Τετάρτη 31 Μαρτίου 2010

ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΚΟΤΗΤOΣ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ (4)


ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΕΚ 'ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΚΟΤΗΤOΣ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ (3)'


PART 2: THE LACK OF HISTORICAL EVIDENCE FOR JESUS

ΜΕΡΟΣ 2ον : Η ΕΛΛΕΙΨΗ ΙΣΤΟΡΙΚΩΝ ΕΝΔΕΙΞΕΩΝ ΓΙΑ ΤΟΝ ΙΗΣΟΥ

Η συνήθης χριστιανική απάντηση σε εκείνους οι οποίοι θέτουν υπό αμφισβήτηση την ιστορι­κότητα του Ιησού είναι να πασάρουν διάφορα γραπτά ως «ιστορικές μαρ­τυ­ρίες» για την ύπαρξη του Ιησού. Συνήθως αρχίζουν με τα κανονικά Ευαγγέλια των: Ματθαίου, Μάρκου, Λουκά και Ιω­άν­νου [*]. Ο συνηθισμένος ισχυρισμός είναι ότι: αυ­­τά είναι «ανα­φορές αυτόπτων μαρτύρων του βίου του Ιησούς που έγιναν από μα­θη­τές του». Η απάν­τη­ση σ’ αυτό το επιχείρημα μπορεί να συνοψι­σθεί σε μια μόνο λέ­ξη -*ψευδεπί­γρα­φα*-. Ο όρος αυτός αναφέρεται σε γραπτές εργασίες των οποίων οι συγ­γραφείς αποκρύ­πτουν τις αληθείς ταυτότητες τους πίσω από θρυλικούς χαρακ­τή­ρες του παρ­ελθόντος. Το ψευδε­πί­γραφο γράψιμο ήταν ιδιαιτέρως λαοφιλές μεταξύ των Εβραίων κατά την Χα­σμο­νι­κή και τη Ρωμαϊκή περίοδο και αυτή η μέθο­δος γρα­ψί­ματος υιοθετή­θηκε από τους πρώ­τους Χριστιανούς.
[* Αλλά και πλήρεις τίτλοι αυτών των Ευαγγελίων δεν λένε ευθέως ότι αυτά εγρά­φη­σαν από τους: Ματθαί­ον, Μάρκον, Λουκάν και Ιω­άν­νην, όπως αυτό υποδηλούται διά της προ­θέσεως «κατά».]

Τα κανονικά Ευαγγέλια δεν είναι τα μόνα ευαγγέλια. Για παράδειγμα, υπάρχουν και ευαγγέλια της Μαρίας, του Πέτρου, του Θωμά, του Φιλίππου, κ. ά.[*]. Αυτά τα τέσσερα ευαγγέλια, κ. ά., ανα­γνωρί­ζον­ται ως ψευδεπίγραφα και από Χριστιανούς και από μη Χριστιανούς μελετητές. Δεν παρέ­χουν καμία θεμιτή ιστορική πληροφορία δι­ό­τι βασίστηκαν σε φήμες και πίστεις. Η ύπαρξη αυτών των προφανώς ψευ­δε­πι­γ­ρά­φων ευαγγελίων καθιστά πο­λύ εύλογη την υποψία ότι και τα κανονικά Ευαγ­γέλια είναι μάλλον ψευδεπίγραφα. Το αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι οι πρώτοι Χριστιανοί έγρα­φαν ψευδεπίγραφα ευαγγέλια κατα­δεικνύει ότι στην πραγματικότητα αυτό ήταν το σύ­νη­θες μέτρο. Ως εκ τούτου, εκεί­νο που χρειάζεται απόδειξη είναι ο ισχυρισμός των ιε­ραποστόλων ότι δηλαδή τα κανο­νικά Ευαγ­γέ­­­λια δεν είναι ψευδεπίγραφα.
[* Έχομε γνώση υπάρξεως 65 ευαγγελίων, εκ των οποίων περί τα 35 έχουν διασωθεί είτε ολικώς είτε μερικώς.]

Το Κατά Μάρκον Ευαγγέλιον γράφτηκε στο όνομα του Μάρκου, του μαθητή του μυθι­κού Πέ­τρου. (Ο Πέτρος ως επί το πλείστον βασίζεται στην παγανιστική θεότητα Πέτρα, που ήταν η θυρω­ρός του ουρανού και της μετέπειτα ζωής στην Αιγυπτιακή θρη­σκεία.). Ακόμα και στην χριστιανική μυθολογία ο Μάρκος δεν ήταν μαθητής του Ιησού, αλλά φί­λος του Παύλου και του Λουκά. Το Ευ­αγγέλιο του Μάρκον γράφτηκε πριν από τα Ευαγ­γέ­λια του Ματθαίου και του Λουκά (π. +100 Κ. Ε.) αλλά μετά την καταστροφή του Ναού το +70 Κ. Ε., η οποία αναφέρεται εις αυτό. Οι περισ­σό­τε­ροι Χριστιανοί πιστεύουν ότι γρά­φτηκε γύρω στο +75 Κ. Ε. Αυτή η χρονολογία δεν βασίζεται σε Ιστο­ρία αλλά στην πίστη ότι το ιστορικό πρόσωπο Μάρκος έγραψε το Ευαγγέλιο σε μεγάλη ηλικία. Αυ­τό δεν εί­ναι δυνατόν διότι το ύφος της γλώσσας που χρησιμοποιεί ο Μάρκος δεικνύει ότι γράφτηκε (μάλ­λον στη Ρώμη) από έναν Ρωμαίο προσήλυτο στον Χριστιανισμό του οποίου η γλώσ­σα ήταν η Λα­τινική και όχι η Ελλη­νική, η Εβραϊκή ή η Αραμαϊκή [*]. Πραγματικά, αφού όλα τα ευαγγέλια είναι γραμμέ­να σε ονόματα θρυλικών χαρακτήρων του παρελθόντος, το Ευ­αγγέλιο του Μάρκου γρά­φτη­κε πολύ με­τά το θάνατο οποιουδήποτε ιστορικού Μάρκου (εάν υπήρ­χε κάποι­ος). Τα περιεχό­με­να του Μάρκου είναι μια συλλογή μύθων και θρύλων βαλ­μένων μα­ζί για αν σχηματίσουν μια συν­ε­χή αφή­γη­ση. Δεν υπάρχει καμία ένδειξη ότι βασίστη­κε σε φερέγγυες ιστορικές πηγές. Το Ευαγγέ­λιο του Μάρκου αλλοιώθηκε και λο­γοκ­ρί­­θηκε πολλές φορές, η δε σημερινή μορφή του χρονο­λο­γεί­ται με κάποια πιθανότητα γύρω στο +150 Κ. Ε. [**]. Ο Κλήμης Αλεξανδρείας (π. +150 - 215 Κ. Ε.) γκρί­νι­αζε για τις δια­φοροποιημένες εκδόσεις αυτού του ευαγγελίου οι οποίες ήταν σε κυκλο­φο­ρία όταν αυτός ζού­σε. (Οι Καρποκρατικοί, μία πρώτο-χριστιανική αίρεση, θεωρού­σαν την παι­δεραστία αρε­τή και ο Κλήμης γκρίνιαζε για τις ιδικές τους εκδόσεις του Μάρκου οι οποίες ομιλούσαν για τα σεξου­αλικά ανδραγαθήματα του Ιησού με μικρά αγό­ρια.).
[* Εκτός του ότι το όνομα Μάρκος είναι Ρωμαϊκό, το Ευαγγέλιο αυτό περιέχει: (1) Μεταγλωττισμένους Λατινισμούς αντί των Ελληνικών όρων όπως θα έπρεπε. Π. χ.: «Σπεκουλά­τωρ» (εκ του speculator = παρα­τηρητής, κατάσκοπος, εξεταστής. Εδώ ατυχής λατινι­σμός διά τον δήμιον) 6: 27. «Κοδράντης» (εκ του quadrans = τέταρτο. Εδώ για δύο λεπτά της νομισ­ματικής μονά­δας) 12: 42. «Κεντυρίων» (εκ του centurio = εκατόνταρ­χος) 15: 39, 44, 45, κλπ. (2) Γεωγ­ραφικά λάθη όπως «Και πάλιν εξελθών εκ των ορίων Τύρου και Σιδώ­νος ήλθε προς την θάλασσαν της Γαλιλαίας ανά μέσον των ορίων Δεκαπόλεως.» 7: 31. κ. ά. Ανύπαρκτα τοπωνύμια όπως, Ναζαρέτ που αυ­τός την αναφέρει πρώτος, και κάνει λανθασμένη ερμηνεία του ναζαρηνός. (Όπως έχο­με προαναφέρει όλα τα Ευαγγέλια παραθέτουν αρκετά ανύπαρκτα τοπωνύ­μια.). (3) Ασυν­ταξίες και κακούς Αραμαϊσμούς όπως: «Περιπατών δε παρά την θά­λασσαν της Γα­λιλαίας είδε Σίμωνα και Ανδρέαν...» 1: 16, «Και εκείθεν αναστάς έρχεται εις τα όρια της Ιουδαίας διά του πέραν του Ιορδάνου...» 10: 1, «...ταλιθά, κούμι· ό εστι μεθερ­μηνευ­όμε­νον, το κοράσιον, σοί λέγω, έγειρε.» 5: 41, κλπ.
Αυτά δεν θα μπορούσε να τα γράφει ένας γηγενής Γαλιλαίος ή Ιουδαίος ή ένας που εγνώριζε την Ελληνικήν αρκετά καλά. Πολλά τέτοια κοινά και μη κοινά λανθασ­μένα στοιχεία ευρίσκομε και στα τρία άλλα Ευαγγέλια, όπως εκθέτομε μέσα στα κείμενά μας. Π. χ. βλέπε Ματθαίος 2: 22-23, 5: 26, 4: 12-13, 19: 1, κλπ. Για περισσό­τερα στοιχεία και λεπτομέριες βλέπε: Robert Taylor, Rev., The Diegesis, Kessinger Publishing, or Health Rese­arch, σελίδες 114-136, και Joseph Wheless, (α) Forgery in Christianity, και (β) Is it Gods Word?, Kessinger Publishing.]
[* * Στους κώδικες του 4ου αιώνος το Κατά Μάρκον Ευαγγέλιο τελειώνει με τον στίχο 16: 8 « … εφο­βούντο γαρ.». Οι υπόλοιποι στίχοι 16: 9-20 είναι κατοπινή προσθήκη για να πούνε δυο λόγια για την εμφάνιση και την ανάληψη του Ιησού. Αλλιώς μόνο μια απλή αναγγελία «… ηγέρθη, ουκ έστιν ώδε …», 16: 6, δεν αρκούσε πλέον για τη νέα θρησκεία! Το Κατά Μάρκον Ευαγγέλιο λοιπόν, καθώς και τα υπόλοιπα Ευαγγέλια όπως θα δούμε αμέσως παρακάτω, αλλάζονται και προσαρμό­ζονται με το πέρασμα του χρόνου στις προκύπτουσες κα­ταστάσεις και δεν έχουν σκοπό να καταγράψουν Ιστο­ρία. Είναι κείμενα πίστεως που συνεχώς αναπροσδιορίζεται!]

Το Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιον δεν γράφτηκε βεβαίως από τον απόστολο Ματ­θαίο. Ο χαρακτή­ρας του Ματθαίου βασίζεται στο ιστορικό πρόσωπο με όνομα Ματ­τάι που ήταν μαθητής του Γιέι­σου μπεν Πανδέιρα (του Γιέισου που έζησε κατά την Χασμονικήν περί­ο­δο, και ήταν ένα από τα ολίγα ιστορικά πρόσωπα στα οποία βα­σί­στηκε ο μυθικός χαρα­κτήρας Ιησούς). Το Ευαγγέλιον του Ματ­θαίου στην αρχή ήταν ανώνυμο και απεδόθη στον Ματθαίο κάποιο χρόνο κατά την διάρκεια του δευτέρου αιώνος Κ. Ε. Η αρχική του μορφή πιθανώς γράφτηκε κατά τον ίδιο χρόνο πάνω κάτω με το Ευαγγέλιον του Λουκά (περίπου το +100 Κ. Ε.) διότι όπως διαφαίνεται το ένα δεν έχει γνώση του άλλου. Αλλοιώθηκε και λογοκρίθηκε περί το +150 Κ. Ε. Τα δύο πρώτα κεφάλαια, που ασχο­λούνται με την παρ­θε­νική γέννηση, δεν υπήρχαν στο πρω­τότυπο και οι Χριστιανοί Εβραϊκής προε­λεύσεως στο Ισ­ραήλ προτιμούσαν αυτή την αρχική του γραφή. Για πηγές χρησιμοποίησε τον Μάρ­κο και μια συλ­λογή διδασ­κα­λι­ών που αναφέρεται ως η Δευτέρα Πηγή (ή το γραπτό Q, [από την Γερμανική λέξη Quelle = πηγή]). Η Δευτέρα Πηγή δεν διεσώθη σαν ξεχωριστό γρα­πτό, αλλά ολό­κλη­ρο το περιε­χό­μενό της ευρίσκεται εντός του Ματθαίου και του Λουκά. Όλες οι διδα­σ­καλίες που περιέχονταν εν­τός αυτής ημπο­ρούν να ευρεθούν στον Ιουδαϊσμό. Οι πλέον εύλογες διδα­σκα­λίες ημπορούν να ευ­ρεθούν στον επικρατούντα Ιουδαϊσμό, ενώ οι ολιγότερο εύλογες στον σχισμα­τι­κό Ιουδαϊσμό. Δεν υπάρχει τίποτα εντός αυ­τού το οποίο θα απαιτούσε να υποθέσομε την ύπαρξη ενός ιστορικού Ιησού. Παρ’ όλον ότι ο Ματθαίος και ο Λουκάς αποδίδουν τις εντός των Ευαγγε­λί­ων τους διδα­σ­καλίες στον Ιη­σού, η Επιστολή του Ιακώβου τις αποδίδει στον Ιάκωβο. Συνεπώς ο Ματθαίος δεν παρ­έχει καμία ιστο­ρική ένδειξη για τον Ιησού.

Το Κατά Λουκάν Ευαγγέλιον[*] και το βιβλίο των Πράξεων (τα οποία είναι δύο μέρη μί­ας και ιδί­ας εργασίας) γράφτηκαν στο όνομα του χριστιανικού μυθολογικού χαρα­κτήρα Λου­κά του θε­ρα­πευτή [ιατρού όπως λέγει και η χριστιανική παράδοση] (ο οποίος πιθανώς δεν ήταν ιστορικό πρό­σω­πο αλλά μια χρι­στιανική προσαρ­μο­γή του Έλληνα θε­ραπευτή θεού Λύκου). Ακόμα και στην χριστιανική μυ­θολογία, ο Λουκάς δεν ήταν μαθητής του Ιησού αλλά φίλος του Παύλου. Το Ευαγγέλιο του Λουκά και οι Πράξεις χρησι­μο­ποι­ούν ως πηγή το σύγ­γραμμα του Ιωσήπου Ιουδαϊκές Αρχαιολογίες, και επομένως δεν μπο­ρού­σαν να είχαν γραφτεί πριν το +93 Κ. Ε. Αυτόν τον χρόνο κά­θε φίλος του Παύλου είτε θα είχε πε­θά­νει ή θα ήταν σε προ­χωρημένο γήρας. Πράγ­μα­τι, και οι Χριστιανοί και οι μη Χρισ­τι­α­νοί ερευνητές συμφω­νούν ότι οι αρ­χι­κές εκ­δόσεις των δύο αυτών βιβλίων γράφτηκαν από κάποιον ανώνυμο Χριστιανό κα­τά το +100 Κ. Ε. και μετά αλλοι­ώ­θηκαν και λο­γο­κρίθηκαν τα έτη +150 – 175 Κ. Ε περίπου. Εκτός του συγ­γράμ­μα­τος του Ιωσήπου, το Ευαγγέλιο του Λουκά και οι Πρά­ξεις χρη­σιμοποιούν ακόμα ως ανα­φο­ρές το Ευαγ­γέ­λιο του Μάρκου και την Δευτέρα Πηγή. Αν και ο Ιώσηπος θεωρείται κατά μάλλον ή ήττον αξιόπιστος, ο ανώνυμος συγγραφέας [των Πράξεων] συχνά διάβασε ή κα­τάλαβε τον Ιώσηπο σφαλερώς και επί πλέον, ου­δεμία πληροφορία για τον Ιησού εντός του Ευαγγελίου του Λουκά και των Πράξεων προ­έρ­χεται από τον Ιώσηπο. Έτσι το Ευαγ­γέλιο του Λου­κά και οι Πράξεις δεν έχουν καμία ιστο­ρι­κή αξία.
[* Το Ευαγγέλιον του Λουκά κάνει μια ύποπτη αλλά και πολύ αποκαλυ­πτι­κή εισαγω­γή. Όπως προαναφέραμε στους στίχους 1: 1-4 γράφει: «Επειδήπερ πολλοί επεχείρη­σαν ανατάξασθαι διήγησιν περί των πεπληροφο­ρη­μέ­νων εν ημίν πραγμάτων, καθώς πα­ρέ­δοσαν ημίν οι απ’ αρχής αυτόπται και υπη­ρέ­ται γενό­μενοι του λόγου, έδοξε καμοί, πα­ρ­ηκολουθηκότι άνωθεν πάσιν ακριβώς, καθε­ξής σοι γράψαι, κράτιστε Θεόφιλε, ίνα επι­γ­νώς περί ων κατηχήθης λόγων την ασφά­λει­αν.». Πα­ρατηρούμε λοιπόν τα εξής: Ομο­λογεί ότι πολλοί επιχείρησαν να γράψουν δι­ηγήσεις και όχι ιστορία. Άρα υπήρ­χαν ήδη πολλά μυθιστορηματικά ευαγγέλια στην κυκλοφορία, πράγμα γνωστό και εξ­ακ­ριβωμένο. Μας λέει ότι τα πράγματα που εγράφοντο ήταν από προ­φορικές αφη­γή­σεις αυτόπτων μαρτύρων και όχι από γραπτά κείμενα του καιρού εκείνου. Περιέργως, δεν μας αναφέρει ούτε έναν απ’ αυτούς τους αυτόπτες μάρτυρες! Ενώ μόνος του δη­μι­ουργεί την ευκαιρία να μας αποκαλύψει το όνομά του και να μας πει ποιος είναι, εν­τού­τοις δεν το κάνει. Αν πράγ­ματι ήταν ο ιατρός Λουκάς και γραμματέας του Απο­σ­τόλου Παύλου τί τον εκώλυε να μην μας πει ποιος είναι. Θα έδινε και μεγαλύτερο κύ­ρος στα επακολουθήσαντα γραπτά του. Αφού όμως υπήρχαν τό­σες και τόσες διη­γή­σεις, όπως ομολογεί, δεν πήρε μία ή μερικές που αυτός ενόμιζε σωστότερες για να τις στεί­λει στον κράτιστον Θεόφιλο, αλλά αποφάσισε να γράψει και να του στεί­λει μια δική του, που όπως φαίνεται θα νόμιζε καλ­λί­τερη από τις άλλες! Εδώ αποδεικ­νύ­ε­ται ότι δι­άφοροι έγρα­φαν ό,τι τους άρεσαν ή ενόμιζαν αληθές από τις προφορικές αφηγή­σεις που έφταναν στα αυτιά τους και όσο για την θεοπνευστία, αυτή... θα ερχόταν αρ­γότερα με τα δόγματα! Το γεγονός ότι το Eυαγγέλιο αυτό περιέχει πολλά κρίσιμα πε­ριστατικά, τα οποία είναι εντελώς διαφορετικά ή δεν υπάρχουν στα άλλα δύο πρωιμό­τερα συνο­π­τικά και φυσικά στου Ιωάννου, αποδεικνύει ότι ο συντάκτης του χρησιμο­ποίησε και άλλες πηγές όπως και την δική του πρωτοβουλία ή φαντασία. Υπάρχει και το ερώτημα ποι­ός να είναι ο κρά­τιστος Θεόφιλος. Όπως φαίνεται πρόκειται για τον επίσκοπο Αντιο­χείας Θεόφιλο, που ήταν επίσκοπος κα­τά τα έτη 169 - 177 Κ. Ε., διότι δεν υπήρχε κα­νένας άλλος κράτι­σ­τος Θεόφιλος πριν απ’ αυτόν. Συνεπώς το Ευ­αγ­γέλιο γράφτηκε ή ανασυντάχθηκε από παραδόσεις και προηγούμενα κείμενα με­τα­ξύ των ετών 170 και 177 Κ. Ε. και ο συντάκτης του έβαλε αυτή την εισαγωγή και ότι άλ­λο του άρεσε. Αυ­τή την εκδοχή την παραδέχεται η Καθολική Εγκυκ­λοπαίδεια και συμφω­νεί με όλα τα στοιχεία που μας έχει παραδώσει ο Πατήρ Ιερώνυ­μος, +342 - 420 Κ. Ε. Εξ αυτών των στοιχείων συμπεραίνομε ότι, οι ορθό­δοξες χριστι­ανικές χρο­νολο­γίες είναι συνω­μο­τι­κές, σκόπιμες, ψεύτικες και γίνονται κου­λουβάχα­τα... Οι επι­στή­μονες και ερευνητές τοπο­θετούν τη συγγραφή ή μια κρίσιμη ανασύν­ταξη των τεσ­σά­ρων κανονικών Ευ­αγ­γελίων την εποχή αυτή (+175 – 185 Κ. Ε.) κατά την οποία έδ­ρα­σε και ο Ειρηναίος Λυ­ώνος. Όσο για τα ορθόδοξα έτη +67 – 95 Κ. Ε., (ή ακόμα +62 – 99 Κ. Ε.), αυτά είναι εντελώς πλα­σματικά και αυθαίρετα, επειδή βο­λεύουν κά­πως αλ­λά μα­κράν του τελεί­ως την μυθολογική χριστιανική κατάσ­ταση. Ακόμα η προ­τεραιό­τητα του Ευαγγελίου του Ματ­θαίου έχει απορ­ριφθεί απ’ όλους τους επιστή­μο­νες και ερευνητές και πρώτο κανονικό Ευαγγέλιο θεω­ρείται του Μάρ­κου. Αν πάλι τα Ευαγγέ­λια ήταν θεόπνευστα, τότε θα υπήρχε μόνο ένα σωστό και πλήρες και όχι τέσ­σερα δι­αφορετικά, ασαφή και αντιφατικά!]

Το Κατά Ιωάννη Ευαγγέλιον γράφτηκε στο όνομα του αποστόλου Ιωάννου αδελ­φού του Ια­κώ­βου, υιού του Ζεβεδαίου. Ο συγγραφέας του Λουκά χρησιμοποίησε όσο πιο πολ­λές πηγές μπορού­σε να μαζέψει αλλά δεν εγνώριζε το Ευαγγέλιο του Ιω­άννου. Έτσι το Ευ­αγγέλιο του Ιωάννου δεν μπορούσε να έχει γραφτεί πριν από το Ευαγγέλιο του Λουκά (το +100 περίπου). Συνεπώς το Ευαγ­γέλιο του Ιω­άννου δεν μπορούσε να έχει γραφτεί από τον ημι-μυθικό χαρακτήρα Ιωάννη τον Από­στολο, ο οποίος υπο­τί­θε­ται ότι φονεύτηκε από τον Ηρώδη Αγρίππα λίγο πριν τον θάνατο του ίδιου του Ηρώ­δη το +44 Κ. Ε. [*] (Ο Απόστο­λος Ιωάννης προφανώς βασίζεται σε έναν ιστορικό μα­θη­τή τού ψευδό-Μεσσία Θευδά ο οποίος σταυρώθηκε από τους Ρωμαίους το +44 Κ. Ε. και του οποίου οι μαθητές όλοι εφο­νεύθηκαν.). Ο πραγμα­τι­κός συγγρα­φέας του Ευαγγελίου του Ιωάννου ήταν τω όν­τι ένας ανώνυμος Χριστιανός από την Έφεσο στην Μικρά Ασία. Το αρχαιότερο κομμάτι του Ευ­αγ­γε­λίου του Ιωάννου που έχει δια­σωθεί μέχρις ημών [**] χρονολογείται το + 125 Κ. Ε πε­ρίπου και έτσι μπο­ρού­με να χρονολογήσομε το Ευαγγέλιο αυτό ανάμεσα στα έτη 100 – 125 Κ. Ε. Βασισ­μέ­νοι σε υφο­λογικές εξετάσεις πολλοί μελετητές σμικρύνουν το χρονο­λο­γικό διάστημα σε 110-120 Κ. Ε. Η αρ­χική έκδοση του Ιωάννου δεν περιείχε το τελευταίο κεφάλαιο το οποίο ασχολείται με τον Ιησού να εμφανίζεται στους μαθητές του. Όπως και τα άλλα κανονικά Ευαγγέλια έτσι και του Ιωάννου έλαβε την ση­μερινή μορφή του γύρω στα +150 – 175 Κ. Ε. [***] Ο συγγραφέας του Ιωάννου χρησι­μο­ποί­ησε τον Μάρκο ελά­χι­στα και έτσι υποπτεύεται κανείς ότι δεν του είχε εμπιστοσύνη. Ακόμα, ή δεν εί­χε δια­βάζει τον Ματθαίο και τον Λουκά ή δεν τους είχε εμπιστοσύνη διότι δεν χρη­σι­μο­ποι­εί καμία πλη­ρο­φο­ρία απ’ αυτούς η οποία δεν ευρισκόταν στον Μάρκο. Το πε­ρισ­σό­τε­ρο μέρος του Ιω­άν­νου αποτελείται από θρύλους με προφανείς αλληγορικές ερμηνείες και υποπτεύεται κα­νείς ότι ο συγ­γραφέας του ποτέ δεν σκόπευε να τους πα­ρουσιάσει ως Ιστορία[****]. Ο Ιω­άν­νης δεν περιέχει κα­μία πληροφορία από έγκυρες ιστο­ρι­κές πηγές.
[* Δεν μπόρεσα να εντοπίσω από που αντλεί αυτήν την όντως αξιοπρόσεκτη πλη­ρο­φο­ρία ο Hayyim ben Yehoshua. Αν ούτως έχουν όντως τα πράγματα, τότε προφανώς αποδεικνύ­εται ότι ούτε Ευαγγέλιον, ούτε τρεις Επιστολές, ούτε Αποκά­λυ­ψιν έγραψε ο Μα­θητής, Απόστολος και Θεολόγος Ιωάννης. Αλλά και λάθος να κά­νει εδώ ο Yehoshua αυτό δεν αποδεικνύει ότι ο Ιωάννης τα έγραψε. Τα υπόλοιπα στοιχεία που παραθέτει εδώ ο Yehoshua δεικνύουν ότι αυτά τα γραπτά είναι ψευδεπίγραφα και τα ερωτήματα ποιος και πότε ακριβώς τα έγραψε παρα­μένουν αναπάντητα. Όπως θα δεί­τε παρα­κά­τω, ο Yehoshua επα­ν­έρχεται στην ίδια πληρο­φορία δύο φορές. Την πρώ­τη, στην πα­ρά­γρα­φο πε­ρί Πα­πία, λέγει ότι η πληροφορία αυτή βασίζεται σε καθι­ε­ρω­μέ­νες χρισ­τι­α­νι­κές παραδό­σεις. Αυτές οι συγκεκριμένες παραδόσεις για την ώρα, είναι άγνωστες σε ‘μας. Αν κανείς τις γνωρί­ζει καλό θα είναι να τις ανα­κοι­νώσει. Πάντως στο κε­φά­λαιο 12 των Πρά­ξεων αναφέ­ρεται ότι ο Ηρώδης Αγρίπ­πας ο 1ος εθα­νά­τωσε μόνο τον αδελφόν του Ιωάν­νου Ιά­κω­βον διά μα­χαί­ρας, λίγο πριν τον θάνατό του, το +44 Κ. Ε. Ακό­μα οι χρι­στιανικές πα­ρα­δόσεις που γνω­ρί­ζομε εμείς λένε ότι ο Ιωάν­νης απεβίωσε στην Έφεσο, στο βαθύ γήρας των 120 ετών, το έτος +99 ή 100 Κ. Ε. Βέ­βαια τίποτα δεν εγ­γυά­ται ότι αυτές οι παραδόσεις εί­ναι αλή­θεια. Αν όμως τα πράγ­μα­τα είναι όπως μας λένε αυτές οι παραδόσεις, τό­τε το +30 Κ. Ε. ο Ιωάννης ήταν 50 χρονών πράγμα που έρχεται σε αντίφαση με την άλλη παρά­δοση που θέλει τον Ιωάν­νη επιστήθιο νεα­νία όπως τον απεικονίζουν στον Μυ­στικόν Δείπ­νον. Το μπέρδεμα μεταξύ Ιω­άννου του Αποστόλου και Ιω­άννου του Πρεσ­βυ­τέ­ρου εί­ναι πολύ δυνατόν να έγινε είτε εξ αγνοίας, είτε επίτηδες, είτε επειδή όλα αυτά στέ­κουν στον αέρα, είτε επειδή έτσι τα σέρβιρε ο Ευσέβιος, κλπ. Ουσιαστικά πα­ρα­μέ­νουν: «άγνωσται αι γνώ­σεις του Κυ­ρί­ου!».]
[** Πρόκειται για ένα μικρό θρύμμα παπύρου. Από τις λέξεις που περιέχει συμπε­ραίνεται ότι ανέ­γραφε τους στίχους: Ιωάννης 18: 31-34, 18: 37-38 στην προσθίαν και οπισθίαν όψη αν­τιστοίχως. Χρονολο­γεί­ται στην παλαιότερη περίπτωση μεταξύ +125-160 Κ. Ε. Αν όμως αυτές οι λέξεις προέρχονται τω όντι από το κεί­μενο του Κατά Ιω­άννην Ευ­αγγελίου και όχι από το κείμενο κάποιου άλλου γραπτού που και αυτό περι­είχε αυτές τις λέξεις, είναι αδύνατον να αποφανθούμε. Τον δεύτερο αιώνα υπήρχαν πολλά όμοια γραπτά και προφορικές αφηγήσεις που κυκλοφορούσαν μεταξύ των χρι­στιανών που περιείχαν κοινές λέξεις, φράσεις, επεισόδια, γραμμένα από συγγραφείς ιδίων ή ομοίων κύκλων, κλπ. Διά ταύτα δεν μπορούμε να συμπεράνομε κάτι με βε­βαιότητα.]
[*** Για τη σημερινή μορφή των τεσσάρων κανονικών Ευαγγελίων πρέπει να προσ­θέσομε τα εξής ολίγα. Ενώ οι συγγραφείς των δεν αποκαλύπτουν την ταυτότητά των, τους σημερινούς τίτλους των: Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιον, κλπ., τους έγραψε διά πρώ­τη φο­ρά στα γραπτά του ο επίσκο­πος Λυώνος Ειρηναίος περί τα έτη +181-185 Κ. Ε.
Αλλά και η σημερινή μορφή των κανονικών Ευαγγελίων δεν είναι αυτή που είχε μπροστά του ή συνέ­ταξε ο Ειρηναίος περί +180-185. Αυτά επανεκδόθηκαν το +330 Κ. Ε. υπό την επιμέλεια του Ευσε­βί­ου κατ’ εν­τολήν του Μεγάλου Κωνσταντίνου, ενώ εφρόντισαν να καταστρέ­ψουν τα προηγούμενα. Αλλά και πάλι, αυτή η έκδοση τους δεν είναι αυ­τή που έχομε σήμερα στα χέ­ρια μας. Αν συγκρίνομε τα Ευαγγέλια που έχο­με σήμερα στα χέρια μας με αυτά που υπάρχουν στους κώδικες και στα χειρόγ­ρα­φα του 4ου και 5ου αιώνα και σε μερι­κούς νεότερους κώδικες και νε­ότερα χειρό­γραφα, που δια­τη­ρούνται σε μου­σεία και συλλογές, ευρίσκομε πολλές ση­μαντικές διαφορές και παρα­νοήσεις. Στίχοι αλ­λαγ­μέ­νοι ή διορ­θω­μένοι, νέα κεφά­λαια που δεν υπήρ­χαν, παρεμ­βο­λές, λέξεις με άλλες έννοιες, λέξεις αλλαγμένες, κλπ. Αν ακόμα δεν το έχετε καταλά­βει είναι καιρός να το κατα­λά­βε­τε: Αυτό είναι που θα πει θεοπ­νευστία η οποία χρειά­ζεται πάνω από μια χιλιετία για να τε­λει­ώ­σει και να κάνει καλά τη δουλειά της!... Πάρα πολύ ωραία!]
[**** Ο Ιω­άν­νης σε μερικά σημεία του Ευαγγελίου του, 19: 35, 21: 24, κλπ., πασχίζει να μας πείσει ότι λέ­γει την αλήθεια, πράγμα που δεν το κάνει κανένας από τους άλ­λους τρεις! Υποπ­τεύ­ε­ται κανείς ότι ο «Ιωάννης» έχει πρόβλημα με αυτά που γράφει. Τελικά μας λέγει και ότι κάνει προπαγάνδα πίστεως και όχι Ιστορία: 19: 35 «και ο εωρακώς μεμαρτύ­ρη­κε, και αληθινή αυτού εστιν η μαρτυρία, κακείνος οίδεν ότι αληθή λέγει, ίνα και υμείς πιστεύσητε.» και 20: 31 «ταύτα δε γέγραπται ίνα πισ­τεύσητε ότι Ιη­σούς εστιν ο Χριστός ο υιός του Θεού, και ίνα πιστεύοντες ζωήν έχητε εν τω ονόματι αυ­τού.».
Ο Ιωάννης χρησιμοποιεί την φράση «διά τόν φόβον τών Ιουδαίων» 7: 13, 19: 38, 20: 19. Με τον τρόπο που την χρησιμοποιεί δεν μπορεί να έχει χρησιμοποιηθεί από έναν ακραι­φνή Ιουδαίο. Πρέπει να ήταν προσήλυτος άλλης εθνικότητας ή εξωμότης Εβραιοχρι­στιανός, ο οποίος με τις διαμάχες των Εβραιοχριστιανών και Φαρισαϊκών Ιουδαίων, όπως αυτές προέκυψαν μετά την φρικτή έκβαση των ετών +66-73, από την μια ήθελε να επ­αινέσει τους ελαχίστους Ιουδαίους που προσχώρησαν στην Εβραιοχ­ριστιανική αίρε­ση (π. χ. Νικόδημος, Ιωσήφ απ’ Αριμαθαίας) και από την άλλη να χτυπή­σει την συντριπ­τι­κή πλειοψηφία των Ιουδαίων που όχι μόνο δεν προσχώρησαν σ’ αυ­τήν αλλά της εναντιώθηκαν με κάθε τρόπο που μπορούσαν .
Εκτός του ότι το Ευαγγέλιο αυτό αφηγείται πολλά τρομερά «γεγονότα» που δεν τα είχαν φανταστεί οι άλλοι (π.χ., η μετατροπή του νερού σε κρασί, η ανάσταση του τετ­ραη­μέρου Λαζάρου, κ. π. ά..), μια πασιφανής μεγάλη διαφορά του Ευαγγελίου αυτού με τα άλλα τρία είναι ότι αυτό περιέχει πολλά γνωστικιστικά ή γνωστικίζοντα στοι­χεία.
Στον κανόνα ετέθη τελικά περί το τέλος του τετάρτου αιώνος κατόπι διαμάχης Αθα­νασίου Αλεξανδρείας, ο οποίος το ήθελε εντός του κανόνος, και Ιερού Αυγουσ­τί­νου της Ίππου, ο οποίος ήθελε την Αποκάλυψιν του Ιωάννου. Η διαμάχη έληξε όταν αυτοί οι δύο «Θεοφόροι» Πατέρες συνεφώνησαν να μπούνε και τα δύο βιβλία στον κανόνα! Ως γνωστόν, ο Αθανάσιος ήταν στην κοιτίδα του Γνωστικισμού την Αίγυπ­το, ο δε Αυ­γουστίνος υπέφερε από πολλές τρομερές ψυχολογικές διαταραχές και έτσι τα ανώ­μα­λα γραπτά της Αποκαλύψεως τού παρείχαν «ανακούφιση».]

Οι Χριστιανοί θα ισχυριστούν ότι το ίδιο το Ευαγγέλιο του Ιωάννου δηλώνει πως είναι ιστορικό έγγραφο γραμμένο από τον Ιωάννη. Αυτός ο ισχυρισμός βασίζεται στους στίχους του Ιωάννου 19: 35 και 21: 24. Ο στίχος 19: 35 [και ο εωρακώς μεμα­ρ­τύρηκε, και αληθινή αυτού εστιν η μαρτυρία, κα­κεί­­νος οίδεν ότι αληθή λέγει, ίνα και υμείς πιστεύσητε.] δεν ισχυ­ρίζεται ότι το Ευαγγέλιο γρά­φτη­κε από τον Ιω­άννη. Απλώς ισχυρίζεται ότι τα συμβάντα που περιγράφονται στους αμέσως προη­γου­μ­έ­νους στί­χους εξετέθησαν αληθώς από κάποι­ον αυτόπτη μάρτυρα με στόχο να τον πιστέψουν οι άλ­λοι. Το χωρίο είναι ασαφές και δεν είναι καθαρό εάν ο μάρτυρας υποτίθεται πως είναι το ίδιο πρό­σωπο με τον συγγραφέα. Πολλοί ερευνητές είναι της γνώμης ότι η ασάφεια αυτή είναι εσκεμ­μένη και ότι ο συγ­γρα­φέας Ιωάννης σ’ αυτό το χωρίο προ­σπαθεί να διεγείρει τον πόθο των ανα­γνωστών όπως και στα χωρία που ομιλούν για ιστορίες θαυμάτων αλλά με αλληγορικές ερμηνείες. Ο στί­χος 21: 24 [Ού­τός εστιν ο μαθητής ο μαρτυρών περί τούτων και γράψας ταύτα, και οίδαμεν ότι αληθής εστιν η μαρτυρία αυτού.] επίσης δεν ισχυρίζεται ότι συγγραφέας είναι ο Ιω­άν­νης[*]. Ισχυ­ρί­ζε­ται ότι ο μαθη­τής που αναφέρ­θηκε στο χωρίο είναι αυτός που μαρτύρησε και περιέ­γ­ραψε τα γεγο­νότα αληθώς. Όσον αφορά την ερώτηση εάν ο μαθητής είναι το ίδιο πρόσωπο με τον συγγραφέα και πάλι ο στίχος αυτός είναι αξιοσημείωτα ασαφής. Πρέ­πει να σημειωθεί ότι το χωρίο αυτό ευρί­σκεται στο τελευταίο κεφά­λαιο του Ιωάν­νου το οποίο δεν ήταν μέρος του αρχικού Ευαγγελίου αλλά προσετέ­θη σαν επίλο­γος από κάποιον ανώ­νυμο συντάκτη. Πρέπει επίσης να γνωρίζει κανείς το γε­γονός ότι πολλές «εκλαϊκευμένες» μεταφράσεις της Καινής Διαθήκης διαστρέφουν τα χωρία που μόλις αναφέραμε έτσι ώστε να απαλείψουν την ασάφεια που υπάρχει στην πρω­τότυπη Ελλη­νική γραφή. (Το ιδεώδες είναι ότι ο καθένας χρειάζεται να είναι οικείος με το πρωτότυπο Ελληνικό κεί­μενο της Καινής Διαθήκης για να αποφεύ­γει τις μερο­λη­πτι­κές και διεστραμμένες μεταφράσεις που χρη­σιμοποι­ούνται από τους φουντα­μεν­ταλιστές Χριστιανούς και ιεραποστόλους.).
[*Ο Ιω­άν­νης όμως σε μερικά σημεία του Ευαγγελίου του πασχίζει να μας πείσει ότι λέ­γει την αλήθεια, πράγμα που δεν το κάνει κανένας από τους άλλους τρεις! Βέβαια μας λέγει και ότι κάνει την προπαγάνδα του και όχι ιστορία: 19: 35 «και ο εωρακώς με­μαρτύ­ρη­κε, και αληθινή αυτού εστιν η μαρτυρία, κακείνος οίδεν ότι αληθή λέγει, ίνα και υμείς πιστεύσητε.», 20: 31 «ταύτα δε γέγραπται ίνα πισ­τεύσητε ότι Ιη­σούς εστιν ο Χρισ­τός ο υιός του Θεού, και ίνα πιστεύοντες ζωήν έχητε εν τω ονόματι αυτού.». Όλο το κε­φά­λαιο 21 είναι αποδεδειγμένα κατοπινή προσθήκη προς αποκατάσ­ταση της Πε­τρι­κής παραδό­σε­ως, του Πετρικού κόμματος, κ. ά. Αυτός που το προσέθεσε επινό­ησε και την μυθολογία του ποιος έγραψε ολόκ­λη­ρο το Ευαγγέλιο.
Αναμφιβόλως το Κατά Ιωάννην Ευαγγέλιο είναι το μόνο Κανονικό Ευαγγέλιο που πε­ριέχει πολλά γνωστικιστικά στοιχεία. Οι στίχοι 1: 1-5, 9-14, στην αρχή του Ευαγγε­λίου, είναι είναι παρμένοι ή λίγο παραφρασμένοι από μια πραγ­ματεία Πλατωνικής φι­λοσοφίας του Παγανιστή φιλοσό­φου Αμελίου, του έτους +263 (βλέπε: Robert Taylor, Diegesis, σελίδα 185.) .
Πολλοί Γνωστικοί απορρίπτουν την υπόθεση ότι το Ευαγγέλιο αυτό γράφτηκε από τον μαθητή του Ιησού, Ιωάννη τον θεολόγο, υιό του Ζεβεδαίου. Ο Krejenblum στο έργο του Das Eva­ngelium der Wahrheit (= το ευαγγέλιο της αλή­θει­ας), Berlin 1900-1905, υποστηρίζει την Γνωστική προέλευση του Ευαγγελίου και το αποδίδει στον Μέ­νανδρο τον διδάσκαλο του Βασιλίδη. Δεδομένου ότι ο Γνωστι­κισ­­μός παρ’ ολίγον να εξαλείψει τον ορθόδοξο Χριστιανι­σμό του Ειρηναίου κατά τον δεύτερο αιώνα και το Ευαγγέλιο αυτό θεωρείται το τελευταίο δεν είναι καθόλου πα­ράξενο το ότι εν πολλοίς γνω­στι­κί­ζει!]

Για να υποβαστάξουν τους ισχυρισμούς τους ότι τα Ευαγγέλια του Μάρκου και του Ματθαίου γράφτηκαν από τους «πραγματικούς» αποστόλους Μάρκο και Ματ­θαίο και ότι ο Ιησούς είναι ιστο­ρικό πρόσωπο, οι ιεραπόστολοι συχνά υποδεικνύουν τη «καλουμένη μαρτυρία του Παπία». Ο Πα­πίας ήταν επίσκοπος της Ιεραπόλεως (κοντά στην Έφεσο) κα­τά την διάρκεια του μέσου του δευ­τέ­ρου αιώνος Κ. Ε. Τίποτα από τα γραπτά του δεν έχει διασωθεί παρά μόνο ο Χριστιανός «Ιστο­ρι­κός» Ευσέβιος (+ 260 – 339 Κ. Ε.) στο βιβλίο του, Εκκλησιαστική Ιστορία (που γράφτηκε κατά τα έτη +311 – 324 Κ. Ε. περί­που) πα­ρά­φρασε με­ρικά χωρία του βιβλίου του Παπία, Έκ­θεση Χρησμών του Κυ­ρί­ου (γραμμένο κα­τά +140 – 160 Κ. Ε. περίπου). Σ’ αυτά τα χω­ρία, ο Παπίας ισχυρίστηκε ότι είχε γνω­ρίσει τις θυγατέ­ρες του αποστόλου Φιλίππου και επίσης ανέφερε μερικές ιστορίες οι οποίες όπως ισχυ­ρί­στηκε προήλθαν από δύο άνδρες που ονομάζονταν Αριστίων και Ιωάννης ο Πρεσβύ­τε­ρος, οι οποίοι ζούσαν ακόμα κατά την διάρκεια της ζωής του. Ο Ευσέβιος εμ­φα­νίζεται να έχει την πεποί­θηση ότι ο Αριστίων και ο Ιωάννης ο Πρεσβύτερος ήταν μαθητές του Ιησού. Ο Πα­πίας ισχυ­ρίστη­κε ότι ο Ιωάννης ο Πρεσβύτερος είχε πει πως ο Μάρκος ήταν διερ­μη­νέ­ας του Πέτρου και έγραψε κάτω με ακρίβεια οτιδήποτε του είχε πει ο Πέ­τρος για τον Ιησού. Ο Παπίας ακόμα ισχυρίστη­κε ότι ο Ματθαίος είχε περιμαζέψει όλους τους «χρη­σμούς» από τα Εβραϊκά και ο καθένας είχε ερμη­νεύ­σει αυτούς κα­τά τον καλ­λί­τε­ρο τρόπο που μπορούσε. Τίποτα απ’ αυτά, όμως, δεν παρέχει αξι­ό­πι­σ­τη ιστορική έν­δει­ξη περί Ιη­σού και ούτε υποστηρίζει την πεποίθηση ότι τα Ευαγγέλια του Μάρ­κου και του Ματθαίου πραγματικά γράφτηκαν από αποστόλους που έφεραν τα ονόματα αυ­τά. Ο Πα­πίας απλώς αράδιαζε ονόματα και δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι ήταν ειλι­κρινής όταν ισχυρί­στη­κε ότι είχε συναντήσει τις θυγατέρες του Φιλίππου. Ακόμα και να είχε, αυτό το πολύ-πολύ θα απο­δείκνυε ότι ο απόστολος Φίλιππος της χριστι­α­νικής μυ­θολογίας βα­σι­ζό­ταν σε κάποιο ιστορικό πρό­σωπο. Ο Παπίας ποτέ δεν ισχυρίστηκε ευ­θέως ότι είχε συναν­τήσει τον Αρι­στίωνα και τον Ιωάννη τον Πρε­σβύτερο. Επί πλέον, επειδή ακριβώς ο Ευσέ­βιος κατά τον 4ο αιώνα πίστευε ότι αυτοί ήταν μαθητές του Ιησού δεν σημαίνει ότι ήταν [*]. Τίποτα απο­λύτως δεν είναι γνωσ­τό για το ποίος γή­ι­νος ήταν πραγματικά ο Αρι­στίων. Σίγουρα όμως δεν είναι ένας από τους μαθητές κα­τά την συνήθη χριστια­νική παρά­δοση. Έχω ιδεί βιβλία ορισμένων Χριστιανών φουνταμενταλιστών που διατείνον­ται ότι ο Ιωάννης ο Πρε­σβύ­τε­ρος ήταν ο απόστο­λος Ιωάννης ο υιός του Ζεβεδαίου και ότι αυτός ζούσε ακό­μα όταν ο Παπίας ήταν νέος. Ακόμα ισχυρίζονται ότι ο Παπίας έζησε κατά τα έτη +60 - 130 Κ. Ε. περί­που και ότι έγραψε το βιβλίο του περί το +120 Κ. Ε. Αυτές οι χρονολογίες δεν βασί­ζον­ται σε καμία θεμιτή ιστορική μαρτυρία και είναι τελείως ανόητες. Ο Παπίας ήταν επί­σκο­πος Ιε­ραπόλεως κατά το +150 περίπου και όπως ήδη προαναφέραμε το βιβλίο του γράφτηκε μέσα στο διάστημα των ετών +140 – 160 Κ. Ε. Αλλά και να σπρώξομε τις ημε­ρομηνίες πίσω στο +60 Κ. Ε. δεν τον θέ­τει κατά την διάρκεια της ζωής του απο­στόλου Ιω­άννου ο οποίος σύμφωνα με καθιε­ρω­μένες χρι­στιανικές παραδόσεις φο­νεύ­τηκε το +44 Κ. Ε.[**]. Εκτός τούτου είναι εντελώς απίθανο ότι ο Ιω­άν­νης ο Πρεσ­βύ­τε­ρος είχε τίποτα να κάνει με τον Ιωάννη τον Απόστολο. Σύμφωνα με τον Επι­φάνειο (περί­που +320 – 403 Κ. Ε.), ένας πρώτο-χριστιανός ονόματι Ιωάννης Πρε­σ­βύτερος είχε απο­θά­νει το +117 Κ. Ε. Θα έχομε περισσότερα να πούμε περί αυτού όταν συ­ζη­τήσομε τις τρεις επι­στο­λές που φέ­ρουν το όνομα του Ιωάννου. Όποια και να είναι όμως η περίπτωση, οι αφηγήσεις τις οποί­ες μά­ζεψε ο Παπίας δι­εδίδοντο από στόμα σε στόμα τουλάχιστον για μια δεκαετία μετά την συγγραφή των Ευαγγελίων και των Πράξεων και αντανακλούν αθε­μελίωτες φήμες και προλήψεις πε­ρί της προε­λεύσεως αυ­τών των βιβλίων. Ιδιαιτέρως η αφήγηση για τον Μάρκο που προμηθευ­τή­καμε από τον Ιωάννη τον Πρε­σβύτερο, δεν είναι τίποτα περισσότερο παρά μια ελαφ­ρά επεξερ­γα­σία του θρύ­λου περί Μάρκου που ευ­ρί­σκε­ται εντός του βιβλίου των Πρά­ξεων και ού­τως δεν μας λέγει τίποτα για τις αληθινές απ­αρ­χές του Ευαγγελίου του Μάρκου. Η αφήγηση περί του ότι ο Ματ­θαίος ανέ­γραψε τους «χρησμούς» είναι απ­λώς μια φήμη, και επί πλέον, δεν έχει να κάνει τίποτα με το Ευαγ­γέ­λιο του Ματ­θαίου. Ο όρος «χρη­σ­μοί» μπορεί μόνο να εννοηθεί σαν αναφορά στα γραπτά γνωστά ως οι Χρη­σμοί του Κυ­ρίου τα οποία αναφέρονται στο βιβλίο του Παπία και κατά πάσαν πι­θανότητα είναι το ίδιο πράγ­μα με την Δευτέρα Πηγή, αλλ’ όχι με το Ευαγγέλιο του Ματ­θαίου.
[* Μην ξεχνάτε ότι όλα αυτά βα­σίζονται μόνο στα γραπτά του κατά πολύ υστερόχρο­νου Ευσε­βί­ου κατά το πρώτο ήμισυ του 4ου αιώνος και ο οποίος δεν χαίρει καμίας εμ­πιστο­σύ­νης από κανέναν αντικειμε­νικό και αμερόληπτο ερευνητή! Το πέρα για πέρα ύποπτο γεγο­νός είναι ότι ενώ ο Ευσέβιος έχει τα γραπτά και τα βιβλία αυτά στα χέρια του όχι μόνο δεν εφρόν­τι­σε να τα δια­σώσει, πλην ελαχίστων χωρίων τα οποία αποδε­δειγ­μένως δι­αστρέβλωσε, αλλά μετά απ’ αυ­τόν όλες αυτές οι πηγές δεν υπάρχουν που­θενά πλέον.]
[** Εδώ είναι το δεύτερο σημείο στο οποίο αναφέρει αυτή την πληρο­φορία. Ποιες να εί­­ναι αυτές οι καθιε­ρω­μένες χρι­στιανικές παραδόσεις; Νομίζομε ότι ο συγγραφέας όφειλε να τις ανα­φέρει εδώ, καθότι όπως εξηγήσαμε παραπάνω υπάρχουν άλλες καθι­ε­ρω­μένες χρι­στιανικές παραδόσεις που διαφωνούν μ’ αυτές που αυτός εδώ επικα­λεί­ται.]

Εκτός από τα κανονικά Ευαγγέλια και τις Πράξεις, οι ιεραπόστολοι χρησιμο­ποι­ούν και διάφορες επιστολές ως απόδειξη του αληθούς της εξιστορήσεως περί Ιησού. Ισχυρίζονται ότι οι επι­στο­λές είναι γράμματα γραμμένα από μαθητές ή οπα­δούς του Ιησού. Εν τούτοις, οι επιστολές (επιστο­λή στα αρχαϊκά Ελληνικά σημαίνει μήνυμα ή εντολή) είναι βιβλια­ρά­κια γραμμένα υπό μορφή γραμμάτων (συνήθως από θρυλικούς χαρακτήρες του παρελθόν­τος), τα οποία αναπτύσσουν δόγ­μα­τα και οδη­γίες. Αυτή η μορφή θρησκευτικού γραψίμα­τος χρησιμοποιείτο από τους Εβραίους των Ελληνιστι­κών και Ρωμαϊκών χρόνων. (Η πιο φημισμένη Εβραϊκή επιστολή είναι η Επιστολή του Ιε­­ρεμίου, η οποία αποτελεί μια μα­κρο­σκελή καταδίκη της ειδωλολα­τρίας και γράφ­τη­κε κατά την Ελ­ληνιστικήν περίοδο υπό μορφή γράμματος στο όνομα του προφήτη Ιε­ρε­μίου προς τους κατοί­κους της Ιερουσαλήμ μόλις πριν φερθούν εξόριστοι στη Βα­βυ­λώνα. [Η Επιστολή αυτή δεν ανήκει στον κανόνα της Τανάχ ενώ οι Χριστιανοί την έχουν βάλει στην δική τους Παλαιά Διαθήκη.]). Όπως και στην περίπτωση των ευ­αγ­γε­λί­ων, υπάρχουν χριστιανικές επιστολές που δεν περιέχονται στην Καινή Δια­θήκη για τις οποίες και οι Χριστιανοί και οι μη Χριστιανοί ερευνητές συμ­φω­νούν ότι είναι ψευδε­πί­γρα­φες και δεν έχουν καμία ιστορική αξία αφού εκθέτουν πί­στεις και όχι Ισ­τορία. Η ύπαρξη ψευδεπιγράφων επιστολών και εν τέλει ολόκληρη η έν­νοια μιας επι­σ­τολής υποδηλεί ότι οι επιστολές ήταν συνήθως ψευδεπί­γραφες. Ούτως και πά­λι οι ισχυρισμοί των Χριστιανών φουνταμενταλι­στών και ιερα­πο­στό­λων, ότι δηλαδή οι επι­στολές είναι γνήσια γράμματα, είναι εκείνο ακριβώς που χρήζει αποδείξεως.

Η Επιστολή του Ιούδα γράφτηκε στο όνομα του Ιούδα του αδελφού του Ιακώβου. Σύμφωνα με τον Μάρκο και τον Ματθαίο, ο Ιησούς είχε αδελφούς που ονομάζονταν Ιού­­­δας και Ιάκωβος. Η σύγκριση με άλλα γραπτά δείχνει ότι η Επιστολή του Ιούδα γράφτηκε γύρω στο +130 Κ. Ε. και έτσι καθίσταται προφανές ότι είναι ψευδεπί­γρα­φη. Δεν υπάρχει όμως καμία ένδειξη ότι ο συγγραφέας της [όποιος και αν ήταν] χρη­σιμοποίησε οποιεσ­δή­ποτε αξιόπιστες ιστορικές πηγές σε ό,τι αφορά τον Ιησού.

Δύο από τις κανονικές επιστολές είναι γραμμένες στο όνομα του Πέτρου. Αφού ο Πέ­τρος είναι μυθική προσαρμογή της Αιγυπτιακής θεότητας Πέτρα, αυτές οι επιστο­λές δεν γράφτηκαν βεβαίως απ’ αυτόν. Μόνο το ύφος και ο χαρακτήρας της Πρώτης Επιστολής του Πέτρου είναι αρκετά για να δείξουν ότι δεν θα μπορούσε να είχε γρα­φ­τεί πριν από το +80 Κ. Ε. περίπου. Αλλά σύμφωνα και με τη χριστιανι­κή παράδοση, ο Πέτρος υποτίθεται ότι είχε πεθάνει κατά τους διωγμούς που είχε εξα­πολύσει ο Νέρων τα έτη +64 – 66 Κ. Ε. και έτσι δεν θα μπορούσε να έχει γράψει αυτήν την επιστο­λή. Ο συγ­γραφέας του Ευαγγε­λίου του Λουκά και των Πράξεων χρησιμοποιούσε όλες τις γραπτές πηγές που μπο­ρού­σε να τσακώσει και έτεινε να τις χρησιμοποιεί αδιακρίτως. Εν τούτοις, δεν ανα­φέρει τίποτα που να υποδεικνύει προς κάποιαν επι­στο­λή γραμμέ­νη από τον Πέτρο. Αυτό δεικνύει ότι η Πρώτη Επιστο­λή του Πέτρου πιθανώς γράφτη­κε μετά το Ευαγγέλιο του Λουκά και τις Πράξεις (το +100 Κ. Ε. πε­ρί­που). Ούτε οι αναφορές στον Ιη­σού στην Πρώτη Επιστολή του Πέτρου ελήφθη­σαν από ιστορικές πηγές αλλά αντί ιστορικών πηγών αντανα­κλούν πίστεις και προλήψεις. Η Δευ­τέ­ρα Επιστολή του Πέτρου ξεφω­νίζει εναντίον των Μαρκιω­νι­στών και συνεπώς πρέπει να έχει γρα­φτεί το +150 Κ. Ε. περίπου. Εί­ναι καθαρά ψευδε­πί­γραφη. Η Δευτέρα Επι­σ­τολή του Πέτρου χρησι­μοποιεί ως πηγές: Την αφήγηση για την μεταμόρ­φωση του Ιη­σού που ευρίσκεται στον Μάρκο, Ματθαίο και Λουκά, την Αποκά­λυ­ψη του Πέτρου και την Επι­στο­λή του Ιούδα. Η μη κανονική Απο­κάλυψη του Πέτρου (γραμμένη μέ­σα στο πρώτο τέταρτο του δευ­τέρου αιώνος Κ. Ε.) αναγνω­ρίζε­ται να είναι μη ιστορική ακόμα και από τους Χριστιανούς φουντα­μενταλιστές. Ούτως και η Δευτέρα Επιστολή του Πέτρου ουδόλως χρησι­μοποιεί θεμιτές ιστορικές πηγές.

Τώρα ας εξετάσομε τις επιστολές τις οποίες υποτίθεται ότι έγραψε ο Παύλος. Η Πρώ­τη Επι­στολή του Παύλου Πρός Τιμόθεον προειδοποιεί εναντίον της εργασίας των Μαρκιω­νιστών γνωστή με τον τίτλον «Αντίθεσις». Ο Μαρκίων[*] αποβλήθηκε από την εκκλησία της Ρώμης το +144 Κ. Ε. περί­που και η Πρώτη Επιστολή του Παύλου Πρός Τιμόθεον γράφτη­κε ολίγον μετά. Έτσι είναι καθα­ρό σε άπαντες ότι εδώ έχομε περί­πτωση ψευδεπιγραφίας. Η Δευτέρα Επιστολή του Παύλου Πρός Τι­μό­θεον και η Επι­σ­τολή του Παύλου Πρός Τίτον γράφτηκαν από τον ίδιο συγγραφέα περίπου την ίδια επο­χή. Αυτές οι τρεις επιστολές είναι γνωστές ως οι «ποιμαντορικές επιστολές». Οι υπόλοιπες δέ­κα «μη-ποιμαντορικές» επι­στολές γραμμένες στο όνομα του Παύλου, ήταν γνωστές στον Μαρκί­ω­να περί το +140 Κ. Ε. Μερικές απ’ αυτές δεν ήταν γραμ­μένες μόνο στο όνομα του Παύλου αλλά έχουν μορφή γραμμάτων γραμμένων από τον Παύλο σε συνεργασία με διαφόρους φί­λους όπως ο Σω­σ­θένης, Τιμόθεος, και Σί­λας. Ο συγγραφέας του Ευαγγελίου του Λου­κά και των Πράξεων έφα­γε τον κόσμο για να προμηθευτεί όλες τις διαθέσιμες πηγές και έτεινε να τις χρησι­μο­ποιεί αδια­κρί­τως, αλ­λά δεν χρησιμοποίησε τίποτα από τις Παυλικές Επιστολές. Έτσι μπο­ρούμε να συμ­περάνομε ότι οι μη-ποιμαντορικές επισ­τολές γράφτηκαν μετά το Ευαγγέλιο του Λου­κά και τις Πράξεις μέσα στην περίοδο +100 – 140 Κ. Ε. περίπου. Οι μη-κανονική Πρώτη Επιστολή του Κλήμεντος [Ρώμης, υπο­τί­θεται] Πρός Κορινθίους (γραμμένη πε­ρίπου το +125 Κ. Ε.) χρησιμοποιεί την Πρώτη Επιστολή του Παύλου Πρός Κοριν­θίους ως πηγή και έτσι μπορούμε να μικ­ρύ­νομε την χρονολογία γι’ αυτήν την επιστολή εν­τός των ετών +100 – 125 Κ. Ε. πε­ρί­που. Τελικά, επαφιόμεθα στο συμπέ­ρα­σμα ότι όλες οι Παυλικές επι­στολές είναι ψευ­δεπίγραφες. (Ο ημι-μυθικός Παύλος [**] υποτί­θεται ότι απέ­θα­νε κατά την διάρκεια των διωγμών του Νέρωνος τα έτη + 64 – 66 Κ. Ε.). Είναι εμφανές ότι μερικές από τις Παυλικές Επι­στο­λές αλλοιώθηκαν και ανασυν­τάχτηκαν πολυάριθμες φορές προ­τού απο­κτή­σουν τις ση­μερινές μορφές τους. Ως πη­γές χρησιμοποιούν η μια την άλλη, τις Πράξεις, τα Ευαγ­γέ­λια των Μάρκου, Ματθαίου και Λουκά[***] και την Πρώτη Επιστολή του Πέτρου. Έτσι και επομένως μπο­ρούμε να συμπε­ράνομε ότι δεν παρέχουν καμία ιστορική ένδειξη για τον Ιησού.
[* Ο σπου­δα­σμένος πλούσιος από την Σι­νώπη του Πόν­του, Μαρ­κίων, ήταν φα­νατικός οπαδός του Παύλου και Γνωστικός εσχατολόγος αυστηρο­τά­των ηθών. Κα­τά το πρώ­το ήμισυ του δευτέρου αιώνος έφτιαξε τον πρώτο κα­νόνα Καινής Δια­θήκης. Αυτός περι­είχε μό­νο τις δέκα πρώτες επιστολές του Παύλου από τις οποίες είχε αφαι­ρέσει όλα τα Εβ­ρα­ϊκά στοιχεία. Επίσης η σειρά τους ήταν άλ­λη από την εκ των υστέ­ρων καθιε­ρωμένη. Εκτός κανό­νος είχε θέσει τις επιστολές Α΄ και Β΄ Πρός Τι­μό­θεον, Πρός Τί­τον, Πρός Εβραί­ους, τα δύο τελευταία κε­φάλαια ιε΄, ιστ΄ της Πρός Ρω­μαίους επι­στο­λής, κ. ά.. (Εκτεταμένα μέρη των ποιμαντορικών επιστολών, Α΄ και Β΄ Πρός Τι­μό­θεον και η Πρός Τί­τον, αναφέρονται σε θέματα του δευτέρου αιώνος, άγνωστα για τον Παύλο. Επομένως αυτά δεν μπορεί να εγράφησαν απ’ αυτόν. Π. χ. πώς μπορεί το ίδιο άτομο να γράφει στην Πρός Κορινθίους 7: 1 «...καλόν ανθρώπω γυναικός μη άπτε­σθαι·» και 8 «Λέγω δε τοις αγάμοις και ταις χήραις, καλόν αυτοίς εστιν εάν μείνω­σιν ως καγώ.» και όλα τα τερατώδη που γράφει σε όλο το κεφάλαιο 7, αλλά μετά στην Α΄ Πρός Τιμόθεον 3: 2 να γράφει: «δεί ουν τον επίσκοπον ανεπίληπτον εί­ναι, μιας γυναικός άνδρα,» και 12 «διάκονοι έστωσαν μιας γυναικός άνδρες, τέ­κ­νων καλώς προϊστάμενοι και των ιδίων οίκων.»; Ακόμα οι θεσμοί του επισκόπου και του πρεσβυτέρου δεν υπήρχαν κατά τα χρόνια του Παύλου. Βασισμένοι στην μαρτυρία του Φίλωνος, πρέπει να υπήρ­χαν υπό κάποια μορφή στην Αίγυπτο όπου ο Παύλος δεν πήγε ποτέ. Μετά έγιναν χριστιανικές απομιμήσεις. Άλλα μέ­ρη των Ποι­μαν­τορικών Επιστολών φαί­νονται να εί­ναι είτε του Παύλου είτε παραδόσεις που ανα­φέ­ρονται σ’ αυτόν.). Στον κα­νό­να ο Μαρκί­ων είχε βάλει μό­νο ένα ευαγ­γέ­λιο ομοιά­ζον με το Κατά Λου­κάν Ευ­αγ­γέ­λι­ον, αλ­λά χω­ρίς να περιέχει κανένα Εβρα­ϊκό στοιχείο και θέ­μα­. Ο Εβ­ραϊκός θεός Γιαχ­βέχ ήταν κα­κό δαιμόνιο για τον Μαρ­κίωνα. Η τότε Εβραιοχριστια­νική εκ­κλη­σία της Ρώ­μης, φυ­σικώ τω λό­γω, δεν εδέ­χθη τις προτά­σεις του Μαρκίωνος και εξέ­βαλλε αυτόν από τους κόλ­πους της μετα­ξύ +142 – 144 C. E.
Από το περιεχόμενό της φαίνεται ότι η αιρετική, κακογραμμένη και απόκρυφη Επιστολή Πρός Διόγνητον γράφτηκε από έναν αμόρφωτο χριστιανό Μαρκιωνικών τά­σεων. Θεωρεί την Αρχαία Ελληνική θρησκεία ως θρησκεία αψύχων ειδώλων και τον Ιουδαϊσμό ως θρη­σκεία δεισιδαιμονιών που δεν ταιριάζουν στον αληθινό Θεό της Γνώσε­ως (αλλά στην Ορθοδοξία: «Θεόν Κύριον εκ πηγών Ισραήλ.»). Αποφεύγει να κάνει μνεία για την Εβραϊκή καταγωγή και δράση του Υιού τού Θεού του και για το ότι η βάση του Χρι­στιανισμού είναι η Παλαιά Διαθήκη.]
 [** Μην εκπλήττεσθε για το επίθετο ημι-μυθικός επί του Παύλου. Ακόμα και μυθικό να τον ανέφερε δεν θα ήταν υπερβολή. Βεβαίως έχει καθιερωθεί μεταξύ των χριστια­νών η ιστορικότητα του Παύλου να θεωρείται δεδομένη και πέραν πάσης αμφισβητή­σεως. Πολλοί όμως αμερόληπτοι επιστήμονες, ειδικοί επί των θεμάτων αυτών, την αμφι­σ­βητούν και μερικοί φτάνουν στο συμπέρασμα ότι το πρόσωπο αυτό είναι μυθι­κό. Άλ­λοι πάλι δεν την αμφισβητούν και άλλοι απλώς την θεωρούν εύλογη αναγνωρί­ζοντας όμως ότι δεν υπάρχουν αρκετά πειστικές αποδείξεις περί αυτής. Ακόμα και ο νεώτε­ρος ερευνητής Robert Ambelain που προωθεί την άποψη ότι ο Παύλος υπήρχε και ήταν Ιδουμαίος Άραβας εγγονός του βασιλιά Ηρώδη του Μεγάλου. Μέσα στα κείμενα των Πρά­ξεων και των Επιστολών, όπως τα έχομε σή­μερα στα χέρια μας, οι χαρακτήρες Σαούλ, Σαύλος, Παύ­λος και Σίμων ο Μάγος αντιπροσωπέυουν διαφο­ρε­τικές εκδοχές και εποχές του Παύλου. Άλλοι, όπως ο κ. Μά­ρι­ος Βερέττας και κ. Κώ­στας Κυριακάκης, λαμβάνοντας υπ’ όψη τις τρεις Επιστολές του Ιωάννου και την Αποκάλυψιν αποφαίνονται ότι οι όροι «αντίχριστος» και «ψευδοπροφήτης» αναφέ­ρονται στον Παύλο. Άλλοι πά­λι, όπως ο Harold Leidner, τον θέλουν να ζει επ’ ολίγον και με­τά τα γε­γο­­νό­τα του 70-73 Κ. Ε., παρά την χριστιανική χρονολογία του θανάτου του μεταξύ 64 και 67 Κ. Ε. Δη­λαδή, υπάρχει πλήρης ασυμφωνία μεταξύ των ερευνη­τών.
Αναφέρομε λοιπόν ολίγα μόνο στοιχεία επ’ αυτού του ζητήματος προς ενη­μέ­ρω­ση του αναγνώστη, τα οποία αφήνομε στην κρίση του και στο ερευνητικό του ενδια­φέρον. Π. χ., για την χρονολογία της γεννήσεως του Παύλου δεν υπάρχει καμία σύγχ­ρονη μαρτυρία της εποχής του. Έχομε μόνο εικασίες και υπολογισμούς περί αυ­τής από πολύ υστερόχρονους μελετητές, χριστιανούς και μη. Αν εσείς, όποιοι και αν είσ­τε, γνωρίζετε έστω και μία αν­ε­ξάρτητη, αμε­ρόλη­πτη, βάσιμη, θεμιτή και σύγχρονη ή σχετικώς σύγχρονη με τον Παύλο ιστο­ρική ανα­φορά ή ένδειξη περί Παύλου να την δημο­σι­εύσετε να την μά­θομε κει ‘μεις οι υπό­λοι­ποι οι ανά την υδρόγειον ενδι­α­φε­ρό­μενοι και ερευνητές. Πέραν των εσωτερικών χρισ­τιανικών αφηγη­μα­τικών αναφορών τέτοια αναφο­ρά ή ένδειξη δεν υπάρ­χει πουθε­νά. Οι Χρισ­τι­α­νοί όμως δια­τεί­νονται ότι ο Παύλος όργω­νε τη Ρω­μαϊκή Αυτο­κ­ρα­τορία μέσα στα 30 χρό­νια δράσεώς του (από τον λιθοβολισμό του Στεφάνου και εν­τεύθεν). Είχε σύρει στην φυλακή πολ­λούς, εδί­ωκε μανιωδώς τους χριστιανούς πριν την μεταστροφή του, είχε έλθει σε επαφή ή σύγ­κ­ρου­ση με τους Ιουδαίους αρχηγούς, με Ρωμαίους υπάτους, κυβερ­νή­τες, ασιάρχες, χι­λι­άρ­χους, εκα­τοντάρχους, τον ίδιο τον αυτοκράτορα στη Ρώ­μη, τις τοπικές πο­λιτικές αρ­χές, θρη­σ­κευτικές αρχές, συναγωγές, κόσ­μο πολύ, εδιώχ­θη, «θηριομάχη­σε», δάρ­θη­κε, λιθοβολήθηκε, ήταν πολύ οικείος στα αυτο­κρα­τορι­κά ανάκτορα στα οποία δια­τηρούσε φί­λους, πήγε δύο φορές στη Ρώ­μη όπου παρέμεινε μπόλικο καιρό, και ο κα­τά­λογος συνεχίζε­ται επί μακρόν! Παρ’ όλα ταύτα δεν τον εσημείωσε κάπου κα­νείς ανε­ξάρτη­τος, αντι­κειμενικός και σύγχρο­νός του ιστορικός, πολιτικός, συγγρα­φέ­ας, ραβί­νος, λαϊκός ... έστω και εκ παραδρο­μής! Τί νομίζετε λοιπόν επ’ αυτού; Δεν είναι όν­τως πε­ρί­εργο και πέραν πά­σης πιθα­νό­τη­τας; Απαντή­σετε! Όπως προαναφέραμε ο Μέ­γας αυτοκράτωρ Ιουλια­νός εζήτησε να του προσκομίσουν μια τέτοια αναφορά και για τον Παύλο, αλ­λά απάντηση δεν πή­ρε!
Εδώ πρέπει να τονίσομε όμως ότι καίριο πλήγμα κατά της ιστο­ρι­κό­τητος του Ιησού Χριστού είναι ο Χριστός του Παύλου. (Βλέπε: Παράρτημα 2.). Ο Ιησούς Χριστός των Ευαγγε­λί­ων όπως και οιοσδή­ποτε ιστο­ρι­κός Χριστός ήταν άγνω­στος στον Παύλο. Τότε όμως, αν δεχθούμε ότι ο Παύλος είναι ιστορικό πρόσωπο κατά την εποχή που δι­ατείνονται ότι έζησε, έδ­ρασε και μας πα­ρέδωσε τα γραπτά του, αναγκαστι­κά πρέ­πει να δεχθούμε ότι ο Ιησούς Χριστός δεν ήταν ισ­τορικό πρόσωπο αλλά μυ­θολόγημα! Αλλιώς και ο Παύλος και ο Ιησούς είναι χρι­σ­τιανικά μυθιστο­ρή­ματα και τί­ποτα παραπάνω. Δηλαδή ψευτιές!
Βεβαίως τα γραπτά που αποδίδονται στον Παύλο καθώς και οι προηγούμενες πηγές τους πρέπει να έθεσαν τις βάσεις και νύξεις της συγγραφής και της μυθολογίας των υστεροχρόνων τεσσάρων κανονικών Ευαγγελίων. Μετά τον πλήρη διαχωρισμό Ιουδαίων και Χριστιανών (+135 Κ. Ε.) και την οικτρή αποτυχία της εσχατολογίας των τελευταίων, οι νέες κα­ταστά­σεις που προ­έκυψαν απαιτούσαν νέα κείμενα διαφο­ρετικά απ’ αυτά του Παύ­λου και προπάντων ιστορι­κο­ποιούντα για την δικαιολόγηση και επιβίωση της Εβραι­οχριστια­νικής αιρέσε­ως! Ακό­μα κατά τον δεύτερο αιώνα σφε­τερίστηκαν γνωστικιστικά κείμενα και κακώς νοη­θέν­τα Νεοπλατωνικά στοιχεία. Ως γνωστό, λίγο έλειψε ο Γνωστικισμός τότε να εξα­λείψει τον ορθόδοξο Χριστιανισμό από προσώπου γης. Έτσι στα κείμενα του Παύλου και στο Κα­τά Ιωάννην Ευαγγέλιο απαντάμε πολλά γνωστικιστικά και διαστρεμμένα Νεοπλατωνικά στοιχεία. Τότε υπήρχε αγώνας επικράτησης ανάμεσα στην παράταξη της Πίστης (του δόγματος “πί­στευε και μη ερεύνα”) και στην παράταξη της Γνώσης (Γνωστικισ­μού). Τελικά για λόγους που δεν θα αναπτύξομε εδώ επεκράτησε η Πίστη.
Αυτά τα συμ­περάσματα αποτελούν το βαρύτερο επιχείρημα των μυ­θι­κι­στών κατά της ιστορικότη­τος του Ιη­σού ή του Παύλου αναλόγως. Αυτό το επιχείρη­μα είναι εξαιρετικά ισχυρό ή μάλλον απροσπέλαστο για τους γνώστες και ει­λικρινείς ερευνη­τές Χριστιανούς, πολλοί των οποίων αφού μελέτησαν και εγνώρησαν τα στοιχεία, απ­εσκίρτησαν από την Εβραιο­γνωστικοχ­ριστιανική μάστιγα. Εσείς αναγνώ­σ­τες τί λέτε;
Διά την εκτενή μελέτη και ανάπτυξη αυτού του σοβαρού θέματος και επιχει­ρήματος διαβά­στε παρακάτω το: Παράρτημα 2, «Ο Χριστός του Παύλου». Το κεί­με­νο αυτό είναι πολύ κατατοπιστικό διά την ιστο­ρικότητα τό­σο του Ιησού όσο και του Παύ­λου.]
[*** Φαίνεται ότι περί το +140-150 έγινε μια γερή επεξεργασία του Κα­τά Λουκάν Ευ­αγγελίου προς απάντηση κατά του Γνωστικού Μαρκίωνος, αν λά­βομε υπ’ όψη την πο­λεμική του Τερτυλιανού Κατά του Μαρκίωνος. Τότε προσετέθησαν και τα δύο πρώτα κεφάλαια του, τα οποία πάντα εκρίθησαν παρείσακτα από τους ει­δικούς και έρχονται σε μεγάλες αξεπέραστες αντιφάσεις με πολλά θέματα όλων των Ευαγγε­λίων. Μετά επισυνάφθηκαν οι Πράξεις (όχι στην μορφή που τις έχομε σήμερα) για να μας δεί­ξουν: (α) Την χρυσή εποχή της χριστιανικής εκκλησίας προτού η αίρε­ση μπει στη μέ­ση και χαλάσει την ιδανική εικόνα και ομαλή ροή. (β) Ο Παύλος ανή­κε στην ορθόδο­ξη χριστιανική κίνηση των αποστόλων της Ιερουσαλήμ και δεν ήταν διδάσ­κα­λος του Μαρκίωνος, όπως ο ίδιος Μαρκίων είχε ισχυρισθεί.
Μετά ταύτα έγινε η νέα επεξεργασία και ανασύνταξη των Επιστολών του Παύλου για την οποία ομιλεί εδώ ο Yehoshua, με το γραπτό του οποίου συνεχίσετε την μελέτη σας: ]

Η Επιστολή Πρός Εβραίους είναι μια ιδιαιτέρως ενδιαφέρουσα επιστολή επειδή δεν εί­ναι ψευ­δεπί­γραφη αλλά τελείως ανώνυμη. Ο συγγραφέας της ούτε ο όνομά του αποκαλύ­πτει ούτε συγ­γρά­φει στο όνομα κάποιου Χριστιανού μυθολογικού χαρακτή­ρα. Οι Χριστιανοί φουνταμενταλιστές ισχυρίζονται ότι αυτή η επιστολή είναι άλλη μια επιστολή του Παύλου και πραγματικά την αποκα­λούν Επι­στο­λή του Παύλου Πρός Εβραίους. Αυτή η ιδέα, αν και προφανώς χρονολογείται πίσω στο τέλος του τε­τάρτου αιώνος, εντοσούτω δεν είναι δεκτή από όλους τους Χριστιανούς. Σαν πηγή για τις πληρο­φορίες της περί Ιη­σού χρησιμοποιεί υλικό κοινό στον Μάρκο, Ματθαίο και Λουκά, αλλά δεν χρησιμοποίησε τίποτα από αξιό­πι­στες πηγές. Ο συγγραφέας της Πρώτης Επιστολής του Κλήμεντος [αποδίδεται στον πάπα Ρώμης] την χρησιμοποιεί ως πηγή και έτσι πρέπει να έχει γραφτεί πριν από την επιστολή αυτή (το +125 Κ. Ε. περί­που) αλλά τουλά­χι­στον με­τά το Ευαγγέλιο του Μάρκου (περίπου +75 – 100 Κ. Ε.).

Η Επιστολή του Ιακώβου είναι γραμμένη στο όνομα ενός υπηρέτη του Ιησού που ονο­μάζεται Ιάκωβος. Όμως, στην χριστιανική μυθολογία υπήρχαν δύο απόστολοι που ονο­μά­ζον­ταν Ιάκωβοι και ο Ιησούς επίσης είχε έναν αδελφό με το όνομα Ιάκωβος. Δεν είναι κα­θαρό για ποιον Ιάκωβο πρόκειται και δεν υπάρχει συμφωνία ακόμα και μεταξύ των ιδίων των Χριστιανών. Αναγράφει λό­για από την Δευτέρα Πηγή αλλά δεν τα αποδίδει στον Ιησού Χριστό όπως κάνουν ο Ματθαίος και ο Λουκάς αλλά τα πα­ρουσιάζει ως λόγια του Ιακώ­βου. Περιέχει ένα σπουδαίο επιχείρημα εναντίον του δόγ­ματος της «σωτηρίας μόνο διά πίστεως» το οποίο αναπτύσσεται στην Επιστολή του Παύλου Πρός Ρωμαίους. Έτσι μπο­ρούμε να συμπεράνομε ότι γράφτηκε κατά την διάρκεια του πρώτου ημί­σεως του 2ου αιώ­νος Κ. Ε., μετά την Πρός Ρωμαίους Επι­σ­το­λήν αλλά πριν από την εποχή που τα Ευαγγέλια του Ματθαίου και του Λουκά είχαν γί­νει αποδεκτά από όλους τους Χριστιανούς. Έτσι ανε­ξαρτήτως από τον ποιον Ιάκω­βο πρό­κειται, η Επιστολή του Ιακώβου είναι ψευδεπίγραφη. Δεν λέγει σχεδόν τίποτα για τον Ιησού και δεν υπάρχει καμία ένδειξη ότι ο συγγραφέας είχε οποιεσδή­ποτε ισ­το­ρι­κές πηγές γι’ αυτόν.

Υπάρχουν τρεις επιστολές που ονομάστηκαν του αποστόλου Ιωάννου. Καμία απ’ αυ­­τές δεν εί­ναι πραγματικά γραμμένη στο όνομα του Ιωάννου και πιθανώς απεδό­θη­σαν σ’ αυτόν κάποιον χρό­νο μετά το γράψιμό τους. Η Πρώτη Επιστολή του Ιωάννου, όπως και η Επιστολή Πρός Εβραίους, εί­ναι τελείως ανώνυμη. Η ιδέα ότι γράφτηκε από τον Ιωάννη δη­μιουργήθηκε από το γεγονός ότι χρη­σιμοποίησε το Ευαγγέλιο του Ιωάν­νου ως πηγή. Οι άλλες δύο επιστολές που ονομάστηκαν του Ιω­άννου είναι γραμμένες από έναν και μόνον συγγραφέα ο οποίος αντί να γράψει στο όνομα ενός απο­στόλου, εξέλεξε απλώς να ονο­μά­ζει τον εαυτόν του «ο Πρεσβύτε­ρος». Η ιδέα ότι οι δύο επι­σ­το­λές γράφτηκαν από τον Ιω­άννη δημιουργήθηκε από τις πεποιθήσεις ότι η ονο­μα­σία «ο Πρεσβύ­τερος» ανα­φέ­ρε­ται στον Ιωάννη τον Πρεσβύ­τερο και ότι αυτός ήταν το ίδιο πρόσωπο με τον Από­στολο Ιωάν­νη. Στην περίπτωση της Δευτέρας Επιστολής του Ιωάννου αυτή η πεποίθηση ενισχύθηκε και από το γε­γονός ότι αυτή η επιστολή επί­σης χρησιμοποιεί το Ευαγγέλιο του Ιωάννου ως πηγή. Έτσι μπορούμε να συμπε­ρά­νο­με ότι οι δύο πρώτες επιστολές που αποδίδονται στον Ιωάννη γρά­φτηκαν μετά το Ευ­αγ­γέλιο του Ιωάννου (περίπου κατά τα έτη +110 – 120 Κ. Ε.). Συνεπώς καμία από τις τρεις επι­στο­λές δεν θα μπορούσε να είχε γραφτεί από τον Απόστολο Ιωάννη. Πρέ­πει να το­νισθεί ότι είναι πολύ δυνατόν το ψευδώνυμο «ο Πρε­σ­βύ­τερος» πράγματι να αναφέρεται στο πρό­σωπο που ονομαζόταν Ιω­άννης ο Πρε­σβύτερος, αλλά και αυτό να μην είναι έτσι, αυτό το πρόσωπο σίγουρα δεν είναι ο Από­στο­λος Ιωάν­νης. Οι δύο πρώτες επιστολές χρησιμοποιούν μόνο το Ευαγ­γέ­λιο του Ιωάννου ως πηγή για τον Ιη­σού· δεν χρησιμοποιούν οποιεσδήποτε θεμιτές ιστορικές πηγές. Η Τρίτη Επιστολή του Ιω­άννου μό­λις και με­τά βίας αναφέρει τη λέξη «Χριστός» και δεν υπάρχει καμία έν­δειξη ότι χρη­σι­μοποίησε οποιεσδήποτε ιστορικές πηγές γι’ αυτόν.

Εκτός από τις επιστολές που ονομάστηκαν του Ιωάννου, η Καινή Διαθήκη επίσης πε­ριέχει και ένα βιβλίο γνωστό ως την Αποκάλυψιν του Ιωάννου. Αυτό το βιβλίο συν­δυάζει δύο μορφές θρη­σκευ­τι­κού γραψίματος, το επιστολογραφικό και το απο­κα­λυπ­τικό. (Οι αποκαλύψεις είναι θρησκευ­τικές εργασίες που είναι γραμμένες υπό μορφήν αποκαλύψεων περί μέλλοντος και που έγιναν από κά­ποιον φημισμένο χαρα­κτήρα του παρελθόντος. Αυ­τές οι αποκαλύψεις συνήθως περιγράφουν κα­κό­τυχα συμ­βάντα που συμβαίνουν κατά τον χρόνο του γραψίματος [*] και ακόμα προσφέρουν κά­ποια ελπί­δα στον αναγνώστη ότι τα πράγματα θα βελτιωθούν.). Δεν είναι βέβαιο πόσες διορ­θώσεις υπέ­στη η Αποκάλυψις του Ιωάννου και έτσι είναι δύσκολο να χρονολογηθεί επακριβώς. Επειδή ανα­φέ­ρει τους διωγ­μούς που εξαπέλυσε ο Νέρων μπορούμε να πούμε μετά βεβαιότητος ότι δεν γράφτηκε πριν από το + 64 Κ. Ε. Έτσι δεν είναι δυ­νατόν να έχει γραφτεί από τον «πραγματικό Ιω­άν­νη». Οι πρώτοι ολίγοι στίχοι απο­τε­λούν μια εισαγωγή η οποία καθαρά δεν προτίθεται να δείξει ότι προέρ­χεται από τον Ιω­άννη [**], και η οποία παρέχει μια ασαφή παραδοχή ότι το βιβλίο είναι ψευδεπί­γραφο έστω και αν ο συγγραφέας διαισθάνεται ότι το μήνυμά του είναι εμπνευσμένο από τον Θεό. Το ύφος του γραψί­ματος και οι αναφορές στην πρακτική του κριοβο­λή­μα­τος (βάπτισμα σε αί­μα κριού, προβάτου, αμνού, αρνίου) υποδεικνύει ότι ο συγ­γρα­φέ­ας ήταν ένας άνθρωπος Εβραϊ­κής κατα­γω­γής από εκεί­νους που αναμίγνυαν τον Ιουδαϊσμό με παγανιστικές πρακτικές. Υπήρχαν πολ­λοί τέ­τοιοι «παγανι­στές Εβραίοι» κα­­τά την Ρωμαϊκή εποχή και αυτοί ήταν εκείνοι οι οποίοι έγιναν οι πρώ­τοι προσή­λυ­τοι στον Χριστιανισμό, ίδρυσαν τις πρώτες εκκλησίες, και οι οποίοι ήταν επίσης πι­θα­­νώς οι υπ­εύ­θυνοι για την εισαγωγή παγανιστικών μύθων στην αφήγηση πε­ρί Ιη­σού. (Αυτοί ακόμα πα­ραμέ­νουν στην ιστορική μνήμη ένεκα της γελοίας πίστεώς τους ότι ο «Αδονάι Τζεβαώτ» [= Κύ­ριος Σα­βαώθ] ήταν ο ίδιος με τον παγανιστικό Θεό «Σεβάζιο».). Η ανα­φορές στον Ιησού μέ­σα στο βιβλίο είναι ολίγες και δεν υπάρχει κα­μία ένδειξη ότι βασίζονται σε τί­πο­τα άλλο εκτός από πίστη.
[* Στην πραγματικότητα: «ψευδό-επιγραφήματος», εφ’ όσον ο συγγραφέας του πα­ρόντος χρησιμο­ποιεί την ταυτότητα κάποιου σημαί­νοντος προσώπου από το παρελ­θόν.]
[** Βέβαια στους 9 πρώτους στίχους το όνομα του Ιωάννου αναγράφεται τρεις φορές. Μάλλον εδώ ο Hayyim ben Yehoshua έπρεπε να δώσει περισσότερες εξηγήσεις γι’ αυτό που θέλει να πει.
Πάντως όπως προαναφέραμε, πολλοί είναι οι επιστήμονες και ερευνη­τές, εκ των οποίων μερικοί είναι Εβραίοι, που υποστηρίζουν ότι η Αποκάλυψις του Ιωάν­νου ήταν Εβραϊκό κείμενο αρχικώς το οποίο στη συνέχεια υπεκλάπη από τους Χριστιανούς οι οποίοι του έκαναν τις αναγκαίες χριστιανικές μετατροπές. Ο κορμός τού κειμένου όμως, είναι οι θρηνωδίες και οι κατάρες κάποιου Εβραίου συγγραφέως λόγω της συμ­φο­­ράς του + 70 Κ. Ε., της καταστροφής της Ιερουσαλήμ και της πυρπολήσεως του Να­ού του Γιαχ­βέχ. Γι’ αυτό και παρηγορείται με την σκέψη της αν­τικαταστάσεως της πα­λαιάς και κα­τεστραμμένης Ιερουσαλήμ από μια νέα ουρανοκατέβατη Ιερου­σαλήμ διά μιάς θεϊκής επ­εμβάσεως του Γιαχ­βέχ, κλπ. Αυτή η επιστημονική εκδοχή, η οποία βασίζεται σε υπέρογ­κο πλήθος στοιχείων, καταδεικνύει ότι η νυν Αποκάλυψις του Ιω­άν­νου είναι ένα δια­στρε­βλωμένο και ψευδεπίγραφο βιβλίο. Πρόκειται για Αποκάλυ­ψιν βρωμερού Ιεζεκιη­λικού τύπου και είναι μια από τις πάρα πολλές βλαβώδεις και παραλληρηματικές αποκαλύψεις που έχουν γραφεί και αλλοιωθεί κατά καιρούς.
Ο ερευνητής Μιχάλης Κοκκινόφτας στο βι­βλίο του Σχέδιο Αρμαγεδδών, Εκδόσεις Δίον, 2000, έχει κάνει μια πολύ ενδια­φέρουσα και σπουδαία ποσοστιαία ανάλυση επί των λέξεων, της γλώσσας και των χωρίων που χρη­σιμο­ποιεί ο συγγρα­φεύς της Απο­καλύ­ψεως. Ανεξαρ­τή­τως ολίγων απόψεων, υποθέσεων και εκτιμήσεων που ο συγγρα­φέας έχει δια­τυπώσει, μερικά πολύ σημαντικά και ελέγξιμα συμπεράσματα της έρευ­νάς του είναι τα εξής: Η γλώσσα της Αποκαλύψεως είναι μια κακί­σ­τη χρήση της Κοι­νής Ελληνιστικής δια­λέ­κτου. Εν κα­τα­κλείδι (σε­λί­δες 356-358), αν­τικειμενικώς υπε­λόγισε (αντικειμε­νι­κώς, διότι οι αριθμοί και οι συγκρίσεις είναι αν­τικειμενικά δεδο­μέ­να που μπορούν να ελεγ­χθούν από τον καθένα και δεν είναι προ­σωπικές απόψεις) ότι: 97.56% των χω­ρίων είναι παρμένα από την Πα­λαιά Δι­αθήκη εί­τε αυτολεξεί, είτε σχε­δόν αυτολεξεί, είτε σε κάποιο βα­θμό πα­ρα­φρα­σμένα αλλά με το ίδιο πε­ρι­ε­χό­μενο και νόημα προς αντίστοιχα χωρία της Πα­λαιάς. Επομένως μόνον 2.44% των χω­ρίων της Απο­κα­λύψεως δύνανται να απο­δο­θούν στον συγγραφέα της! Ως προς τις κύριες λέξεις και έννοιες το 88.21% εξ αυτών είναι δανεισμένες από την Παλαιά Διαθήκη και μόνο 11.79% είναι επινοήσεις του συγ­γραφέως.
Αυ­τή η ανάλυση αποδεικνύει το συμ­πέρασμα της υπο­κλοπής που αναφέραμε πα­ραπάνω, αν και η Αποκάλυψις περιέχει μερικές κοινές φράσεις και εικόνες με τα Ευ­αγγέλια μερικές Επιστολές και στα Απόκρυφα. Κοινές πηγές αυτών των φράσεων και εικόνων σ’ όλη αυτή την βιβλιογραφία είναι η Παλαιά Διαθήκη και ή άμεση εσχατο­λογία του καιρού αυτού εν­τός των Εβραιογνωστικοχριστιανικών κοινοτή­των. Η ανά­λυση αποδεικνύει επίσης το συμπέρα­σμα του κ. Μι­χάλη Κοκ­κι­νόφτα ότι η Αποκάλυ­ψις δεν είναι κανένα αληθές, ανεξιχνίαστο, δυσχερές, προφητικό, θεόπνευσ­το, αποκα­λυπτικό, κλπ., χριστι­α­νι­κό, βιβλίο. Αυτή η ψευδής θέση, εδώ και πολλούς αιώ­νες μέχ­ρι και σή­μερα, προπα­γανδίζεται από τους Χρι­σ­τι­α­νούς προς εκφοβισμό των μαζών αλλά και με πολλούς αξιόλογους μορ­φωμένους στα θύ­ματά των. Απλού­σ­τα­τα πρόκει­ται για ένα Εβραιογε­νές, αυθαίρετο, ποταπό, πα­ρα­μυ­θο­λό­γη­μα και αισχρό ρυπαρογ­ράφημα γκρίνιας και εκδικήσεως το οποίο περι­έχει υστερότερες (εντοπι­σμένες) χρι­σ­τια­νι­κές και εσχατολογικές πα­ρεμ­βο­λές. Ο αρχι­κός Εβραίος συγγραφέας σκοπόν είχε να εκφράσει το πέν­θος και την θλίψη που επ­έφερε η κατα­στροφή του +66 – 73 Κ. Ε. προς τον Εβραϊκόν θεόν του Γιαχβέχ και να ευχηθεί για σκληρή εκδίκηση εναντίον όλων των ανθρώπων εκ­τός ολίγων εκ των εκλεκτών, για την οποία αηδιαστικά τον εκλιπαρεί να την αποδώ­σει! Ακόμα οραματίζεται την εμφάνιση μιας Νέας Ιερουσα­λήμ τεραστίου μεγέθους και ακατάσχετης φαντασίας. Οι υσ­τερό­τεροι χρι­στιανικοί υποκλοπείς, ανα­συντάκτες και διορθωτές του αισχροτά­του αυτού βιβ­λίου δεν είχαν κα­νέ­ναν άλλον σκο­πό παρά την χρήση του διά τον συνε­χή και δια­χρο­νικό εκφοβισμό και την στυγνή καταπίε­ση των χρι­στια­νι­κών μαζών, από τις ημέρες τους μέχρι τον μυθικό Αρμαγεδδώνα.
Πρόκει­ται για ένα βλακοδέ­στα­το και μιαρό συμ­πί­λημα μωρίας με απο­λύτως κα­μί­αν αξίαν εκτός του βρα­βεί­ου βλακεί­ας, ατιμίας και πονηρίας που πανηγυρικότατα εισπράττει. Δεν υπάρχει τίποτα το αποκα­λυ­πτι­κό, το προ­φητικό ή το ακατα­νό­η­το μέ­σα σ’ αυτό το ηλίθιο και αηδιαστικό τε­ρα­τούρ­γημα, που χρησιμεύει μόνο για την βάρβαρη καταπίεση και εξαπάτηση ανοήτων, αφελών και απλοϊκών! Αυτό το αισχρό βιβλίο με την ουτοπική δαιμονολογία και τις ακαταλαβίστικες ψευδο-προφητείες του καταφόβιζε και κατα­τυραννούσε την Ευρώπη κατά του μεσαιωνικούς χρόνους. Κάθε πανώλης κάθε συμ­φο­ρά εθεωρείτο εκπλήρωση των βλακωδεστάτων προφητειών του. Ο κοσμάκης πανικο­βάλετο και ετρομοκρατείτο μέχρις εσχάτων. Οι σκηνές που συνέ­βαιναν μονολεκτικά χαρακτηρίζονται ως υπερεαλιστικές. Πόσο αλήθεια υπέφερε η κακόμοιρη ανθρωπότητα και ακόμα υποφέρει απ’ αυ­τές τις βλακείες...
Περί διαφόρων χρι­στιανικών υποκλοπών με­λετείστε επί πλέον τουλάχιστον τα εξής μνη­μειώδη ερευνητικά έρ­γα:

1.    Gerald Friedlander, The Jewish Sources Of The Sermon On The Mount, Kessinger Publishing.
2.    Hyman E. Goldin, The Case of the Nazarene Reopened, The Lawbook Exchange Ltd., 1948-2003.
3.    Randel Helms, Gospel Fictions, Prometheus Books, 1989.
4.    Harold Leidner, The Fabrication of the Christ Myth, Survey Books, 1999.
5.    Albert Schweitzer, The Quest of the Historical Jesus, Introduction by James M. Robinson, Collier Books, 1968.
6.    Joseph Wheless, Forgery in Christianity, Kessinger Publishing.
7.    Joseph Wheless, Is it God’s Word?, Kessinger Publishing.]

Εκτός από τις επιστολές εντός του Κανόνος της Καινής Διαθήκης και εκτός από τις επιστολές οι οποίες αναγνωρίζονται ομόφωνα ότι δεν έχουν καμία αξία (όπως η Επι­στολή του Βαρνάβα), υπάρχουν και μερικές άλλες επιστολές οι οποίες ενώ δεν ευ­ρίσκονται εντός του Κανόνος της Και­νής Διαθήκης, θεωρούνται ότι έχουν αξία από μερικούς Χριστιανούς. Πρώτον υπάρχουν οι επιστο­λές που ονομάστηκαν του Κλή­μεν­τος. Στην χριστιανική πα­ράδοση, ο Κλήμης ήταν ο τρίτος στην διαδοχή του Πέ­τ­ρου ως επίσκοπος Ρώμης. Η Πρώ­τη Επιστολή του Κλήμεντος Πρός Κορινθίους στην πραγ­ματικότητα δεν γράφτηκε στο όνο­μα του Κλήμεντος αλλά στο όνομα τής «Εκ­κλησίας του Θεού της Παρεπιδημούσης εν Ρώ­μη». Αναφέρεται σε έναν διωγμό που είχε συμ­βεί το +95 Κ. Ε. υπό του Δομιτιανού, και αναφέρεται στην απόλυση των πρεσβυ­τέ­ρων της Εκκλησίας της Κορίνθου το +96 Κ. Ε. Οι Χριστιανοί πιστεύουν ότι ο Κλήμης ήταν επίσκοπος Ρώμης κατ’ αυτή την εποχή και αυτός είναι προφανώς ο λόγος διατί η επιστολή πήρε αργότερα το όνομά του. Χριστιανοί φουν­ταμενταλιστές πιστεύουν ότι πράγματι γράφτηκε το +96 Κ. Ε. Αυτή η χρονολογία δεν είναι δυνατή διότι η επι­στολή αναφέρει τους επισκόπους και ιερείς σαν ξεχωριστές ομάδες· μια δι­αίρεση η οποία δεν είχε ακόμα συμβεί. Υφολογικές εξετάσεις δεικνύουν ότι γρά­φτη­κε το +125 Κ. Ε. Ως αναφορές χρησιμοποίησε την Επιστολή Πρός Εβραίους και την Πρώτη Επισ­το­λή του Παύλου Πρός Κορινθίους αλλά τίποτα από θεμιτές ιστορικές πη­γές. Η Δευ­τέ­ρα Επιστολή του Κλήμεντος γράφτηκε αργότερα και από συγγραφέα δια­φο­ρε­τικό από αυτόν της Πρώτης. Έτσι μπορούμε επίσης να συμ­περάνομε ότι δεν γρά­φτηκε από τον Κλήμεντα. (Δεν υπάρχει καμία ένδειξη για το ότι είτε η μια εί­τε η άλ­λη επιστολή γράφτηκε από τον Κλήμεντα πριν από την συμπερί­ληψή τους σε μια συλλογή βιβλίων γνωστή ως Codex Alexandrinus [Αλεξανδρινός Κώδικας], κατά τον 5ο αιώνα Κ. Ε.). Ως πη­γές για τον Ιησού, η Δευτέρα Επιστολή χρησιμοποιεί το Ευαγ­γέ­λιο των Αιγυ­πτί­ων, ένα κείμενο που απορρίπτεται ακόμα και από τους πιο φουντα­μεν­ταλιστές Χριστιανούς, και ακόμα τα βιβλία της Καινής Διαθήκης τα οποία αποδεί­ξα­με ότι δεν έχουν καμία ιστορική αξία. Έτσι και πάλι δεν έχομε καμία θεμιτή ιστορική ένδειξη για τον Ιησού.

Μετά έχομε τις επιστολές γραμμένες στο όνομα του Ιγνατίου. Σύμφωνα με την παρά­δοση, ο Ιγνάτιος ήταν ο επίσκοπος Αντιοχείας που φονεύτηκε τον καιρό που αυ­τοκράτωρ ήταν ο Τραϊα­νός, το +110 Κ. Ε. περίπου. (Αν και ο Ιγνάτιος ίσως να είναι βασισμένος σε κάποιο ιστορικό πρόσ­ωπο σχεδόν όλοι οι θρύλοι για το μαρτύριό του είναι δημιουρ­γή­μα­τα φαντασίας.). Υπάρχουν δεκα­πέντε επιστολές γραμμένες στο όνομά του. Απ’ αυτές οι οκτώ αναγνωρίζονται ομόφωνα ότι είναι ψευ­δε­πίγραφες και δεν έχουν καμία αξία όσον αφορά την ιστορικότητα του Ιησού. Οι εναπο­μεί­να­σες επ­τά έχουν δύο τύπους η κάθε μία, τον μακρύτερο και τον κοντύτερο. Οι μακρύτεροι τύ­ποι εί­ναι εμφανώς αλλοιωμένες και διορθωμένες εκδόσεις των κοντυτέρων τύπων. Οι φουνταμεν­τα­λι­στές Χριστιανοί διατεί­νονται ότι οι κοντύτεροι τύποι είναι γνήσια γράμματα που γράφτηκαν από τον Ιγνάτιο. Η Επιστολή του Ιγνατίου Πρός Σμυρναί­ους αναφέρει τους τρεις βαθμούς της ιεροσύ­νης, επι­σκόπους, ιερείς, και διακόνους, οι οποίοι δεν είχαν διαμορφωθεί ακόμα κατά τον θάνατο του Ιγνατίου ο οποίος επήλθε όχι αργότερα από το +117 Κ. Ε., και ίσως συνέβη ενωρίτερα το +110 Κ. Ε. περίπου. Όλες οι επτά κοντύτερες επιστολές επιτίθενται κατά διαφόρων χριστιανικών πεποι­θή­σεων, που απ’ αυτόν τον χρόνο θεωρούνται αιρετικές, και οι οποίες απέκτησαν δύ­να­μη κα­τά τα έτη +140 – 150 Κ. Ε. περίπου. Η κοντύτερη Επιστολή του Ιγνατίου Πρός Ρωμαίους περιέχει μια πα­ρά­θεση από τον Ειρηναίο, που είχε γραφτεί μετά το +170 Κ. Ε. και δημοσιεύτηκε το +185 Κ. Ε. πε­ρί­που. Έτσι μπορούμε να συμπεράνομε ότι οι επτά κοντύτερες επιστολές είναι επίσης ψευ­δεπίγρα­φες. Η κοντύτερη Επιστολή του Ιγνατίου Πρός Ρωμαίους σίγουρα γράφτηκε μετά το +170 Κ. Ε. Αν πράγματι όμως, δεν γράφτηκε από τον Ειρηναίο, τότε πιθανώς να γράφτηκε μετά το +185 Κ. Ε., και οι άλλες έξη δεν γράφτηκαν πριν από την περίοδο +140 – 150 Κ. Ε. περίπου, αν όχι αρ­γότερα. Δεν υπάρχουν πηγές για τον Ιησού στις επιστολές του Ιγνατίου εκτός από τα βιβλία της Και­νής Διαθήκης και τα γραπτά του Ειρηναίου τα οποία και πάλι χρη­σι­μο­ποιούν μόνο την Καινή Διαθήκη. Ως εκ τούτων δεν περιέχουν καμία θεμιτή ένδειξη για τον ιστορικό Ιησού.

Υπάρχουν και δύο επί πλέον επιστολές για τις οποίες οι Χριστιανοί ισχυρίζονται ότι εί­ναι γνή­σια γράμματα, συγκεκριμένα η Επιστολή του Πολυκάρπου και το Μαρ­τύ­ριο του Πο­λυκάρπου. Οι Επιστολές του Ιγνατίου και οι επιστολές που αφορούν τον Πολύκαρπο πάν­τοτε σχετίζονται πολύ στενά. Είναι πολύ δυνατόν όλες να γράφτηκαν από τον Χριστιανό συγγραφέα Ειρηναίο και τους μαθητές του. Σίγουρα υπήρχε ένας πραγματικός ιστορι­κός πρώτο-χριστιανός που ονομαζόταν Πο­λύκαρπος. Αυτός ήταν επίσκοπος Σμύρνης και θα­νατώθηκε από τους Ρωμαίους μέσα στην περίοδο +155 – 165 Κ. Ε. Όταν ο Ειρηναίος ήταν παιδί εγνώριζε τον Πολύκαρπο. Φουνταμενταλιστές Χριστιανοί ισχυρίζονται ότι ο Πολύκαρπος ήταν μαθητής του αποστόλου Ιωάννου. Αλλά ακόμα και αν αποδεχθούμε την παράδοση ότι ο Πολύκαρπος έζησε μέχρι την ηλικία των 86 ετών, δεν θα μπο­ρούσε να είχε γεννηθεί πριν από το +67 Κ. Ε. και διά τούτο δεν θα μπορούσε να ήταν μαθητής του Ιωάννου. (Είναι δυνατόν να ήταν μα­θητής του αινιγματικού Ιωάννου του Πρεσβυ­τέ­ρου.). Επειδή ο Ειρηναίος είχε γνω­ρί­σει τον Πολύκαρπο αυτοί επίσης υποθέτουν ότι ο Ει­ρηναίος ήταν τω όντι μα­θητής του, ένας ισχυρισμός για τον οποίον δεν υπάρχει καμία έν­δειξη. Η Επιστολή του Πο­λυ­κάρ­που χρησιμοποιεί τα περισσότερα βιβλία της Καινής Δια­θήκης και τις Επι­σ­το­λές του Ιγνατίου ως αναφορές αλλά δεν χρησιμοποιεί καμία θεμιτή ιστορική πηγή για τον Ιησού. Οι Χριστιανοί εκείνοι που απορρίπτουν τις Επιστολές του Ιγνατίου αλλά πι­στεύουν ότι η Επιστολή του Πολυ­κάρπου είναι ένα γνήσιο γράμμα, ισχυ­ρίζονται ότι οι εντός αυτής αναφορές στις επιστολές του Ιγνατίου είναι υστερόχρονες πα­ρεμβολές. Αυτή η ιδέα βασίζεται σε προσωπική μεροληψία και όχι σε οιεσδήποτε γνήσιες ενδεί­ξεις. Βασισμένοι σ’ αυτή την τυφλή πίστη ότι δηλαδή αυτή η επιστολή είναι γνή­σιο γράμμα, μερικοί Χριστιανοί την χρονολογούν γύρω στο μέσο του δευ­τέρου αιώνος Κ. Ε. λίγο πριν από τον θάνατο του Πολυκάρπου. Παρ’ όλα ταύτα, οι αναφορές στις Επι­στολές του Ιγνατίου δει­κνύουν ότι στην πραγματικό­τητα γράφτηκε κάποιο καιρό κατά τις τελευ­ταίες δεκαετίες του δευ­τέ­ρου αιώνος Κ. Ε., τουλάχιστον μια δεκαετία πε­ρί­που μετά τον θάνατο του Πολυκάρπου αν όχι αρ­γό­τερα.

Το Μαρτύριο του Πολυκάρπου γράφτηκε στο όνομα τής «Εκκλησίας της Σμύρνης της Παρε­πι­δημούσης εν Σμύρνηι». Ξεκινά υπό μορφήν ενός γράμματος αλλά το κύριο μέρος εί­ναι γραμμένο σε μορφή μιας συνηθι­σ­μένης αφήγησης. Διηγείται το μυθο­λό­γημα του μαρ­τυ­ρίου του Πολυκάρ­που. Όπως και η Επιστολή του Πολυκάρπου, και αυ­τό γράφτηκε κά­ποιο καιρό κατά τις τελευταίες δεκα­ετίες του δευ­τέρου αιώνα Κ. Ε. Δυστυχώς, δεν υπάρ­χει καμία ένδειξη ότι χρησιμοποίησε οποιεσδή­ποτε έγκυρες πη­γές γι’ αυτή την εξιστό­ρη­ση, αλλά μόνο φήμες και ακουστά λόγια. Το μυθολόγημα εμφανίζεται πράγματι να είναι πολύ κατά φαντασίαν. Οι αναφορές στον Ιησού δεν έχουν ληφθεί από καμία αξιόπιστη πη­γή.

Ούτως έχομε ιδεί ότι οι επιστολές που χρησιμοποιούνται από του ιεραποστόλους ως «ενδεί­ξεις» είναι ακριβώς τόσο νόθες όσο και τα ευαγγέλια. Και πάλι, πρέπει να έχομε κα­τά νουν την απάτη που δημιουργούν οι «εκλαϊκευμένες» μεταφράσεις της Καινής Διαθή­κης διότι παρουσιάζουν τις επιστολές ως «γράμματα», από το οποίο αφήνουν να εννοηθεί εσφαλμένως ότι πρόκειται για πραγμα­τικά γράμ­ματα που γρά­φτηκαν από τους ανθρώπους των οποίων τα ονόματα φέρουν.

Τώρα, εκτός των βιβλίων της Καινής Διαθήκης, και εκτός των επιστολών που σχε­τί­­ζονται με τον Κλήμεντα, τον Ιγνάτιο και τον Πολύκαρπο, υπάρχει επί πλέον ακόμα μία χρι­­στιανική θρη­σκευ­τική εργασία την οποίαν οι Χριστιανοί αξιώνουν ως ιστορική ένδειξη για τον Ιησού, συγκεκρι­μένα η Διδασκαλία των Δώδεκα Αποστόλων που είναι επί­σης γνω­στή με τον τίτλο Διδαχή. Όλες οι άλλες χριστιανικές θρησκευ­τι­κές εργα­σί­ες έχουν είτε πλήρως απορριφθεί από τους νεωτέρους Χριστιανούς είτε έχουν λάβει ολίγη μόνον ανα­γνώριση και δεν θεωρούνται ως κύριες πηγές που αφορούν τον Ιη­σού. Η Διδαχή άρχισε σαν σχι­σματικό Ιουδαϊκό έγγραφο, πιθανώς γραμμένο κατά την περί­ο­δο της αναστατώ­σε­ως του +70 Κ. Ε. Η αρχική της μορφή απετελείτο από ηθικές διδασκαλίες και προ­βλέψεις της κα­ταστροφής της τάξεως πραγμάτων που υπήρχε στον κόσμο. Αυτή η αρχική μορ­φή, η οποία προ­φανώς δεν ανέφερε τον Ιησού, υπε­ξαιρέθηκε από τους Χριστιανούς οι οποίοι την ανασυνέταξαν και την αλλοί­ωσαν πά­ρα πολύ, με το να προσθέσουν την αφήγηση περί Ιησού και τους κανόνες λα­τρεί­ας για τις πρώτο-χριστιανικές κοινότητες. Οι ερευνητές εκ­τι­μούν ότι η πρώτη χριστια­νι­κή έκδοση τής Διδα­χής δεν μπορούσε να είχε γραφτεί πολύ αρ­γότερα από το +95 Κ. Ε. Πιθανώς να τέθηκε στην τελική μορφή της γύρω στο +120 Κ. Ε. περίπου. Όπως φαί­νεται είχε εξυ­πηρετήσει μια απο­μονωμένη χρι­στιανική κοινότητα στη Συρία με όνομα «Εκκλησιαστική Τάξις» κατά την περίοδο +100 – 130 Κ. Ε. περίπου. Αλ­λά δεν υπάρ­χει καμία ένδειξη ότι η αφήγηση για τον Ιησού ήταν βα­σισμένη σε οποι­εσ­δή­ποτε έγ­κυρες πηγές, και όπως έχομε αναφέρει, η αρχική Ιουδαϊκή μορφή δεν είχε τί­πο­τα να κά­νει με τον Ιησού. Στην πραγματικότητα, αυτό το έγγραφο πα­ρέχει εν­δεί­ξεις για το ότι ο μύθος του Ιησού μεγάλωνε βαθμιαίως. Όπως το Ευαγγέλιο του Μάρ­κου και οι πρώι­μες μορ­φές του Ευ­αγ­γελίου του Ματθαίου, η αφήγηση για τον Ιη­σού εντός της Δι­δαχής δεν κάνει καμία αναφορά για την παρθενική γέννηση. Δεν αναφέ­ρει τίποτα για τα θαύματα που αρ­γότερα απεδό­θη­σαν στον Ιησού. Αν και ο Ιησούς αναφέρεται ως «υιός» Θεού, φαί­νεται ότι αυτός ο όρος χρησι­μο­ποιείται μεταφο­ρι­κώς ή συμ­βο­λι­κώς. Οι ενδεί­ξεις που έχο­με περί της προελεύσεως του μύθου της σταυρώ­σεως υπο­δεικνύουν ότι ένα από τα πράγ­μα­τα που οδήγησε σ’ αυτόν τον μύ­θο ήταν το γεγο­νός ότι ο σταυρός ήταν το αστρο­λογικό σύμ­βολο της Εαρινής Ισημερίας η οποία συμβαί­νει κοντά στο Πάσχα, καιρό που όπως πι­στευό­ταν ο Ιησούς είχε θανατωθεί. Ού­τως δεν προ­καλεί έκπληξη όταν ανακα­λύπτομε ότι η αφή­γη­ση τής Διδαχής δεν αναφέρει κα­θόλου το ότι ο Ιη­σούς σταυρώ­θη­κε, ενώ αναφέρει έναν σταυρό στον ου­ρανό ως το σύμβολο του Ιησού. Οι δώδεκα απόστολοι που αναφέ­ρ­θηκαν στον πλή­ρη τίτλο της Διδαχής δεν εμφανίζονται ως οι πραγματικοί δώδεκα μαθητές του Ιησού και ο όρος κα­θαρά αναφέ­ρεται στους δώδεκα υιούς του Ιακώβ οι οποίοι αντι­προσω­πεύ­ουν τις δώδεκα φυλές του Ισραήλ. Τοιουτο­τρόπως η Διδαχή παρέ­χει ζωτικά κλειδιά που αφο­ρούν της επίλυση της ανα­πτύξεως του μύθου του Ιησού, αλλά σίγουρα δεν παρέχει κα­μία ένδειξη για κάποιον ιστορικό Ιησού.

Αφού λοιπόν κανένα από τα χριστιανικά θρησκευτικά βιβλία δεν παρέχει καμία απο­δεκτή έν­δειξη για τον ιστορικό Ιησού, οι ιεραπόστολοι μετά ταύτα γυρνούν στα μη-χρι­στι­α­νικά βιβλία. Οι Χριστιανοί επιμένουν ότι διάφοροι αξιόπιστοι ιστορικοί κα­τέγραψαν πλη­ροφορίες για τον Ιησού. Αν και μερικοί απ’ αυτούς τους ιστορικούς εί­ναι λίγο-πολύ απο­δεκτοί, θα δούμε ευθύς αμέσως ότι δεν προσφέρουν καμία πλη­ρο­φο­ρία για τον Ιησού.

Πρώτον, οι Χριστιανοί επιμένουν ότι ο Ιουδαίος ιστορικός Ιώσηπος κατέγραψε πληρο­φορίες για τον Ιησού στο βιβλίο του Ιουδαϊκές Αρχαιολογίες (που το δημοσίευ­σε το +93-94 Κ. Ε. περί­που). Είναι αληθές ότι αυτό το βιβλίο περιέχει πληροφορίες για τους τρεις ψευδό-Μεσσίες, Γιε­χού­δα της Γαλιλαίας, τον Θευδά και τον Βενιαμίν τον Αιγύπτιο, και είναι επίσης αληθές ότι ο χαρα­κτήρας του Ιησού φαίνεται να βασί­ζεται σε όλους αυτούς μερικώς, αλλά κανένας απ’ αυτούς δεν μπορεί να θεω­ρη­θεί ως ο ιστορικός Ιησούς. Επί πλέον, στο βιβλίο των Πράξεων, αυτοί οι τρεις άν­δρες ανα­φέ­ρονται να είναι διαφορε­τικοί από τον Ιησού και έτσι ο σύγχρονος Χριστιανι­σμός απορ­ρίπτει πράγματι κάθε σύν­δεση μεταξύ αυτών και του Ιησού. Στις διορθω­μένες από τους Χριστιανούς εκδόσεις του βι­βλί­ου Ιουδαϊκές Αρχαιολογίες υπάρχουν δύο χω­ρία που ασχολούνται με τον Ιησού κατά τρό­πον όμοιον με αυτόν που τον πα­ρου­σι­ά­ζουν και οι διάφορες χριστιανικές θρησκευ­τι­κές εργασίες. Κα­νένα απ’ αυτά τα δύο χω­ρία δεν ευρίσκεται στο αρχικό κείμενο των Ιου­δα­ϊ­κών Αρχαι­ολογιών το οποίο δια­φυ­λάχτηκε από τους Εβραίους [*]. Το πρώτο χωρίο (XVII, 3, 3) παρατέ­θηκε από τον Ευσέ­βιο όταν έγραφε το +320 Κ. Ε. περίπου και έτσι μπορούμε να συμπερά­νο­με ότι αυτό προσετέθη κάποιο καιρό μεταξύ του χρόνου που οι Χριστιανοί άρπαξαν τις Ιου­δαϊκές Αρχαι­ο­λογίες και το έτος +320 Κ. Ε. Δεν είναι γνωστό πότε προ­σε­τέθη το άλλο χωρίο (XX, 9, 1) σ’ αυτές. Κανέ­να απ’ αυτά τα χωρία δεν βασί­ζεται σε αξιό­πι­στες πη­γές. Είναι απάτη το να ισχυρίζεται κα­νείς ότι τα χωρία αυ­τά γρά­φτηκαν από τον Ιώσηπο και ότι παρέχουν ενδείξεις για τον Ιησού. Γρά­φτηκαν από Χριστιανούς ανα­συν­τά­κτες και βασιζόταν καθαρά σε χριστιανικές πίστεις.
[* Αυτή την πληροφορία την έχω συναντήσει και σε άλλα Εβραϊκά κείμενα και έχω ακού­σει Εβραίους να την επικαλούνται. Αν είναι όντως αληθής, η Εβραϊκή κοινότητα οφείλει να δημοσι­εύ­σει αυτή την αρχική έκδοση του Ιωσήπου και να παρουσιάσει το παλαιότερο χειρόγραφο που δια­θέτει προς εξέτα­ση.]

Μετά οι Χριστιανοί θα υποδείξουν το βιβλίο των Χρονικών του Τακίτου. Στα Χρο­­νικά XV, 44, ο Τάκιτος περιγράφει το ότι ο Νέρων εθεώρησε τους Χριστιανούς ως τους υπευ­θύ­νους για την πυρκαγιά της Ρώμης το +64 Κ. Ε. Αναφέρει ότι το όνομα «Χριστιανοί» προήλθε από ένα πρόσωπο που ονομαζόταν Χριστός ο οποίος εκτελέ­στηκε από τον Πόν­τιο Πιλάτο κατά την διάρκεια της βα­σιλείας του Τιβερίου. Είναι βεβαίως αληθές ότι το όνομα «χριστιανοί» παράγεται από το «Χρι­στός» (= Μεσσίας), αλλά ο ισχυρισμός του Τακίτου ότι εκτελέστηκε από τον Πιλάτο κατά την διάρκεια της βασιλείας του Τιβερίου καθαρά βασίζεται στους ισχυρισμούς που έγιναν από τους ίδι­ους τους Χριστιανούς και υπήρχαν ήδη γραμμένοι μέσα στα ευαγγέλια του Μάρ­κου, του Ματθαίου και του Λουκά τα οποία είχαν ήδη κυκλοφορήσει ευρέως όταν εγ­ράφοντο τα Χρονικά. (Τα Χρονικά δημο­σιεύτηκαν μετά το +115 Κ. Ε. και σίγουρα δεν είχαν γραφτεί πριν από το +110 Κ. Ε.). Έτσι, αν και τα Χρονικά πε­ριέ­χουν μια πρό­ταση στην οποία ο «Χριστός» αναφέρεται σαν πραγματικό πρόσωπο, αυτή η πρό­ταση βασιζόταν καθαρά στις αξιώσεις και τις πίστεις των Χριστιανών οι οποί­ες δεν έχουν καμία ιστο­ρική αξία. Είναι πολύ ειρωνικό το ότι ση­μερινοί Χριστιανοί χρησι­μο­ποι­ούν τον Τάκιτο για να υπο­στηρίξουν τις πεποιθήσεις τους επειδή αυτός ήταν ο λιγότερο ακριβής απ’ όλους τους Ρωμαίους ιστορι­κούς. Ο ίδιος δικαι­ολογεί το μίσος κα­τά των Χριστιανών με το να λέγει ότι αυτοί διέπρατταν πράξεις απεχ­θείς. Εκτός του «Χριστού» ομιλεί επίσης και περί διαφόρων πα­γα­νιστικών θεών σαν να υπάρ­χουν στην πραγματικότητα. Η περίληψη της Ιστορίας της Μέσης Ανα­τολής στο βι­βλίο του Ιστο­ρίες είναι τόσο παραμορφωμένη που είναι για γέλια. Μπο­ρούμε να συμπερά­νομε ότι η μία και μο­ναδική του αναφορά στον Χριστό δεν μπορεί να ληφθεί ως σίγουρη έν­δειξη για τον ιστορικό Ιησού.

Μόλις λοιπόν ο Τάκιτος απορριφθεί, οι Χριστιανοί θα ισχυριστούν ότι τα γράμ­μα­τα του Πλι­νί­ου του Νεωτέρου προς τον αυτοκράτορα Τραϊανόν παρέχουν ενδείξεις για τον ιστορικό Ιησού. (Γράμματα Χ, 96.). Το υπό εξέταση γράμμα απλώς αναφέρει ότι ορισμέ­νοι Χριστιανοί είχαν ανα­θε­ματίσει τον «Χριστό» για να αποφύγουν να τι­μω­­ρηθούν. Δεν ισχυρίζεται ότι αυτός ο Χριστός υπήρξε στην πραγματικότητα. Το υπό εξέταση γράμμα γράφτηκε πριν από τον θάνατο του Πλινίου το +114 Κ. Ε. περί­που, αλ­λά μετά το έτος +111 Κ. Ε. κατά το οποίο αυτός εστάλη στην Βιθυνία, μάλλον εγράφη το έτος +112 Κ. Ε. Έτσι δεν προσφέρει τίποτα περισσότερο από μια επιβε­βαί­ω­ση του τε­τριμμένου γεγονότος ότι γύρω στην αρχή της δωδεκάτης δεκαε­τίας Κ. Ε. οι Χριστιανοί συνή­θως δεν ανα­θε­μά­τι­ζαν κάτι που το έλεγαν «Χριστό» αν και μερι­κοί το είχαν πράξει διά να αποφύ­γουν τι­μω­ρίες. Δεν παρέχει λοιπόν καμία ένδειξη για τον ιστορικό Ιησού.

Οι Χριστιανοί θα ισχυριστούν επίσης ότι ο Σουετώνιος κατέγραψε ενδείξεις για τον Ιησού στο βιβλίο του Οι Βίοι των Δώδεκα Καισάρων (ακόμα γνωστό και ως Οι Δώδεκα Καίσαρες). Το υπό εξέταση χωρίο είναι στον Κλαύδιο 25, όπου αναφέρει ότι ο αυ­το­κρά­τωρ Κλαύδιος εκδίωξε τους Εβραίους από τη Ρώμη (προφανώς το έτος +49 Κ. Ε.) επειδή αυτοί προκαλούσαν συνεχείς ανατα­ραχές υποκινούμενοι από κάποιον Χρηστόν [με «η» και όχι με «ι»]. Εάν κανείς στα τυφλά υπο­θέ­τει ότι ο «Χρηστός» αναφέ­ρε­ται στον Ιησού τότε, αν μη τι άλλο, το χωρίο αυτό αντιφάσκει με την χριστι­α­νική εξιστόρηση του Ιησού επειδή ο Ιησούς υποτίθετο ότι είχε σταυρωθεί όταν ο Πόντιος Πιλάτος ήταν επίτροπος της Ιουδαίας (+26 – 36 Κ. Ε.) κατά την διάρκεια της βασιλείας του Τιβε­ρί­ου και επί πλέον, ουδέποτε υποτέθηκε ότι ο Ιησούς βρέθηκε στη Ρώμη! [Όπως όμως γράφει ο Σουετώνιος καταλαβαίνει κανείς ότι ο εν λόγω Χρηστός ήταν τότε ζων στη Ρώμη και υποκινούσε τους Εβ­ραίους.] Ο Σουετώνιος έζησε κατά την πε­ρί­οδο (+75 – 150 Κ. Ε. περίπου) και το βιβλίο του Οι Βίοι των Δώδεκα Καισά­ρων, δημοσι­εύ­τηκε κατά την περίοδο +119 – 120 Κ. Ε. και είχε γραφτεί κάποιο καιρό μετά τον θάνατο του Δομι­τιανού το +96 Κ. Ε. Έτσι το συμβάν που περιγράφει συνέ­βη τουλάχιστον 45 χρό­νια πριν αρχίσει να γράφει γι’ αυτό και ούτως δεν μπορούμε να είμαστε βέβαιοι για την ακρίβειά του. Το όνομα Χρη­στός παράγεται από την Ελ­ληνική λέξη «χρηστός» που ση­μαίνει «ο καλός ένας, ηθικός, χρήσιμος» και δεν είναι το ίδιο με τον Χρι­στόν που πα­ρά­γε­ται από την Ελλη­νική λέξη χριστός που σημαίνει «αυ­τός που έχει χρισθεί, ο κεχρισμένος, ο Μεσσίας-Μεσσίαχ στα Εβραϊκά». Εάν λά­βομε το χωρίο ως έχει, τότε αυτό αναφέρεται σε ένα πρό­σωπο του οποίου το όνομα ήταν Χρηστός και το οποίο ήταν στη Ρώμη και δεν είχε να κάνει τί­ποτα με τον Ιησού ή με κανέναν άλλον «Χριστόν». Ο όρος Χρη­στός χρη­σιμοποιείτο συχνά για πα­γανι­σ­τικούς θεούς και πολλοί κάτοικοι της Ρώμης που απο­κα­λούντο «Ιουδαίοι» ήταν στην πραγ­ματικότητα άνθρω­ποι που αναμεί­γνυαν τις Ιουδαϊκές πίστεις με τις παγανιστικές πίστεις και οι οποίοι δεν ήταν αναγκα­στικώς Ιου­δαϊκής κατα­γωγής. Ούτως εί­ναι επί­σης δυνατόν το χωρίο να αναφέρεται σε δια­μά­χες μεταξύ πα­γα­νι­στών «Ιουδαίων» που ελά­τρευ­αν ένα παγανιστικό θεό (όπως τον Σεβάζιον) με το όνομα Χρηστός. Από την άλλη μεριά οι λέ­ξεις Χρηστός και Χρι­στός συ­χνά συνεχέοντο και έτσι το εδάφιο μπορούσε ακόμα να αναφέρεται σε κά­ποιες δι­α­μάχες μεταξύ Ιουδαίων που πί­στευ­αν ότι κάποιο πρόσωπο ήταν ο Μεσσίας. Αυτό το πρό­σωπο ίσως να είχε και ίσως να μην είχε πάει στη Ρώμη, και απ’ ό,τι γνωρίζομε να μη είναι ιστορικό πρόσωπο. Ο καθένας πρέπει να έχει κατά νουν ότι το περιγραφέν συμβάν έλαβε χώρα μό­νο μερικά χρόνια μετά την σταύρωση του Θευδά το +44 Κ. Ε., και το χωρίο ίσως να αναφέρεται στους οπα­δούς του στη Ρώμη. Οι Χριστιανοί ισχυ­ρί­ζον­ται ότι το χωρίο αναφέρεται στον Ιη­σού και σε δια­μά­χες πού ξεσηκώθηκαν μετά τον χρόνο κατά τον οποίον ο Παύλος έφερε νέα γι’ αυτόν στη Ρώμη και ότι ο Σουε­τώ­νιος έκανε το μόνο λάθος να γράψει ότι ο ίδιος ο Ιησούς ήταν στη Ρώμη. Αλλά αυ­τή η ερμηνεία βασίζεται σε τυφλή πίστη στον Ιησού και στους μύθους περί Παύλου και δεν υπάρχει τίποτα που να υπο­δει­κ­νύει ότι αυτή η ερμηνεία είναι σω­στή [*]. Έτσι μπορούμε να συμπεράνομε ότι και ο Σουετώνιος αποτυγχά­νει να προσ­φέρει οποια­δή­ποτε έγκυρη ένδειξη για ιστορικό Ιησού.
[* Αυτή η ερμηνεία σίγουρα δεν είναι σωστή διότι ο μυθικός Παύλος, πάντα κατά την χρι­στιανική παράδοση, πήγε διά πρώτη φορά στη Ρώμη περί το +58 – 60 Κ. Ε. όταν αυ­τοκράτωρ ήταν ο Νέρων και επομένως πολύ μετά το +49 Κ. Ε. και τον Κλαύδιο που ήταν αυτοκράτωρ κατά τα έτη +41 – 54 Κ. Ε. Δια­πο­ρούμε λοιπόν πως αυτή η τό­σο απλή και σίγουρη από­δειξη διέφυγε της προσοχής του Hayyim ben Yehoshua!]

Όλοι οι άλλοι συγγραφείς που αναφέρουν τον Ιησού, από τον Ιουστίνο τον Μάρτυρα μέσα στον δεύτερο αιώνα Κ. Ε. μέχρι τους τελευταίους αναλυτές στον εικο­στόν αι­ώ­να, όλοι έχουν βασί­σει τις αναφορές τους στον Ιησού σε πηγές των οποίων το κύρος έχομε καταρ­ρίψει παραπάνω. Συ­νεπώς οι ισχυρισμοί τους είναι άνευ αξίας ως ιστο­ρι­κές ενδεί­ξεις. Τοιουτοτρόπως έχομε μείνει με το συμ­πέ­ρασμα ότι δεν υπάρ­χει απο­λύ­τως καμία έγ­κυρη και αποδεκτή ιστορική ένδειξη περί Ιησού. Όλες οι ανα­φο­­ρές στον Ιησού παρή­χθη­σαν από προλήψεις, πίστεις και μύθους της πρώτο-χρι­στι­α­­νικής κοι­νό­τητας. Η πλειο­νό­της αυτών των πίστεων απέκτη­σε ύπαρξη μόνο μετά τον διωγμό του Νέρωνος και την τρα­γω­δία του +70 Κ. Ε. Πολλές απ’ αυτές τις πίσ­τεις βασίζονται σε πα­γα­νι­στικές παρα­δό­σεις για τον Ταμμούζ, τον Όσιρη, τον Άττη, [τον Κρίσνα, από την Ινδία], τον Διό­νυ­σο, [τον Άχουρα Μάζ­δα και τον Αρι­μάν, των Ζω­ρο­αστρών], τον Μί­θρα, τον θεό Ήλιο, κλπ. Άλ­λοι μύθοι για τον Ιησού φαί­νε­ται ότι βασίζονται σε διάφορα, διαφορετικά, ιστο­ρικά πρόσωπα όπως τον θαυ­ματο­ποιό Ελ­ληνιστή Απολ­λώνιο τον Τυανέα, τους καταδικα­σμέ­νους εγ­κλη­ματίες Γιέισου μπεν Πανδέιρα και μπεν Στάδα, και τους στραυρωθέντες ψευ­δό-Μεσσίες Γιε­χούδα τον Γαυλανίτη ή Ιού­δα τον Γαλι­λαίο, τον Θευδά, τον Βενιαμίν τον Αιγύπτιο και άλ­λους, αλλά κανένας απ’ αυτούς δεν μπο­ρεί να θεωρηθεί ως ιστορικός Ιη­σούς για τον Χρισ­τιανισμό.

Διά Περαιτέρω Μελέτη:

1)       J. Allegro, The Dead Sea Scrolls and the Christian Myth, Promethe­us Books, reprinted 1991. (Εξετάζει το πόσο εκακοποιήθηκαν οι αρχαίοι μύθοι από την πρώιμη χριστιανική εκκλησία η οποία και κακώς τους παρουσίασε ως Ιστο­ρία.).
2)        J. Campbell, Occidental Mythology, Penguin Books, reprinted 1985. (Μία έκ­θε­ση θρη­σκευτικής μυθολογίας στον δυτικό πολιτισμό. Περιλαμβάνει σπου­δαία στοιχεία που αφορούν τον δανεισμό παγανιστικών μύθων από τον Χρισ­τιανι­σμό.).
3)       E. D. Cohen, The Mind of the Bible-Believer, Pro­me­theus Books, reprinted 1991. (Αποκαλύπτει τους ψυχολογικούς ελιγμούς βάσει των οποίων δημι­ουρ­­γή­θηκε η Καινή Διαθήκη και εκθέτει τις δυσμενείς παρενέργειες του χρι­στια­νι­κού φουνταμενταλισμού.).
4)       R. Helms, Gos­pel Fictions, Prometheus Books, reprinted 1991. (Εκθέτει ότι τα Ευαγγέλια είναι ως επί το πλείστον κείμενα φαντασίας που συνετέθη­σαν ως μια αποκορύφωση σε μια εκτεταμένη μυθολογική παράδοση.).
5)        S. Levine, You Ta­­ke Jesus and I ‘ll Τake God: How to Refute Christian Missionaries, re­vi­sed edition, Hamoroh Press, Los Angeles, 1980. (Εκθέ­τει τα τεχνάσματα που χρησι­μο­ποιούν οι ιεραπόστολοι μαζί με τις εσφαλ­μένες ανα­φο­ρές της Τανάχ [= Εβραϊκής Πα­λαιάς Διαθήκης] εντός της Καινής Διαθή­κης.).
6)        J. M. Robertson, A Short History of Christianity, 2nd Ed., Watts & Co., Lo­ndon 1913. (Μία από τις πρώτες σοβαρές ακαδημαϊκές διερευνήσεις εν­τός των απ­αρχών του Χρι­στιανισμού. Εκθέτει τα περί της αφηγήσεως του Ιησού στοιχεία που είναι δανεισμένα από τους παγανιστικούς μύ­θους.).
7)       The Talmud. (Πρέπει να αποτελεί υποχρεωτική ανάγνωση για όλους τους Εβ­ραίους αν και δυ­στυχώς είναι παραγκωνισμένο κατά τους σημερινούς χρό­νους.).
[Το ίδιο θα πρέ­πει να ισχύει και για έναν βαθύ ερευνητή του χριστια­νι­κού φαι­­νο­μένου, λόγω της πληθώρας των στοιχείων της Εβρα­ϊ­κής ιστο­ρίας, λαο­γ­ρα­φί­ας, διδασκαλίας, θρησκείας και ερμηνείας που πε­ριέχει. Όλα αυ­τά τα στοιχεία έχουν άμεση σύνδεση με τον Εβραιοχρι­στι­α­νισμό, την ηθι­κή του ή την έλλειψή της και την ιστορικότητα τού Ιησού Χριστού!].

ΤΕΛΟΣ ΠΑΡΑΡΤΗΜΑΤΟΣ 1
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου