκτη πληροφορία ο Hayyim ben Yehoshua. Αν ούτως έχουν όντως τα πράγματα, τότε προφανώς αποδεικνύεται ότι ούτε Ευαγγέλιον, ούτε τρεις Επιστολές, ούτε Αποκάλυψιν έγραψε ο Μαθητής, Απόστολος και Θεολόγος Ιωάννης. Αλλά και λάθος να κάνει εδώ ο Yehoshua αυτό δεν αποδεικνύει ότι ο Ιωάννης τα έγραψε. Τα υπόλοιπα στοιχεία που παραθέτει εδώ ο Yehoshua δεικνύουν ότι αυτά τα γραπτά είναι ψευδεπίγραφα και τα ερωτήματα ποιος και πότε ακριβώς τα έγραψε παραμένουν αναπάντητα. Όπως θα δείτε παρακάτω, ο Yehoshua επανέρχεται στην ίδια πληροφορία δύο φορές. Την πρώτη, στην παράγραφο περί Παπία, λέγει ότι η πληροφορία αυτή βασίζεται σε καθιερωμένες χριστιανικές παραδόσεις. Αυτές οι συγκεκριμένες παραδόσεις για την ώρα, είναι άγνωστες σε ‘μας. Αν κανείς τις γνωρίζει καλό θα είναι να τις ανακοινώσει. Πάντως στο κεφάλαιο 12 των Πράξεων αναφέρεται ότι ο Ηρώδης Αγρίππας ο 1ος εθανάτωσε μόνο τον αδελφόν του Ιωάννου Ιάκωβον διά μαχαίρας, λίγο πριν τον θάνατό του, το +44 Κ. Ε. Ακόμα οι χριστιανικές παραδόσεις που γνωρίζομε εμείς λένε ότι ο Ιωάννης απεβίωσε στην Έφεσο, στο βαθύ γήρας των 120 ετών, το έτος +99 ή 100 Κ. Ε. Βέβαια τίποτα δεν εγγυάται ότι αυτές οι παραδόσεις είναι αλήθεια. Αν όμως τα πράγματα είναι όπως μας λένε αυτές οι παραδόσεις, τότε το +30 Κ. Ε. ο Ιωάννης ήταν 50 χρονών πράγμα που έρχεται σε αντίφαση με την άλλη παράδοση που θέλει τον Ιωάννη επιστήθιο νεανία όπως τον απεικονίζουν στον Μυστικόν Δείπνον. Το μπέρδεμα μεταξύ Ιωάννου του Αποστόλου και Ιωάννου του Πρεσβυτέρου είναι πολύ δυνατόν να έγινε είτε εξ αγνοίας, είτε επίτηδες, είτε επειδή όλα αυτά στέκουν στον αέρα, είτε επειδή έτσι τα σέρβιρε ο Ευσέβιος, κλπ. Ουσιαστικά παραμένουν: «άγνωσται αι γνώσεις του Κυρίου!».]
[** Πρόκειται για ένα μικρό θρύμμα παπύρου. Από τις λέξεις που περιέχει συμπεραίνεται ότι ανέγραφε τους στίχους: Ιωάννης 18: 31-34, 18: 37-38 στην προσθίαν και οπισθίαν όψη αντιστοίχως. Χρονολογείται στην παλαιότερη περίπτωση μεταξύ +125-160 Κ. Ε. Αν όμως αυτές οι λέξεις προέρχονται τω όντι από το κείμενο του Κατά Ιωάννην Ευαγγελίου και όχι από το κείμενο κάποιου άλλου γραπτού που και αυτό περιείχε αυτές τις λέξεις, είναι αδύνατον να αποφανθούμε. Τον δεύτερο αιώνα υπήρχαν πολλά όμοια γραπτά και προφορικές αφηγήσεις που κυκλοφορούσαν μεταξύ των χριστιανών που περιείχαν κοινές λέξεις, φράσεις, επεισόδια, γραμμένα από συγγραφείς ιδίων ή ομοίων κύκλων, κλπ. Διά ταύτα δεν μπορούμε να συμπεράνομε κάτι με βεβαιότητα.]
[*** Για τη σημερινή μορφή των τεσσάρων κανονικών Ευαγγελίων πρέπει να προσθέσομε τα εξής ολίγα. Ενώ οι συγγραφείς των δεν αποκαλύπτουν την ταυτότητά των, τους σημερινούς τίτλους των: Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιον, κλπ., τους έγραψε διά πρώτη φορά στα γραπτά του ο επίσκοπος Λυώνος Ειρηναίος περί τα έτη +181-185 Κ. Ε.
Αλλά και η σημερινή μορφή των κανονικών Ευαγγελίων δεν είναι αυτή που είχε μπροστά του ή συνέταξε ο Ειρηναίος περί +180-185. Αυτά επανεκδόθηκαν το +330 Κ. Ε. υπό την επιμέλεια του Ευσεβίου κατ’ εντολήν του Μεγάλου Κωνσταντίνου, ενώ εφρόντισαν να καταστρέψουν τα προηγούμενα. Αλλά και πάλι, αυτή η έκδοση τους δεν είναι αυτή που έχομε σήμερα στα χέρια μας. Αν συγκρίνομε τα Ευαγγέλια που έχομε σήμερα στα χέρια μας με αυτά που υπάρχουν στους κώδικες και στα χειρόγραφα του 4ου και 5ου αιώνα και σε μερικούς νεότερους κώδικες και νεότερα χειρόγραφα, που διατηρούνται σε μουσεία και συλλογές, ευρίσκομε πολλές σημαντικές διαφορές και παρανοήσεις. Στίχοι αλλαγμένοι ή διορθωμένοι, νέα κεφάλαια που δεν υπήρχαν, παρεμβολές, λέξεις με άλλες έννοιες, λέξεις αλλαγμένες, κλπ. Αν ακόμα δεν το έχετε καταλάβει είναι καιρός να το καταλάβετε: Αυτό είναι που θα πει θεοπνευστία η οποία χρειάζεται πάνω από μια χιλιετία για να τελειώσει και να κάνει καλά τη δουλειά της!... Πάρα πολύ ωραία!]
[**** Ο Ιωάννης σε μερικά σημεία του Ευαγγελίου του, 19: 35, 21: 24, κλπ., πασχίζει να μας πείσει ότι λέγει την αλήθεια, πράγμα που δεν το κάνει κανένας από τους άλλους τρεις! Υποπτεύεται κανείς ότι ο «Ιωάννης» έχει πρόβλημα με αυτά που γράφει. Τελικά μας λέγει και ότι κάνει προπαγάνδα πίστεως και όχι Ιστορία: 19: 35 «και ο εωρακώς μεμαρτύρηκε, και αληθινή αυτού εστιν η μαρτυρία, κακείνος οίδεν ότι αληθή λέγει, ίνα και υμείς πιστεύσητε.» και 20: 31 «ταύτα δε γέγραπται ίνα πιστεύσητε ότι Ιησούς εστιν ο Χριστός ο υιός του Θεού, και ίνα πιστεύοντες ζωήν έχητε εν τω ονόματι αυτού.».
Ο Ιωάννης χρησιμοποιεί την φράση «διά τόν φόβον τών Ιουδαίων» 7: 13, 19: 38, 20: 19. Με τον τρόπο που την χρησιμοποιεί δεν μπορεί να έχει χρησιμοποιηθεί από έναν ακραιφνή Ιουδαίο. Πρέπει να ήταν προσήλυτος άλλης εθνικότητας ή εξωμότης Εβραιοχριστιανός, ο οποίος με τις διαμάχες των Εβραιοχριστιανών και Φαρισαϊκών Ιουδαίων, όπως αυτές προέκυψαν μετά την φρικτή έκβαση των ετών +66-73, από την μια ήθελε να επαινέσει τους ελαχίστους Ιουδαίους που προσχώρησαν στην Εβραιοχριστιανική αίρεση (π. χ. Νικόδημος, Ιωσήφ απ’ Αριμαθαίας) και από την άλλη να χτυπήσει την συντριπτική πλειοψηφία των Ιουδαίων που όχι μόνο δεν προσχώρησαν σ’ αυτήν αλλά της εναντιώθηκαν με κάθε τρόπο που μπορούσαν .
Εκτός του ότι το Ευαγγέλιο αυτό αφηγείται πολλά τρομερά «γεγονότα» που δεν τα είχαν φανταστεί οι άλλοι (π.χ., η μετατροπή του νερού σε κρασί, η ανάσταση του τετραημέρου Λαζάρου, κ. π. ά..), μια πασιφανής μεγάλη διαφορά του Ευαγγελίου αυτού με τα άλλα τρία είναι ότι αυτό περιέχει πολλά γνωστικιστικά ή γνωστικίζοντα στοιχεία.
Στον κανόνα ετέθη τελικά περί το τέλος του τετάρτου αιώνος κατόπι διαμάχης Αθανασίου Αλεξανδρείας, ο οποίος το ήθελε εντός του κανόνος, και Ιερού Αυγουστίνου της Ίππου, ο οποίος ήθελε την Αποκάλυψιν του Ιωάννου. Η διαμάχη έληξε όταν αυτοί οι δύο «Θεοφόροι» Πατέρες συνεφώνησαν να μπούνε και τα δύο βιβλία στον κανόνα! Ως γνωστόν, ο Αθανάσιος ήταν στην κοιτίδα του Γνωστικισμού την Αίγυπτο, ο δε Αυγουστίνος υπέφερε από πολλές τρομερές ψυχολογικές διαταραχές και έτσι τα ανώμαλα γραπτά της Αποκαλύψεως τού παρείχαν «ανακούφιση».]
Οι Χριστιανοί θα ισχυριστούν ότι το ίδιο το Ευαγγέλιο του Ιωάννου δηλώνει πως είναι ιστορικό έγγραφο γραμμένο από τον Ιωάννη. Αυτός ο ισχυρισμός βασίζεται στους στίχους του Ιωάννου 19: 35 και 21: 24. Ο στίχος 19: 35 [και ο εωρακώς μεμαρτύρηκε, και αληθινή αυτού εστιν η μαρτυρία, κακείνος οίδεν ότι αληθή λέγει, ίνα και υμείς πιστεύσητε.] δεν ισχυρίζεται ότι το Ευαγγέλιο γράφτηκε από τον Ιωάννη. Απλώς ισχυρίζεται ότι τα συμβάντα που περιγράφονται στους αμέσως προηγουμένους στίχους εξετέθησαν αληθώς από κάποιον αυτόπτη μάρτυρα με στόχο να τον πιστέψουν οι άλλοι. Το χωρίο είναι ασαφές και δεν είναι καθαρό εάν ο μάρτυρας υποτίθεται πως είναι το ίδιο πρόσωπο με τον συγγραφέα. Πολλοί ερευνητές είναι της γνώμης ότι η ασάφεια αυτή είναι εσκεμμένη και ότι ο συγγραφέας Ιωάννης σ’ αυτό το χωρίο προσπαθεί να διεγείρει τον πόθο των αναγνωστών όπως και στα χωρία που ομιλούν για ιστορίες θαυμάτων αλλά με αλληγορικές ερμηνείες. Ο στίχος 21: 24 [Ούτός εστιν ο μαθητής ο μαρτυρών περί τούτων και γράψας ταύτα, και οίδαμεν ότι αληθής εστιν η μαρτυρία αυτού.] επίσης δεν ισχυρίζεται ότι συγγραφέας είναι ο Ιωάννης[*]. Ισχυρίζεται ότι ο μαθητής που αναφέρθηκε στο χωρίο είναι αυτός που μαρτύρησε και περιέγραψε τα γεγονότα αληθώς. Όσον αφορά την ερώτηση εάν ο μαθητής είναι το ίδιο πρόσωπο με τον συγγραφέα και πάλι ο στίχος αυτός είναι αξιοσημείωτα ασαφής. Πρέπει να σημειωθεί ότι το χωρίο αυτό ευρίσκεται στο τελευταίο κεφάλαιο του Ιωάννου το οποίο δεν ήταν μέρος του αρχικού Ευαγγελίου αλλά προσετέθη σαν επίλογος από κάποιον ανώνυμο συντάκτη. Πρέπει επίσης να γνωρίζει κανείς το γεγονός ότι πολλές «εκλαϊκευμένες» μεταφράσεις της Καινής Διαθήκης διαστρέφουν τα χωρία που μόλις αναφέραμε έτσι ώστε να απαλείψουν την ασάφεια που υπάρχει στην πρωτότυπη Ελληνική γραφή. (Το ιδεώδες είναι ότι ο καθένας χρειάζεται να είναι οικείος με το πρωτότυπο Ελληνικό κείμενο της Καινής Διαθήκης για να αποφεύγει τις μεροληπτικές και διεστραμμένες μεταφράσεις που χρησιμοποιούνται από τους φουνταμενταλιστές Χριστιανούς και ιεραποστόλους.).
[*Ο Ιωάννης όμως σε μερικά σημεία του Ευαγγελίου του πασχίζει να μας πείσει ότι λέγει την αλήθεια, πράγμα που δεν το κάνει κανένας από τους άλλους τρεις! Βέβαια μας λέγει και ότι κάνει την προπαγάνδα του και όχι ιστορία: 19: 35 «και ο εωρακώς μεμαρτύρηκε, και αληθινή αυτού εστιν η μαρτυρία, κακείνος οίδεν ότι αληθή λέγει, ίνα και υμείς πιστεύσητε.», 20: 31 «ταύτα δε γέγραπται ίνα πιστεύσητε ότι Ιησούς εστιν ο Χριστός ο υιός του Θεού, και ίνα πιστεύοντες ζωήν έχητε εν τω ονόματι αυτού.». Όλο το κεφάλαιο 21 είναι αποδεδειγμένα κατοπινή προσθήκη προς αποκατάσταση της Πετρικής παραδόσεως, του Πετρικού κόμματος, κ. ά. Αυτός που το προσέθεσε επινόησε και την μυθολογία του ποιος έγραψε ολόκληρο το Ευαγγέλιο.
Αναμφιβόλως το Κατά Ιωάννην Ευαγγέλιο είναι το μόνο Κανονικό Ευαγγέλιο που περιέχει πολλά γνωστικιστικά στοιχεία. Οι στίχοι 1: 1-5, 9-14, στην αρχή του Ευαγγελίου, είναι είναι παρμένοι ή λίγο παραφρασμένοι από μια πραγματεία Πλατωνικής φιλοσοφίας του Παγανιστή φιλοσόφου Αμελίου, του έτους +263 (βλέπε: Robert Taylor, Diegesis, σελίδα 185.) .
Πολλοί Γνωστικοί απορρίπτουν την υπόθεση ότι το Ευαγγέλιο αυτό γράφτηκε από τον μαθητή του Ιησού, Ιωάννη τον θεολόγο, υιό του Ζεβεδαίου. Ο Krejenblum στο έργο του Das Evangelium der Wahrheit (= το ευαγγέλιο της αλήθειας), Berlin 1900-1905, υποστηρίζει την Γνωστική προέλευση του Ευαγγελίου και το αποδίδει στον Μένανδρο τον διδάσκαλο του Βασιλίδη. Δεδομένου ότι ο Γνωστικισμός παρ’ ολίγον να εξαλείψει τον ορθόδοξο Χριστιανισμό του Ειρηναίου κατά τον δεύτερο αιώνα και το Ευαγγέλιο αυτό θεωρείται το τελευταίο δεν είναι καθόλου παράξενο το ότι εν πολλοίς γνωστικίζει!]
Για να υποβαστάξουν τους ισχυρισμούς τους ότι τα Ευαγγέλια του Μάρκου και του Ματθαίου γράφτηκαν από τους «πραγματικούς» αποστόλους Μάρκο και Ματθαίο και ότι ο Ιησούς είναι ιστορικό πρόσωπο, οι ιεραπόστολοι συχνά υποδεικνύουν τη «καλουμένη μαρτυρία του Παπία». Ο Παπίας ήταν επίσκοπος της Ιεραπόλεως (κοντά στην Έφεσο) κατά την διάρκεια του μέσου του δευτέρου αιώνος Κ. Ε. Τίποτα από τα γραπτά του δεν έχει διασωθεί παρά μόνο ο Χριστιανός «Ιστορικός» Ευσέβιος (+ 260 – 339 Κ. Ε.) στο βιβλίο του, Εκκλησιαστική Ιστορία (που γράφτηκε κατά τα έτη +311 – 324 Κ. Ε. περίπου) παράφρασε μερικά χωρία του βιβλίου του Παπία, Έκθεση Χρησμών του Κυρίου (γραμμένο κατά +140 – 160 Κ. Ε. περίπου). Σ’ αυτά τα χωρία, ο Παπίας ισχυρίστηκε ότι είχε γνωρίσει τις θυγατέρες του αποστόλου Φιλίππου και επίσης ανέφερε μερικές ιστορίες οι οποίες όπως ισχυρίστηκε προήλθαν από δύο άνδρες που ονομάζονταν Αριστίων και Ιωάννης ο Πρεσβύτερος, οι οποίοι ζούσαν ακόμα κατά την διάρκεια της ζωής του. Ο Ευσέβιος εμφανίζεται να έχει την πεποίθηση ότι ο Αριστίων και ο Ιωάννης ο Πρεσβύτερος ήταν μαθητές του Ιησού. Ο Παπίας ισχυρίστηκε ότι ο Ιωάννης ο Πρεσβύτερος είχε πει πως ο Μάρκος ήταν διερμηνέας του Πέτρου και έγραψε κάτω με ακρίβεια οτιδήποτε του είχε πει ο Πέτρος για τον Ιησού. Ο Παπίας ακόμα ισχυρίστηκε ότι ο Ματθαίος είχε περιμαζέψει όλους τους «χρησμούς» από τα Εβραϊκά και ο καθένας είχε ερμηνεύσει αυτούς κατά τον καλλίτερο τρόπο που μπορούσε. Τίποτα απ’ αυτά, όμως, δεν παρέχει αξιόπιστη ιστορική ένδειξη περί Ιησού και ούτε υποστηρίζει την πεποίθηση ότι τα Ευαγγέλια του Μάρκου και του Ματθαίου πραγματικά γράφτηκαν από αποστόλους που έφεραν τα ονόματα αυτά. Ο Παπίας απλώς αράδιαζε ονόματα και δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι ήταν ειλικρινής όταν ισχυρίστηκε ότι είχε συναντήσει τις θυγατέρες του Φιλίππου. Ακόμα και να είχε, αυτό το πολύ-πολύ θα αποδείκνυε ότι ο απόστολος Φίλιππος της χριστιανικής μυθολογίας βασιζόταν σε κάποιο ιστορικό πρόσωπο. Ο Παπίας ποτέ δεν ισχυρίστηκε ευθέως ότι είχε συναντήσει τον Αριστίωνα και τον Ιωάννη τον Πρεσβύτερο. Επί πλέον, επειδή ακριβώς ο Ευσέβιος κατά τον 4ο αιώνα πίστευε ότι αυτοί ήταν μαθητές του Ιησού δεν σημαίνει ότι ήταν [*]. Τίποτα απολύτως δεν είναι γνωστό για το ποίος γήινος ήταν πραγματικά ο Αριστίων. Σίγουρα όμως δεν είναι ένας από τους μαθητές κατά την συνήθη χριστιανική παράδοση. Έχω ιδεί βιβλία ορισμένων Χριστιανών φουνταμενταλιστών που διατείνονται ότι ο Ιωάννης ο Πρεσβύτερος ήταν ο απόστολος Ιωάννης ο υιός του Ζεβεδαίου και ότι αυτός ζούσε ακόμα όταν ο Παπίας ήταν νέος. Ακόμα ισχυρίζονται ότι ο Παπίας έζησε κατά τα έτη +60 - 130 Κ. Ε. περίπου και ότι έγραψε το βιβλίο του περί το +120 Κ. Ε. Αυτές οι χρονολογίες δεν βασίζονται σε καμία θεμιτή ιστορική μαρτυρία και είναι τελείως ανόητες. Ο Παπίας ήταν επίσκοπος Ιεραπόλεως κατά το +150 περίπου και όπως ήδη προαναφέραμε το βιβλίο του γράφτηκε μέσα στο διάστημα των ετών +140 – 160 Κ. Ε. Αλλά και να σπρώξομε τις ημερομηνίες πίσω στο +60 Κ. Ε. δεν τον θέτει κατά την διάρκεια της ζωής του αποστόλου Ιωάννου ο οποίος σύμφωνα με καθιερωμένες χριστιανικές παραδόσεις φονεύτηκε το +44 Κ. Ε.[**]. Εκτός τούτου είναι εντελώς απίθανο ότι ο Ιωάννης ο Πρεσβύτερος είχε τίποτα να κάνει με τον Ιωάννη τον Απόστολο. Σύμφωνα με τον Επιφάνειο (περίπου +320 – 403 Κ. Ε.), ένας πρώτο-χριστιανός ονόματι Ιωάννης Πρεσβύτερος είχε αποθάνει το +117 Κ. Ε. Θα έχομε περισσότερα να πούμε περί αυτού όταν συζητήσομε τις τρεις επιστολές που φέρουν το όνομα του Ιωάννου. Όποια και να είναι όμως η περίπτωση, οι αφηγήσεις τις οποίες μάζεψε ο Παπίας διεδίδοντο από στόμα σε στόμα τουλάχιστον για μια δεκαετία μετά την συγγραφή των Ευαγγελίων και των Πράξεων και αντανακλούν αθεμελίωτες φήμες και προλήψεις περί της προελεύσεως αυτών των βιβλίων. Ιδιαιτέρως η αφήγηση για τον Μάρκο που προμηθευτήκαμε από τον Ιωάννη τον Πρεσβύτερο, δεν είναι τίποτα περισσότερο παρά μια ελαφρά επεξεργασία του θρύλου περί Μάρκου που ευρίσκεται εντός του βιβλίου των Πράξεων και ούτως δεν μας λέγει τίποτα για τις αληθινές απαρχές του Ευαγγελίου του Μάρκου. Η αφήγηση περί του ότι ο Ματθαίος ανέγραψε τους «χρησμούς» είναι απλώς μια φήμη, και επί πλέον, δεν έχει να κάνει τίποτα με το Ευαγγέλιο του Ματθαίου. Ο όρος «χρησμοί» μπορεί μόνο να εννοηθεί σαν αναφορά στα γραπτά γνωστά ως οι Χρησμοί του Κυρίου τα οποία αναφέρονται στο βιβλίο του Παπία και κατά πάσαν πιθανότητα είναι το ίδιο πράγμα με την Δευτέρα Πηγή, αλλ’ όχι με το Ευαγγέλιο του Ματθαίου.
[* Μην ξεχνάτε ότι όλα αυτά βασίζονται μόνο στα γραπτά του κατά πολύ υστερόχρονου Ευσεβίου κατά το πρώτο ήμισυ του 4ου αιώνος και ο οποίος δεν χαίρει καμίας εμπιστοσύνης από κανέναν αντικειμενικό και αμερόληπτο ερευνητή! Το πέρα για πέρα ύποπτο γεγονός είναι ότι ενώ ο Ευσέβιος έχει τα γραπτά και τα βιβλία αυτά στα χέρια του όχι μόνο δεν εφρόντισε να τα διασώσει, πλην ελαχίστων χωρίων τα οποία αποδεδειγμένως διαστρέβλωσε, αλλά μετά απ’ αυτόν όλες αυτές οι πηγές δεν υπάρχουν πουθενά πλέον.]
[** Εδώ είναι το δεύτερο σημείο στο οποίο αναφέρει αυτή την πληροφορία. Ποιες να είναι αυτές οι καθιερωμένες χριστιανικές παραδόσεις; Νομίζομε ότι ο συγγραφέας όφειλε να τις αναφέρει εδώ, καθότι όπως εξηγήσαμε παραπάνω υπάρχουν άλλες καθιερωμένες χριστιανικές παραδόσεις που διαφωνούν μ’ αυτές που αυτός εδώ επικαλείται.]
Εκτός από τα κανονικά Ευαγγέλια και τις Πράξεις, οι ιεραπόστολοι χρησιμοποιούν και διάφορες επιστολές ως απόδειξη του αληθούς της εξιστορήσεως περί Ιησού. Ισχυρίζονται ότι οι επιστολές είναι γράμματα γραμμένα από μαθητές ή οπαδούς του Ιησού. Εν τούτοις, οι επιστολές (επιστολή στα αρχαϊκά Ελληνικά σημαίνει μήνυμα ή εντολή) είναι βιβλιαράκια γραμμένα υπό μορφή γραμμάτων (συνήθως από θρυλικούς χαρακτήρες του παρελθόντος), τα οποία αναπτύσσουν δόγματα και οδηγίες. Αυτή η μορφή θρησκευτικού γραψίματος χρησιμοποιείτο από τους Εβραίους των Ελληνιστικών και Ρωμαϊκών χρόνων. (Η πιο φημισμένη Εβραϊκή επιστολή είναι η Επιστολή του Ιερεμίου, η οποία αποτελεί μια μακροσκελή καταδίκη της ειδωλολατρίας και γράφτηκε κατά την Ελληνιστικήν περίοδο υπό μορφή γράμματος στο όνομα του προφήτη Ιερεμίου προς τους κατοίκους της Ιερουσαλήμ μόλις πριν φερθούν εξόριστοι στη Βαβυλώνα. [Η Επιστολή αυτή δεν ανήκει στον κανόνα της Τανάχ ενώ οι Χριστιανοί την έχουν βάλει στην δική τους Παλαιά Διαθήκη.]). Όπως και στην περίπτωση των ευαγγελίων, υπάρχουν χριστιανικές επιστολές που δεν περιέχονται στην Καινή Διαθήκη για τις οποίες και οι Χριστιανοί και οι μη Χριστιανοί ερευνητές συμφωνούν ότι είναι ψευδεπίγραφες και δεν έχουν καμία ιστορική αξία αφού εκθέτουν πίστεις και όχι Ιστορία. Η ύπαρξη ψευδεπιγράφων επιστολών και εν τέλει ολόκληρη η έννοια μιας επιστολής υποδηλεί ότι οι επιστολές ήταν συνήθως ψευδεπίγραφες. Ούτως και πάλι οι ισχυρισμοί των Χριστιανών φουνταμενταλιστών και ιεραποστόλων, ότι δηλαδή οι επιστολές είναι γνήσια γράμματα, είναι εκείνο ακριβώς που χρήζει αποδείξεως.
Η Επιστολή του Ιούδα γράφτηκε στο όνομα του Ιούδα του αδελφού του Ιακώβου. Σύμφωνα με τον Μάρκο και τον Ματθαίο, ο Ιησούς είχε αδελφούς που ονομάζονταν Ιούδας και Ιάκωβος. Η σύγκριση με άλλα γραπτά δείχνει ότι η Επιστολή του Ιούδα γράφτηκε γύρω στο +130 Κ. Ε. και έτσι καθίσταται προφανές ότι είναι ψευδεπίγραφη. Δεν υπάρχει όμως καμία ένδειξη ότι ο συγγραφέας της [όποιος και αν ήταν] χρησιμοποίησε οποιεσδήποτε αξιόπιστες ιστορικές πηγές σε ό,τι αφορά τον Ιησού.
Δύο από τις κανονικές επιστολές είναι γραμμένες στο όνομα του Πέτρου. Αφού ο Πέτρος είναι μυθική προσαρμογή της Αιγυπτιακής θεότητας Πέτρα, αυτές οι επιστολές δεν γράφτηκαν βεβαίως απ’ αυτόν. Μόνο το ύφος και ο χαρακτήρας της Πρώτης Επιστολής του Πέτρου είναι αρκετά για να δείξουν ότι δεν θα μπορούσε να είχε γραφτεί πριν από το +80 Κ. Ε. περίπου. Αλλά σύμφωνα και με τη χριστιανική παράδοση, ο Πέτρος υποτίθεται ότι είχε πεθάνει κατά τους διωγμούς που είχε εξαπολύσει ο Νέρων τα έτη +64 – 66 Κ. Ε. και έτσι δεν θα μπορούσε να έχει γράψει αυτήν την επιστολή. Ο συγγραφέας του Ευαγγελίου του Λουκά και των Πράξεων χρησιμοποιούσε όλες τις γραπτές πηγές που μπορούσε να τσακώσει και έτεινε να τις χρησιμοποιεί αδιακρίτως. Εν τούτοις, δεν αναφέρει τίποτα που να υποδεικνύει προς κάποιαν επιστολή γραμμένη από τον Πέτρο. Αυτό δεικνύει ότι η Πρώτη Επιστολή του Πέτρου πιθανώς γράφτηκε μετά το Ευαγγέλιο του Λουκά και τις Πράξεις (το +100 Κ. Ε. περίπου). Ούτε οι αναφορές στον Ιησού στην Πρώτη Επιστολή του Πέτρου ελήφθησαν από ιστορικές πηγές αλλά αντί ιστορικών πηγών αντανακλούν πίστεις και προλήψεις. Η Δευτέρα Επιστολή του Πέτρου ξεφωνίζει εναντίον των Μαρκιωνιστών και συνεπώς πρέπει να έχει γραφτεί το +150 Κ. Ε. περίπου. Είναι καθαρά ψευδεπίγραφη. Η Δευτέρα Επιστολή του Πέτρου χρησιμοποιεί ως πηγές: Την αφήγηση για την μεταμόρφωση του Ιησού που ευρίσκεται στον Μάρκο, Ματθαίο και Λουκά, την Αποκάλυψη του Πέτρου και την Επιστολή του Ιούδα. Η μη κανονική Αποκάλυψη του Πέτρου (γραμμένη μέσα στο πρώτο τέταρτο του δευτέρου αιώνος Κ. Ε.) αναγνωρίζεται να είναι μη ιστορική ακόμα και από τους Χριστιανούς φουνταμενταλιστές. Ούτως και η Δευτέρα Επιστολή του Πέτρου ουδόλως χρησιμοποιεί θεμιτές ιστορικές πηγές.
Τώρα ας εξετάσομε τις επιστολές τις οποίες υποτίθεται ότι έγραψε ο Παύλος. Η Πρώτη Επιστολή του Παύλου Πρός Τιμόθεον προειδοποιεί εναντίον της εργασίας των Μαρκιωνιστών γνωστή με τον τίτλον «Αντίθεσις». Ο Μαρκίων[*] αποβλήθηκε από την εκκλησία της Ρώμης το +144 Κ. Ε. περίπου και η Πρώτη Επιστολή του Παύλου Πρός Τιμόθεον γράφτηκε ολίγον μετά. Έτσι είναι καθαρό σε άπαντες ότι εδώ έχομε περίπτωση ψευδεπιγραφίας. Η Δευτέρα Επιστολή του Παύλου Πρός Τιμόθεον και η Επιστολή του Παύλου Πρός Τίτον γράφτηκαν από τον ίδιο συγγραφέα περίπου την ίδια εποχή. Αυτές οι τρεις επιστολές είναι γνωστές ως οι «ποιμαντορικές επιστολές». Οι υπόλοιπες δέκα «μη-ποιμαντορικές» επιστολές γραμμένες στο όνομα του Παύλου, ήταν γνωστές στον Μαρκίωνα περί το +140 Κ. Ε. Μερικές απ’ αυτές δεν ήταν γραμμένες μόνο στο όνομα του Παύλου αλλά έχουν μορφή γραμμάτων γραμμένων από τον Παύλο σε συνεργασία με διαφόρους φίλους όπως ο Σωσθένης, Τιμόθεος, και Σίλας. Ο συγγραφέας του Ευαγγελίου του Λουκά και των Πράξεων έφαγε τον κόσμο για να προμηθευτεί όλες τις διαθέσιμες πηγές και έτεινε να τις χρησιμοποιεί αδιακρίτως, αλλά δεν χρησιμοποίησε τίποτα από τις Παυλικές Επιστολές. Έτσι μπορούμε να συμπεράνομε ότι οι μη-ποιμαντορικές επιστολές γράφτηκαν μετά το Ευαγγέλιο του Λουκά και τις Πράξεις μέσα στην περίοδο +100 – 140 Κ. Ε. περίπου. Οι μη-κανονική Πρώτη Επιστολή του Κλήμεντος [Ρώμης, υποτίθεται] Πρός Κορινθίους (γραμμένη περίπου το +125 Κ. Ε.) χρησιμοποιεί την Πρώτη Επιστολή του Παύλου Πρός Κορινθίους ως πηγή και έτσι μπορούμε να μικρύνομε την χρονολογία γι’ αυτήν την επιστολή εντός των ετών +100 – 125 Κ. Ε. περίπου. Τελικά, επαφιόμεθα στο συμπέρασμα ότι όλες οι Παυλικές επιστολές είναι ψευδεπίγραφες. (Ο ημι-μυθικός Παύλος [**] υποτίθεται ότι απέθανε κατά την διάρκεια των διωγμών του Νέρωνος τα έτη + 64 – 66 Κ. Ε.). Είναι εμφανές ότι μερικές από τις Παυλικές Επιστολές αλλοιώθηκαν και ανασυντάχτηκαν πολυάριθμες φορές προτού αποκτήσουν τις σημερινές μορφές τους. Ως πηγές χρησιμοποιούν η μια την άλλη, τις Πράξεις, τα Ευαγγέλια των Μάρκου, Ματθαίου και Λουκά[***] και την Πρώτη Επιστολή του Πέτρου. Έτσι και επομένως μπορούμε να συμπεράνομε ότι δεν παρέχουν καμία ιστορική ένδειξη για τον Ιησού.
[* Ο σπουδασμένος πλούσιος από την Σινώπη του Πόντου, Μαρκίων, ήταν φανατικός οπαδός του Παύλου και Γνωστικός εσχατολόγος αυστηροτάτων ηθών. Κατά το πρώτο ήμισυ του δευτέρου αιώνος έφτιαξε τον πρώτο κανόνα Καινής Διαθήκης. Αυτός περιείχε μόνο τις δέκα πρώτες επιστολές του Παύλου από τις οποίες είχε αφαιρέσει όλα τα Εβραϊκά στοιχεία. Επίσης η σειρά τους ήταν άλλη από την εκ των υστέρων καθιερωμένη. Εκτός κανόνος είχε θέσει τις επιστολές Α΄ και Β΄ Πρός Τιμόθεον, Πρός Τίτον, Πρός Εβραίους, τα δύο τελευταία κεφάλαια ιε΄, ιστ΄ της Πρός Ρωμαίους επιστολής, κ. ά.. (Εκτεταμένα μέρη των ποιμαντορικών επιστολών, Α΄ και Β΄ Πρός Τιμόθεον και η Πρός Τίτον, αναφέρονται σε θέματα του δευτέρου αιώνος, άγνωστα για τον Παύλο. Επομένως αυτά δεν μπορεί να εγράφησαν απ’ αυτόν. Π. χ. πώς μπορεί το ίδιο άτομο να γράφει στην Πρός Κορινθίους 7: 1 «...καλόν ανθρώπω γυναικός μη άπτεσθαι·» και 8 «Λέγω δε τοις αγάμοις και ταις χήραις, καλόν αυτοίς εστιν εάν μείνωσιν ως καγώ.» και όλα τα τερατώδη που γράφει σε όλο το κεφάλαιο 7, αλλά μετά στην Α΄ Πρός Τιμόθεον 3: 2 να γράφει: «δεί ουν τον επίσκοπον ανεπίληπτον είναι, μιας γυναικός άνδρα,» και 12 «διάκονοι έστωσαν μιας γυναικός άνδρες, τέκνων καλώς προϊστάμενοι και των ιδίων οίκων.»; Ακόμα οι θεσμοί του επισκόπου και του πρεσβυτέρου δεν υπήρχαν κατά τα χρόνια του Παύλου. Βασισμένοι στην μαρτυρία του Φίλωνος, πρέπει να υπήρχαν υπό κάποια μορφή στην Αίγυπτο όπου ο Παύλος δεν πήγε ποτέ. Μετά έγιναν χριστιανικές απομιμήσεις. Άλλα μέρη των Ποιμαντορικών Επιστολών φαίνονται να είναι είτε του Παύλου είτε παραδόσεις που αναφέρονται σ’ αυτόν.). Στον κανόνα ο Μαρκίων είχε βάλει μόνο ένα ευαγγέλιο ομοιάζον με το Κατά Λουκάν Ευαγγέλιον, αλλά χωρίς να περιέχει κανένα Εβραϊκό στοιχείο και θέμα. Ο Εβραϊκός θεός Γιαχβέχ ήταν κακό δαιμόνιο για τον Μαρκίωνα. Η τότε Εβραιοχριστιανική εκκλησία της Ρώμης, φυσικώ τω λόγω, δεν εδέχθη τις προτάσεις του Μαρκίωνος και εξέβαλλε αυτόν από τους κόλπους της μεταξύ +142 – 144 C. E.
Από το περιεχόμενό της φαίνεται ότι η αιρετική, κακογραμμένη και απόκρυφη Επιστολή Πρός Διόγνητον γράφτηκε από έναν αμόρφωτο χριστιανό Μαρκιωνικών τάσεων. Θεωρεί την Αρχαία Ελληνική θρησκεία ως θρησκεία αψύχων ειδώλων και τον Ιουδαϊσμό ως θρησκεία δεισιδαιμονιών που δεν ταιριάζουν στον αληθινό Θεό της Γνώσεως (αλλά στην Ορθοδοξία: «Θεόν Κύριον εκ πηγών Ισραήλ.»). Αποφεύγει να κάνει μνεία για την Εβραϊκή καταγωγή και δράση του Υιού τού Θεού του και για το ότι η βάση του Χριστιανισμού είναι η Παλαιά Διαθήκη.]
[** Μην εκπλήττεσθε για το επίθετο ημι-μυθικός επί του Παύλου. Ακόμα και μυθικό να τον ανέφερε δεν θα ήταν υπερβολή. Βεβαίως έχει καθιερωθεί μεταξύ των χριστιανών η ιστορικότητα του Παύλου να θεωρείται δεδομένη και πέραν πάσης αμφισβητήσεως. Πολλοί όμως αμερόληπτοι επιστήμονες, ειδικοί επί των θεμάτων αυτών, την αμφισβητούν και μερικοί φτάνουν στο συμπέρασμα ότι το πρόσωπο αυτό είναι μυθικό. Άλλοι πάλι δεν την αμφισβητούν και άλλοι απλώς την θεωρούν εύλογη αναγνωρίζοντας όμως ότι δεν υπάρχουν αρκετά πειστικές αποδείξεις περί αυτής. Ακόμα και ο νεώτερος ερευνητής Robert Ambelain που προωθεί την άποψη ότι ο Παύλος υπήρχε και ήταν Ιδουμαίος Άραβας εγγονός του βασιλιά Ηρώδη του Μεγάλου. Μέσα στα κείμενα των Πράξεων και των Επιστολών, όπως τα έχομε σήμερα στα χέρια μας, οι χαρακτήρες Σαούλ, Σαύλος, Παύλος και Σίμων ο Μάγος αντιπροσωπέυουν διαφορετικές εκδοχές και εποχές του Παύλου. Άλλοι, όπως ο κ. Μάριος Βερέττας και κ. Κώστας Κυριακάκης, λαμβάνοντας υπ’ όψη τις τρεις Επιστολές του Ιωάννου και την Αποκάλυψιν αποφαίνονται ότι οι όροι «αντίχριστος» και «ψευδοπροφήτης» αναφέρονται στον Παύλο. Άλλοι πάλι, όπως ο Harold Leidner, τον θέλουν να ζει επ’ ολίγον και μετά τα γεγονότα του 70-73 Κ. Ε., παρά την χριστιανική χρονολογία του θανάτου του μεταξύ 64 και 67 Κ. Ε. Δηλαδή, υπάρχει πλήρης ασυμφωνία μεταξύ των ερευνητών.
Αναφέρομε λοιπόν ολίγα μόνο στοιχεία επ’ αυτού του ζητήματος προς ενημέρωση του αναγνώστη, τα οποία αφήνομε στην κρίση του και στο ερευνητικό του ενδιαφέρον. Π. χ., για την χρονολογία της γεννήσεως του Παύλου δεν υπάρχει καμία σύγχρονη μαρτυρία της εποχής του. Έχομε μόνο εικασίες και υπολογισμούς περί αυτής από πολύ υστερόχρονους μελετητές, χριστιανούς και μη. Αν εσείς, όποιοι και αν είστε, γνωρίζετε έστω και μία ανεξάρτητη, αμερόληπτη, βάσιμη, θεμιτή και σύγχρονη ή σχετικώς σύγχρονη με τον Παύλο ιστορική αναφορά ή ένδειξη περί Παύλου να την δημοσιεύσετε να την μάθομε κει ‘μεις οι υπόλοιποι οι ανά την υδρόγειον ενδιαφερόμενοι και ερευνητές. Πέραν των εσωτερικών χριστιανικών αφηγηματικών αναφορών τέτοια αναφορά ή ένδειξη δεν υπάρχει πουθενά. Οι Χριστιανοί όμως διατείνονται ότι ο Παύλος όργωνε τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία μέσα στα 30 χρόνια δράσεώς του (από τον λιθοβολισμό του Στεφάνου και εντεύθεν). Είχε σύρει στην φυλακή πολλούς, εδίωκε μανιωδώς τους χριστιανούς πριν την μεταστροφή του, είχε έλθει σε επαφή ή σύγκρουση με τους Ιουδαίους αρχηγούς, με Ρωμαίους υπάτους, κυβερνήτες, ασιάρχες, χιλιάρχους, εκατοντάρχους, τον ίδιο τον αυτοκράτορα στη Ρώμη, τις τοπικές πολιτικές αρχές, θρησκευτικές αρχές, συναγωγές, κόσμο πολύ, εδιώχθη, «θηριομάχησε», δάρθηκε, λιθοβολήθηκε, ήταν πολύ οικείος στα αυτοκρατορικά ανάκτορα στα οποία διατηρούσε φίλους, πήγε δύο φορές στη Ρώμη όπου παρέμεινε μπόλικο καιρό, και ο κατάλογος συνεχίζεται επί μακρόν! Παρ’ όλα ταύτα δεν τον εσημείωσε κάπου κανείς ανεξάρτητος, αντικειμενικός και σύγχρονός του ιστορικός, πολιτικός, συγγραφέας, ραβίνος, λαϊκός ... έστω και εκ παραδρομής! Τί νομίζετε λοιπόν επ’ αυτού; Δεν είναι όντως περίεργο και πέραν πάσης πιθανότητας; Απαντήσετε! Όπως προαναφέραμε ο Μέγας αυτοκράτωρ Ιουλιανός εζήτησε να του προσκομίσουν μια τέτοια αναφορά και για τον Παύλο, αλλά απάντηση δεν πήρε!
Εδώ πρέπει να τονίσομε όμως ότι καίριο πλήγμα κατά της ιστορικότητος του Ιησού Χριστού είναι ο Χριστός του Παύλου. (Βλέπε: Παράρτημα 2.). Ο Ιησούς Χριστός των Ευαγγελίων όπως και οιοσδήποτε ιστορικός Χριστός ήταν άγνωστος στον Παύλο. Τότε όμως, αν δεχθούμε ότι ο Παύλος είναι ιστορικό πρόσωπο κατά την εποχή που διατείνονται ότι έζησε, έδρασε και μας παρέδωσε τα γραπτά του, αναγκαστικά πρέπει να δεχθούμε ότι ο Ιησούς Χριστός δεν ήταν ιστορικό πρόσωπο αλλά μυθολόγημα! Αλλιώς και ο Παύλος και ο Ιησούς είναι χριστιανικά μυθιστορήματα και τίποτα παραπάνω. Δηλαδή ψευτιές!
Βεβαίως τα γραπτά που αποδίδονται στον Παύλο καθώς και οι προηγούμενες πηγές τους πρέπει να έθεσαν τις βάσεις και νύξεις της συγγραφής και της μυθολογίας των υστεροχρόνων τεσσάρων κανονικών Ευαγγελίων. Μετά τον πλήρη διαχωρισμό Ιουδαίων και Χριστιανών (+135 Κ. Ε.) και την οικτρή αποτυχία της εσχατολογίας των τελευταίων, οι νέες καταστάσεις που προέκυψαν απαιτούσαν νέα κείμενα διαφορετικά απ’ αυτά του Παύλου και προπάντων ιστορικοποιούντα για την δικαιολόγηση και επιβίωση της Εβραιοχριστιανικής αιρέσεως! Ακόμα κατά τον δεύτερο αιώνα σφετερίστηκαν γνωστικιστικά κείμενα και κακώς νοηθέντα Νεοπλατωνικά στοιχεία. Ως γνωστό, λίγο έλειψε ο Γνωστικισμός τότε να εξαλείψει τον ορθόδοξο Χριστιανισμό από προσώπου γης. Έτσι στα κείμενα του Παύλου και στο Κατά Ιωάννην Ευαγγέλιο απαντάμε πολλά γνωστικιστικά και διαστρεμμένα Νεοπλατωνικά στοιχεία. Τότε υπήρχε αγώνας επικράτησης ανάμεσα στην παράταξη της Πίστης (του δόγματος “πίστευε και μη ερεύνα”) και στην παράταξη της Γνώσης (Γνωστικισμού). Τελικά για λόγους που δεν θα αναπτύξομε εδώ επεκράτησε η Πίστη.
Αυτά τα συμπεράσματα αποτελούν το βαρύτερο επιχείρημα των μυθικιστών κατά της ιστορικότητος του Ιησού ή του Παύλου αναλόγως. Αυτό το επιχείρημα είναι εξαιρετικά ισχυρό ή μάλλον απροσπέλαστο για τους γνώστες και ειλικρινείς ερευνητές Χριστιανούς, πολλοί των οποίων αφού μελέτησαν και εγνώρησαν τα στοιχεία, απεσκίρτησαν από την Εβραιογνωστικοχριστιανική μάστιγα. Εσείς αναγνώστες τί λέτε;
Διά την εκτενή μελέτη και ανάπτυξη αυτού του σοβαρού θέματος και επιχειρήματος διαβάστε παρακάτω το: Παράρτημα 2, «Ο Χριστός του Παύλου». Το κείμενο αυτό είναι πολύ κατατοπιστικό διά την ιστορικότητα τόσο του Ιησού όσο και του Παύλου.]
[*** Φαίνεται ότι περί το +140-150 έγινε μια γερή επεξεργασία του Κατά Λουκάν Ευαγγελίου προς απάντηση κατά του Γνωστικού Μαρκίωνος, αν λάβομε υπ’ όψη την πολεμική του Τερτυλιανού Κατά του Μαρκίωνος. Τότε προσετέθησαν και τα δύο πρώτα κεφάλαια του, τα οποία πάντα εκρίθησαν παρείσακτα από τους ειδικούς και έρχονται σε μεγάλες αξεπέραστες αντιφάσεις με πολλά θέματα όλων των Ευαγγελίων. Μετά επισυνάφθηκαν οι Πράξεις (όχι στην μορφή που τις έχομε σήμερα) για να μας δείξουν: (α) Την χρυσή εποχή της χριστιανικής εκκλησίας προτού η αίρεση μπει στη μέση και χαλάσει την ιδανική εικόνα και ομαλή ροή. (β) Ο Παύλος ανήκε στην ορθόδοξη χριστιανική κίνηση των αποστόλων της Ιερουσαλήμ και δεν ήταν διδάσκαλος του Μαρκίωνος, όπως ο ίδιος Μαρκίων είχε ισχυρισθεί.
Μετά ταύτα έγινε η νέα επεξεργασία και ανασύνταξη των Επιστολών του Παύλου για την οποία ομιλεί εδώ ο Yehoshua, με το γραπτό του οποίου συνεχίσετε την μελέτη σας: ]
Η Επιστολή Πρός Εβραίους είναι μια ιδιαιτέρως ενδιαφέρουσα επιστολή επειδή δεν είναι ψευδεπίγραφη αλλά τελείως ανώνυμη. Ο συγγραφέας της ούτε ο όνομά του αποκαλύπτει ούτε συγγράφει στο όνομα κάποιου Χριστιανού μυθολογικού χαρακτήρα. Οι Χριστιανοί φουνταμενταλιστές ισχυρίζονται ότι αυτή η επιστολή είναι άλλη μια επιστολή του Παύλου και πραγματικά την αποκαλούν Επιστολή του Παύλου Πρός Εβραίους. Αυτή η ιδέα, αν και προφανώς χρονολογείται πίσω στο τέλος του τετάρτου αιώνος, εντοσούτω δεν είναι δεκτή από όλους τους Χριστιανούς. Σαν πηγή για τις πληροφορίες της περί Ιησού χρησιμοποιεί υλικό κοινό στον Μάρκο, Ματθαίο και Λουκά, αλλά δεν χρησιμοποίησε τίποτα από αξιόπιστες πηγές. Ο συγγραφέας της Πρώτης Επιστολής του Κλήμεντος [αποδίδεται στον πάπα Ρώμης] την χρησιμοποιεί ως πηγή και έτσι πρέπει να έχει γραφτεί πριν από την επιστολή αυτή (το +125 Κ. Ε. περίπου) αλλά τουλάχιστον μετά το Ευαγγέλιο του Μάρκου (περίπου +75 – 100 Κ. Ε.).
Η Επιστολή του Ιακώβου είναι γραμμένη στο όνομα ενός υπηρέτη του Ιησού που ονομάζεται Ιάκωβος. Όμως, στην χριστιανική μυθολογία υπήρχαν δύο απόστολοι που ονομάζονταν Ιάκωβοι και ο Ιησούς επίσης είχε έναν αδελφό με το όνομα Ιάκωβος. Δεν είναι καθαρό για ποιον Ιάκωβο πρόκειται και δεν υπάρχει συμφωνία ακόμα και μεταξύ των ιδίων των Χριστιανών. Αναγράφει λόγια από την Δευτέρα Πηγή αλλά δεν τα αποδίδει στον Ιησού Χριστό όπως κάνουν ο Ματθαίος και ο Λουκάς αλλά τα παρουσιάζει ως λόγια του Ιακώβου. Περιέχει ένα σπουδαίο επιχείρημα εναντίον του δόγματος της «σωτηρίας μόνο διά πίστεως» το οποίο αναπτύσσεται στην Επιστολή του Παύλου Πρός Ρωμαίους. Έτσι μπορούμε να συμπεράνομε ότι γράφτηκε κατά την διάρκεια του πρώτου ημίσεως του 2ου αιώνος Κ. Ε., μετά την Πρός Ρωμαίους Επιστολήν αλλά πριν από την εποχή που τα Ευαγγέλια του Ματθαίου και του Λουκά είχαν γίνει αποδεκτά από όλους τους Χριστιανούς. Έτσι ανεξαρτήτως από τον ποιον Ιάκωβο πρόκειται, η Επιστολή του Ιακώβου είναι ψευδεπίγραφη. Δεν λέγει σχεδόν τίποτα για τον Ιησού και δεν υπάρχει καμία ένδειξη ότι ο συγγραφέας είχε οποιεσδήποτε ιστορικές πηγές γι’ αυτόν.
Υπάρχουν τρεις επιστολές που ονομάστηκαν του αποστόλου Ιωάννου. Καμία απ’ αυτές δεν είναι πραγματικά γραμμένη στο όνομα του Ιωάννου και πιθανώς απεδόθησαν σ’ αυτόν κάποιον χρόνο μετά το γράψιμό τους. Η Πρώτη Επιστολή του Ιωάννου, όπως και η Επιστολή Πρός Εβραίους, είναι τελείως ανώνυμη. Η ιδέα ότι γράφτηκε από τον Ιωάννη δημιουργήθηκε από το γεγονός ότι χρησιμοποίησε το Ευαγγέλιο του Ιωάννου ως πηγή. Οι άλλες δύο επιστολές που ονομάστηκαν του Ιωάννου είναι γραμμένες από έναν και μόνον συγγραφέα ο οποίος αντί να γράψει στο όνομα ενός αποστόλου, εξέλεξε απλώς να ονομάζει τον εαυτόν του «ο Πρεσβύτερος». Η ιδέα ότι οι δύο επιστολές γράφτηκαν από τον Ιωάννη δημιουργήθηκε από τις πεποιθήσεις ότι η ονομασία «ο Πρεσβύτερος» αναφέρεται στον Ιωάννη τον Πρεσβύτερο και ότι αυτός ήταν το ίδιο πρόσωπο με τον Απόστολο Ιωάννη. Στην περίπτωση της Δευτέρας Επιστολής του Ιωάννου αυτή η πεποίθηση ενισχύθηκε και από το γεγονός ότι αυτή η επιστολή επίσης χρησιμοποιεί το Ευαγγέλιο του Ιωάννου ως πηγή. Έτσι μπορούμε να συμπεράνομε ότι οι δύο πρώτες επιστολές που αποδίδονται στον Ιωάννη γράφτηκαν μετά το Ευαγγέλιο του Ιωάννου (περίπου κατά τα έτη +110 – 120 Κ. Ε.). Συνεπώς καμία από τις τρεις επιστολές δεν θα μπορούσε να είχε γραφτεί από τον Απόστολο Ιωάννη. Πρέπει να τονισθεί ότι είναι πολύ δυνατόν το ψευδώνυμο «ο Πρεσβύτερος» πράγματι να αναφέρεται στο πρόσωπο που ονομαζόταν Ιωάννης ο Πρεσβύτερος, αλλά και αυτό να μην είναι έτσι, αυτό το πρόσωπο σίγουρα δεν είναι ο Απόστολος Ιωάννης. Οι δύο πρώτες επιστολές χρησιμοποιούν μόνο το Ευαγγέλιο του Ιωάννου ως πηγή για τον Ιησού· δεν χρησιμοποιούν οποιεσδήποτε θεμιτές ιστορικές πηγές. Η Τρίτη Επιστολή του Ιωάννου μόλις και μετά βίας αναφέρει τη λέξη «Χριστός» και δεν υπάρχει καμία ένδειξη ότι χρησιμοποίησε οποιεσδήποτε ιστορικές πηγές γι’ αυτόν.
Εκτός από τις επιστολές που ονομάστηκαν του Ιωάννου, η Καινή Διαθήκη επίσης περιέχει και ένα βιβλίο γνωστό ως την Αποκάλυψιν του Ιωάννου. Αυτό το βιβλίο συνδυάζει δύο μορφές θρησκευτικού γραψίματος, το επιστολογραφικό και το αποκαλυπτικό. (Οι αποκαλύψεις είναι θρησκευτικές εργασίες που είναι γραμμένες υπό μορφήν αποκαλύψεων περί μέλλοντος και που έγιναν από κάποιον φημισμένο χαρακτήρα του παρελθόντος. Αυτές οι αποκαλύψεις συνήθως περιγράφουν κακότυχα συμβάντα που συμβαίνουν κατά τον χρόνο του γραψίματος [*] και ακόμα προσφέρουν κάποια ελπίδα στον αναγνώστη ότι τα πράγματα θα βελτιωθούν.). Δεν είναι βέβαιο πόσες διορθώσεις υπέστη η Αποκάλυψις του Ιωάννου και έτσι είναι δύσκολο να χρονολογηθεί επακριβώς. Επειδή αναφέρει τους διωγμούς που εξαπέλυσε ο Νέρων μπορούμε να πούμε μετά βεβαιότητος ότι δεν γράφτηκε πριν από το + 64 Κ. Ε. Έτσι δεν είναι δυνατόν να έχει γραφτεί από τον «πραγματικό Ιωάννη». Οι πρώτοι ολίγοι στίχοι αποτελούν μια εισαγωγή η οποία καθαρά δεν προτίθεται να δείξει ότι προέρχεται από τον Ιωάννη [**], και η οποία παρέχει μια ασαφή παραδοχή ότι το βιβλίο είναι ψευδεπίγραφο έστω και αν ο συγγραφέας διαισθάνεται ότι το μήνυμά του είναι εμπνευσμένο από τον Θεό. Το ύφος του γραψίματος και οι αναφορές στην πρακτική του κριοβολήματος (βάπτισμα σε αίμα κριού, προβάτου, αμνού, αρνίου) υποδεικνύει ότι ο συγγραφέας ήταν ένας άνθρωπος Εβραϊκής καταγωγής από εκείνους που αναμίγνυαν τον Ιουδαϊσμό με παγανιστικές πρακτικές. Υπήρχαν πολλοί τέτοιοι «παγανιστές Εβραίοι» κατά την Ρωμαϊκή εποχή και αυτοί ήταν εκείνοι οι οποίοι έγιναν οι πρώτοι προσήλυτοι στον Χριστιανισμό, ίδρυσαν τις πρώτες εκκλησίες, και οι οποίοι ήταν επίσης πιθανώς οι υπεύθυνοι για την εισαγωγή παγανιστικών μύθων στην αφήγηση περί Ιησού. (Αυτοί ακόμα παραμένουν στην ιστορική μνήμη ένεκα της γελοίας πίστεώς τους ότι ο «Αδονάι Τζεβαώτ» [= Κύριος Σαβαώθ] ήταν ο ίδιος με τον παγανιστικό Θεό «Σεβάζιο».). Η αναφορές στον Ιησού μέσα στο βιβλίο είναι ολίγες και δεν υπάρχει καμία ένδειξη ότι βασίζονται σε τίποτα άλλο εκτός από πίστη.
[* Στην πραγματικότητα: «ψευδό-επιγραφήματος», εφ’ όσον ο συγγραφέας του παρόντος χρησιμοποιεί την ταυτότητα κάποιου σημαίνοντος προσώπου από το παρελθόν.]
[** Βέβαια στους 9 πρώτους στίχους το όνομα του Ιωάννου αναγράφεται τρεις φορές. Μάλλον εδώ ο Hayyim ben Yehoshua έπρεπε να δώσει περισσότερες εξηγήσεις γι’ αυτό που θέλει να πει.
Πάντως όπως προαναφέραμε, πολλοί είναι οι επιστήμονες και ερευνητές, εκ των οποίων μερικοί είναι Εβραίοι, που υποστηρίζουν ότι η Αποκάλυψις του Ιωάννου ήταν Εβραϊκό κείμενο αρχικώς το οποίο στη συνέχεια υπεκλάπη από τους Χριστιανούς οι οποίοι του έκαναν τις αναγκαίες χριστιανικές μετατροπές. Ο κορμός τού κειμένου όμως, είναι οι θρηνωδίες και οι κατάρες κάποιου Εβραίου συγγραφέως λόγω της συμφοράς του + 70 Κ. Ε., της καταστροφής της Ιερουσαλήμ και της πυρπολήσεως του Ναού του Γιαχβέχ. Γι’ αυτό και παρηγορείται με την σκέψη της αντικαταστάσεως της παλαιάς και κατεστραμμένης Ιερουσαλήμ από μια νέα ουρανοκατέβατη Ιερουσαλήμ διά μιάς θεϊκής επεμβάσεως του Γιαχβέχ, κλπ. Αυτή η επιστημονική εκδοχή, η οποία βασίζεται σε υπέρογκο πλήθος στοιχείων, καταδεικνύει ότι η νυν Αποκάλυψις του Ιωάννου είναι ένα διαστρεβλωμένο και ψευδεπίγραφο βιβλίο. Πρόκειται για Αποκάλυψιν βρωμερού Ιεζεκιηλικού τύπου και είναι μια από τις πάρα πολλές βλαβώδεις και παραλληρηματικές αποκαλύψεις που έχουν γραφεί και αλλοιωθεί κατά καιρούς.
Ο ερευνητής Μιχάλης Κοκκινόφτας στο βιβλίο του Σχέδιο Αρμαγεδδών, Εκδόσεις Δίον, 2000, έχει κάνει μια πολύ ενδιαφέρουσα και σπουδαία ποσοστιαία ανάλυση επί των λέξεων, της γλώσσας και των χωρίων που χρησιμοποιεί ο συγγραφεύς της Αποκαλύψεως. Ανεξαρτήτως ολίγων απόψεων, υποθέσεων και εκτιμήσεων που ο συγγραφέας έχει διατυπώσει, μερικά πολύ σημαντικά και ελέγξιμα συμπεράσματα της έρευνάς του είναι τα εξής: Η γλώσσα της Αποκαλύψεως είναι μια κακίστη χρήση της Κοινής Ελληνιστικής διαλέκτου. Εν κατακλείδι (σελίδες 356-358), αντικειμενικώς υπελόγισε (αντικειμενικώς, διότι οι αριθμοί και οι συγκρίσεις είναι αντικειμενικά δεδομένα που μπορούν να ελεγχθούν από τον καθένα και δεν είναι προσωπικές απόψεις) ότι: 97.56% των χωρίων είναι παρμένα από την Παλαιά Διαθήκη είτε αυτολεξεί, είτε σχεδόν αυτολεξεί, είτε σε κάποιο βαθμό παραφρασμένα αλλά με το ίδιο περιεχόμενο και νόημα προς αντίστοιχα χωρία της Παλαιάς. Επομένως μόνον 2.44% των χωρίων της Αποκαλύψεως δύνανται να αποδοθούν στον συγγραφέα της! Ως προς τις κύριες λέξεις και έννοιες το 88.21% εξ αυτών είναι δανεισμένες από την Παλαιά Διαθήκη και μόνο 11.79% είναι επινοήσεις του συγγραφέως.
Αυτή η ανάλυση αποδεικνύει το συμπέρασμα της υποκλοπής που αναφέραμε παραπάνω, αν και η Αποκάλυψις περιέχει μερικές κοινές φράσεις και εικόνες με τα Ευαγγέλια μερικές Επιστολές και στα Απόκρυφα. Κοινές πηγές αυτών των φράσεων και εικόνων σ’ όλη αυτή την βιβλιογραφία είναι η Παλαιά Διαθήκη και ή άμεση εσχατολογία του καιρού αυτού εντός των Εβραιογνωστικοχριστιανικών κοινοτήτων. Η ανάλυση αποδεικνύει επίσης το συμπέρασμα του κ. Μιχάλη Κοκκινόφτα ότι η Αποκάλυψις δεν είναι κανένα αληθές, ανεξιχνίαστο, δυσχερές, προφητικό, θεόπνευστο, αποκαλυπτικό, κλπ., χριστιανικό, βιβλίο. Αυτή η ψευδής θέση, εδώ και πολλούς αιώνες μέχρι και σήμερα, προπαγανδίζεται από τους Χριστιανούς προς εκφοβισμό των μαζών αλλά και με πολλούς αξιόλογους μορφωμένους στα θύματά των. Απλούστατα πρόκειται για ένα Εβραιογενές, αυθαίρετο, ποταπό, παραμυθολόγημα και αισχρό ρυπαρογράφημα γκρίνιας και εκδικήσεως το οποίο περιέχει υστερότερες (εντοπισμένες) χριστιανικές και εσχατολογικές παρεμβολές. Ο αρχικός Εβραίος συγγραφέας σκοπόν είχε να εκφράσει το πένθος και την θλίψη που επέφερε η καταστροφή του +66 – 73 Κ. Ε. προς τον Εβραϊκόν θεόν του Γιαχβέχ και να ευχηθεί για σκληρή εκδίκηση εναντίον όλων των ανθρώπων εκτός ολίγων εκ των εκλεκτών, για την οποία αηδιαστικά τον εκλιπαρεί να την αποδώσει! Ακόμα οραματίζεται την εμφάνιση μιας Νέας Ιερουσαλήμ τεραστίου μεγέθους και ακατάσχετης φαντασίας. Οι υστερότεροι χριστιανικοί υποκλοπείς, ανασυντάκτες και διορθωτές του αισχροτάτου αυτού βιβλίου δεν είχαν κανέναν άλλον σκοπό παρά την χρήση του διά τον συνεχή και διαχρονικό εκφοβισμό και την στυγνή καταπίεση των χριστιανικών μαζών, από τις ημέρες τους μέχρι τον μυθικό Αρμαγεδδώνα.
Πρόκειται για ένα βλακοδέστατο και μιαρό συμπίλημα μωρίας με απολύτως καμίαν αξίαν εκτός του βραβείου βλακείας, ατιμίας και πονηρίας που πανηγυρικότατα εισπράττει. Δεν υπάρχει τίποτα το αποκαλυπτικό, το προφητικό ή το ακατανόητο μέσα σ’ αυτό το ηλίθιο και αηδιαστικό τερατούργημα, που χρησιμεύει μόνο για την βάρβαρη καταπίεση και εξαπάτηση ανοήτων, αφελών και απλοϊκών! Αυτό το αισχρό βιβλίο με την ουτοπική δαιμονολογία και τις ακαταλαβίστικες ψευδο-προφητείες του καταφόβιζε και κατατυραννούσε την Ευρώπη κατά του μεσαιωνικούς χρόνους. Κάθε πανώλης κάθε συμφορά εθεωρείτο εκπλήρωση των βλακωδεστάτων προφητειών του. Ο κοσμάκης πανικοβάλετο και ετρομοκρατείτο μέχρις εσχάτων. Οι σκηνές που συνέβαιναν μονολεκτικά χαρακτηρίζονται ως υπερεαλιστικές. Πόσο αλήθεια υπέφερε η κακόμοιρη ανθρωπότητα και ακόμα υποφέρει απ’ αυτές τις βλακείες...
Περί διαφόρων χριστιανικών υποκλοπών μελετείστε επί πλέον τουλάχιστον τα εξής μνημειώδη ερευνητικά έργα:
1. Gerald Friedlander, The Jewish Sources Of The Sermon On The Mount, Kessinger Publishing.
2. Hyman E. Goldin, The Case of the Nazarene Reopened, The Lawbook Exchange Ltd., 1948-2003.
3. Randel Helms, Gospel Fictions, Prometheus Books, 1989.
4. Harold Leidner, The Fabrication of the Christ Myth, Survey Books, 1999.
5. Albert Schweitzer, The Quest of the Historical Jesus, Introduction by James M. Robinson, Collier Books, 1968.
6. Joseph Wheless, Forgery in Christianity, Kessinger Publishing.
7. Joseph Wheless, Is it God’s Word?, Kessinger Publishing.]
Εκτός από τις επιστολές εντός του Κανόνος της Καινής Διαθήκης και εκτός από τις επιστολές οι οποίες αναγνωρίζονται ομόφωνα ότι δεν έχουν καμία αξία (όπως η Επιστολή του Βαρνάβα), υπάρχουν και μερικές άλλες επιστολές οι οποίες ενώ δεν ευρίσκονται εντός του Κανόνος της Καινής Διαθήκης, θεωρούνται ότι έχουν αξία από μερικούς Χριστιανούς. Πρώτον υπάρχουν οι επιστολές που ονομάστηκαν του Κλήμεντος. Στην χριστιανική παράδοση, ο Κλήμης ήταν ο τρίτος στην διαδοχή του Πέτρου ως επίσκοπος Ρώμης. Η Πρώτη Επιστολή του Κλήμεντος Πρός Κορινθίους στην πραγματικότητα δεν γράφτηκε στο όνομα του Κλήμεντος αλλά στο όνομα τής «Εκκλησίας του Θεού της Παρεπιδημούσης εν Ρώμη». Αναφέρεται σε έναν διωγμό που είχε συμβεί το +95 Κ. Ε. υπό του Δομιτιανού, και αναφέρεται στην απόλυση των πρεσβυτέρων της Εκκλησίας της Κορίνθου το +96 Κ. Ε. Οι Χριστιανοί πιστεύουν ότι ο Κλήμης ήταν επίσκοπος Ρώμης κατ’ αυτή την εποχή και αυτός είναι προφανώς ο λόγος διατί η επιστολή πήρε αργότερα το όνομά του. Χριστιανοί φουνταμενταλιστές πιστεύουν ότι πράγματι γράφτηκε το +96 Κ. Ε. Αυτή η χρονολογία δεν είναι δυνατή διότι η επιστολή αναφέρει τους επισκόπους και ιερείς σαν ξεχωριστές ομάδες· μια διαίρεση η οποία δεν είχε ακόμα συμβεί. Υφολογικές εξετάσεις δεικνύουν ότι γράφτηκε το +125 Κ. Ε. Ως αναφορές χρησιμοποίησε την Επιστολή Πρός Εβραίους και την Πρώτη Επιστολή του Παύλου Πρός Κορινθίους αλλά τίποτα από θεμιτές ιστορικές πηγές. Η Δευτέρα Επιστολή του Κλήμεντος γράφτηκε αργότερα και από συγγραφέα διαφορετικό από αυτόν της Πρώτης. Έτσι μπορούμε επίσης να συμπεράνομε ότι δεν γράφτηκε από τον Κλήμεντα. (Δεν υπάρχει καμία ένδειξη για το ότι είτε η μια είτε η άλλη επιστολή γράφτηκε από τον Κλήμεντα πριν από την συμπερίληψή τους σε μια συλλογή βιβλίων γνωστή ως Codex Alexandrinus [Αλεξανδρινός Κώδικας], κατά τον 5ο αιώνα Κ. Ε.). Ως πηγές για τον Ιησού, η Δευτέρα Επιστολή χρησιμοποιεί το Ευαγγέλιο των Αιγυπτίων, ένα κείμενο που απορρίπτεται ακόμα και από τους πιο φουνταμενταλιστές Χριστιανούς, και ακόμα τα βιβλία της Καινής Διαθήκης τα οποία αποδείξαμε ότι δεν έχουν καμία ιστορική αξία. Έτσι και πάλι δεν έχομε καμία θεμιτή ιστορική ένδειξη για τον Ιησού.
Μετά έχομε τις επιστολές γραμμένες στο όνομα του Ιγνατίου. Σύμφωνα με την παράδοση, ο Ιγνάτιος ήταν ο επίσκοπος Αντιοχείας που φονεύτηκε τον καιρό που αυτοκράτωρ ήταν ο Τραϊανός, το +110 Κ. Ε. περίπου. (Αν και ο Ιγνάτιος ίσως να είναι βασισμένος σε κάποιο ιστορικό πρόσωπο σχεδόν όλοι οι θρύλοι για το μαρτύριό του είναι δημιουργήματα φαντασίας.). Υπάρχουν δεκαπέντε επιστολές γραμμένες στο όνομά του. Απ’ αυτές οι οκτώ αναγνωρίζονται ομόφωνα ότι είναι ψευδεπίγραφες και δεν έχουν καμία αξία όσον αφορά την ιστορικότητα του Ιησού. Οι εναπομείνασες επτά έχουν δύο τύπους η κάθε μία, τον μακρύτερο και τον κοντύτερο. Οι μακρύτεροι τύποι είναι εμφανώς αλλοιωμένες και διορθωμένες εκδόσεις των κοντυτέρων τύπων. Οι φουνταμενταλιστές Χριστιανοί διατείνονται ότι οι κοντύτεροι τύποι είναι γνήσια γράμματα που γράφτηκαν από τον Ιγνάτιο. Η Επιστολή του Ιγνατίου Πρός Σμυρναίους αναφέρει τους τρεις βαθμούς της ιεροσύνης, επισκόπους, ιερείς, και διακόνους, οι οποίοι δεν είχαν διαμορφωθεί ακόμα κατά τον θάνατο του Ιγνατίου ο οποίος επήλθε όχι αργότερα από το +117 Κ. Ε., και ίσως συνέβη ενωρίτερα το +110 Κ. Ε. περίπου. Όλες οι επτά κοντύτερες επιστολές επιτίθενται κατά διαφόρων χριστιανικών πεποιθήσεων, που απ’ αυτόν τον χρόνο θεωρούνται αιρετικές, και οι οποίες απέκτησαν δύναμη κατά τα έτη +140 – 150 Κ. Ε. περίπου. Η κοντύτερη Επιστολή του Ιγνατίου Πρός Ρωμαίους περιέχει μια παράθεση από τον Ειρηναίο, που είχε γραφτεί μετά το +170 Κ. Ε. και δημοσιεύτηκε το +185 Κ. Ε. περίπου. Έτσι μπορούμε να συμπεράνομε ότι οι επτά κοντύτερες επιστολές είναι επίσης ψευδεπίγραφες. Η κοντύτερη Επιστολή του Ιγνατίου Πρός Ρωμαίους σίγουρα γράφτηκε μετά το +170 Κ. Ε. Αν πράγματι όμως, δεν γράφτηκε από τον Ειρηναίο, τότε πιθανώς να γράφτηκε μετά το +185 Κ. Ε., και οι άλλες έξη δεν γράφτηκαν πριν από την περίοδο +140 – 150 Κ. Ε. περίπου, αν όχι αργότερα. Δεν υπάρχουν πηγές για τον Ιησού στις επιστολές του Ιγνατίου εκτός από τα βιβλία της Καινής Διαθήκης και τα γραπτά του Ειρηναίου τα οποία και πάλι χρησιμοποιούν μόνο την Καινή Διαθήκη. Ως εκ τούτων δεν περιέχουν καμία θεμιτή ένδειξη για τον ιστορικό Ιησού.
Υπάρχουν και δύο επί πλέον επιστολές για τις οποίες οι Χριστιανοί ισχυρίζονται ότι είναι γνήσια γράμματα, συγκεκριμένα η Επιστολή του Πολυκάρπου και το Μαρτύριο του Πολυκάρπου. Οι Επιστολές του Ιγνατίου και οι επιστολές που αφορούν τον Πολύκαρπο πάντοτε σχετίζονται πολύ στενά. Είναι πολύ δυνατόν όλες να γράφτηκαν από τον Χριστιανό συγγραφέα Ειρηναίο και τους μαθητές του. Σίγουρα υπήρχε ένας πραγματικός ιστορικός πρώτο-χριστιανός που ονομαζόταν Πολύκαρπος. Αυτός ήταν επίσκοπος Σμύρνης και θανατώθηκε από τους Ρωμαίους μέσα στην περίοδο +155 – 165 Κ. Ε. Όταν ο Ειρηναίος ήταν παιδί εγνώριζε τον Πολύκαρπο. Φουνταμενταλιστές Χριστιανοί ισχυρίζονται ότι ο Πολύκαρπος ήταν μαθητής του αποστόλου Ιωάννου. Αλλά ακόμα και αν αποδεχθούμε την παράδοση ότι ο Πολύκαρπος έζησε μέχρι την ηλικία των 86 ετών, δεν θα μπορούσε να είχε γεννηθεί πριν από το +67 Κ. Ε. και διά τούτο δεν θα μπορούσε να ήταν μαθητής του Ιωάννου. (Είναι δυνατόν να ήταν μαθητής του αινιγματικού Ιωάννου του Πρεσβυτέρου.). Επειδή ο Ειρηναίος είχε γνωρίσει τον Πολύκαρπο αυτοί επίσης υποθέτουν ότι ο Ειρηναίος ήταν τω όντι μαθητής του, ένας ισχυρισμός για τον οποίον δεν υπάρχει καμία ένδειξη. Η Επιστολή του Πολυκάρπου χρησιμοποιεί τα περισσότερα βιβλία της Καινής Διαθήκης και τις Επιστολές του Ιγνατίου ως αναφορές αλλά δεν χρησιμοποιεί καμία θεμιτή ιστορική πηγή για τον Ιησού. Οι Χριστιανοί εκείνοι που απορρίπτουν τις Επιστολές του Ιγνατίου αλλά πιστεύουν ότι η Επιστολή του Πολυκάρπου είναι ένα γνήσιο γράμμα, ισχυρίζονται ότι οι εντός αυτής αναφορές στις επιστολές του Ιγνατίου είναι υστερόχρονες παρεμβολές. Αυτή η ιδέα βασίζεται σε προσωπική μεροληψία και όχι σε οιεσδήποτε γνήσιες ενδείξεις. Βασισμένοι σ’ αυτή την τυφλή πίστη ότι δηλαδή αυτή η επιστολή είναι γνήσιο γράμμα, μερικοί Χριστιανοί την χρονολογούν γύρω στο μέσο του δευτέρου αιώνος Κ. Ε. λίγο πριν από τον θάνατο του Πολυκάρπου. Παρ’ όλα ταύτα, οι αναφορές στις Επιστολές του Ιγνατίου δεικνύουν ότι στην πραγματικότητα γράφτηκε κάποιο καιρό κατά τις τελευταίες δεκαετίες του δευτέρου αιώνος Κ. Ε., τουλάχιστον μια δεκαετία περίπου μετά τον θάνατο του Πολυκάρπου αν όχι αργότερα.
Το Μαρτύριο του Πολυκάρπου γράφτηκε στο όνομα τής «Εκκλησίας της Σμύρνης της Παρεπιδημούσης εν Σμύρνηι». Ξεκινά υπό μορφήν ενός γράμματος αλλά το κύριο μέρος είναι γραμμένο σε μορφή μιας συνηθισμένης αφήγησης. Διηγείται το μυθολόγημα του μαρτυρίου του Πολυκάρπου. Όπως και η Επιστολή του Πολυκάρπου, και αυτό γράφτηκε κάποιο καιρό κατά τις τελευταίες δεκαετίες του δευτέρου αιώνα Κ. Ε. Δυστυχώς, δεν υπάρχει καμία ένδειξη ότι χρησιμοποίησε οποιεσδήποτε έγκυρες πηγές γι’ αυτή την εξιστόρηση, αλλά μόνο φήμες και ακουστά λόγια. Το μυθολόγημα εμφανίζεται πράγματι να είναι πολύ κατά φαντασίαν. Οι αναφορές στον Ιησού δεν έχουν ληφθεί από καμία αξιόπιστη πηγή.
Ούτως έχομε ιδεί ότι οι επιστολές που χρησιμοποιούνται από του ιεραποστόλους ως «ενδείξεις» είναι ακριβώς τόσο νόθες όσο και τα ευαγγέλια. Και πάλι, πρέπει να έχομε κατά νουν την απάτη που δημιουργούν οι «εκλαϊκευμένες» μεταφράσεις της Καινής Διαθήκης διότι παρουσιάζουν τις επιστολές ως «γράμματα», από το οποίο αφήνουν να εννοηθεί εσφαλμένως ότι πρόκειται για πραγματικά γράμματα που γράφτηκαν από τους ανθρώπους των οποίων τα ονόματα φέρουν.
Τώρα, εκτός των βιβλίων της Καινής Διαθήκης, και εκτός των επιστολών που σχετίζονται με τον Κλήμεντα, τον Ιγνάτιο και τον Πολύκαρπο, υπάρχει επί πλέον ακόμα μία χριστιανική θρησκευτική εργασία την οποίαν οι Χριστιανοί αξιώνουν ως ιστορική ένδειξη για τον Ιησού, συγκεκριμένα η Διδασκαλία των Δώδεκα Αποστόλων που είναι επίσης γνωστή με τον τίτλο Διδαχή. Όλες οι άλλες χριστιανικές θρησκευτικές εργασίες έχουν είτε πλήρως απορριφθεί από τους νεωτέρους Χριστιανούς είτε έχουν λάβει ολίγη μόνον αναγνώριση και δεν θεωρούνται ως κύριες πηγές που αφορούν τον Ιησού. Η Διδαχή άρχισε σαν σχισματικό Ιουδαϊκό έγγραφο, πιθανώς γραμμένο κατά την περίοδο της αναστατώσεως του +70 Κ. Ε. Η αρχική της μορφή απετελείτο από ηθικές διδασκαλίες και προβλέψεις της καταστροφής της τάξεως πραγμάτων που υπήρχε στον κόσμο. Αυτή η αρχική μορφή, η οποία προφανώς δεν ανέφερε τον Ιησού, υπεξαιρέθηκε από τους Χριστιανούς οι οποίοι την ανασυνέταξαν και την αλλοίωσαν πάρα πολύ, με το να προσθέσουν την αφήγηση περί Ιησού και τους κανόνες λατρείας για τις πρώτο-χριστιανικές κοινότητες. Οι ερευνητές εκτιμούν ότι η πρώτη χριστιανική έκδοση τής Διδαχής δεν μπορούσε να είχε γραφτεί πολύ αργότερα από το +95 Κ. Ε. Πιθανώς να τέθηκε στην τελική μορφή της γύρω στο +120 Κ. Ε. περίπου. Όπως φαίνεται είχε εξυπηρετήσει μια απομονωμένη χριστιανική κοινότητα στη Συρία με όνομα «Εκκλησιαστική Τάξις» κατά την περίοδο +100 – 130 Κ. Ε. περίπου. Αλλά δεν υπάρχει καμία ένδειξη ότι η αφήγηση για τον Ιησού ήταν βασισμένη σε οποιεσδήποτε έγκυρες πηγές, και όπως έχομε αναφέρει, η αρχική Ιουδαϊκή μορφή δεν είχε τίποτα να κάνει με τον Ιησού. Στην πραγματικότητα, αυτό το έγγραφο παρέχει ενδείξεις για το ότι ο μύθος του Ιησού μεγάλωνε βαθμιαίως. Όπως το Ευαγγέλιο του Μάρκου και οι πρώιμες μορφές του Ευαγγελίου του Ματθαίου, η αφήγηση για τον Ιησού εντός της Διδαχής δεν κάνει καμία αναφορά για την παρθενική γέννηση. Δεν αναφέρει τίποτα για τα θαύματα που αργότερα απεδόθησαν στον Ιησού. Αν και ο Ιησούς αναφέρεται ως «υιός» Θεού, φαίνεται ότι αυτός ο όρος χρησιμοποιείται μεταφορικώς ή συμβολικώς. Οι ενδείξεις που έχομε περί της προελεύσεως του μύθου της σταυρώσεως υποδεικνύουν ότι ένα από τα πράγματα που οδήγησε σ’ αυτόν τον μύθο ήταν το γεγονός ότι ο σταυρός ήταν το αστρολογικό σύμβολο της Εαρινής Ισημερίας η οποία συμβαίνει κοντά στο Πάσχα, καιρό που όπως πιστευόταν ο Ιησούς είχε θανατωθεί. Ούτως δεν προκαλεί έκπληξη όταν ανακαλύπτομε ότι η αφήγηση τής Διδαχής δεν αναφέρει καθόλου το ότι ο Ιησούς σταυρώθηκε, ενώ αναφέρει έναν σταυρό στον ουρανό ως το σύμβολο του Ιησού. Οι δώδεκα απόστολοι που αναφέρθηκαν στον πλήρη τίτλο της Διδαχής δεν εμφανίζονται ως οι πραγματικοί δώδεκα μαθητές του Ιησού και ο όρος καθαρά αναφέρεται στους δώδεκα υιούς του Ιακώβ οι οποίοι αντιπροσωπεύουν τις δώδεκα φυλές του Ισραήλ. Τοιουτοτρόπως η Διδαχή παρέχει ζωτικά κλειδιά που αφορούν της επίλυση της αναπτύξεως του μύθου του Ιησού, αλλά σίγουρα δεν παρέχει καμία ένδειξη για κάποιον ιστορικό Ιησού.
Αφού λοιπόν κανένα από τα χριστιανικά θρησκευτικά βιβλία δεν παρέχει καμία αποδεκτή ένδειξη για τον ιστορικό Ιησού, οι ιεραπόστολοι μετά ταύτα γυρνούν στα μη-χριστιανικά βιβλία. Οι Χριστιανοί επιμένουν ότι διάφοροι αξιόπιστοι ιστορικοί κατέγραψαν πληροφορίες για τον Ιησού. Αν και μερικοί απ’ αυτούς τους ιστορικούς είναι λίγο-πολύ αποδεκτοί, θα δούμε ευθύς αμέσως ότι δεν προσφέρουν καμία πληροφορία για τον Ιησού.
Πρώτον, οι Χριστιανοί επιμένουν ότι ο Ιουδαίος ιστορικός Ιώσηπος κατέγραψε πληροφορίες για τον Ιησού στο βιβλίο του Ιουδαϊκές Αρχαιολογίες (που το δημοσίευσε το +93-94 Κ. Ε. περίπου). Είναι αληθές ότι αυτό το βιβλίο περιέχει πληροφορίες για τους τρεις ψευδό-Μεσσίες, Γιεχούδα της Γαλιλαίας, τον Θευδά και τον Βενιαμίν τον Αιγύπτιο, και είναι επίσης αληθές ότι ο χαρακτήρας του Ιησού φαίνεται να βασίζεται σε όλους αυτούς μερικώς, αλλά κανένας απ’ αυτούς δεν μπορεί να θεωρηθεί ως ο ιστορικός Ιησούς. Επί πλέον, στο βιβλίο των Πράξεων, αυτοί οι τρεις άνδρες αναφέρονται να είναι διαφορετικοί από τον Ιησού και έτσι ο σύγχρονος Χριστιανισμός απορρίπτει πράγματι κάθε σύνδεση μεταξύ αυτών και του Ιησού. Στις διορθωμένες από τους Χριστιανούς εκδόσεις του βιβλίου Ιουδαϊκές Αρχαιολογίες υπάρχουν δύο χωρία που ασχολούνται με τον Ιησού κατά τρόπον όμοιον με αυτόν που τον παρουσιάζουν και οι διάφορες χριστιανικές θρησκευτικές εργασίες. Κανένα απ’ αυτά τα δύο χωρία δεν ευρίσκεται στο αρχικό κείμενο των Ιουδαϊκών Αρχαιολογιών το οποίο διαφυλάχτηκε από τους Εβραίους [*]. Το πρώτο χωρίο (XVII, 3, 3) παρατέθηκε από τον Ευσέβιο όταν έγραφε το +320 Κ. Ε. περίπου και έτσι μπορούμε να συμπεράνομε ότι αυτό προσετέθη κάποιο καιρό μεταξύ του χρόνου που οι Χριστιανοί άρπαξαν τις Ιουδαϊκές Αρχαιολογίες και το έτος +320 Κ. Ε. Δεν είναι γνωστό πότε προσετέθη το άλλο χωρίο (XX, 9, 1) σ’ αυτές. Κανένα απ’ αυτά τα χωρία δεν βασίζεται σε αξιόπιστες πηγές. Είναι απάτη το να ισχυρίζεται κανείς ότι τα χωρία αυτά γράφτηκαν από τον Ιώσηπο και ότι παρέχουν ενδείξεις για τον Ιησού. Γράφτηκαν από Χριστιανούς ανασυντάκτες και βασιζόταν καθαρά σε χριστιανικές πίστεις.
[* Αυτή την πληροφορία την έχω συναντήσει και σε άλλα Εβραϊκά κείμενα και έχω ακούσει Εβραίους να την επικαλούνται. Αν είναι όντως αληθής, η Εβραϊκή κοινότητα οφείλει να δημοσιεύσει αυτή την αρχική έκδοση του Ιωσήπου και να παρουσιάσει το παλαιότερο χειρόγραφο που διαθέτει προς εξέταση.]
Μετά οι Χριστιανοί θα υποδείξουν το βιβλίο των Χρονικών του Τακίτου. Στα Χρονικά XV, 44, ο Τάκιτος περιγράφει το ότι ο Νέρων εθεώρησε τους Χριστιανούς ως τους υπευθύνους για την πυρκαγιά της Ρώμης το +64 Κ. Ε. Αναφέρει ότι το όνομα «Χριστιανοί» προήλθε από ένα πρόσωπο που ονομαζόταν Χριστός ο οποίος εκτελέστηκε από τον Πόντιο Πιλάτο κατά την διάρκεια της βασιλείας του Τιβερίου. Είναι βεβαίως αληθές ότι το όνομα «χριστιανοί» παράγεται από το «Χριστός» (= Μεσσίας), αλλά ο ισχυρισμός του Τακίτου ότι εκτελέστηκε από τον Πιλάτο κατά την διάρκεια της βασιλείας του Τιβερίου καθαρά βασίζεται στους ισχυρισμούς που έγιναν από τους ίδιους τους Χριστιανούς και υπήρχαν ήδη γραμμένοι μέσα στα ευαγγέλια του Μάρκου, του Ματθαίου και του Λουκά τα οποία είχαν ήδη κυκλοφορήσει ευρέως όταν εγράφοντο τα Χρονικά. (Τα Χρονικά δημοσιεύτηκαν μετά το +115 Κ. Ε. και σίγουρα δεν είχαν γραφτεί πριν από το +110 Κ. Ε.). Έτσι, αν και τα Χρονικά περιέχουν μια πρόταση στην οποία ο «Χριστός» αναφέρεται σαν πραγματικό πρόσωπο, αυτή η πρόταση βασιζόταν καθαρά στις αξιώσεις και τις πίστεις των Χριστιανών οι οποίες δεν έχουν καμία ιστορική αξία. Είναι πολύ ειρωνικό το ότι σημερινοί Χριστιανοί χρησιμοποιούν τον Τάκιτο για να υποστηρίξουν τις πεποιθήσεις τους επειδή αυτός ήταν ο λιγότερο ακριβής απ’ όλους τους Ρωμαίους ιστορικούς. Ο ίδιος δικαιολογεί το μίσος κατά των Χριστιανών με το να λέγει ότι αυτοί διέπρατταν πράξεις απεχθείς. Εκτός του «Χριστού» ομιλεί επίσης και περί διαφόρων παγανιστικών θεών σαν να υπάρχουν στην πραγματικότητα. Η περίληψη της Ιστορίας της Μέσης Ανατολής στο βιβλίο του Ιστορίες είναι τόσο παραμορφωμένη που είναι για γέλια. Μπορούμε να συμπεράνομε ότι η μία και μοναδική του αναφορά στον Χριστό δεν μπορεί να ληφθεί ως σίγουρη ένδειξη για τον ιστορικό Ιησού.
Μόλις λοιπόν ο Τάκιτος απορριφθεί, οι Χριστιανοί θα ισχυριστούν ότι τα γράμματα του Πλινίου του Νεωτέρου προς τον αυτοκράτορα Τραϊανόν παρέχουν ενδείξεις για τον ιστορικό Ιησού. (Γράμματα Χ, 96.). Το υπό εξέταση γράμμα απλώς αναφέρει ότι ορισμένοι Χριστιανοί είχαν αναθεματίσει τον «Χριστό» για να αποφύγουν να τιμωρηθούν. Δεν ισχυρίζεται ότι αυτός ο Χριστός υπήρξε στην πραγματικότητα. Το υπό εξέταση γράμμα γράφτηκε πριν από τον θάνατο του Πλινίου το +114 Κ. Ε. περίπου, αλλά μετά το έτος +111 Κ. Ε. κατά το οποίο αυτός εστάλη στην Βιθυνία, μάλλον εγράφη το έτος +112 Κ. Ε. Έτσι δεν προσφέρει τίποτα περισσότερο από μια επιβεβαίωση του τετριμμένου γεγονότος ότι γύρω στην αρχή της δωδεκάτης δεκαετίας Κ. Ε. οι Χριστιανοί συνήθως δεν αναθεμάτιζαν κάτι που το έλεγαν «Χριστό» αν και μερικοί το είχαν πράξει διά να αποφύγουν τιμωρίες. Δεν παρέχει λοιπόν καμία ένδειξη για τον ιστορικό Ιησού.
Οι Χριστιανοί θα ισχυριστούν επίσης ότι ο Σουετώνιος κατέγραψε ενδείξεις για τον Ιησού στο βιβλίο του Οι Βίοι των Δώδεκα Καισάρων (ακόμα γνωστό και ως Οι Δώδεκα Καίσαρες). Το υπό εξέταση χωρίο είναι στον Κλαύδιο 25, όπου αναφέρει ότι ο αυτοκράτωρ Κλαύδιος εκδίωξε τους Εβραίους από τη Ρώμη (προφανώς το έτος +49 Κ. Ε.) επειδή αυτοί προκαλούσαν συνεχείς αναταραχές υποκινούμενοι από κάποιον Χρηστόν [με «η» και όχι με «ι»]. Εάν κανείς στα τυφλά υποθέτει ότι ο «Χρηστός» αναφέρεται στον Ιησού τότε, αν μη τι άλλο, το χωρίο αυτό αντιφάσκει με την χριστιανική εξιστόρηση του Ιησού επειδή ο Ιησούς υποτίθετο ότι είχε σταυρωθεί όταν ο Πόντιος Πιλάτος ήταν επίτροπος της Ιουδαίας (+26 – 36 Κ. Ε.) κατά την διάρκεια της βασιλείας του Τιβερίου και επί πλέον, ουδέποτε υποτέθηκε ότι ο Ιησούς βρέθηκε στη Ρώμη! [Όπως όμως γράφει ο Σουετώνιος καταλαβαίνει κανείς ότι ο εν λόγω Χρηστός ήταν τότε ζων στη Ρώμη και υποκινούσε τους Εβραίους.] Ο Σουετώνιος έζησε κατά την περίοδο (+75 – 150 Κ. Ε. περίπου) και το βιβλίο του Οι Βίοι των Δώδεκα Καισάρων, δημοσιεύτηκε κατά την περίοδο +119 – 120 Κ. Ε. και είχε γραφτεί κάποιο καιρό μετά τον θάνατο του Δομιτιανού το +96 Κ. Ε. Έτσι το συμβάν που περιγράφει συνέβη τουλάχιστον 45 χρόνια πριν αρχίσει να γράφει γι’ αυτό και ούτως δεν μπορούμε να είμαστε βέβαιοι για την ακρίβειά του. Το όνομα Χρηστός παράγεται από την Ελληνική λέξη «χρηστός» που σημαίνει «ο καλός ένας, ηθικός, χρήσιμος» και δεν είναι το ίδιο με τον Χριστόν που παράγεται από την Ελληνική λέξη χριστός που σημαίνει «αυτός που έχει χρισθεί, ο κεχρισμένος, ο Μεσσίας-Μεσσίαχ στα Εβραϊκά». Εάν λάβομε το χωρίο ως έχει, τότε αυτό αναφέρεται σε ένα πρόσωπο του οποίου το όνομα ήταν Χρηστός και το οποίο ήταν στη Ρώμη και δεν είχε να κάνει τίποτα με τον Ιησού ή με κανέναν άλλον «Χριστόν». Ο όρος Χρηστός χρησιμοποιείτο συχνά για παγανιστικούς θεούς και πολλοί κάτοικοι της Ρώμης που αποκαλούντο «Ιουδαίοι» ήταν στην πραγματικότητα άνθρωποι που αναμείγνυαν τις Ιουδαϊκές πίστεις με τις παγανιστικές πίστεις και οι οποίοι δεν ήταν αναγκαστικώς Ιουδαϊκής καταγωγής. Ούτως είναι επίσης δυνατόν το χωρίο να αναφέρεται σε διαμάχες μεταξύ παγανιστών «Ιουδαίων» που ελάτρευαν ένα παγανιστικό θεό (όπως τον Σεβάζιον) με το όνομα Χρηστός. Από την άλλη μεριά οι λέξεις Χρηστός και Χριστός συχνά συνεχέοντο και έτσι το εδάφιο μπορούσε ακόμα να αναφέρεται σε κάποιες διαμάχες μεταξύ Ιουδαίων που πίστευαν ότι κάποιο πρόσωπο ήταν ο Μεσσίας. Αυτό το πρόσωπο ίσως να είχε και ίσως να μην είχε πάει στη Ρώμη, και απ’ ό,τι γνωρίζομε να μη είναι ιστορικό πρόσωπο. Ο καθένας πρέπει να έχει κατά νουν ότι το περιγραφέν συμβάν έλαβε χώρα μόνο μερικά χρόνια μετά την σταύρωση του Θευδά το +44 Κ. Ε., και το χωρίο ίσως να αναφέρεται στους οπαδούς του στη Ρώμη. Οι Χριστιανοί ισχυρίζονται ότι το χωρίο αναφέρεται στον Ιησού και σε διαμάχες πού ξεσηκώθηκαν μετά τον χρόνο κατά τον οποίον ο Παύλος έφερε νέα γι’ αυτόν στη Ρώμη και ότι ο Σουετώνιος έκανε το μόνο λάθος να γράψει ότι ο ίδιος ο Ιησούς ήταν στη Ρώμη. Αλλά αυτή η ερμηνεία βασίζεται σε τυφλή πίστη στον Ιησού και στους μύθους περί Παύλου και δεν υπάρχει τίποτα που να υποδεικνύει ότι αυτή η ερμηνεία είναι σωστή [*]. Έτσι μπορούμε να συμπεράνομε ότι και ο Σουετώνιος αποτυγχάνει να προσφέρει οποιαδήποτε έγκυρη ένδειξη για ιστορικό Ιησού.
[* Αυτή η ερμηνεία σίγουρα δεν είναι σωστή διότι ο μυθικός Παύλος, πάντα κατά την χριστιανική παράδοση, πήγε διά πρώτη φορά στη Ρώμη περί το +58 – 60 Κ. Ε. όταν αυτοκράτωρ ήταν ο Νέρων και επομένως πολύ μετά το +49 Κ. Ε. και τον Κλαύδιο που ήταν αυτοκράτωρ κατά τα έτη +41 – 54 Κ. Ε. Διαπορούμε λοιπόν πως αυτή η τόσο απλή και σίγουρη απόδειξη διέφυγε της προσοχής του Hayyim ben Yehoshua!]
Όλοι οι άλλοι συγγραφείς που αναφέρουν τον Ιησού, από τον Ιουστίνο τον Μάρτυρα μέσα στον δεύτερο αιώνα Κ. Ε. μέχρι τους τελευταίους αναλυτές στον εικοστόν αιώνα, όλοι έχουν βασίσει τις αναφορές τους στον Ιησού σε πηγές των οποίων το κύρος έχομε καταρρίψει παραπάνω. Συνεπώς οι ισχυρισμοί τους είναι άνευ αξίας ως ιστορικές ενδείξεις. Τοιουτοτρόπως έχομε μείνει με το συμπέρασμα ότι δεν υπάρχει απολύτως καμία έγκυρη και αποδεκτή ιστορική ένδειξη περί Ιησού. Όλες οι αναφορές στον Ιησού παρήχθησαν από προλήψεις, πίστεις και μύθους της πρώτο-χριστιανικής κοινότητας. Η πλειονότης αυτών των πίστεων απέκτησε ύπαρξη μόνο μετά τον διωγμό του Νέρωνος και την τραγωδία του +70 Κ. Ε. Πολλές απ’ αυτές τις πίστεις βασίζονται σε παγανιστικές παραδόσεις για τον Ταμμούζ, τον Όσιρη, τον Άττη, [τον Κρίσνα, από την Ινδία], τον Διόνυσο, [τον Άχουρα Μάζδα και τον Αριμάν, των Ζωροαστρών], τον Μίθρα, τον θεό Ήλιο, κλπ. Άλλοι μύθοι για τον Ιησού φαίνεται ότι βασίζονται σε διάφορα, διαφορετικά, ιστορικά πρόσωπα όπως τον θαυματοποιό Ελληνιστή Απολλώνιο τον Τυανέα, τους καταδικασμένους εγκληματίες Γιέισου μπεν Πανδέιρα και μπεν Στάδα, και τους στραυρωθέντες ψευδό-Μεσσίες Γιεχούδα τον Γαυλανίτη ή Ιούδα τον Γαλιλαίο, τον Θευδά, τον Βενιαμίν τον Αιγύπτιο και άλλους, αλλά κανένας απ’ αυτούς δεν μπορεί να θεωρηθεί ως ιστορικός Ιησούς για τον Χριστιανισμό.
Διά Περαιτέρω Μελέτη:
1) J. Allegro, The Dead Sea Scrolls and the Christian Myth, Prometheus Books, reprinted 1991. (Εξετάζει το πόσο εκακοποιήθηκαν οι αρχαίοι μύθοι από την πρώιμη χριστιανική εκκλησία η οποία και κακώς τους παρουσίασε ως Ιστορία.).
2) J. Campbell, Occidental Mythology, Penguin Books, reprinted 1985. (Μία έκθεση θρησκευτικής μυθολογίας στον δυτικό πολιτισμό. Περιλαμβάνει σπουδαία στοιχεία που αφορούν τον δανεισμό παγανιστικών μύθων από τον Χριστιανισμό.).
3) E. D. Cohen, The Mind of the Bible-Believer, Prometheus Books, reprinted 1991. (Αποκαλύπτει τους ψυχολογικούς ελιγμούς βάσει των οποίων δημιουργήθηκε η Καινή Διαθήκη και εκθέτει τις δυσμενείς παρενέργειες του χριστιανικού φουνταμενταλισμού.).
4) R. Helms, Gospel Fictions, Prometheus Books, reprinted 1991. (Εκθέτει ότι τα Ευαγγέλια είναι ως επί το πλείστον κείμενα φαντασίας που συνετέθησαν ως μια αποκορύφωση σε μια εκτεταμένη μυθολογική παράδοση.).
5) S. Levine, You Take Jesus and I ‘ll Τake God: How to Refute Christian Missionaries, revised edition, Hamoroh Press, Los Angeles, 1980. (Εκθέτει τα τεχνάσματα που χρησιμοποιούν οι ιεραπόστολοι μαζί με τις εσφαλμένες αναφορές της Τανάχ [= Εβραϊκής Παλαιάς Διαθήκης] εντός της Καινής Διαθήκης.).
6) J. M. Robertson, A Short History of Christianity, 2nd Ed., Watts & Co., London 1913. (Μία από τις πρώτες σοβαρές ακαδημαϊκές διερευνήσεις εντός των απαρχών του Χριστιανισμού. Εκθέτει τα περί της αφηγήσεως του Ιησού στοιχεία που είναι δανεισμένα από τους παγανιστικούς μύθους.).
7) The Talmud. (Πρέπει να αποτελεί υποχρεωτική ανάγνωση για όλους τους Εβραίους αν και δυστυχώς είναι παραγκωνισμένο κατά τους σημερινούς χρόνους.).
[Το ίδιο θα πρέπει να ισχύει και για έναν βαθύ ερευνητή του χριστιανικού φαινομένου, λόγω της πληθώρας των στοιχείων της Εβραϊκής ιστορίας, λαογραφίας, διδασκαλίας, θρησκείας και ερμηνείας που περιέχει. Όλα αυτά τα στοιχεία έχουν άμεση σύνδεση με τον Εβραιοχριστιανισμό, την ηθική του ή την έλλειψή της και την ιστορικότητα τού Ιησού Χριστού!].
–ΤΕΛΟΣ ΠΑΡΑΡΤΗΜΑΤΟΣ 1–
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου