Τετάρτη 31 Μαρτίου 2010

Ο ΜΩΣΑΪΚΟΣ ΝΟΜΟΣ (1)


Joseph Wheless

Debunking the Laws
of Moses

The “Laws of the Lord by the Hand
of Moses”

HALDEMAN-JULIUS PUBLICATIONS, 1929
GIRARD, KANSAS
*******************

ΠΡΟ­ΕΙ­ΔΟ­ΠΟΙ­Η­ΣΗ ΚΑΙ ΕΙ­ΣΑ­ΓΩ­ΓΗ

Του με­τα­φρα­στή

Α­γα­πη­τέ ανα­γνώ­στη, προ­τού προ­χω­ρή­σεις στη με­λέ­τη αυ­τού του κειμένου εί­ναι ανα­γκαίο να δια­βά­σεις καλά την πα­ρού­σα ει­σα­γω­γή που θα σε βο­η­θή­σει στο να κα­­τα­νο­ή­σεις κα­λύ­τε­ρα το πε­ριε­χό­με­νο και το σκο­πό του θέ­μα­τός μας.
Αυ­τό το κείμενο γράφτη­κε και κυκλοφόρησε υπό μορφή μικρού βι­βλί­ου από τον Αμε­ρι­κα­νό νο­μο­μα­θή Joseph Wheless, ο οποί­ος χρημά­τι­σε δι­κη­γό­ρος και δι­κα­σ­τής. Ο Wheless γεν­νή­θη­κε στην πό­λη Nashville της πο­­λι­τεί­ας Tennessee των ΗΠΑ το έτος 1889 και απέ­θα­νε το 1950. Εκ­τός από την μητρική του γλώσ­σα, την αγ­γλι­κή, εγ­νώ­ρι­ζε απταί­στως την ισπα­νι­κή, την γαλ­λι­κή, την ιτα­λι­κή και την γερ­μα­νι­κή κα­θώς επί­σης και Λα­τι­νικά, Αρ­χαία Ελ­λη­νι­κά και Εβρα­ϊ­κά. Αν κρί­νομε από το ύφος και από το πε­ριεχό­με­νο των συγ­γραμ­μά­των του, πρέ­πει να ήταν λά­τρης του αρ­χαί­ου Ελ­ληνι­κού και Ελληνο­ρω­μα­ϊ­κού πο­λι­τι­σμού. Εκτός από πολ­λά βι­βλία που έγρα­ψε σχε­τικά με νο­μο­θε­σί­ες και το επάγ­γελ­μά του, ως ελεύ­θε­ρα σκε­πτό­με­νος και λο­γικός άν­θ­ρω­πος εστρά­φη ενα­ντί­ον δει­σι­δαι­μο­νιών και βλα­κειών. Όπως και σή­με­ρα έτσι και τό­τε η χώ­ρα του μα­στι­ζό­ταν κυριολε­κτι­κά από αι­ρέ­σεις, θρησκο­λη­ψί­ες και προ­λή­ψεις που προ­έρ­χο­νταν από όλες τις θρη­σκεί­ες του πλα­νή­τη, κυρίως όμως από τις εκα­τον­τά­δες αι­ρέ­σεις του Χρι­στια­νισμού, ο οποί­ος με τη σει­ρά του προ­ήλ­θε ως αί­ρε­ση του Ιου­δα­ϊ­σμού πριν 1900 χρόνια. Έτσι ο Wheless εδη­μο­σί­ευ­σε τέσ­σε­ρα βι­βλία πάνω στην απο­γύμνω­ση της χρι­στια­νι­κής θρη­σκεί­ας και της εκ­κλη­σια­στι­κής ιστο­ρί­ας και ταυ­το­χρό­νως μα­ζί τους απο­γυ­μνώ­νει και τον Ιου­δα­ϊ­σμό. Αφού ο Χρι­στια­νι­σμός, όπως εί­πα­με, προ­ήλ­θε από τον Ιου­δα­ϊ­σμό ως αί­ρε­ση, εί­ναι φυ­σι­κό οι δύο θρη­σκεί­ες να μοι­ρά­ζο­νται ένα τε­ρά­στιο κοι­νό μέ­ρος. Συ­γκε­κρι­μέ­να ο Χριστια­νι­σμός έχει ως αρ­χι­κή του βά­ση την Πα­λαιά Δι­α­θή­κη, δη­λα­δή την βά­ση του Ιου­δα­ϊ­σμού. Τα τέσ­σε­ρα βι­βλία τού εξαι­ρε­τικού ερευ­νη­τή Wheless εί­ναι τα εξής:

1.  Debunking the Laws of Moses, 1929. Την με­τά­φρα­ση αυ­τού του βι­βλί­ου κρα­τάς τώ­ρα στα χέ­ρια σου.
2.  The Church founded on Lies and Forgeries, 1931. (Η Εκ­κλη­σία που θε­με­λιώ­θη­κε σε Ψέ­μα­τα και σε Πλα­στο­γρα­φί­ες.)
3.  Is it God’s Word?, 1925. (Εί­ναι αυ­τό Λό­γος Θε­ού;)
4.  Forgery in Christianity, 1930. (Πα­ρα­χά­ρα­ξη στον Χρι­στια­νι­σμό.)

Σ’ αυ­τά τα τέσ­σε­ρα βι­βλία ο Wheless χτυ­πά αλύ­πη­τα, με επι­στη­μο­νι­κό τρό­πο και με καυ­στι­κό χιού­μορ τον Χρι­στια­νι­σμό και ταυ­το­χρό­νως και τον Ιου­δα­ϊ­σμό. Τα στοι­χεία που χρησι­μο­ποιεί πε­ρι­λαμ­βά­νο­νται σε ολό­κλη­ρη την Εβραιο­χρι­στια­νι­κή Βί­βλο από διάφορες εκ­δό­σεις, στα βι­βλία του Ελληνι­στή Ιου­δαί­ου ιστο­ρι­κού Ιω­σή­που Φλα­βί­ου, στην Κα­θο­λι­κή Εγκυ­κλο­παί­δεια, στη Βι­βλι­κή Εγκυ­κλο­παί­δεια, στους Πα­τέ­ρες πριν από την πρώ­τη οι­κου­με­νι­κή σύ­νο­δο της Νι­καί­ας (+325 Κ.Ε.), στους Πα­τέ­ρες με­τά τη σύ­νο­δο της Νι­καί­ας, σε πά­ρα πολ­λά ιστο­ρι­κά βι­βλία της αρ­χαί­ας και νέ­ας Ισ­το­ρί­ας και αλ­λού. Η μέ­θο­δός του εί­ναι απλή. Δεν κά­νει ού­τε προ­σπα­θεί να κά­μει μια κά­ποια θε­ω­ρί­α. Πα­ρα­μέ­νει στο «σύ εί­πας» και «σύ έπρα­ξας». Με­τά, με απλή κοι­νή λο­γι­κή, βρί­σκει ότι όλα τα στοι­χεία που μας με­τα­φέ­ρουν οι πα­ρα­πά­νω πη­γές αλ­λη­λο­συ­γκρού­ο­νται ανη­λε­ώς, δη­μιουρ­γώντας έτσι μια αλ­λό­κο­τη σού­πα με ένα τε­ρά­στιο αριθ­μό λα­θών ιστο­ρι­κών και επι­στη­μο­νι­κών, αντι­φά­σε­ων, πα­ρα­λο­γι­σμών, βλα­κειών και δια­φό­ρων άλ­λων μετα­ξύ τους ασυμ­βί­βα­στων πραγ­μά­των. Τα εκ­κλη­σια­στι­κά δόγ­μα­τα πα­τέ­ρων, συνό­δων, κλπ. αυ­ξά­νουν τον κυ­κε­ώνα αυ­τόν κα­τά πο­λύ. Το τε­λι­κό απο­τέ­λε­σμα είναι ότι αυ­τή η σού­πα ού­τε τρώ­γε­ται ού­τε κα­τα­πί­νε­ται, εκτός εάν σε έχουν ναρ­κώ­σει ή με χί­λια ζό­ρια σου τη σπρώ­ξουν με πί­ε­ση κά­τω στο στο­μά­χι σου. Αλ­λιώς δεν πά­ει κά­τω με τί­­πο­τα!
Αυτή η επιχειρηματολογία και τρόπος σκέψεως και κριτικής δεν είναι πρω­το­φα­­νής. Βλέπομε τα ίδια και σε έργα πάρα πολλών διαφόρων Χριστιανών των πρώ­των αιώ­νων που κατατάγησαν στούς αιρετικούς από τους υποτιθε­μέ­νους ορθοδό­ξους. Π. χ. η δια­μάχη του Μανιχαίου Χριστιανού επισκόπου Faustus με τον ιερό Αυγουστί­νο όπως μας την περιγράφει ο ίδιος ο ιερός πατέρας Αυγουστίνος στο εκτενές έργο του Επί της Αιρέσεως των Μανιχαί­ων. Εκεί μεταξύ πολλών άλλων συζητείται και ο φο­βε­ρός Εβραϊ­κός Νόμος του Μωυσέως. Επίσης βλέπομε ότι ακόμα και τότε οι απαν­τή­σεις του «με­γάλου διδά­κτω­ρος» της πίστεως, πατέρα Αυγουστίνου, στις ερω­τή­σεις και αντιρ­ρήσεις του Faustus ήταν οι στερεότυπες, κοινές και ρηχές απαντήσεις υπεκ­φυγής και μπα­λώματος, όπως τις ακούμε συνεχώς μέχρι σήμερα. Είναι να απορεί και να εξί­σταται κα­νείς πώς ο Αυγουστίνος παρά τις βλακείες, τις ανοησί­ες, τις αυθαι­ρε­σίες, τα ψέματα, τους κομ­πλε­ξισμούς, κλπ. που μας έχει αραδιάσει στο συ­νολικό πο­λύτομο έργο του, έχει θεωρηθεί από πολλούς ως μεγάλος διανοητής και φι­λόσοφος. Δεν είχε μάθει το: «Ούκ εν τώ πολλώ τό εύ!». Βέ­βαια για το χριστιανικό κριτήριο δεν είναι ο μόνος «βλαξ» που έγινε μέγας πατέρας, δι­δά­κτωρ και φωστήρας. Υπάρχουν πολ­λοί τέτοιοι «φωστήρες» στον πάγκο που τους δια­φη­μίζουν όχι μόνον ως φιλο­σό­φους (άν­τε τώρα να βρεις το γιατί) αλλά και ως επι­στή­μο­νες, αν αγαπάς τον Θεό σου, ανω­τέ­ρους, άκουσον-άκουσον, και από τον Νεύτωνα! Π. χ., λένε με­ρι­κοί ανόητοι ότι ο Καπ­πα­­δόκης Βασί­λει­ος «ο μέγας άγιος!» είχε ανακαλύψει την Ου­ράνια Μηχα­νι­κή και την Παγ­κό­σμια Έλξη πριν τον Νεύτωνα! Αλλά για τη «σωστή κρίση» και ευπι­στία, για να μην μιλήσομε για την μωροπιστία, των Χριστιανών δεν χρειάζεται να απορεί κανείς!
Ε­δώ ας δώ­σο­με ένα απλό πα­ρά­δειγ­μα από την Και­νή Δια­θή­κη. Στο πρώ­το κε­­φά­λαιο­ του Κατά Ματ­θαί­ον Ευαγγελίου, 1: 1-17, μό­λις δηλαδή ανοί­ξο­με την Και­νή Δια­θήκη, βλέ­πο­με ότι αυ­τός που έγρα­ψε το κε­φά­λαιο αυ­τό θέ­λη­σε να μας δώ­σει τη γε­νε­α­λο­γία του Ιη­σού, αρ­χί­ζοντας από τον Αβρα­άμ. Περιττό να πούμε ότι δεν παραθέτει καμία χρονολογία.
(α) Τα κα­νό­νι­σε, για δικούς του θεολο­γι­κούς λόγους που δεν θα αναπτύξομε εδώ, να βγά­λει τρία δε­κα­τεσ­σά­ρια γε­νε­ών 1: 17, δη­λα­δή 3 x 14 = 42 γε­νε­ές συνολικά. Ήθελε να δείξει ότι ο Θεός Γιαχ­βέχ είχε ένα συμμετ­ρικό κα­νο­νικό σχέ­διο διά την έλευση του Μεσσία και την λύτ­ρωση του ανθρωπίνου γένους.
(β) Έλα όμως που δεν πρό­σε­ξε και το τε­λευ­ταίο δε­κα­τεσ­σά­ρι το έβγα­λε δε­κα­τριά­ρι (μα­ζί με το όνο­μα του Χρι­στού). Εί­ναι να απο­ρεί κα­νείς πώς αυ­τός που έγρα­ψε όλα αυ­τά τα ονό­μα­τα δεν έκα­νε μια διορ­θω­τι­κή επα­νά­λη­ψη, έναν έλεγ­χο, ώστε να βρει το λά­θος και να το διορ­θώ­σει. Έτσι, αυ­τό το λά­θος έχει φτά­σει και σε μας με­τά από χιλιε­τί­ες. Δεν γνω­ρί­ζω πό­σοι θε­ο­λό­γοι έχουν με­τρή­σει τα ονό­μα­τα για να δια­πι­στώ­σουν αυ­τό το λά­θος, αλ­λά προ­φα­νώς 41 δεν ισού­ται με 42 (αν και για με­ρι­κούς αχα­ρα­κτή­ρι­στους 41 = 42 αφού έτσι το θέ­λη­σε το Άγιο Πνεύ­μα, και φυ­σικά το Άγιο Πνεύμα δεν κάνει λάθη!).
(γ) Το κα­κό όμως δεν στα­μα­τά εδώ. Αν ανοί­ξο­με το βι­βλίο Α΄ Πα­ρα­λει­πο­μέ­νων στα κε­φά­λαια 2 και 3, από τα οποία αντίγραψε ο συγγραφέας, θα δια­­πι­στώ­σομε ότι σε τρεις πε­ρι­πτώ­σεις τα ονό­μα­τα που ανα­φέ­ρο­ν­ται από τον υπο­τι­θέ­με­νο Ματ­θαίο δεν εί­ναι γιοι των αμέ­σως προ­η­γου­μέ­νων, αλ­λά ο Ιωάθαμ είναι τρισέγγο­νο του Οζία, ο Ιεχονίας είναι εγγονός του Ιωσία και ο Αβιούδ είναι μακρυνός απόγονος του Ζο­ρο­βάβελ. Επίσης σύμ­φωνα με μερικές εκδόσεις της Παλαιάς Διαθήκης, μεταξύ των οποί­ων είναι και η Μασό­ρα, ο Σαλα­θι­ήλ είναι εγγονός και όχι γιος του Ιεχονία και ο Ζοροβάβελ είναι εγ­γο­νός και όχι γιος του Σαλαθιήλ.
(δ) Ακόμα ο θεόπνευστος Ματθαίος γράφει στο στίχο 1: 11 ότι ο Ιωσίας εγ­γέννησε τον Ιεχονίαν και τους αδελφούς αυτού επί μετοικεσίας Βαβυλώνος. Όμως από την Ιστο­ρία, και το Δ΄ Βασιλειών 21: 26, 22, και 23, ξέρομε ότι ο βασιλιάς Ιωσίας σκοτώ­θηκε σε μάχη κατά των Αιγυπτίων το – 609 σε ηλικία 39 ετών. Αυτό το λάθος ας μας το «εξηγή­σουν οι επιφα­νείς θεολόγοι»! Να ήταν το μόνο λάθος και τι καλό στον κόσμο! (Για τον Ιωσία θα ξαναμιλήσομε ολίγον παρακάτω.). Δηλαδή παντού υπάρχει γενικώς μια τρο­μερή ασυμφωνία με την θεόπνευστη Παλαιά Διαθήκη και την Μασόρα.
(ε) Ενώ λοιπόν βλέπομε ότι για να βγάλει τα δεκα­τεσ­σά­ρια του ο Ματ­θαίος έκο­ψε ονό­μα­τα όπου αυτός ενό­μι­σε σκόπιμο, μέσα στη εξέταση αυτού του ζητή­ματος αναδύεται και το εξής εύλογο ερώτημα: Από πού πήρε τα ονόματα της γενεαλογίας από τον Αβιούδ και μετά. Αυτά, εκτός από τέσσερις συν­ωνυμίες άλλων αρ­χαι­οτέρων ε­πο­­χών, δεν υπάρχουν πουθενά στην Πα­λαιά Διαθήκη. Μήπως λοιπόν είναι μυθοπλα­στι­κά; Αν όχι, τότε να μας τα βρούνε οι πεφωτισμένοι της χριστιανικής αλή­θειας.
Το κα­κό όμως και πά­λι δεν τε­λεί­ω­σε αλ­λά τώ­ρα γί­νε­ται ακό­μα χει­ρό­τε­ρο. Ο θε­ό­πνευ­στος Λου­κάς στο κε­φά­λαιο 3 του Ευαγ­γε­λί­ου του, μας δί­νει μιαν άλ­λη γε­νε­α­λο­γία του Ιη­σού τό­σο δια­φο­ρετι­κή από εκεί­νη του Ματ­θαί­ου που εί­ναι να χά­νεις το νου σου. Όπως ο Ματθαίος έτσι και ο Λουκάς δεν παρέθεσε καμία χρονολογία. Οι γε­νε­ές του Λου­κά φτάνουν μέ­χρι τον Αδάμ και παρουσιάζουν διάφορα προβλήματα με την Παλαιά Διαθή­κη. Με­τα­ξύ Αβρα­άμ και Ιη­σού έχει 56 γε­νε­ές και με­τα­ξύ Δαυ­ίδ και Χρι­στού μό­νο τρία ονό­μα­τα συμ­­πί­πτουν και αυ­τά πά­λι σε άλλη σει­ρά, κλπ. Σας πα­ρα­κα­λού­με να συ­γκρί­νε­τε μό­νοι σας αυ­τές τις γε­νε­α­λογί­ες για να πει­σθεί­­τε. Θα βρεί­τε και άλ­λες ου­σιώ­δεις δια­φο­ρές και προ­βλήμα­τα που έχουν με­τα­ξύ τους. Μα­ζί μ’ αυ­τές ανοί­ξε­τε και το βι­βλίο Α΄ Πα­ραλει­πο­μέ­νων 2, 3 για να απο­λαύ­σε­τε την ασυμ­φω­νία αυ­τή σε όλο της το με­γαλεί­ο. Π.χ. ο Χρι­στός έχει παπ­πού τον Ια­κώβ στον Ματθαίο, ως πατέρα του Ιωσήφ, ενώ στον Λουκά έχει παππού τον Ελί. Ας μας εξηγήσουν με ποιον θεόπνευ­στο τρόπο γίνεται αυτό, όπως και τα άλλα!
Έχω μελετήσει τις διάφορες προσπάθειες των Χριστιανών για να δώσουν εξή­γηση σ’ αυτή την αντίφαση. Να ‘ταν η μόνη! Οι εξηγήσεις που δίνουν είναι τόσο πλαστές και ανόητες που απορεί κανείς με πόση λύσσα προσπαθούν να βρούνε δικαι­ο­­λογίες για τα αδικαιολόγητα. Εκεί βλέπεις ακριβώς τον φανατισμό και την ξεροκε­φαλιά του πιστού. Ελπίζω και ‘σεις να τις βρείτε και να τις μελετήσετε. Κυκλοφο­ρούν εδώ και ‘κει. Αλλιώς ρωτήσετε θεολόγους να δείτε τι θα σας πούνε.
Αφού όμως ο Ιησούς προήλθε από το Άγιο Πνεύμα και την δεκατετράχρονη Εβραιοπούλα Παρθένο Μαριάμ και αφού και οι δύο γενεα­λογίες καταλήγουν στον γέροντα Ιωσήφ, εντέλει είναι εντελώς άχρηστες διότι δεν έχουν να κάνουν τίποτα με τον Ιησού Χρι­στό των Χριστιανών. Η μεν Μαριάμ παρέμεινε παρθένος εσαεί, το δε Άγιο Πνεύ­μα δεν υπέ­κλεψε, ούτε και χρειαζόταν, γεροντικό σπέρμα του ογδοη­κον­τούτη Ιωσήφ. Συνε­πώς, προς τί όλες αυτές οι γενεαλογίες, αντιφάσεις και τα λάθη; Προς τί, φω­στή­ρες της Εβραιογνωστικοχριστινικής μάστιγας; Σας παρακαλούμε να μας πείτε για να μάθομε!
Τώ­ρα ας ανα­φέ­ρο­με μια θε­ό­πνευ­στη ιστο­ρία από την Πα­λαιά Δια­θή­κη. Με­λε­τή­στε μό­νοι σας το κε­φά­λαιο 19 της Γε­νέ­σε­ως. Πρό­κει­ται να θαυ­μάσε­τε το σχέ­διο των δύο θυ­­γα­τέ­ρων του αγί­ου Λωτ για να συ­νου­σια­στούν δια­δοχι­κά με τον υπε­ρε­β­δο­μη­κον­­τού­τη πα­τέ­ρα τους σε δύο δια­δο­χι­κές νύ­χτες. Μια κα­τά­φο­ρη αι­μο­μι­ξία που δη­μιούρ­γη­σε δύο αγό­ρια (τον Αμμάν και τον Μωάβ, γενάρχες των Αμμανιτών και των Μωαβιτών), ένα από την κά­θε μί­α, με τε­ρά­στιες απώ­τε­ρες συ­νέ­πειες. Ο Λωτ έγι­νε πα­τέ­ρας και παπ­πούς ταυ­το­χρόνως και δυο φο­ρές. Η ιστο­ρία αυ­τή εί­ναι ανή­θι­κη πα­ρά τις δι­και­ο­λο­γίες που μας έχουν σερ­βί­­ρει και οι οποίες ού­τως ή άλ­λως δεν στέ­κουν. Τί­πο­τε από εκεί μέ­σα δεν αντέ­χει στην πα­­ρα­μι­κρή κρι­τι­κή. Ο συγ­γρα­φέ­ας του πα­ρό­ντος βι­βλί­ου, o Wheless, ανα­φέ­ρει αυ­τό το επεισό­διο και με­ρι­κές συ­νέ­πειές του στο προ­τε­λευ­ταίο μέ­ρος με τί­τλο «διάφοροι μι­κρό­τε­ροι θε­ϊ­κοί νό­μοι».
Τα λά­θη, οι αντι­φά­σεις, οι πα­ρα­λο­γι­σμοί, οι ανο­η­σί­ες και άλ­λα τέ­τοια από τη Γέ­νε­σιν μέ­χρι την Απο­κά­λυ­ψιν και σε συν­δυα­σμό με τα δόγ­ματα και τα πε­πραγ­μέ­να της εκ­κλη­σί­ας ανέρ­χο­νται σε χι­λιά­δες χω­ρίς υπερ­βολές. Η σκέ­ψη που έπε­ται εί­ναι απλή και φυ­σι­κή. Ο πάν­σο­φος και πα­ντο­δύ­να­μος Θε­ός δεν μπο­ρεί να κά­νει λά­θη (έσ­τω και ένα), πα­ρε­κτός και κά­νω λά­θος εγώ. Δεν μπο­ρεί να δια­τυ­πώ­νει αντι­φά­σεις (έσ­τω και μί­α), να λέ­ει πα­ρα­λο­γι­σμούς, βλα­κεί­ες, κλπ. Με­τά, οι αρ­χές Του, οι εντο­λές Του, οι λό­γοι Του, οι νό­μοι Του, οι υπο­σχέ­σεις Του, κλπ., θα πρέ­πει να έχουν δια­χρο­νική ισχύ. Δεν μπο­ρούν να αλλά­ζουν από επο­χή σε επο­χή και κα­τά το δο­κούν με­ρι­κών αν­θρώ­πων ή και ολο­κλή­ρων αν­θρω­πί­νων κοι­νω­νιών. Όταν θε­ο­λό­γοι και ιε­ρείς στρι­μω­χτούν άσχη­μα από όλες τις με­ριές λό­γω των ατο­πη­μά­των με τα οποία εί­ναι γε­μά­τη η Βί­βλος και η Χρι­στια­νι­κή Ιστο­ρί­α, τό­τε τρα­βά­νε τον άσ­σο από το μα­νί­κι. Λέ­νε δη­λαδή ότι, «Θε­ός εί­ναι και ότι θέ­λει κά­νει!» ή «ο Θεός ενεργεί με μυστήριους τρό­πους που δεν μπορύμε να καταλάβομε εμείς», κλπ. Τό­τε το με­γά­λο ερώ­τη­μα που ανα­κύ­π­τει εί­ναι το πώς αυ­τοί γνω­ρί­ζουν τί θέ­λει να κά­νει ο Θε­ός, αφού κά­θε τό­σο αλλά­ζει τις θέ­σεις Του. Επί­σης, ποιος ξέ­ρει πό­τε θα αλ­λά­ξει πά­λι τη γνώ­μη Του, τη σκέ­ψη Του, τον νό­μο Του, τις εντο­λές Του, κ.ο.κ., έτσι που να μη βρί­σκομε ησυ­χί­α. Αλλά συνωμοτικά ξεχνούν ότι ο Θεός κατηγορηματικά δηλώ­νει πως είναι δίκαιος, σωστός, τέλειος, δεν αλλάζει γνώμη, δεν μετανοεί, δεν γυρίζει πίσω, κλπ. Βλέπε: Έξοδος 3: 14-15, 34: 6-7, Αρι­θμοί 23: 19, Δευτε­ρο­νό­μιον 32: 4, Α΄ Σαμουήλ Α΄ Βασιλειών) 15: 29, Ψαλ­μοί 19: 7-10 (ή 18: 8-11), 33: 10 (ή 32: 11), Ησαΐας 55: 11, Ιεζεκιήλ 24: 14, Μα­λαχίας 3: 6, Σο­φία Σειράχ 22: 23 (ή 24), Πρός Εβραίους 6: 18 (δεν ψεύδεται), 13: 8, Επιστολή Ιακώβου 1: 17, κλπ. Για το κύρος και την θεοπνευστία των Γρα­φών βλέ­πε: Ιωάννης 10: 35 και Β΄ Πρός Τι­μό­θε­ον 3: 16, κ. α.
Αλλά όπως παντού και σε καθετί έτσι και εδώ υπάρχει αντίφαση! Ο Βιβλικός Εβραιοχριστιανικός Θεός Πατήρ Γιαχβέχ σε πολλές άλλες περιπτώσεις αλλάζει γνώ­μη, μετα­νο­εί, πισωγυρίζει. Βλέπε: Γένεσις 6: 6-7, Έξοδος 32: 10, Δευτερονόμιον 9: 13, Α΄ Σαμουήλ (Α΄ Βασιλειών) 15: 11, Ψαλμοί 106: 43-45 (ή 105: 44-46), Ιερεμίας 18: 8-10, Ιωήλ 2: 13, Αμώς 7: 3, Ιωνάς 3: 10, κ. α. (Γένεσις, Έξοδος, Προφήτες, Ιώβ, Καινή Διαθήκη, κλπ.).
Με αυ­τή λοι­πόν τη λο­γι­κή, όπως την ανα­πτύ­ξα­με πε­ρι­λη­πτι­κά, ο Wheless και όσοι άλ­λοι την ασπά­ζο­νται απο­δει­κνύ­ουν ότι τα βι­βλία της Βί­βλου δεν εί­ναι θε­ό­πνευ­στα και ότι τα διάφορα δόγ­μα­τα και απο­φά­σεις πα­τέ­ρων και συ­νό­δων εί­ναι αντι­φα­τι­κά με­τα­ξύ τους. Όλα αυ­τά εί­ναι, τε­λι­κά, έρ­γα δια­φόρων αν­θρώ­πων και δια­φό­ρων επο­χών που δεν τα κα­τα­φέ­ρα­νε να βά­λουν μια κά­ποια τά­ξη, αλ­λά δη­μιουρ­γή­σα­νε μια βα­βυ­λω­νία άνευ προ­η­γου­μέ­νου που δεν συμ­μα­ζεύ­ε­ται με τί­πο­τα. Το πε­ριε­χό­με­νο λοι­πόν όλων αυ­τών των βι­βλί­ων της Γραφής και της Πα­ρά­δο­σης, τα δόγ­μα­τα και οι απο­φά­σεις συ­νό­δων κα­ταρ­ρέ­ουν κάτω από το βά­ρος των λα­θών, των αντι­φά­σε­ων, των πα­ρα­λο­γι­σμών των βλα­κειών κλπ. που πε­ριέ­χουν. Όταν όμως ένα δόγ­μα κα­ταρ­ρεύ­σει (ε­δώ βέ­βαια κα­ταρ­ρέ­ουν πολ­λά ή μάλ­λον όλα) τό­τε επα­γω­γι­κά όλο το θρη­σκευ­τι­κο-κοι­νω­νι­κό οι­κο­δόμη­μα που βα­σί­στη­κε πά­νω σ’ αυ­τά τα δόγ­μα­τα γκρε­μί­ζε­ται στο έδα­φος σαν χάρτι­νος πύρ­γος.
Πολ­λοί αντι­τεί­νουν ότι σαν πο­λύ με την λο­γι­κή εξε­τά­ζο­με το ζή­τη­μα! Τότε λοιπόν ας το εξε­τά­σο­με με τον πα­ρα­λο­γι­σμό και την ανο­η­σί­α! Ζή­τω η σχιζο­φρέ­νεια και η τυ­φλό­της! Μα εί­ναι σο­βα­ρά πράγ­μα­τα αυ­τά; Με­τά ξε­χνούν ότι το Κατά Ιω­άν­νην Ευαγ­γέ­λιο αρ­χί­ζει με το «Εν αρ­χή ήν ο Λό­γος...». Εδώ, η λέ­ξη «Λόγος» (στην γνωστικιστική εισαγωγή του Κατά Ιωάννην Ευαγγελίου) έχει πολ­λές ση­μα­σί­ες. Ανά­με­σα όμως, σε όλες αυ­τές τις ση­μα­σί­ες την προ­έ­χου­σα θέ­ση την κα­τέ­χει η λο­γι­κή. Γι’ αυ­τό εξάλ­λου «Λό­γος» και «Λο­γική» έχουν την ίδια ετυ­μο­λο­γι­κή ρί­ζα. Εί­ναι συ­νε­πώς σο­βα­ρές αυ­τές οι δι­κολα­βί­στι­κες απα­ντή­σεις που εφευ­ρί­σκο­νται μό­νο όταν φτά­σο­με στα ζό­ρια; Δεν σο­βα­ρευό­μα­στε λι­γά­κι; «Ει τί καλό μανθάνη τις μάθημα διά τού λόγου τό μαν­θά­νει. Οι δέ τά σπουδαιότατα επιστάμενοι κάλλιστα διαλέγονται.». Χω­ρίς λο­γι­κή τα πά­ντα επι­τρέ­πο­νται και τα πάντα ταυ­το­χρό­νως απα­γο­ρεύ­ο­νται και τα πά­ντα αλ­λη­λο­α­ναι­ρούν­ται. Δεν υπάρ­χει επι­χεί­ρη­μα και δεν υπάρ­χει συ­μπέ­ρα­σμα για τί­πο­τα. Κα­μιά πρό­ο­δος δεν εί­ναι δυ­να­τή. Ή δε­χό­μα­στε τους γρα­πτούς και άγρα­φους κα­νό­νες της κοι­νής λο­γι­κής ή αλ­λιώς ας πα­ραι­τη­θού­με από τα πά­ντα και να μην συ­ζη­τά­με για τί­πο­τα, προ­τού τρε­λα­θού­με τε­λεί­ως και αμε­τα­κλή­τως. Επίσης στον Ιωάννη 10: 35, κα., πιστο­ποι­είται το κύρος της γραφής
Σ’ αυ­τό το βι­βλίο ο Wheless αρ­χί­ζει με τους στί­χους των Ψαλ­μών 18 (ή 19): 8-11 (ή 7-10) οι οποί­οι μας βε­βαιώ­νουν για την τε­λειό­τη­τα των νό­μων του Θε­ού και με το υποτι­θέ­με­νο γε­γο­νός ότι ο Μω­σα­ϊ­κός Νό­μος δό­θη­κε από τον ίδιο τον αλη­θι­νό Θεό (Γιαχβέχ) στον Μω­υ­σή. (Βλέ­πε και Δευτερονόμιον 32: 4, Σοφία Σειράχ 24: 23 (ή 24)). Πολ­λοί θε­ο­λό­γοι μας λέ­νε ότι εκτός τις δέκα εντολές το υπόλοιπο­ μέ­ρος του νό­μου δεν δό­θη­κε από τον Θεό Γιαχβέχ ευ­θέ­ως στον Μωυσή αλ­λά απλώς ο Θε­ός το ενέ­πνευ­σε στον Μω­υσή. (Μάλλον πολύ θα επιθυ­μού­σαν να μας πουν ότι ο Θεός δεν ανεμείχθη καθόλου με αυτό το αισχρό μέρος του νό­μου, γιατί του το «ενέπνευσε» στην προκειμένη περί­πτω­ση δεν διαφέρει από του το «υπα­γόρευσε» σαν παντοδύ­να­μος, πάνσοφος, παντογνώστης και πανάγαθος.). Αυ­τό όμως εί­ναι εσκεμμένο ψέμα, διότι συ­νε­χώς και σε κάθε διάταξη του νόμου δια­βάζου­με: «Γιαχβέχ ωμί­λη­σε προς Μω­υ­σή καί εί­πε...» καθώς έχομε και την αναφορά Πρός Εβραίους 3: 5 «και Μωϋσής μεν πιστός εν όλω τω οίκω αυτού ως θερά­πων, εις μαρτύριον των λαληθησομένων». Συνεπώς ο Θεός υπαγορεύει στον «δυνατόν εν τοις λό­γοις» (Πράξεις 7: 22, παρ’ όλο που στην Έξοδο 4: 10 εμφανίζεται ως ψευδός, βραδύ­γλωσσος) Μωυσή τι να γράψει σε κάθε βήμα. Επομένως από πού έβγαλαν οι θεολόγοι το συμπέρασμα ότι ο Θεός δεν ανε­μείχθη; Είναι και αυτό μια από κείνες τις συνωμοτικές δόλιες απαντήσεις τους που βα­σί­ζονται στην άγνοια και την απροθυμία του πλήθους για μάθηση και εξι­χνί­α­ση της αλή­θειας. Με­τά ο Wheless συ­νε­χί­ζει ανα­λύ­ον­τας με­ρι­κούς νό­μους ικα­νούς να μας πεί­σουν για την υπο­τι­θέ­με­νη «τε­λειό­τητα» και «θε­ϊ­κή προ­έ­λευ­σή» τους! Καθ’ οδόν υπο­δει­κνύ­ει και ολί­γες αντιφά­σεις και βλα­κεί­ες από τις αμέ­τρη­τες που υπάρ­χουν, μό­νο και μό­νο επει­δή βρε­θή­κα­νε μέ­σα στα κεί­με­να που ανα­φέ­ρει.
Ο Νό­μος του Μω­υ­σέ­ως δεν εί­ναι δυ­να­τό να έχει δο­θεί από έναν πάν­σο­φο, παντο­δύ­να­μο, πα­νά­γα­θο (κλπ.) Θε­ό. Με­λε­τή­σετε την ανά­λυ­ση που ακο­λου­θεί για να πει­σθεί­τε. Μπο­ρεί­τε να επε­κτα­θεί­τε και να με­λε­τή­σε­τε ολό­κλη­ρη την Πε­ντά­τευ­χο η οποία πε­ριέ­χει τα πά­ντα πε­ρί του Νό­μου. Αν η Πε­ντά­τευ­χος δεν σας πείθει, τό­τε δια­βά­στε ολό­κλη­ρη τη Βί­βλο (Πα­λαιά και Και­νή). Αν και πά­λι δεν πεισθεί­τε, τό­τε πα­ρα­μεί­νε­τε πι­στοί με την ικα­νο­ποί­η­ση ότι επι­τέ­λους κά­να­τε αυ­τό που έπρε­πε να εί­χα­τε κά­νει από την αρ­χή: δη­λα­δή να με­λε­τή­σε­τε τη Βίβλο σας και την Ιστο­ρία σας. Αυ­τά τα δύ­ο, ως κα­λοί πι­στοί που «ε­ρευ­νά­τε τάς γρα­φάς» πρέ­πει να τα κά­νε­τε, εάν δεν τα έχε­τε κά­νει ήδη. Μό­νο που πρέ­­πει να δια­βά­ζε­τε με με­γά­λη προ­σο­χή και όχι επί τρο­χά­δην ή μό­λις πριν σας πά­ρει ο ύπνος. Αν εί­στε συ­νε­πείς, υπεύ­θυ­νοι και τί­μιοι, δεν νο­μί­ζε­τε ότι οφεί­λετε να γνω­ρί­ζε­τε τι ακρι­­βώς εί­ναι αυ­τά που πι­στεύ­ε­τε; Ή όχι; Μά­λι­στα δε, θα έπρε­πε να με­λε­τή­σε­τε κα­λά πριν απο­φα­σί­σε­τε ότι εντάσσε­στε στην Α ή στην Β θρη­σκεί­α. Έχω ακού­σει πά­ρα πολ­λούς Χριστιανούς να επι­κρί­νουν ορι­σμένους που απο­φα­σί­ζουν να γί­νουν μέ­λη τε­κτο­νι­κών στο­ών προ­τού γνω­ρί­σουν τι πρε­σβεύ­ει ο Τε­κτονισμός. Δεν δια­φω­νώ μα­ζί τους. Αλ­λά ερω­τώ: Για­τί δεν κάνουν το ίδιο για τους εαυ­τούς τους όταν βα­φτί­ζο­νται και ομο­λο­γούν πως είναι Χριστιανοί και με­ρι­κές φο­ρές φα­να­τι­κοί προ­τού καν γνω­ρί­σουν του­λάχι­στον αυ­τά που κα­τα­γρά­φει η Βί­βλος, αν όχι όλα όσα πρε­σβεύ­ει η θρη­σκεία τους;
Τα βι­βλία που έχουν γρα­φτεί για να εκ­θέ­σουν τις τρο­με­ρές ασυ­νέ­πειες θε­ω­ρί­ας και πρά­ξης όλων των θρη­σκειών (και όλα τα πα­ρά­λο­γα των ιε­ρών βι­βλί­ων τους) με σχό­λια, εξη­γή­σεις, επι­στη­μο­νι­κές έρευ­νες και θε­ω­ρί­ες, αρ­χαιο­λο­γι­κές ανα­κα­λύ­ψεις και άλ­λα στοι­χεία ανέρ­χο­νται σε χι­λιά­δες. Δυ­στυ­χώς σή­με­ρα ζού­με σ’ έναν κό­σμο γε­νι­κής απρο­θυ­μίας για έρευ­να, με­λέ­τη, μά­θη­ση, και κρι­τική. Εκτός από την τε­χνο­λο­γία και ορι­σμέ­νες πρα­κτι­κές επι­στή­μες, η υπό­λοι­πη δρα­στη­ριό­τη­τα του αν­θρώ­που διοχε­τεύ­ε­ται σε ετε­ρό­κλη­τα και τις πιο πολ­λές φο­ρές άχρη­στα πράγ­μα­τα και σε ένα συ­νε­χή αγώ­να επι­βί­ω­σης με ολο­έ­να αυ­ξα­νό­με­νες ανά­γκες και πολυ­τέ­λειες. Έτσι, ο κό­σμος δεν συ­γκε­ντρώ­νε­ται να με­λε­τή­σει σο­βα­ρά ένα θέ­μα, όπως η θρη­σκεί­α, και να στα­θεί απέ­να­ντί του υπεύ­θυ­να. Ού­τε βι­βλία δια­βά­ζει, ού­τε θέ­λει να ακού­ει και να μα­θαί­νει από όσους γνω­ρί­ζουν. Αρ­κεί­ται στο «δεν ξέρω, δεν μι­λώ» ή στο «δεν θέ­λω να μά­θω», απλώς για να μεί­νει ήσυ­χος στην πα­ροδι­κή και ψεύ­τι­κη στιγ­μή της απα­τη­λής ευω­χί­ας. Έτσι χι­λιά­δες βι­βλία του πα­ρελ­θό­ντος έχουν μεί­νει στο πε­ρι­θώ­ριο και μό­νο για λί­γους με­ρα­κλή­δες. Τα τέσ­σε­ρα βι­βλία του Joseph Wheless, κά­νο­ντας την αρ­χή με το παρόν βι­βλί­ο, πρέ­πει να με­τα­φρα­στούν οπωσ­δή­πο­τε στα Ελληνι­κά και σε όλες τις γλώσ­σες και να με­λε­τη­θούν εν­δε­λε­χώς. Με την ευ­και­ρία αυ­τή, θα ήθε­λα να συστή­σω στον ανα­γνώ­στη άλ­λα τέσ­σε­ρα βι­βλία που κύ­ριο σκο­πό έχουν την πα­ρουσί­α­ση των αντι­φά­σε­ων, βλα­κειών, πα­ρα­λο­γι­σμών, λα­θών κλπ. της Βί­βλου χω­ρίς να προ­βάλ­λουν κα­μιά θε­ω­ρί­α, αλ­λά απλώς κά­νο­ντας σύ­ντο­μα σχό­λια, ανα­λύ­σεις, ερω­τή­σεις και σπο­ρα­δι­κές υπο­θέ­σεις:

1.  Βί­βλος Ακα­τάλ­λη­λη δι’ Ενη­λί­κους, δι­δά­κτο­ρα θε­ο­λό­γου Αρ­γύ­ρη Δ. Τσα­κα­λία. Εκ­δό­σεις Μά­ριος Βε­ρέτ­τας, 1999.
2.  Δια­σκε­δα­στι­κή Βί­βλος, με­τα­φρα­σμέ­νο από τα γαλ­λι­κά, του Γάλ­λου Λέο Τα­ξίλ. Εκ­δό­σεις Πα­πα­ζή­ση, 2000.
3.  Οι Αντι­φά­σεις της Και­νής Δια­θή­κης, του Θω­μά Μά­ρα. Εκ­δό­σεις Δί­βρης, ή Εκ­δό­σεις Σμυρνιώτη, 1979. Ο συγ­γρα­φέας τι­μω­ρή­θη­κε με φυ­λά­κι­ση 10 μη­νών για την έκ­δο­ση αυ­τού του βι­βλί­ου, το 1980. (Σ’ αυ­τό το βι­βλίο συ­γκε­ντρω­θεί­τε μό­νο στις αντι­φά­σεις της Και­νής Δια­θήκης και αγνο­ή­σε­τε τις πο­λι­τι­κές προ­βλέ­ψεις του συγ­γρα­φέ­α.).
4.  The X-Rated Bible (Η ακατάλληλη Βίβλος, στα αγ­γλι­κά), του αμε­ρι­κα­νού απο­σκιρ­τή­σα­ντος υπο­ψη­φί­ου ιε­ρέ­α, Ben Edward Akerley. Εκ­δό­σεις Feral House Publishers, 1998.

Έ­χο­με ακού­σει και άλ­λες πολ­λές ακα­το­νό­μα­στες απα­ντή­σεις στο σύ­νο­λο των αντιρ­ρή­σε­ών μας που προ­έ­κυ­ψαν από εν­δε­λε­χή και πο­λυ­δά­πα­νη με­λέ­τη. Εκτός της απα­ντή­σε­ως ορι­σμέ­νων θε­ολό­γων ότι τη θέ­ση της λο­γι­κής θα πρέ­πει να πά­ρει ο πα­ρα­λο­γι­σμός και η σχι­ζοφρέ­νεια που εί­δα­με πα­ρα­πά­νω, θα ήθε­λα να ανα­φέ­ρω άλ­λες δύ­ο:
Α) Μας λέ­νε ότι κολ­λά­με στο γράμ­μα, στην τε­λεία, στην υπο­γε­γραμ­μέ­νη και στις μι­κρο­λεπτομέρειες. Απα­ντά­με λοι­πόν ότι όλος ο κυ­κε­ώ­νας των λα­θών —ι­στο­ρι­κών και επι­στη­μο­νι­κών— αντι­φά­σε­ων, παρα­λο­γι­σμών, βλα­κειών κλπ. δεν εί­ναι ού­τε ένα γράμ­μα, ού­τε ένα ση­μείο στί­ξεως, ού­τε μια ξε­χα­σμέ­νη υπο­γεγραμμένη. Αλ­λά εί­ναι μια τε­ρά­στια συλ­λο­γή τέτοιων αρ­νη­τι­κών στοι­χεί­ων που κά­νουν όλο το σύ­στη­μα που οι­κο­δο­μή­θη­κε πά­νω στα βι­βλία αυ­τά να κα­ταρρεύ­σει. Ύστε­ρα όμως επι­μέ­νουν ότι πρό­κει­ται για τον αλη­θι­νό λό­γο του πάν­σο­φου, πα­ντο­δύ­να­μου, πα­νά­γα­θου Θε­ού. Δεν νο­μίζε­τε ότι ένας τέ­τοιος λό­γος θα έπρε­πε να εί­ναι δια­τυ­πω­μέ­νος με από­λυ­τη σα­φή­νεια και σο­φί­α, ώστε να μην πε­ριέ­χει τί­πο­τα από όλα όσα του κα­τα­μαρ­τυρού­με; Επί­σης αυ­τός ο λό­γος δεν θα έπρε­πε να κα­τα­ντά ζή­τη­μα ερ­μη­νεί­ας, με­ταφο­ράς, πα­ρο­μοί­ω­σης, αλ­λη­γο­ρί­ας και κά­θε εί­δους σχή­μα­τος λό­γου που δεν εί­μα­στε σε θέ­ση να κα­τα­λά­βο­με με βε­βαι­ό­τη­τα τι εν­νο­εί. Αν ο λό­γος του Θεού ήταν θέ­μα ερ­μη­νειών, τό­τε ποια εί­ναι επι­τέ­λους η ορ­θή ερ­μη­νεία του; Αυτό εί­ναι θε­με­λια­κή ερώ­τη­ση. Επί­σης, με­τά από πολ­λές αντι­πα­ρα­­­θέ­σεις μάς λέ­νε ότι διάφορα θέ­μα­τα, όπως εκτί­θε­νται, εί­ναι συμ­βο­λι­κά. Μα τό­τε οφεί­λουν να μας εξη­γή­σουν ρη­τά τι εί­ναι αυ­τό που συμ­βο­λί­ζε­ται. Αν αυ­τό δεν μπορούν να το κά­νουν, τό­τε όλοι αυ­τοί οι συμ­βο­λι­σμοί εί­ναι άχρη­στοι σαν τους δια­φόρους μυ­στι­κούς κώ­δι­κες που δεν μπο­ρού­με να απο­κρυ­πτο­γρα­φή­σου­με, ή σαν τα βι­βλία που εί­ναι γραμ­μέ­να σε μια άγνω­στη γρα­φή που δεν μπο­ρού­με να ανα­γνώ­σου­με. Αν λοι­πόν ο αλη­θι­νός λό­γος τους αλη­θι­νού Θε­ού εί­ναι θέ­μα με­τα­φο­ρών, πα­ρο­μοιώ­σε­ων, συμ­βο­λι­σμών, αλ­λη­γο­ριών, ερ­μη­νειών κλπ. που είτε αλ­λά­ζουν σχή­μα και μορ­φή σαν το λά­στι­χο ή τον μυ­θι­κό Πρω­τέ­α, εί­τε δεν μπο­ρού­με να ξέ­ρο­με τι θέ­λουν να μας πουν και να μας δι­δά­ξουν, σύμ­φω­να με το «τίς οί­δε τάς βου­λάς τού Θε­ού», τό­τε έχο­με ένα λό­γο δο­σμέ­νο από τον παντο­δύ­να­μο και πάν­σο­φο Θεό που δεν μπο­ρεί να μας χρη­σι­μεύ­σει σε τί­πο­τα. Αλ­λά τό­τε ένας πα­ντο­δύ­να­μος Θε­ός έχει άρα­γε ανάγ­κη να παί­ζει κρυ­φτού­λι με εμάς τα αδύ­να­μα πλά­σμα­τά του και να μη μας μι­λά­ει κα­θα­ρά και ξά­στε­ρα; Δεν κα­τα­λα­βαί­νο­με για­τί ένας πα­ντο­δύ­να­μος, πάν­σο­φος και πα­νά­γα­θος πα­τέ­ρας του αρέ­σει να μι­λά­ει ακα­τα­λα­βί­στι­κα στα ανή­μπο­ρα παιδιά του. Τί θέ­λει άρα­γε, να παί­ξει μα­ζί τους; Αν βρεί­τε την απά­ντη­ση σε όλα αυ­τά πο­λύ επι­θυμού­με να τη μά­θομε και εμείς.
Β) Μια άλ­λη επι­χει­ρη­μα­το­λο­γία που ακού­με συ­χνά εί­ναι ότι ο Θε­ός δεν εί­ναι κά­τι που το ανα­λύ­εις στο ερ­γα­στή­ριο, το εξε­τά­ζεις στο ια­τρεί­ο, στο χη­μεί­ο, σχο­λείο κλπ. Δεν μπο­ρείς να βά­λεις τον Θεό στο μι­κρο­σκό­πιο για να τον δεις και να τον ανα­λύ­σεις! Ωραία λοι­πόν, λέ­με και εμείς τό­τε, ας τον βά­λομε στο τη­λε­σκό­πιο και να τον απο­μα­κρύ­νομε στα απώ­τε­ρα κρά­σπε­δα του σύ­μπα­ντος να μην τον βλέ­πομε και ακού­με κα­θό­λου, αλ­λά απλώς να δε­χό­μα­στε ότι κάπου υπάρ­χει, αν και εί­ναι «πα­ντα­χού πα­ρών», αλ­λά δεν γνω­ρί­ζομε ακρι­βώς που εί­ναι —και όλα αυ­τά τα σχι­ζο­φρε­νικά. Τη­λε­σκό­πιο λοι­πόν αντί μι­κρο­σκόπιο! Τί κα­τα­πλη­κτι­κή σύ­νε­ση και νου­νέ­χεια! Ας δε­χτού­με λοι­πόν αξιω­μα­τι­κά όλες τις με­τα­φυ­σι­­κές δο­ξα­σί­ες έτσι χω­ρίς λο­γι­κή, κρί­ση, εξέ­τα­ση, ανά­λυση κλπ. μό­νο και μό­νο για να δι­καιο­λο­γού­με έν­νοιες χω­ρίς περιεχόμε­νο. Πλήρης προ­βα­τι­σμός και απο­βλά­κω­ση! Έτσι επει­δή το θέ­λουν όλες οι θρη­σκεί­ες και οι αρ­χη­γοί τους για να σέρ­νουν τα πρό­βα­τα από τη μύ­τη! Το κα­τόρ­θω­μα θα ήταν να με­τα­τρέ­ψουν τα πρό­βα­τα σε βο­σκούς των εαυ­τών τους. Το να κρα­τάς ένα βλά­κα στη βλα­κεία του δεν εί­ναι τί­πο­τα δύ­σκολο. Το να κά­νεις ένα βλά­κα έξυ­πνο, αυ­τό εί­ναι σπου­δαία επι­τυ­χία να σου πω το πραγ­μα­τι­κό εύ­γε!
Ο κα­τά­λο­γος πα­ρο­μοί­ων «ε­πι­χει­ρη­μά­των» εί­ναι τε­ράστιος. Το αξιο­πα­ρα­τήρη­το εί­ναι ότι όλα αυ­τά τα επι­χει­ρή­μα­τα εί­ναι τό­σο στε­ρε­ό­τυ­πα, ώστε να τα ακούς ολό­ι­δια από όλους τους πι­στούς σε όλα τα μή­κη και τα πλά­τη του πλα­νήτη. Σε κά­θε χώ­ρα και γλώσ­σα και τις πιο πολ­λές φο­ρές και θρη­σκεία τα ακού­ει κα­νείς τα ίδια. Αυ­τό δεν εί­ναι τυ­χαί­ο, αλ­λά έχει γί­νει έτσι διό­τι όλα αυτά εί­ναι προ­ϊ­ό­ντα των πα­ρα­σκευα­σμέ­νων δι­καιο­λο­γι­ών δια­φό­ρων πα­τέ­ρων, θεο­λό­γων, συνόδων, ιε­ρω­μέ­νων, κα­λο­γή­ρων κλπ. Όλοι αυ­τοί σε όποια αί­ρε­ση και αν ανή­καν, επί χι­λιε­τί­ες προ­σπα­θού­σαν να ορί­σουν τα αόριστα και να δι­καιο­λο­γή­σουν τα αδι­καιο­λό­γη­τα και έτσι κα­τόρ­θω­σαν να δη­μιουρ­γή­σουν τέ­τοια σο­φί­σμα­τα και ασυ­ναρ­τη­σί­ες. Όλα αυ­τά τα χρη­σι­μο­ποιούν ενα­ντί­ον αυ­τών που προ­βά­λουν αντιρ­ρή­σεις. Οι πι­στοί τους δεν έχουν ανά­γκη, για­τί άγο­νται και φέ­ρο­νται από την τυ­φλή πί­στη χω­ρίς να δη­μιουρ­γούν κα­νέ­να πρό­βλη­μα. Πο­λύ θα επι­θυ­μού­σα­με και εμείς να υ­πάρ­χει ένας Θε­ός πα­νά­γα­θος, πάν­σο­φος και πα­ντο­δύ­να­μος για να επέμ­βει και να τα­κτο­ποι­ή­σει αυ­τόν εδώ τον κό­σμο που έχει εξε­λι­χθεί σε ένα απο­τρό­παιο τέ­ρας αδι­κί­ας, κα­τα­στρο­φής, λύ­πης, θλί­ψης, πό­νου, φό­νου, βα­σά­νων και τό­σων άλ­λων κα­κών. Αλ­λά πού εί­ναι αυ­τός ο Θε­ός; Για­τί κρύ­βε­ται δια­σκε­δά­ζο­ντας με την δυ­στυ­χία μας;
Για την με­τά­φρα­ση και από­δο­ση των βι­βλι­κών κει­μέ­νων που ανα­γρά­φει ο συγ­γρα­φέ­ας στο πα­ρόν βι­βλίο χρη­σι­μο­ποί­η­σα ως βο­η­θή­μα­τα και τις εξής εκ­δόσεις της Πα­λαιάς Δια­θή­κης:

1.    Την πε­ντά­το­μη έκ­δο­ση των Εβδο­μή­κο­ντα(δύ­ο) με ερ­μη­νεία του κα­θη­γη­τού του Πα­νε­πιστη­μί­ου Αθη­νών, Ιω­άν­νου Κο­λι­τσά­ρα, που εί­ναι μάλ­λον η πλέ­ον δια­δε­δο­μέ­νη στην Ελληνι­κή γλώσ­σα.
2.    Την Εβρα­ϊ­κή έκδοση των Μασ­σο­ρι­τών Ρα­βί­νων την οποία οι Εβραίοι θε­ω­ρούν την πιο έγκυ­ρη.
3.    Τις εκδόσεις: The Authorized King James Version, The Revised King James Version και The Standard Revised King James Version που εί­ναι οι πλέ­ον διαδε­δο­μέ­νες εκ­δό­σεις στον Αγ­γλο­σα­ξονι­κό κό­σμο.

Ό­πως θα πα­ρα­τη­ρή­σε­τε αρ­κε­τές απο­δώ­σεις μου εί­ναι πε­ρί­που οι ίδιες με αυ­τές του Ιω­άν­νου Κο­λι­τσά­ρα. Άλ­λες όμως εί­ναι παρ­μέ­νες από τους Μασ­σο­ρί­τες και τις εκ­δό­σεις του King James I (του βα­σι­λιά της Αγ­γλί­ας που διέ­τα­ξε και χρη­μα­το­δό­τη­σε αυ­τή την έκ­δο­ση της Βί­βλου, η οποία δη­μο­σιεύ­τη­κε το 1611). Αυ­τές εί­ναι πλη­σιέ­στε­ρες με τις ανα­φο­ρές του συγ­γραφέ­α.
Υ­πάρ­χουν και άλ­λες πολ­λές εκ­δό­σεις της Βί­βλου. Οι Προ­τε­στά­ντες έχουν πολλές και διάφορες οι οποί­ες ως προς την Πα­λαιά Δια­θή­κη μοιά­ζουν με την Παλαιά Δια­θή­κη των Μασ­σο­ρι­τών χωρίς να είναι εντελώς ίδιες. Το ίδιο ισχύ­ει και για τις τρεις προ­η­γού­με­νες των αγ­γλο­σα­ξο­νι­κών χω­ρών. Οι Κα­θο­λι­κοί με­τά την σύ­νο­δο του Τρέ­ντο το 1546 απο­φά­σι­σαν με «θε­ό­πνευ­στο τρό­πο» να υιο­θε­τή­σουν ως μό­νη έγκυ­ρη Βί­βλο την Vulgata, δη­λα­δή τη με­τά­φρα­ση στα Λα­τι­νι­κά από τα Εβρα­ϊ­κά και τα Ελλη­νι­κά, του πα­τέ­ρα Ιε­ρω­νύ­μου, που την έκα­νε στο τέ­λος του τέ­ταρ­του αιώ­να, δη­λα­δή 1150 χρό­νια νω­ρί­τερα. Οι Έλ­λη­νες θε­ω­ρούν σαν έγκυ­ρη με­τά­φρα­ση της Παλαιάς Δια­θή­κης την με­τά­φρα­ση των Εβδο­μή­κο­ντα(δύο), ενώ άλ­λες εκ­κλη­σί­ες έχουν άλ­λες εκ­δό­σεις δια­φό­ρων βι­βλι­κών εται­ριών. Υπάρ­χει ακόμα στα Ελ­λη­νι­κά μια έκ­δο­ση με τί­τλο «Τα Ιε­ρά Γράμ­μα­τα, Μεταφρα­σθέντα εκ των Θείων Αρχετύπων» η οποία δια­φέ­ρει κατά πολύ στη γλώσ­σα και σε πάρα πολ­λά ση­μεία από την κα­θιε­ρω­μέ­νη έγκυ­ρη Βί­βλο. Αυτή εξεδόθη στην Αγγλία τον 19ο αιώνα, γραμμένη σε μια αρχαΐζουσα Ελλη­νική διάλεκτο. Από τότε έχει επανεκδοθεί πολ­λές φορές. Τον δεύτερο αιώ­να της κοι­νής επο­χής έγι­ναν και άλ­λες τρεις με­τα­φρά­σεις από τα Εβρα­ϊ­κά στα Ελ­λη­νι­κά από τους Εβραιοχριστιανούς Ελληνιστές: Ακύλα, Σύμμαχο και Θεοδο­τί­ωνα. Αν και τότε αυτές οι μεταφράσεις ανταγωνίστηκαν γερά την καθιε­ρω­μένη μετάφρα­ση των Εβδο­μήκοντα(δύο), μόνο αναφο­ρές άλλων και λίγα αποσπάσματα σώζονται σή­μερα και έτσι κατά μέγα μέρος δεν μας εί­ναι γνω­στές.
Είναι όμως αξιοσημείωτο το γεγονός ότι το δήθεν προ­φη­τικό βι­βλίο του Δα­νι­ήλ που πε­ριέχεται στις σημερινές εκδόσεις των Εβδο­μή­κοντα(δύο) προέρ­χεται από την με­τά­φρα­ση του Θεοδοτίωνος γιατί το αρχικό βι­βλίο των Εβδο­μή­κοντα(δύο) είχε τέτοια χάλια, ώστε να είναι απαρά­δε­κτο. ─Εδώ ας μας επιτραπεί μια μικρή πα­ρέν­θεση πάνω στο βιβλίο του Δα­νιήλ: Το βιβλίο του Δανιήλ είναι θεμελιώ­δους σημα­σίας για τους Χριστιανούς και τη θε­ολογία τους. Αλλά και το αντίγραφο που έχο­με σήμε­ρα στα χέρια μας, παρά την προ­σπά­θεια του Θεο­δο­τί­ω­νος να το συμμαζέψει και να το δι­ορθώσει, είναι τόσο απαράδεκτο ώστε ποιος ξέ­ρει τι θα ήταν τα χάλια του πρω­­τοτύ­που. Το βιβλίο του Δανιήλ, όπως έχουν αποδείξει οι επιστήμονες, είναι ψευ­δεπίγραφο και γράφτηκε στο Ισραήλ κατά τα έτη 166 - 165 Π. Κ. Ε. Δεν γράφτηκε σε καμιά Βα­βυλώνα από κάποιον Δανιήλ μέσα στα έτη της βαβυλωνίου αιχμαλωσίας, 585 - 535 Π. Κ. Ε., όπως οι Χριστιανοί θεολόγοι λανθασμένα ή ψευδώς κραυγάζουν. Πρόκειται για ένα ανάκατο, ασουλούπωτο, νοση­ρό, εσχα­τολογικό βιβλίο με πολλά κραυγαλέα ιστο­ρικά λάθη και αντιφάσεις. Πολ­λά μέρη του ομοι­ά­ζουν πολύ με αντίσ­τοιχα μέρη του άλλου νοσηρού βιβλίου της Απο­καλύ­ψεως του Ιωάννου. Όλοι οι Χρισ­τιανοί το έχουν περί πολλού. Ενώ ως υστερό­γραφο «δεν προφητεύει τίποτα απολύ­τως για το παρελ­θόν», και επί πλέον μερικές προβλέψεις του για τα έτη που γρά­φτη­κε έπεσαν έξω, παρ’ όλα ταύτα οι Χριστιανοί το έχουν κατα­τάξει στα μεγάλα προφητικά βιβλία. Το βιβλίο του Δανιήλ που έχομε σήμερα στα χέρια μας είναι γεμάτο με τέτοια τρομε­ρά ιστορικά λά­θη και εξε­ζη­τη­μέ­να πα­ρα­μύθια που εύ­κολα συμπεραίνεται ότι κανένας Δανιήλ, πρωθυπουργός για 65 χρό­νια και βάλε τεσ­σά­ρων βασιλέων (και τρι­ών ακόμα που παρεμβάλλονται ανάμεσα στους τέσσερις, αλλά τους αγνοεί ο θεόπ­νευ­­στος πρω­θυ­πουργός τους!), δεν το έγραψε τον έκτο αιώνα Π.Κ.Ε. Όπως προ­εί­πα­με, έχει απο­δειχθεί επιστη­μονικώς ότι είναι βιβλίο ψευδεπίγραφο του 165 ± 1 Κ.Ε., που γρά­φτηκε από κάποιον άγνωστον ή κά­ποιους αγνώστους στο Ισραήλ για να φα­να­τί­σει τους Εβ­ραίους εναντίον του Αντιόχου Δ΄ του Επιφα­νούς, των Ελλήνων, των Ελ­ληνι­ζόντων Εβραίων, κ. ά., κατά την επανάσταση των Μακκα­βαίων. Στην επίσημη Εβραϊκή Μα­σόρα το βιβλίο του Δανιήλ δεν κα­τα­τάσ­σεται στα προ­φη­τι­κά βιβλία, αλ­λά στην ομάδα των «γραπτών». Οι Εβραίοι αν και το έχουν βά­λει στον κανόνα τους πάντα το θεω­ρούν ύπο­πτο και το αντιμετωπίζουν με ισχυρή δυσ­πιστία. Έτσι ναι μεν υπάρχει στον κανόνα της Μασόρας αλλά εν αμφιβόλω. Δεν το έχουν θέσει μεταξύ των Προφητών· απλώς το έχουν κατατά­ξει στα περιθωρι­α­κά και ύπο­πτα Γραπτά. Στην δι­εθνή βιβλιο­γ­ραφία υπάρχουν πάρα πολλά βιβλία και άρθρα τα οποία εκθέτουν το πλήθος των τρο­μακτικών ιστορικών λα­θών και ασυνεπειών του βι­βλίου του Δανιήλ και συνεπώς απο­δεικ­νύ­ουν την κιβδη­λότητα και αχρηστότητά του.
Αν συ­γκρί­νο­με όλες τις εκ­δό­σεις της Βίβλου με­τα­ξύ τους, θα βρού­με πολ­λές ση­μα­ντι­κές δια­φο­ρές σε πά­ρα πολ­λά ση­μεία. Με­ρι­κά δε ση­μεία εί­ναι πο­λύ κρί­σι­μα για τη θε­με­λί­ω­ση και την απο­δο­χή δογ­μά­των. Ακό­μα και μια λέ­ξη μπο­ρεί να δη­μι­ουρ­­γή­σει τε­ρά­στιο θε­ο­λο­γι­κό πρό­βλη­μα. Βλέ­πομε λοι­πόν ότι ακό­μα και ο λό­γος του αλη­θι­νού Θε­ού δη­μο­σιεύ­τη­κε σε πολ­λές δια­φο­ρε­τι­κές εκ­δό­σεις σαν να μη μπο­ρού­σε να δη­μο­σιευ­τεί σε μό­νο μί­α, τη σω­στή! Με­ρι­κές εκ­δό­σεις εκλα­ϊ­κευ­μέ­νες και μη, σχε­τικά νέες, προ­σπα­θούν να απο­κρύ­ψουν και να εξο­μα­λύ­νουν τις ανο­η­σί­ες, τις βλα­κεί­ες, τους πα­ρα­λο­γι­σμούς, τις πορ­νο­γρα­φί­ες, τις βιαιο­πρα­γί­ες, τις θη­ριω­δίες, τις αντι­φά­σεις, τα λά­θη, κλπ. Αυ­τές τις πε­τά­με στα σκου­πί­δια εφό­σον αποσιω­πούν ή αλ­λά­ζουν μέ­ρη του θεί­ου λό­γου. Εμείς ζη­τά­με τον λό­γο του Θε­ού ακραιφ­νή από το «πρω­τό­τυ­πο» χω­ρίς λο­γο­κρι­σί­α.
Αξιο­ση­μεί­ω­το εί­ναι και το γε­γο­νός ότι όλες οι εκ­δό­σεις από λί­γο έως πο­λύ δι­α­φέ­ρουν σε πολ­λά ση­μεία από την επί­ση­μη Εβρα­ϊ­κή Πα­λαιά Δι­α­θή­κη των Μασ­σο­ρι­τών όπως και όλες μα­ζί δια­φέ­ρουν από λί­γο έως πο­λύ με τα διά­φορα κεί­με­να που έγι­ναν γνω­στά από τα Χει­ρό­γρα­φα της Νε­κράς Θαλάσ­σης, που βρέ­θη­καν κοντά στο Qumran τα τε­λευ­ταία 62 χρό­νια. Μερικά απ’ αυτά τα χει­ρό­γρα­φα δεν έχουν δη­μο­σι­ευτεί α­κό­μα δυστυχώς! Οι κά­το­χοί τους τα έχουν κρύ­ψει. Για­τί άρα­γε; Ας ση­μειω­θεί επί­σης και το γε­γο­νός ότι τα πρω­τό­τυ­πα Εβρα­ϊ­κά κεί­με­να από τα οποία έγι­νε η μετά­φρα­ση των Εβδο­μή­κο­ντα(δύο) κα­θώς και η αρ­χι­κή με­τά­φρα­ση των Εβ­δο­μή­κον­τα­(δύο) στα Ελληνι­κά έχουν χα­θεί. Η με­τά­φρα­ση των Εβ­δο­μή­κο­ντα(δύο) που έχο­με στα χέ­ρια μας προέρ­χε­ται από τα χει­ρό­γρα­φα του τέ­λους του τρί­του αιώ­να και του τέ­ταρ­του αιώ­να και εί­ναι άμε­σα επη­ρε­α­σμέ­νη από τις ερ­γα­σί­ες του Ωρι­γέ­νη (τα γνωστά Τετραπλά, Εξα­πλά, Οκτα­πλά, Εννε­α­πλά, τα οποία επίσης δεν έχομε). Τα ίδια ανα­λό­γως ισχύουν και με την Και­νή Δια­θήκη. Τα πρω­τό­τυ­πα δεν υπάρ­χουν που­θε­νά. Τί να γί­να­νε άρα­γε; Οι απα­ντή­σεις των θε­ο­λό­γων σ’ αυ­τό το καυ­τό ερώ­τη­μα εί­ναι κά­θε άλ­λο πα­ρά ικα­νοποιητικές.
Ένα πα­ρά­δειγ­μα παραπλανητικής μεταφράσεως, μέσα σε χιλιάδες παραδείγ­ματα λαθών, παραλήψεων, παρανοήσεων, χαλκεύσεων, κλπ., είναι το όνο­μα του Εβ­ρα­ϊ­κού θε­ού «Γιαχβέχ» ή «Γιε­χό­βα(χ)». Αυτό εμ­φα­νί­ζε­ται από μηδέν έως έξη φο­ρές σ’ ολό­κλη­ρη την Πα­λαιά Δια­θή­κη των διαφόρων με­τα­φράσε­ων και εκδόσεων! Συνε­χώς δια­βά­ζομε τον τί­τλο «Ο Κύριος» ή «Ο Κύ­ριος ο Θε­ός» για το Γιαχ­βέχ ή το Ελω­(χ)ίμ. Αυ­τό εί­ναι ένα ψέ­μα που επα­να­λαμ­βά­νε­ται γύ­ρω στις 6000 φο­ρές για το όνο­μα της Εβρα­ϊ­κής θε­ότη­τας. Η με­τά­φρα­ση αυ­τού του εί­δους απο­κρύ­πτει το γε­γο­νός ότι το προ­σω­πι­κό όνο­μα «Γιαχβέχ» του Εβρα­ϊ­κού θε­ού του Εβρα­ϊ­κού μο­νο­θε­ϊ­σμού ή απλώς το τετ­ρα­γράμ­μα­το ΓΧΒΧ, χρη­σι­μο­ποιεί­ται χι­λιά­δες φο­ρές μέσα στο Εβρα­ϊ­κό κεί­με­νο. Μό­νο έτσι τί­θε­ται σε προ­φα­νή αρ­μο­νία με ολό­κλη­ρη την Βί­βλο, διό­τι στην Έξο­δον, κε­φά­λαιο 6, στί­χος 3, μας ομο­λο­γείται πως «με το όνο­μά μου Γιαχβέχ δεν ήμουν γνωστός στον Αβρα­άμ, Ισα­άκ και Ια­κώβ». Στην Εβρα­ϊ­κή Πα­λαιά Δια­θή­κη ο θε­ός των Εβραί­ων εμ­φα­νί­ζε­ται και με πλή­θος άλ­λων ονο­μά­των, όπως:

1.    Α­δω­νάι = Κύ­ριος (α­πα­ντά­ται σαν φοι­νι­κι­κό όνο­μα και εί­ναι πλη­θυ­ντι­κός του Άδω­νις)
2.    Βά­αλ = Κύ­ριος (αρ­χαίο Εβρα­ϊ­κό) που έχει και τη σημασία του «κατόχου»
3.    Ελ = Θε­ός
4.    Ελ Σα­βα­ώθ = Θε­ός των δυ­νά­με­ων (των στρα­τιών)
5.    Ελ Σαδ­δαΐ = Θε­ός δαίμονας μου (και όχι Θεός πα­ντο­δύ­να­μος, όπως κακώς μετα­φράζεται)
6.    Ε­λω(χ)ίμ = πλη­θυ­ντι­κός του Ελ, άρα Θε­οί
7.    (Διάφορα άλ­λα)

Στην Εβρα­ϊ­κή έκ­δο­ση της Εξό­δου, κε­φά­λαιο 3, στί­χος 14, βλέ­πομε επί­σης τον Μω­υ­σή να ρω­τά­ει τον απο­κα­λυ­φθέ­ντα σ’ αυ­τόν Θεό «ποιο εί­ναι το όνο­μα σου;». «Και Ελω(χ)ίμ εί­πε στον Μω­υ­σή: «Εί­μαι ό,τι εί­μαι» και εί­πε: έτσι θα πεις στα παιδιά του Ισ­ρα­ήλ, «Εί­μαι» που με έχει στεί­λει σε σας...». Έτσι το όνο­μα Γιαχβέχ ή ΓΧΒΧ λέ­νε πως ση­μαί­νει «Εί­μαι ό,τι εί­μαι». Το όνο­μα αυ­τό του Εβρα­ϊ­κού θε­ού ήταν τέ­τοιο τα­μπού που για χι­λιά­δες χρό­νια απα­γο­ρευό­ταν να προ­φερ­θεί επί ποι­νή θα­νά­του. Έτσι δεν έχομε ακό­μα και σή­με­ρα πλή­ρη γνώ­ση του πώς προ­φέ­ρε­ται, του τί ακρι­βώς ση­μαί­νει και της ετυ­μο­λο­γί­ας του. Στα Εβρα­ϊ­κά εμ­φα­νί­ζε­ται με τα τέσσε­ρα σύμ­φω­να ΓΧΒΧ χω­ρίς φω­νή­ε­ντα. Τα φω­νή­ε­ντα ει­κά­ζο­νται πως εί­ναι τα ‘ια’ και ‘ε’ ανά­με­σα στα σύμ­φω­να. Γι’ αυ­τό αλ­λού το βλέ­­πομε σαν Γιε­χό­βα(χ) αντί Γιαχβέχ. Επίσης υπάρχει και η Σαμαρειτική εκδοχή προ­φοράς «Τζαμπέ» και «Ιόβε». Τόσο φο­βε­ρός και τρο­μα­κτι­κός ήταν αυ­τός ο Θε­ός που ού­τε το όνο­μά του δεν μπο­ρού­σαν να προ­φέ­ρουν ακό­μα και οι εκλε­κτοί του. Τό­τε σκε­φτεί­τε τί γίνε­ται με τους πα­ρα­κα­τια­νούς εθ­νικούς! Ακό­μα και σήμερα, στις μεταφράσεις των συντη­ρη­τι­κών ορθοδόξων ραβίνων της Παλαι­άς Διαθήκης από τα Εβραϊκά στα Αγ­γλικά (π.χ. The Stone Edition από το αρχαιότερο Εβραϊκό χει­ρόγραφο Artscroll που θεωρείται η πιο έγ­­κυρη και που χρη­σι­μοποιείται σήμερα στις αγγλόφωνες συναγωγές) στη θέση του ονό­ματος του Εβραϊ­κού θεού Γιαχβέχ, γραμμένο με Εβραϊκούς χαρακτήρες, βάζουν την Εβραϊκή λέξη «Ha-shem ή Hashem (Χα-σέμ)», γραμμένη με αγγλικούς χαρακτήρες και η οποία ση­μαίνει «το Όνομα του Θεού».
Για τη σω­στή με­λέ­τη της Βί­βλου θα ήταν κα­λό να χρη­σι­μο­ποιεί­τε μα­ζί με τα αρ­χαία κεί­με­να και πι­στές κα­τά λέ­ξη με­τα­φρά­σεις (ό­χι ερ­μη­νεί­ες) στη νε­οελ­λη­νι­κή γλώσ­σα. Για την Και­νή Δια­θή­κη υπάρ­χει μια πoλύ κα­λή με­τά­φρα­ση παράλ­λη­λη με το αρ­χαίο κεί­με­νο της Απο­στο­λι­κής Δια­κο­νί­ας της Ελ­λάδος. Αλ­λά για την Πα­λαιά Δια­θή­κη δεν υπάρ­χει κα­μιά κα­λή με­τά­φρα­ση. Το 1997 κυ­κλο­φό­ρησε μια με­τά­φρα­ση ολό­κλη­ρης της Βί­βλου από την Ελ­λη­νι­κή Βι­βλι­κή Εται­ρί­α. Αυ­τή δυ­στυ­χώς δεν έχει το αρ­χαίο κεί­με­νο σε αντι­πα­ρά­θε­ση με το νέ­ο. Διάφορα ση­μεία αυ­τής της με­τά­φρα­σης που τα σύ­γκρι­να με τα αντί­στοι­χα ση­μεία του Ιω­άν­νου Κο­λι­τσά­ρα και των Μασ­σο­­ρι­τών τα βρή­κα να έχουν τέ­­τοιες δια­φορές ώστε να την θε­ω­ρή­σω ακα­τάλληλη. Από τις σο­βα­ρές δια­φο­ρές που βρή­κα δεν μπό­ρε­σα να κα­τα­λά­βω ποιο ήταν το πρω­τό­τυ­πο που με­τά­φρα­σαν. Απλώς είναι απόδοση της εκδόσεως των Ιερών Γραμμάτων, που προαναφέραμε, στην καθομιλουμένη νεοελληνική. Πά­ντως δεν εί­ναι ού­τε οι Εβ­δο­­μή­κο­ντα(δύο) ού­τε οι Μασ­σο­ρί­τες. Αν και έχω αυ­τή την έκ­δο­ση στη συλ­λο­γή μου δεν τη συ­νι­στώ για όσους δεν έχουν με­λε­τή­σει την Βί­βλο. Μό­νο όσοι έχουν την υπο­μο­νή να κά­νουν συ­γκρι­τι­κές με­λέ­τες θα μπο­ρού­σαν να την εξε­τάσουν. Αλ­λιώς κα­τά την κρί­ση μου, χω­ρίς το αρ­χαίο κείμε­νο ακρι­βώς δί­πλα στο νέ­ο, μπο­ρεί να πα­ρα­πλα­νή­σει κα­τά πο­λύ την κα­τά­σταση. Όσο για τη με­­τά­φρα­ση της Και­νής που πε­ριέ­χει δεν την έλεγ­ξα, διό­τι αφ’ ενός η Και­νή με­λε­τά­ται πο­λύ πιο εύ­κο­λα από την Πα­λαιά απ’ ευ­θεί­ας από το αρ­χι­κό κεί­με­νο και αφ’ ετέ­ρου εί­μαι ικα­νο­ποι­η­μέ­νος από την με­τά­φραση της Απο­στο­λι­κής Δια­κο­νί­ας.
Με όλα αυ­τά λοι­πόν κα­τά νουν αγα­πη­τέ ανα­γνώ­στη συ­νέ­χι­σε τη με­λέ­τη σου με το θέ­μα που ανα­πτύσ­σει ο μνη­μειώ­δης με­λε­τη­τής και συγ­γρα­φέ­ας Joseph Wheless και βγά­λε τα συ­μπε­ρά­σμα­τά σου αφού σκε­φτείς καλά και κα­τα­λά­βεις μό­νος σου ανε­πη­ρέ­α­στα. Με­ρι­κές γραμ­μές ή πα­ρα­γρά­φους που θα δεις μέ­σα σε τε­τρά­γω­νες αγκύ­λες [...] εί­ναι σχό­λια σο­βα­ρά ή αστεία του με­τα­φρα­στή και όχι του συγ­γραφέ­α. Ο με­ταφρα­στής έβα­λε και λί­γα στοι­χεία της προ­σω­πι­κής του γνώ­σης και αντί­δρα­σης. Αν αυ­τά σε ενο­χλούν σου ζη­τώ συγνώ­μη για την ενό­χλη­ση, αλ­λά εκτός από τη δι­κή μου εκτό­νω­ση­ (το ομο­λο­γώ) θα υπάρ­χουν και πολ­λοί που θα τους αρέ­σουν και θα γε­λά­σουν λί­γο ή πο­λύ μέ­σα στην αγα­νά­κτη­σή τους. Επί­σης ζη­τώ συ­γνώ­μη για τυ­χόν πα­ρα­λεί­ψεις και λά­θη τυ­πο­γρα­φι­κά και μη. Ελ­πί­ζω και εύ­χο­μαι εκτός από το να δι­δα­χ­θείς να εί­σαι σε θέ­ση να διορ­θώ­σεις ό,τι λά­θη τυ­χόν υπάρ­χουν και να προ­σθέ­σεις και συ όσο πιο πολ­λά απο­δει­κτι­κά στοι­χεία και επι­χει­ρή­μα­τα μπο­ρείς.

Η Α­ΠΟ­ΓΥ­ΜΝΩ­ΣΗ ΤΩΝ ΝΟΜΩΝ ΤΟΥ ΜΩ­Υ­ΣΕ­ΩΣ


ΤΟΥ JOSEPH WHELESS

ΜΕ­ΤΑ­ΦΡΑ­ΣΗ ΤΟΥ
Δρος ΙΩ­ΑΝ­ΝΟΥ ΝΕ­Ο­ΚΛΕ­ΟΥΣ ΦΙ­ΛΑ­ΔΕΛ­ΦΟΥ Μ. ΡΟΥΣ­ΣΟΥ

 «ΟΙ ΝΟ­ΜΟΙ ΤΟΥ ΚΥ­ΡΙΟΥ ΔΙΑ ΤΗΣ ΧΕΙΡΟΣ ΤΟΥ ΜΩ­Υ­ΣΕ­ΩΣ»


Στους Ψαλ­μούς, [κα­τά τους Μασσορίτες] 19: 7-10 [κατά τους Εβδο­μή­κοντα­(δύ­ο) 18: 8-11], δια­βά­ζομε:

«Ο Νό­μος τού Κυ­ρί­ου άμω­μος επι­στρέ­φων ψυ­χάς· η μαρ­τυ­ρία Κυ­ρί­ου πι­στή, σοφί­ζου­σα νή­πια. Τά δι­καιώ­μα­τα Κυ­ρί­ου ευ­θέ­α, ευ­φραί­νο­ντα καρ­δί­αν· η εντο­λή Κυ­ρί­ου τη­λαυ­γής, φω­τί­ζου­σα οφθαλ­μούς· ο φό­βος Κυ­ρί­ου αγνός. Δια­μέ­νων εις αιώ­ναν αιώ­νος· τά κρί­μα­τα Κυ­ρί­ου αλη­θι­νά, δε­δι­καιω­μέ­να επί τό αυ­τό. Eπιθυ­μη­τά υπέρ χρυ­σί­ον καί λί­θον τί­μιον πο­λύν καί γλυ­κύ­τε­ρα υπέρ μέ­λι καί κηρί­ον.».

Με­τά­φρα­ση:

«Ο Νό­μος του Κυ­ρί­ου εί­ναι τέ­λειος και κά­νει ψυ­χές να επι­στρέ­φουν [στο σωστό δρό­μο]· η μαρ­τυ­ρία του Κυ­ρί­ου εί­ναι πι­στή και κά­νει σο­φούς ακό­μα και τα νή­πια. Οι δια­τα­γές του Κυ­ρί­ου εί­ναι ευ­θεί­ες και ευ­φραί­νουν την καρ­δίαν· η εντο­λή του Κυ­ρί­ου σκορ­πά φως μέ­χρι τα πέ­ρα­τα και φω­τί­ζει τους οφθαλ­μούς· ο φό­βος Κυ­ρί­ου εί­ναι αγνός και δια­τη­ρεί­ται αιώ­νια· οι κρί­σεις και οι απο­φά­σεις του Κυ­ρί­ου εί­ναι αλη­θι­νές και έχουν δι­καιω­θεί πλή­ρως, εί­ναι ακόμα πιο επι­θυ­μη­τές από το χρυ­σά­φι και πολ­λούς πο­λύ­τι­μους λί­θους και εί­ναι πιο γλυ­κεί­ες από το μέ­λι και την κη­ρή­θρα.».

Οι ρα­βί­νοι έχουν φτιά­ξει έτσι τα πράγ­μα­τα ώστε η θεία νο­μο­θε­σία απο­τελεί­ται από «613 νό­μους, 214 εντο­λές, και 365 απα­γο­ρεύ­σεις». Δεν θα επι­χει­ρή­σω να εξε­τά­σω ού­τε το ένα δέ­κα­το αυ­τών των ιε­ρών κα­νό­νων, ού­τε να πι­στο­ποι­ή­σω την ακρί­βεια του υπο­λο­γι­σμού· όποιος έχει την πε­ριέρ­γεια μπο­ρεί να βρει όλα αυ­τά σε κα­τα­λό­γους στην ερ­γα­σία του Jost, Judenthum (Ιου­δα­ϊ­σμός), τό­μος 2 μέ­χρι τέ­λους. [Βλέ­πε ενη­με­ρω­τι­κή ση­μεί­ω­ση (1) στο τέ­λος αυτού του κειμένου.]. Ού­τε πρό­κει­ται να εν­δια­φερ­θώ, εκτός από λί­γο, με τις πο­λυά­ριθ­μες διατά­ξεις του «Νό­μου» οι οποί­ες εί­­ναι κοι­νές σε όλα τα συ­στή­μα­τα αν­θρώ­πι­νης νο­μο­θε­σί­ας εί­τε αρ­χαί­ας εί­τε σύγ­χρο­νης, όπως π.χ. απα­γο­ρεύ­σεις φό­νου, κλο­πής, μοι­χεί­ας, κτλ., και οι οποί­ες για πλεί­στα έθνη δεν χρειά­ζο­νται κα­μιά απο­κά­λυ­ψη του Θε­ού για να γί­νουν γνω­στές στους αν­θ­ρώπους. Τέ­τοια θε­σπί­σμα­τα, στο Μω­σα­ϊ­κό Νό­μο, έχουν πα­ράλ­λη­λα και στον πο­λύ πα­λαιό­τε­ρο κώ­δι­κα του Χα­μου­ρα­μπί, και φέ­ρουν πά­νω τους τις εν­δεί­ξεις της υπο­δη­λω­μέ­νης επιρρο­ής αυ­τού του πα­λαιο­τέ­ρου κώ­δι­κα. Με­ρι­κά όμως θε­σπί­σμα­τα του Μω­σα­ϊ­κού Νό­μου πα­ρου­σιά­ζουν ιδιο­μορ­φί­ες που μπο­ρούν εύ­κο­λα να πα­ρα­τη­ρη­θούν.
Ε­πί­σης υπάρ­χουν πολ­λά θε­σπί­σμα­τα της θε­ϊ­κής νο­μο­θε­σί­ας που εί­ναι σί­γου­ρα μο­να­δι­κά και τα οποία δεν έχουν κα­νέ­να πα­ράλ­λη­λο ή αντί­στοι­χο θέ­σπισμα, ή ακό­μα κα­μιά προ­σέγ­γι­ση, του­λά­χι­στον όσο έχουν απο­κα­λύ­ψει οι έρευ­νές μου, σε κα­νέ­ναν κώ­δι­κα ή σύ­στη­μα νο­μο­θε­σί­ας που εί­τε έχει απο­κα­λυ­φθεί στο, ή έχει κα­τα­γρα­φεί από το αν­θρώ­πι­νο γέ­νος, οποιου­δή­πο­τε πο­λι­τι­σμι­κού επι­πέ­δου ή ελ­λεί­ψε­ως αυ­τού [του πο­λι­τι­σμι­κού επι­πέ­δου], και τα οποί­α, ένεκα αυ­τού του στοι­χεί­ου, φέ­ρουν εκεί­να [τα εχέγ­γυα] που με­ρι­κοί τα θε­ω­ρούν σαν «ε­σω­τε­ρι­κές εν­δεί­ξεις» της θε­ϊ­κής προ­ε­λεύ­σε­ώς τους. Έτσι πρέ­πει να εί­ναι· για­τί που­θε­νά αλ­λού πά­νω στη γη εκτός από την Ιε­ρά Βί­βλο, σί­γου­ρα δεν έχουν βά­λει στο μυα­λό τους οι άν­θρω­ποι να φα­ντα­στούν ή να μι­μη­θούν «τα πράγ­μα­τα τα οποία προ­ε­τοί­μα­σε ο Θε­ός» στον «τέ­λειο νό­μο» του για να κα­θο­δη­γή­σει τη ζωή και τη συ­μπε­ρι­φο­ρά, τη φώ­τι­ση των οφθαλ­μών, την εύ­φρανση της καρ­δίας και την αγνό­τη­τα, —του εκλε­κτού και «ι­διό­μορ­φου» λα­ού του.
Ο «Νό­μος του Κυ­ρί­ου» ή Το­ρά(χ), όπως απο­κα­λεί­ται από τους Εβραίους, ευ­ρί­σκε­ται στα τέσ­σε­ρα από τα «πέ­ντε βι­βλία του Μω­υ­σέ­ως» (ελ­λη­νι­στί: Πε­ντά­τευ­χος) που εί­ναι η Έξο­δος, το Λευιτικόν, οι Αριθμοί και το Δευ­τε­ρο­νό­μιον. Στη Γέ­νε­σιν ο μό­νος «νό­μος» εί­ναι αυ­τός της πε­ρι­το­μής· και εκεί κα­τα­γρά­φε­ται μάλ­λον σαν ση­μείο μιας «δια­θή­κης» ή δι­με­ρής συμφω­νί­ας πα­ρά σαν νό­μος. [Σαν νόμος τίθεται στο Λευιτικόν 12: 2-3.]. Αυ­­τό, όπως μας λέ­ει η Γέ­νε­σις 17: 7, εί­ναι ση­μείο (ση­μά­δι) μιας «...πα­ντο­τι­νής υπό­σχε­σης ότι θα εί­μαι δι­κός σου Θε­ός και Θε­ός των με­τέ­πει­τα από σέ­να απο­γό­νων σου». Επί­σης στη Γέ­νε­σιν 17: 9-14 δια­βά­ζομε με­τα­ξύ άλ­λων ότι ο Θε­ός είπε στον Αβρα­άμ:

«...Αυ­τή εί­ναι η δια­θή­κη μου: ... κά­θε αρ­σε­νι­κό τέ­κνο σας θα πε­ριτέ­μνε­ται· και εσείς θα πε­­­­ρι­κό­ψε­τε τη σαρ­κι­κή ακρο­βυ­στία σας· και τού­το θα εί­ναι το ση­μείο (ση­μά­δι) της συμ­φω­­­νί­ας μας ανά­με­σα σε μέ­να και σε σάς... και κά­θε απε­ρί­τμη­το αρ­σε­νι­κό... θα εξο­λο­θρεύ­­­ε­ται εκ μέ­σου της φυ­λής του διό­τι κα­τε­φρό­νη­σε και κα­τε­πά­τη­­σε την εντο­λή μου.».

Αλ­­­λά η πε­ρι­το­μή δεν ήταν κά­τι το και­νούρ­γιο ακό­μα και σε κεί­νες τις ημέ­ρες των πα­τρι­αρ­­χών, και αυ­τή η ιε­ρο­τε­λε­στία δυ­σκο­λό­τα­τα θα χρει­α­ζό­ταν μια ειδι­κή απο­κά­λυ­ψη από τη Θε­ό­τη­τα για να την κά­μει γνω­στή στον Αβρα­άμ, ή για να ξε­χω­ρί­σει και να δια­κρί­νει τον Εκλε­κτό Λαό ως «ι­διό­μορ­φο» ενώ­πιον του Γιαχβέχ του Θε­ού του Ισ­ραήλ. [Το ακρι­βές όνομα του Εβραϊκού Θεού γράφεται συν­τε­τμημένο ως ΓΧΒΧ και δεν προφέρεται από τους ορθόδοξους Εβραίους.] Η πε­ρι­το­­μή υπήρ­χε και ήταν συ­νη­θι­σμέ­νη πρα­κτι­κή με­τα­ξύ αρ­χαί­ων λα­ών από τους πρώ­ι­μους, αν όχι προ­ϊ­στο­ρι­κούς, χρό­νους. Ευ­ρί­σκε­ται ει­κο­νο­γρα­φη­μέ­νη πά­­νω σε πρω­τό­γο­να αι­γυ­πτι­α­­κά μνη­μεί­α· ακό­μα οι μού­μιες των Φα­ραώ φέ­ρουν στα σώ­μα­τά τους το ίδιο «ση­μείο διαθή­κης το­πο­θε­τη­μέ­νο στη σάρ­κα», – και απ’ αυ­τό το «ση­μεί­ο» πι­θα­νό­τα­τα, αλ­λά εσφαλ­­μέ­νως, να έχουν νο­μι­σθεί για τους Εκλε­κτούς του Γιαχβέχ.
Παρ’ όλα ταύ­τα, ο­λό­κλη­ρη η «Μω­σα­ϊ­κή» Το­ρά(χ), που βρί­σκε­ται στα τέσ­σε­ρα βι­βλία Έξο­δος, Λευιτικόν, Αριθ­μοί και Δευ­τε­ρο­νό­μιον, απο­δί­δε­ται στον Μωυ­σή, ότι δη­λα­δή αυ­τός την έγρα­ψε, κα­τό­πιν απ’ ευ­θεί­ας «α­πο­κα­λύ­ψε­ως» του Εβρα­ϊ­κού Θε­ού Γιαχ­βέχ. Ως επί το πλεί­στον το με­γα­λύ­τε­ρο μέ­ρος της αποκα­λύ­ψε­ως των νό­μων έγι­νε με­τά την έξο­δο [εξ Αιγύπτου] εί­τε στο όρος Σινά εί­τε κα­τά τη διάρ­κεια των σα­ρά­ντα ετών των πε­ρι­πλα­νή­σε­ων [του Εκλε­κτού Λα­ού] στην έρη­μο Σιν.
[Σοβαροί και αμερόληπτοι επιστήμονες και ερευνητές αυτών των θεμά­των, ακό­μη και πολλοί Εβραίοι όπως και πολλοί Προτεστάντες, δεν παραδέχονται αυτή την απλο­ϊ­κότα­τη άποψη. Οι λόγοι που προσκομίζουν είναι πάρα πολλοί και αδιάσει­σ­τοι. Μελε­τή­στε π.χ. τα βιβλία του συγγραφέως Joseph Wheless Is it God’s Word?, 1925 (Εί­ναι αυ­τό Λό­γος Θε­ού;) και Forgery in Christianity, 1930 (Πα­ρα­χά­ρα­ξη στον Χρι­στια­νι­σμό) κα­θώς και πολλά άλλα βιβλία επί του θέματος.
Εδώ περιληπτικά μόνον αναφέρομε τα εξής. Ο Μωυσής εί­ναι κατά πάσαν πιθα­νό­τητα μυθικό πρόσωπο. Η Πεντάτευ­χος όπως και όλη η Παλαιά Δια­θή­κη, εκτός από διάφορες παραδό­σεις, λαογραφικά και μερικά ιστορικά στοιχεία των Ισραηλιτών ως λα­ού της ερή­μου, νομαδικού και ποιμενικού, και έπειτα ως λαού εγκατεστημένου στη γη Χαναάν μετά την κατάκτησή της (η οποία δεν έχει αποδειχθεί και αμφισβη­τείται από την σύγ­χρο­νη αρ­χαιολογία), περιέ­χει κακές αντιγραφές διαφό­ρων μύθων, ιστορικών και πολι­τι­στι­κών στοιχείων των Αιγυπτίων, Χαλ­δαίων, Βαβυλωνίων, Ζω­ροα­στρών, Περσών, Φοι­νί­κων, Ελ­λή­νων, κλπ. Όλα αυτά γράφτηκαν και ξαναγρά­φτη­καν πολλές φο­ρές και έλα­βαν την τελική μορφή τους κατά την εποχή του νεαρού, φα­νατι­κά μονοθεϊστή και Γιαχβι­στή βα­σιλιά Ιωσία (τέλος 7ου αιώνος Π.Κ.Ε.). (Επί του θέ­ματος υπάρχει το πολύ εν­διαφέρον βιβλίο Who wrote the Bible? (Ποίος Έγραψε την Βίβλον;) του Δρος καθηγητή Richard Elliott Friedman, Publisher: Harper Collins. Ta επι­στημονικά, ιστορικά και αρ­χαιολογικά στοιχεία που παραθέτει επ’ αυτών των ζη­τημάτων ο καθηγητής Friedman είναι πολύ αξιόλογα και μεγά­λης σημα­σί­ας. Επίσης κάνει πολύ σπουδαίες συγκριτικές μελέτες και συνθέσεις. Διαφωνώ μαζί του όταν συστήνει μερικές υπο­κει­μενικές παραινέσεις και συγκαλύ­ψεις για την όλη απάτη που έχει διεκπεραιωθεί πίσω από όλα αυτά τα γραπτά εδώ και τόσα χρόνια τώρα.). Αλλά τα γρα­πτά της γιαχβικής εποχής του Ιωσία καταστράφηκαν από τον Ναβουχο­δονό­σο­ρα. Έτσι τα γραπτά που έχομε σήμερα στα χέρια μας προέρχονται από ιερέα και γραμματέα Έσ­δρα (μέσα 5ου αιώνος) κατά κύριο λόγο και τον γραμματέα Νεεμία κα­τά δεύτερο λό­γο.
Ο Ιωσίας (648-609 Π.Κ.Ε.) ανέβηκε στον θρόνο μό­λις οκτώ ετών, το 640 Π.Κ.Ε., και σκοτώθηκε σε μάχη κατά των Αιγυπτίων μετά από 31 έτη, το 609 Π.Κ.Ε. Είναι πολύ απλό να καταλάβει κανείς πόσο εύκολο ήταν για το φανατισμένο λευιτο­γιαχβικό ιε­ρατείο να εξουσιάζει το παιδί βασιλιά. Έτσι κατά το δέκατον-όγδοο έτος της βασιλείας του (το 622 Π.Κ.Ε. δηλαδή) ο Ιω­σί­ας με τον τότε αρχιερέα Χελκία ξα­ναβρήκαν, ξαφνικά και ως εκ θαύματος όπως λένε, τον χα­μέ­νο Νόμο κλπ. (βλέπε βι­βλίο 4 Βασιλειών κεφά­λαια 21, 22, 23, όπως και 2 Παραλει­πο­μένων κεφάλαια 33, 34, 35). Ερώτημα: Πώς χάθη­κε ο Νό­μος του Θεού τους τόσα χρόνια χωρίς κανείς να τον αναζητήσει;... Όμως αυτά τα χειρό­γραφα και οτιδήποτε άλλα παλαιότερα υπήρ­χαν κα­ταστράφηκαν από τον βασιλιά των Βα­βυ­λω­νίων Να­βουχοδο­νόσο­ρα κατά την δεύ­τερη πο­λιορκία και καταστροφή της Ιερου­σαλήμ και του πρώτου Ναού το 587-586 Π.Κ.Ε.
Πολύ μετά, ο ιε­ρέας και γραμ­μα­τέ­ας Έσ­δρας κατ­ά την διαβίωσή του στη Βα­βυ­λώ­να και κατά την επάνοδό του στην Ιου­δαία ξα­νά­γραψε τον Νόμο και όλη την Παλαιά Διαθή­κη. Σ’ αυτό το γράψιμο του έβαλε μέσα πολλά στοιχεία των θρησκειών όλων των λαών με τους οποίους έζη­σαν ή ήλθαν σε επα­φή οι αιχμάλωτοι Εβραίοι κα­τά τα εβδο­μήντα χρόνια της αιχμα­λω­σίας και πολλά ακόμη μετά. Ας μην ξεχνάμε ότι, πολλοί Εβραίοι έζησαν εκεί πολλά περισ­σότερα έτη με του Πέρσες, ως ελεύθεροι πλέον, και άλλοι δεν επέ­στρεψαν καθόλου. Την νέα συγγραφή και ανασύνταξη βοή­θησε και ο γραμ­ματέας Νεεμίας (βλέπε τα βιβλία του κα­­νό­νος 1, 2 Έσ­δρας και Νεε­μί­ας). Τότε μάλιστα εμ­φα­νίζεται ο πρώτος Κανών της Πα­λαιάς Δια­θή­κης. Η κανο­νι­κο­ποίηση, δηλαδή η τυποποίηση, βιβλίων ήταν πράγμα άγνωστο πριν. Η επάνο­δος του Έσδρα στην Πα­λαιστίνη έγινε για πολιτικούς λόγους κατ’ εντολήν του βα­σι­λέα των Περσών Αρταξέρξη γύρω στο 450 Π.Κ.Ε., δη­λαδή κάπου 80-85 χρόνια μετά την πρώτη άδεια επανόδου των αιχμαλώτων το 535 Π.Κ.Ε., από τον βασι­λέα των Περσών Κύρον τον Μέγα. Από ‘κει και μετά ό,τι γρα­πτά της Βίβλου έχομε στα χέρια μας βα­σί­­ζονται ου­σιαστικά στα γραπτά του Έσδρα και Νεεμία, αλλά και αυτά έχουν υποστεί πολ­λές αλλαγές, «διορθώ­σεις» και προσθή­κες. Η Ορθόδοξη (των Ο΄β΄) και η Ρω­μαι­οκαθολι­κή (Vulgata του Ιερωνύμου) Παλαιά Διαθήκη έχει επιπλέον ένδέκα ή δώ­δεκα, νέα δευ­τε­ρο­κα­νο­νι­κά, μεταβαβυ­λωνιακά βιβλία τα οποία και ο ραβινικός Εβρα­ϊ­σμός και η Χρι­στι­ανική Διαμαρ­τύ­ρη­ση έχουν απορρίψει ή θέσει εν αμ­φιβόλω. Από την εποχή του Έσ­δρα μέχρι και τον 2ο αιώνα Κ. Ε. έχομε και μια πληθώρα απο­κρύφων, ψευ­δε­πι­γρά­φων, σατα­νολο­γι­κών, δαιμονολογικών κλπ. βιβλίων εκτός του κανόνος μεν, αλλά χρη­σι­μο­ποι­ούνται τό­σον από τους Εβραίους όσο και από τους Χριστια­νούς. Οι χριστιανοί μάλιστα τα χρησιμοποιούν για να αποδώσουν στην Παλαιά Δια­θήκη μια συνέχεια απο τον ΄Εσδρα μέχρι τον Ιησού Χριστό.
Η Mασσόρα, δηλαδή η σημερινή Παλαιά Διαθήκη των Εβραίων, σύμφωνα με την παράδοση, γράφτη­κε κατά τη σύ­νοδο των ραβί­νων στην πό­λη Ιάμνια μετά την κατα­στρο­φή της Ιερουσα­λήμ και του δεύ­τερου Ναού καθώς και των Εβραϊκών χειρο­γρά­φων από τον ρωμαίο στρατηγό Τίτο το 70 Κ.Ε. Αυτή η συνέ­λευ­ση της Ιάμνιας όμως αμφι­σβη­τεί­ται από μερι­κούς ιστορι­κούς. Μετά έχομε πολ­λές χριστιανικές εκ­δόσεις και με­σαιω­νι­κές αντι­γρα­φές με πολλές αλ­λαγές και «δι­ορ­θώ­σεις».
Βεβαίως το τε­λευταίο κεφά­λαιο του Δευτερο­νο­μίου, 34, δεν είναι δυνατόν να το έγραψε ο Μωυσής, αφού περιγράφει εν συντομία τον θάνατό του, την ταφή του και τη διαδοχή του από τον Ιησού του Ναυή. Οι Ορθόδοξοι βρήκαν τη συμ­βι­βαστική λύση ότι όλη η Πεντάτευχος γράφτηκε από τον Μωυσή εκτός από το τελευταίο κε­φά­λαιο φυσι­κά. Αυτό όπως ισχυρί­ζονται το έγραψε ο Ιησούς του Ναυή μαζί με το επό­μενο ομώνυμο βι­βλίο. Δεν προσκο­μί­ζουν όμως καμία απόδειξη ή έν­δειξη αυ­τών των ισχυ­ρισμών. Επί­σης Δευτερονόμιον ση­μαίνει δεύτερος νό­μος, του Θεού Γιαχβέχ. Τί χρειαζόταν τότε αφού υπήρχε ήδη ο πρώτος που είχε επίσης δοθεί στον μέγιστο προ­φήτη Μωυσή από τον ίδιο τον Θεό Γιαχβέχ; Οι επιστήμονες γνωρίζουν ότι το Δευ­τε­ρονό­μιον πρωτοεμφανίζεται επί Ιωσία. Το χρειάζονταν για τους λό­γους τους οι περί τον Ιωσία βίαιοι γιαχβιστές οι οποίοι και το έγραψαν. Είναι πολύ πιθανόν ότι το συνέ­θεσε ο σαμανοπροφήτης Ιερεμίας. Αλλά ας μας δώ­σουν την δική τους απάντηση σ’ αυτή τη θεο­λογική διαπορία οι σοφοί του Εβραιο­χρι­στια­νι­σμού...
Επομένως καταλήγομε: Μόνον καθ’ υπαγόρευση ή θεϊκή έμπνευση ΔΕΝ γρά­φτη­κε η Πεντάτευχος, πράγμα αληθές και για ολόκληρη την Βίβλον. Γράφτηκε με συ­νεχείς αλλαγές, διορθώσεις, ετερόκλητα συμπιλήματα και προσ­θαφαιρέσεις που κρά­τησαν του­λάχιστον πέντε αιώνες. (Για ολόκληρη την Βίβλον χρειάστηκαν πολλοί πε­ρισσότεροι.). Μάλιστα δε, ο κάθε διορ­θωτής δεν σεβόταν το πνεύμα και τις ιστορικές συνθήκες των προκατόχων του, αλλά δια­στρέβλωνε το κείμενο ώστε να συμφωνεί με τις δικές του από­ψεις και να εξυπηρετεί τα συμφέροντα και τις θεο­λο­γίες των καστών για τις οποίες έγρα­φε.]

ΟΙ ΚΥ­ΡΩ­ΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΙΣ ΠΑΡΑΒΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ

Το σύ­νταγ­μα του Ισ­ρα­ήλ που επι­κυ­ρώ­θη­κε από τον Θεό ήταν μια θε­ο­κρα­τία ή «κυ­βέρ­νη­ση εκ Θε­ού» που την εκτε­λού­σαν και διεύ­θυ­ναν οι ιε­ρείς, — ένα τέ­λειο πα­ρά­δειγ­μα συγ­χω­νεύσε­ως κρά­τους και ιε­ρα­τεί­ου (εκ­κλη­σί­ας), με το κρά­τος τε­λεί­ως κα­τα­βρο­χθι­σμέ­νο από την ιε­ρο­κρα­τί­α.—. Η πο­λι­τι­κή δια­κυ­βέρ­νη­ση και η δια­χεί­ρι­ση των «νόμων του Κυ­ρί­ου» επεν­δύ­θη­κε κα­τά θε­ϊ­κή δια­τα­γή στην ιε­ρο­κρατία. Οι ιε­ρείς ήταν οι ανώτατοι και τε­λι­κοί δι­κα­στές όλων των εγκλη­μά­των και των πο­λι­τικών αντι­νο­μι­ών. Στο Δευ­τε­ρο­νό­μιον 21: 5 εί­ναι θε­σπι­σμέ­νο ότι:

«...και έδω­σε (ο Θε­ός) στους ιε­ρείς το δι­καί­ω­μα να απο­φαί­νο­νται επί πά­σης αμ­φι­σβη­τή­σε­ως και αδικί­ας.».

[Είναι όν­τως περίεργο! Δεν υπάρχει πράξη και γραφή του λαού Ισραήλ που να μην περιβάλλεται από μια θεολογική επένδυση και να μην περιστρέφεται γύρω από μια ιερατική επικύρωση, καταπίε­ση και εκτέλε­ση.
Στην Έξοδον των Ο(β)΄, 22: 28 διαβάζομε: «θεούς ου κακολογήσεις και άρ­χοντα του λαού σου ου κακώς ερείς.». Η απόδοση του θεολόγου Γεωργίου Γ. Ψαλ­τάκη στην πο­λύτομη έκδοση της Παλαιάς Διαθήκης του Σωτήρος, σελίδα 121, έχει ως εξής: «Δεν πρέπει να υβρίσης ποτέ του Κριτάς, που σαν εκπρόσωποι του Θεού απο­νέμουν την δικαιοσύνην, ούτε να κακολογήσης άρχοντα του λαού σου (που έλαβε από Εμέ την εξουσίαν του διά την κοινωνικήν ευταξίαν).». Άρα οι ιερείς, γραμματείς βουλευτές και δικαστές είχαν απόλυτη και θεϊκά δοσμένη εξουσία. Ακόμα και αν δεν έκαναν σωστά και δίκαια τη δουλειά τους κανείς δεν είχε το δικαίωμα να τους κρίνει ή να τους μεμφ­θεί.
Το ίδιο πνεύμα απαγορεύσεως κρίσεως αλλά μαζί με παραίτηση για τιμω­ρία και ανταπόδοση συνεχίζεται και στα χωρία:

Δευτερονόμιον 32: 35: «εν ημέρα εκδικήσεως ανταποδώσω, εν καιρώ, όταν σφαλή ο πούς αυτών, ότι εγγύς ημέρα απωλείας αυτοίς, και πάρεστιν έτοιμα υμίν.».
Α΄ Σαμουήλ-Βασιλειών 24: 13: «δικάσαι Κύριος ανά μέσον εμού και σου, και εκδικήσαι με Κύριος εκ σου· και η χείρ μου ουκ έσται επί σοί,».
Ματθαίος 7: 1-2, ο Ιησούς δηλώνει: «Μη κρίνετε, ίνα μη κριθήτε· εν ω γαρ κρίματι κρίνετε κριθήσεσθε, και εν ω μέτρω μετρείτε μετρηθήσεται υμίν.».
Πρός Ρωμαίους 12: 19, ο Παύλος επαναλαμβάνει: «μη εαυτούς εκδικούντες, αγαπη­τοί, αλλά δό­τε τόπον τη οργή· γέγραπται γαρ· εμοί εκδίκησις, εγώ ανταπο­δώσω, λέγει Κύ­ρι­ος.».

Τότε τί χρειάζονται οι νόμοι και τα δικαστήρια. Τί χρειάζεται ο Μωσαϊκός Νόμος αφού ο Κύριος θα φροντίσει όταν έλθει η ώρα.; Παντού αντιφάσεις και αντικοινωνι­κές εντολές. Καμία πολιτισμένη κοινωνία δεν εφάρμοσε τέτοιες εντολές. Η πολιτισ­μένη κοινωνία κρίνει και κρίνεται· έχει νόμους, δικαστήρια και τιμωρεί το έγκλημα.
Ο Ιησούς όμως διατηρεί το δικαίωμα να κρίνει και να κατακρίνει ο ίδιος, πράγμα που κάνει συ­νεχώς εντός των Ευαγγελίων. Στον δε Ματθαίο παραδίδει το δι­καίωμα αυτό και στους μαθητές του όταν θα έλθει η εσχατολογική παλιγγενεσία: 19: 28 «ο δε Ιησούς είπεν αυτοίς· αμήν λέγω υμίν ότι υμείς οι ακο­λουθή­σαντές μοι, εν τη παλιγγενεσία, όταν καθίση ο υιός του ανθρώπου επί θρό­νου δό­ξης αυτού, καθίσε­σθε και υμείς επί δώδεκα θρόνους κρίνοντες τας δώδεκα φυλάς του Ισραήλ.». Επίσης στον Ματ­θαί­ον 16: 19, 18: 18, και στον Ιωάννην 20: 23 παραδίδει στους μα­θητές και στους συνεχι­στές των το ανεξέλεγκτο δικαίωμα να συγχωρούν ή να μην συγχωρούν αμαρτίες στη γη και στον ουρανό.
Αναλύσετε αυτά τα χωρία σε σχέση με τον Μωσαϊκό Νόμο και κρίνετε μόνοι σας περί αντιφάσεων και ανακατοσούρας. Συνεχίζομε με τον J. Wheless:]

Το ιε­ρα­τι­κό επάγ­γελ­μα ήταν θε­ϊ­κά ορι­σμέ­νο να εί­ναι ένα αγια­σμέ­νο μο­νοπώ­λιο της οι­κο­γέ­νειας του Αα­ρών ο οποί­ος, μα­ζί με τους τέσ­σε­ρις γιους του, εξελέ­γησαν από τον Γιαχβέχ και χρί­στη­καν από τον Μω­υ­σή ως οι πρώ­τοι ιε­ρείς (Έ­ξο­δος 38: 1, 39: 21) και στην Έξο­δο 40: 10-14, ιδιαι­τέ­ρως στο στί­χο 13, δια­βά­ζου­με:

«...Αυ­τό δε το χρί­σμα με το ιε­ρόν έλαιον θα εί­ναι χρί­σμα ιε­ρο­σύ­νης πα­ντο­τινόν εις τους απο­γό­νους αυ­τών.».

[Για το μονοπώλιο του ιερατικού αξιώματος από τους Λευίτες και τις υπερβολικά άπ­λη­­στες απολαβές τους διαβάστε επίσης: (70-2) Έξο­δος 28: 1-3, 29, 38: 1, 39: 21, 40: 10-14, (70-2) Λευι­τικόν 8: 1-36, 9: 1-4, 10, (70-2) Αριθ­μοί 3, 8: 5-26, 16: 9-11, 17: 6-28, 18, 25, 35: 1-8, Δευτε­ρο­νό­μιον 18: 1-14. Στο βι­βλίο Α΄ Παραλειπομένων κεφάλαια 16, 23-26 έχομε ξανά δια­τάξεις περί Λευιτών, ιερέ­ων και άλλων αξιωματούχων του Ναού. Πολλές απολαβές του ιερατείου, που τελειωμό δεν έχουν, ξαναγράφονται στο Β΄ Παραλειπομέ­νων κεφάλαιο 31, κλπ. Η Mασ­σό­ρα έχει άλλες ανα­φο­ρές ίδιες και άλ­λες διαφορε­τικές.].
Ο Μω­υ­σής έχο­ντας απο­δώ­σει αυ­τή τη θε­ϊ­κή εξου­σιο­δό­τη­ση αιω­νί­ως στην οικο­γέ­νεια του Αα­ρών [α­δελ­φού του!] ήταν από­λυ­τη ανά­γκη να την επι­κυ­ρώ­σει με φρι­κτές απειλές και τι­μω­ρί­ες, για να εμπο­δί­ζει τις ιε­ρό­συ­λες προστριβές. Διά τού­το ο Θε­ός απο­φά­σι­σε και διάταξε την ποι­νή του θα­νά­του για οποιον­δήπο­τε ήθε­λε να πα­ρέμ­βει στους ιε­ρα­τι­κούς μο­νοπωλητές. Στους Αριθ­μούς 3: 10 δια­βά­ζομε ότι:

«Τον Αα­ρών και τους υιούς του θα ορί­σεις για όλα όσα αφο­ρούν τη Σκη­νή του Μαρ­τυ­ρί­ου, να εκτε­λούν δη­λαδή τα ιε­ρα­τι­κά τους κα­θή­κο­ντα τόσο τα ανα­φε­ρό­με­να στο βω­μό [θυ­σια­στή­ριο των ολο­καυ­τω­μά­των], όσο και τα ανα­φε­ρό­με­να στο εσω­τε­ρι­κό του κα­τα­πε­τά­σματος [τα άγια]. Άν­θρω­πος από άλ­λη φυ­λή, ο οποί­ος θα πλη­σιά­σει και θα αγ­γί­ξει [τα κα­θαγιασ­μέ­να σκεύ­η], θα θα­να­τω­θεί.».

Οι ιστο­ρί­ες των όσων συ­νέ­βη­καν στον Να­δάβ και στον Αβιούδ (και οι δύο ήταν γιοι του Αα­ρών), στο Λευ­τι­κόν 10: 17 και στον Κορ­ρέ με τους 250 συ­ντρό­φους του [και τις οι­κο­γέ­νειές τους], στους Αριθ­μούς 16, φα­νε­ρώ­νουν πό­σο αυ­τές οι θα­να­τη­φό­ρες τι­μω­ρί­ες εφαρ­μό­ζο­νταν από τους αγια­σμέ­νους δι­καιού­χους των. Ο θα­να­τη­φό­ρος ζυ­γός της ιε­ρα­τι­κής κυ­ριαρ­χί­ας εί­χε πλέ­ον δι­πλο­καρ­φω­θεί πά­νω στους σβέρ­κους των Εκλε­κτών, σύμ­­φω­να με το ακό­λου­θο θε­ϊ­κό αυ­θαί­ρε­το διάταγμα, που κα­τα­γρά­φε­ται στο Δευ­τε­ρο­νό­μιον 17: 12-13:

«Ο Ισ­ρα­η­λί­της εκεί­νος, ο οποί­ος μέ­σα στον εγω­ι­σμό του δεν θα ήθε­λε να υπα­κού­σει στην από­φα­ση του αρ­χιε­ρέα του που προ­σφέ­ρει τις υπη­ρε­σί­ες του πλη­σί­ον του Γιαχβέχ, ή δεν ήθε­λε να υπα­κού­σει τον εντε­ταλ­μέ­νο κρι­τή, ο οποίος δι­κά­ζει κα­τά την πε­ρί­ο­δο εκεί­νη, ο ανυ­πά­κουος αυ­τός άν­θρω­πος θα τι­μωρη­θεί διά θα­νά­του και έτσι θα απο­βάλ­λεις τον πο­νη­ρό μέ­σα από τον ισ­ρα­η­λιτι­κό λα­ό· και όλοι οι άλ­λοι ισ­ρα­η­λί­τες, όταν ακού­σουν αυ­τήν την τι­μω­ρί­α, θα φο­βη­θούν και δεν θα εκτρα­πούν στο εξής σε ασέ­βειες.».

Υ­πα­κοή στον άγιο νό­μο επι­βαλ­λό­ταν με τι­μω­ρί­ες θα­νά­του όπως αυ­τές απο­φασί­ζο­νταν για διάφορες άλ­λες πα­ρα­βιά­σεις και εάν κά­ποιος δεν αγα­πού­σε επαρ­κώς τον κα­λο­ή­θη Θεό που τις νο­μο­θέ­τη­σε, ή για ερω­το­τρο­πί­ες με κάποιον από τους «άλ­λους θε­ούς» που τό­τε πα­ρα­δε­δεγ­μέ­νως υπήρ­χε πλη­θώ­ρα από δαύτους και προς τους οποί­ους ο Γιαχβέχ ήταν τό­σο «ζηλωτής» [ζη­λιά­ρης, ζηλότυπος, δηλαδή ζήλευε πολύ] ώστε έπρε­πε να ανα­γνω­ρι­σθεί ανώ­τε­ρός τους. Στο Δευ­τε­ρο­νό­μιον 4: 7 δια­βά­ζου­με:

«Διό­τι ποιο άλ­λο έθνος εί­ναι τό­σο μέ­γα, στο οποίο υπάρ­χει Θε­ός που εί­ναι τό­σο πλη­σί­ον του, όπως ο Γιαχβέχ ο Θε­ός μας, σε κά­θε τι και για κά­θε τι, για το οποίο τον επι­κα­λε­σθού­με;».

Και στην Έξο­δον 15: 11 δια­βά­ζου­με:

«Ποιος από τους άλ­λους θε­ούς εί­ναι όμοιος με σέ­να Γιαχβέχ; Ποιος εί­ναι όμοιός σου, τό­σο πολύ έν­δο­ξος στους αγί­ους, τό­σο θαυ­μα­στός σε έν­δο­ξες ενέρ­γειες, δη­μιουρ­γός τό­σων κα­τα­πλη­κτι­κών θαυ­μά­των;».

Το πα­ρα­κά­τω χω­ρίο εί­ναι το θα­να­τη­φό­ρο διάταγμα που δό­θη­κε στο Σι­νά, όπως το δια­βά­ζομε στην Έξο­δον 22: 20:

«Ε­κείνος που θα προ­σφέ­ρει θυ­σία σε άλ­λους θε­ούς θα εξο­λο­θρεύ­ε­ται διά θα­νά­του. Μό­νο στον Γιαχβέχ θα προ­σφέ­ρε­τε θυ­σί­ες.».

Για το ίδιο θέ­μα δια­βά­στε και Δευ­τε­ρο­νό­μιον 17: 1-13.
 Το “ne plus ultra” [ου­δέν πλέ­ον πέ­ραν, το άκρον άω­τον δηλαδή] της θε­ϊ­κής νο­μο­θε­σί­ας και ζη­λό­τυ­πης μι­σαλ­λο­δο­ξί­ας βρί­σκε­ται σε αυ­τό εδώ το θε­ό­πνευ­στο τυ­ραν­νι­κό φιρ­μά­νι που με­τα­ξύ άλ­λων πε­ρι­λαμ­βάνε­ται στα κε­φά­λαια 13 και 17 του Δευ­τε­ρονο­μίου. [Πα­ρα­κα­λού­με τον ανα­γνώστη να με­λε­τή­σει προ­σε­κτι­κά αυ­τά τα δύο κε­φά­λαια για να απο­κτή­σει πλή­ρη γνώ­ση του θέ­ματος. Εδώ θα του υπο­κι­νή­σομε το εν­δια­φέ­ρον με το πα­ρα­κά­τω από­σπα­σμα, Δευ­τε­ρο­νό­μιον 17: 7-10: ]

«Ε­άν ο αδελ­φός σου, ο γιος της μη­τέ­ρας σου δη­λα­δή, ή η κό­ρη σου, ή η σύ­ζυ­γος της καρ­δίας σου, ή ο φί­λος σου που εί­ναι τό­σο δι­κός σου όσο και η ψυ­χή σου, σε πα­ρα­κι­νή­σουν κρυ­φά λέ­γο­ντάς σου, «ας πά­με να λα­τρεύ­σομε άλ­λους θε­ούς», εσύ δεν πρέ­πει να συμ­φω­νή­σεις μ’ αυ­τόν, μή­τε να δώ­σεις προ­σο­χή σ’ αυ­τόν· ού­τε τα μά­τια σου θα τον λυ­πη­θούν, ού­τε πρέ­πει να τον σώ­σεις, ού­τε να τον απο­κρύψεις. Αλ­λά οπωσ­δή­πο­τε πρέ­πει να τον σκο­τώ­σεις· τα χέ­ρια σου οφεί­λουν να εί­ναι τα πρώ­τα που θα πέ­σουν επά­νω του για να τον θα­να­τώ­σουν και έπει­τα τα χέ­ρια όλου του κό­σμου. Και τα χέ­ρια σας θα τον λι­θο­βο­λή­σουν με λί­θους, μέ­χρις ότου απο­θά­νει.».

[Εδώ υπάρχει ο σολοικισμός «λιθο­βολή­σουν με λίθους». Τον συναντάμε παν­τού, από την Εβραϊκή έκδοση, την μετάφραση των Ο΄ (ακριβέστερον των Οβ΄, οι οποί­οι γρά­φουν: «λιθο­βολή­σουσιν εν λίθοις»), μέχρι και όλες τις μετα­φράσεις. Δι’ αυτόν τον λόγο και τον διατηρώ εδώ, ώστε να δείξω ότι στα θεό­πνευστα κείμενα με­ταξύ πολλών άλλων γίνεται και κακή χρήση της γλώσσας. Είναι φιλολογικώς αναν­τίρρητον ότι οι Εβδομή­κοντα(δύο) πιθανώς να ήσαν κατά τα άλλα θεόπνευστοι αλλά ήσαν πολύ κακοί μετα­φρα­στές και είχαν λίαν περιορισμένη γνώση της Ελληνικής!
Επί της ιδίας αγριότητος στους Αριθ­μούς 25: 1-13, δί­δε­ται η δια­τα­γή «...να σκο­τώ­σει ο κα­θέ­νας τον συγ­γε­νή του...» και πε­ρι­γρά­φο­νται φρι­κώ­δεις εκτε­λέ­σεις γυ­ναι­κών. Σας παρα­κα­λού­με να με­λε­τή­σε­τε αυ­τό το κεί­με­νο! Ακόμα βλέπε και Δευ­τε­ρο­νό­μιον 6: 14-15, 7: 10, Ιησούς του Ναυί 24: 16-20, Α΄ Σαμουήλ ή Βασιλειών 2: 30-34, Β΄ Πα­ρα­λειπομένων 15: 13, Ψαλμοί 49 (ή 50): 22, 51 (ή 52): 5-7, κλπ.].
 Δεν έχω στα χέ­ρια μου για να συ­γκρί­νω, τον θρη­σκευ­τι­κό κώ­δι­κα των Απά­τσι [μην ξε­χνά­τε ότι ο συγγραφέας Joseph Wheless ήταν αμε­ρι­κα­νός], αλ­λά αμ­φι­βάλλω ότι πε­ριέ­χει ένα τέ­τοιο αντα­γω­νι­στι­κό νο­μο­θέτημα. Μια τέ­τοια κό­λα­ση γρα­φι­κών τι­μω­ριών κα­ταγ­γέλ­λε­ται ενα­ντί­ον του ατυ­χή Εκλε­κτού Λα­ού ο οποίος «δεν θα τη­ρή­σει όλες αυ­τές τις εντο­λές». Για μια αξιο­θαύ­μα­στη με­λέ­τη πά­νω σ’ αυ­τό με­λε­τή­στε: Λευιτικόν 26: 14-16 και Δευ­τε­ρο­νό­μιον 27: 14-26 και τα κεφάλαια 28, 29 [επίσης και Β΄ Παραλειπομένων 15: 13]. Αυ­τά εί­ναι πο­λύ μα­κρο­σκε­λή για να τα ανα­γρά­ψομε εδώ. [Ο συ­νε­πής ανα­γνώ­στης ό­μως έχει χρέ­ος να τα με­λε­τήσει και να κρίνει...].

ΝΟ­ΜΟΣ ΤΗΣ ΕΝΟ­ΧΗΣ ΤΟΥ ΑΘΩ­ΟΥ

Η πρώ­τη ομο­λο­γία των έτσι κα­λου­μέ­νων «Δέ­κα Εντο­λών» απο­κα­λύ­πτει κά­τι που σε κά­θε άλ­λη «ψευ­δή» θρη­σκεία αναμ­φι­βό­λως θα εκλαμ­βα­νό­ταν ότι πρό­κει­ται για μια τρο­με­ρή και άδι­κη θε­ό­τη­τα. Συ­γκε­κρι­μέ­να μέσα στη δεύ­τε­ρη εντο­λή, Έξο­δος 20: 4-6, στον στί­χο 5 και Δευ­τε­ρο­νό­μιον 5: 9 [όπως και Έξο­δος 34: 7, Ιησούς του Ναυί 24: 19] δια­βά­ζομε:

«Διό­τι εγώ εί­μαι ο Γιαχβέχ ο Θε­ός σου, Θε­ός ζηλό­τυ­πος, ο οποί­ος επι­βάλ­λει τι­μω­ρί­ες στα τέ­κνα για τις αμαρ­τί­ες των γο­νέ­ων μέ­χρι τρί­της και τε­τάρ­της γε­νε­άς, αυ­τών που με μι­σούν.».

Εί­ναι η ίδια θε­ό­τη­τα η οποία σύμ­φω­να με την απο­κα­λυ­πτι­κή «ιστο­ρία» της Εδέμ, κα­τα­ρά­στη­κε ολό­κλη­ρη την αν­θρω­πό­τη­τα «εις πά­ντας τούς αιώ­νας» επειδή μια άπει­ρη γυ­ναί­κα, αφού απα­τή­θη­κε από «έ­ναν ομι­λού­ντα όφιν», έφα­γε τον καρ­πό του Δέν­δρου της Γνώ­σε­ως προς ανυ­πα­κοή του πρώ­του «δέν θά...» (Γέ­νε­σις κεφάλαιο 3) και είναι η ίδια θε­ό­τη­τα που αρ­γό­τε­ρα έπνι­ξε σχε­δόν όλη τη δη­μιουρ­γία της ένε­κα της οργής της για τα σε­ξουα­λι­κά πα­ρα­πτώ­μα­τα «των υιών των Ελω­χίμ [με τας θυγατέρας των ανθρώπων]» (Γέ­νε­σις 6: 4-8).
[Είναι η ίδια θεότητα η οποία επέτρεψε στον «εκλεκτό και ενάρετο» Νώε να κατα­δι­κάσει τον μικρό εγγονό του Χαναάν και τους απογόνους του σε διαρκή δου­λεία στους απογόνους του Σήμ και του Ιάφεθ. Ενώ δεν έφταιχαν σε τίποτα απολύτως εν τούτοις επέσυραν την κατάρα του Νώε επάνω τους και καταδικάστηκαν αιωνίως ένεκα ενός σφάλματος όχι των ιδίων αλλά του Χαμ, πατέρα του Χαναάν, (αν τελικά ήταν σφάλ­μα το ότι ο Χαμ έτυχε να δει τον πατέρα του Νώε να κυλιέται γυμνός επει­δή είχε με­θύσει, Γενεσις 9: 18-27). Έτσι ετέθησαν οι θρησκευτικές και θεολογικές βά­σεις της στυγνής δουλείας που βασίζεται στην διαφορά φυλής.]
Τώ­ρα λοιπόν η ίδια θε­ό­τη­τα γρά­φει στην πέ­τρα την αμε­τά­κλη­τη δια­τα­γή της πετρω­μέ­νης καρ­διάς της ότι το αγέν­νη­το αθώο θα πλη­ρώ­σει την τι­μω­ρία εκεί­νων των ενό­χων που δεν αγα­πού­σαν έναν τέ­τοιο Θε­ό, όπως ακρι­βώς το Δευ­τε­ρονό­μιον 7: 10 μας λέ­γει γι’ αυ­τούς ότι:

 «Έ­τσι ο Γιαχβέχ αντα­πο­δί­δει προ­σω­πι­κώς σ’ αυ­τούς που τον μι­σούν και εξο­λο­θρεύ­ει αυ­τούς. Δεν θα βρα­δύ­νει επί­σης να τι­μω­ρή­σει προ­σω­πι­κώς τους μισού­ντας αυ­τόν και να αντα­πο­δώ­σει σ’ αυ­τούς κα­τά τα έρ­γα των.».

Εν τού­τοις, εί­τε η Εβρα­ϊ­κή θε­ό­τη­τα σε κα­το­πι­νές επο­χές έγι­νε πιο πο­λι­τισμέ­νη εί­τε οι γραμ­μα­τείς της έπε­σαν σε άλ­λη μια από αυ­τές τις ακα­τά­παυ­στες αντι­φά­σεις οι οποί­ες κα­λύ­πτουν ένα τε­ρά­στιο μέ­ρος των θε­ο­πνεύ­στων απο­κα­λύ­ψε­ων του Γιαχβέχ τους. Διό­τι θε­τι­κώς ανα­φέ­ρε­ται, όπως π.χ. Ιε­ζε­κιήλ 18: 1, 20 και Δευ­τε­ρο­νό­μιον 24: 16, ότι:

«Και μί­λη­σε Γιαχβέχ προς εμέ ξα­νά λέ­γων... Δεν θα τι­μω­ρη­θούν διά θα­νά­του πα­τέ­ρες εξ αι­τί­ας των τέ­κνων των, ού­τε και τα παιδιά εξ αι­τί­ας των πα­τέ­ρων των. Ο κα­θέ­νας θα τι­μω­ρεί­ται διά τη δι­κήν του αμαρ­τί­α.».

[Δη­λα­δή κα­νο­νι­κή Βα­βυ­λω­νία αντι­φά­σε­ων! Αλλά μάλλον εν προκειμένω δεν πρόκειται για αντίφαση, διότι ο Γιαχβέχ ως ορίζει προηγουμένως και αλλαχού αυτός μεν θα τιμωρεί τους απογόνους, αλλά εδώ ορίζει ότι δεν θα τους τιμωρεί η κρατική-ιερατική δικαιοσύνη. Βλέπε και Β΄ Παραλειπομένων 25: 4, κ.α.
Πάν­τως αυτός ο Θεός ετιμώρησε τον Δαυίδ και την Βηρσαβεέ με το να θανα­τώ­σει το πρώτο τέκνο τους, ένεκα των φοβερών αμαρ­τιών τους (μοιχεία και σατανική δολο­φονία συζύ­γου) (Β΄ Σαμουήλ Β΄ Βασιλειών- 11: 1-27, 12: 9-19). (Ανάλογα επεισόδια με τέ­τοιου είδους τιμωρίες υπάρχουν και αλλού μέσα στη θεϊκή Βίβλο.). Εδώ οι εντολές «ού μοιχεύ­σεις», «ού φονεύσεις» και «ουκ επιθυμήσεις...» δεν είχαν καμίαν ισχύν αφού βε­βαίως επρόκειτο για τον εκλεγ­μένο βα­σι­λέα, εκλεκτό φίλο και σύμφωνο της καρ­δίας του Γιαχβέχ...! Κανονικά έπρεπε να θα­νατωθούν και οι δύο διά λιθοβολισμού σύμφωνα με τις διατάξεις του Μωσαϊκού Νόμου (Λευιτικόν 20: 10, Αριθ­μοί 35: 16-34, Δευ­τε­ρο­νό­μιον 22: 22 κλπ.). Επίσης, από τις δέκα πο­λυδια­φη­­μι­σ­μένες εντο­λές, Έξοδος 20: 1-17, Δευτε­ρονόμιον 5: 1-33 οι τέσ­σε­ρις πρώ­τες δεν έχουν καμία παγκόσμια ηθική αξία. Είναι απλώς κανόνες της ιδιοσυστα­σίας του τότε Εβρα­ϊ­κού λαού. Στην παρούσα παράγραφο ο συγ­γραφέας καταγγέλλει την αδικία και την βαρβα­ρότητα του δευ­τέρου μέρους της δευ­τέρας εντολής. Επίσης με το πρώτο μέρος αυτής της εντολή κα­ταδικάστηκαν άπαξ οι τέ­χνες της ζωγραφικής και της γλυπτικής. Οι υπόλοιπες έξη εντολές είναι στη γενικότητά τους τόσο κοινή λογική ώστε να υπάρχουν σε κάθε νομοθεσία οιουδήποτε έθνους πριν ή μετά τη μωσαϊκή νομοθεσία και χωρίς αυτό το έθνος να έχει χρειαστεί τη θεϊκή αποκά­λυ­ψη ή επιφοί­τηση!
Οι κατηγορικές προσταγές τύπου «ου φονεύσεις», κλπ. είναι γελοιώδεις και ανε­φάρμοστες. Παρατηρήσατε ότι ο Θεός Γιαχβέχ εις μεν την Γένεσιν 15: 18-20 έχει ήδη δια­τάξει ένδεκα γενοκτονίες! Ιδού Θεός δικαιοσύνης και αγάπης:

«εν τη ημέρα εκείνη διέθετο Κύριος τω Άβραμ διαθήκην λέγων· τω σπέρματί σου δώσω την γην ταύτην, από του ποταμού Αιγύ­π­του έως του ποταμού του μεγάλου, ποταμού Ευφράτου, τους Κε­ναίους και τους Κενεζαίους και τους Κεδμωναίους και τους Χετ­ταίους και τους Φερεζαίους και Ραφαείν και τους Αμορραίους και τους Χαναναίους και τους Ευαίους και τους Γεργεσαίους και τους Ιεβουσαίους.».

Αλλά λίγο πιο κάτω στο ίδιο το Δευτερονόμιον κεφάλαιο 7, προστάζει «θα φονεύσεις τον Τάδε και τον Τάδε, και τα παιδιά τους και τα κοτόπουλα τους»! Διατάζει επτά ολοκληρω­τι­κές γε­νοκτονίες και επί πλέον συναντάμε το παράδειγμα του πλέον απεχ­θούς Θεοδό­του και Απολύτου Ρα­τσισμού. Μελετείστε όλο αυτό το κεφάλαιο. Εδώ παραθέτομε τους στίχους 1-11:

Εάν δε εισάγη σε Κύριος ο Θεός σου εις την γην, εις ην εισ­πο­ρεύη εκεί κλη­ρονομήσαι αυτήν, και εξάρη έθνη μεγάλα από προ­σ­ώπου σου, τον Χετταίον και Γεργεσσαίον και Αμορραίον και Χα­ναναίον και Φερεζαίον και Ευαίον και Ιεβουσαίον, επτά έθνη πολ­λά και ισχυρότερα υμών, και παραδώσει αυτούς Κύ­ρι­ος ο Θεός σου εις τας χείράς σου και πατάξεις αυτούς, αφανι­σμώ αφα­νι­είς αυτούς, ου διαθήση προς αυτούς διαθήκην, ουδέ μη ελεήσητε αυ­τούς, ου­δέ μη γαμβρεύσητε προς αυτούς· την θυγατέρα σου ου δώ­σεις τω υιω αυτού, και την θυγατέρα αυ­τού ου λήψη τω υιώ σου· αποστήσει γαρ τον υιόν σου απ’ εμού, και λατρεύσει θεοίς ετέροις, και οργισθήσεται θυμώ Κύ­ριος εις υμάς και εξολοθρεύσει σε το τάχος. αλλ’ ούτω ποιή­σε­τε αυτοίς· τους βωμούς αυ­τών καθελείτε και τας στήλας αυτών συντρίψετε και τα άλση αυτών εκκόψετε και τα γλυπτά των θε­ών αυτών κατακαύσετε πυρί· ότι λαός άγιος ει Κυρίω τω Θεώ σου, και σε προείλετο Κύριος ο Θεός σου είναι αυ­τώ λα­όν περιούσιον παρά πάντα τα έθνη, όσα επί προσώπου της γης. ουχ ότι πολυπληθείτε παρά πάντα τα έθνη, προείλετο Κύριος υμάς και εξελέξατο Κύριος υμάς, υμείς γαρ έστε ολιγοστοί πα­ρά πάντα τα έθνη, αλλά παρά το αγαπάν Κύριον υμάς και δια­τηρών τον όρκον, ον ώμοσε τοις πατράσιν υμών, εξήγαγεν υμάς Κύριος εν χειρί κραταιά και βραχίονι υψηλω και ελυ­τρώ­σατό σε Κύριος εξ οίκου δου­λείας, εκ χειρός Φαραώ βασιλέως Αιγύ­πτου. και γνώση ότι Κύριος ο Θεός σου, ούτος Θεός, Θεός πιστός, ο φυλάσσων δια­θήκην και έλεος τοις αγαπώ­σιν αυτόν και τοις φυ­λάσσουσι τας εν­τολάς αυτού εις χιλίας γενεάς και απο­δι­δούς τοις μισούσι κατά πρόσωπον εξολοθρεύσαι αυτούς· και ουχί βρα­δυνεί τοις μισούσι, κατά πρόσωπον αποδώσει αυ­τοίς. και φυλάξη τας εντολάς και τα δικαιώματα και τα κρίματα ταύτα, όσα εγώ εντέλ­λο­μαί σοι σή­με­ρον ποιείν.

Βλέπε και Έξοδος 33: 2, Δευτερονόμιον 20: 17, Ιησούς του Ναυί κεφάλαιο 24, και πολλά άλλα σημεία του «αγίου» αυτού βιβλίου, όπου ανα­φέ­ρονται οι επτά (7) αυ­τές ειδεχθέστατες γενοκτονίες κατά τρόπον άγιον, τιμητικόν και υπερήφανον. Εις δε την Γένεσιν 15: 18-20, όπως είδαμε παραπάνω, αναφέρονται ένδεκα (11) γενοκτονίες. Αυτό θα πει θεός αγά­πης και δικαι­ο­σύ­νης! Αυτό θα πει σχέδιο «παντοδυνάμου θεού που είναι όλο αγάπη και δι­καιοσύνη» για να λυτρώσει το ανθρώπινο γένος από την κατάρα του και τη συνεχή οργή του. Ιδού τί εστί θρησκεία καταστροφής, ανοησίας και σχι­ζο­φ­ρε­νείας.
Δεν συγκρατείται ούτε επί μερικές σελίδες ώστε να λησμονήσομε τι μας είπε προ­ηγουμένως! Δείτε και τον Αρχιεπίσκοπον (όπως και όλους τους ιεροκήρυκες) ο οποίος αφού κάμει βαρύγδουπο κήρυγμα περί Δέκα Εντο­λών μετά ευλογεί τα όπλα του «φιλο­χρίστου ημών Στρατού» και κατακεραυνώνει τους Μάρτυρας του Ιαχωβά Χριστιανούς επειδή δεν στρα­τεύονται επειδή εκλαμβάνουν «ου φονεύσεις» «τοις με­τρητοίς» και το τηρούν. Διά τούτο όταν εντολές δεν αξιολογούνται αναλόγως των συνθηκών και του Καιρού, όπως π. χ. συνέβαινε με τους Νόμους του Ελληνικού και Ελληνορωμαϊκού Πο­λι­τισμού, καθίσταν­ται όχι μόνον ανεφάρμοστες αλλά και επικίν­δυνες έως καταστροφι­κές.
Εδώ επίσης αναφέρομεν ένα πολύ σοβαρό στοιχείο για τις δέκα εντολές: Οι κατά­λογοι των δέκα εντολών των δύο παραπάνω κεφαλαίων παρουσιάζουν μερικές διαφορές. Όποι­ος θέλει ας τους συγκρίνει λέξη προς λέξη και ας τους κρίνει. Δη­μι­ουρ­γούνται σί­γουρα μερικά σο­βα­ρά ερωτηματικά, αλλά δεν θα το κάνομε μεγάλο ζή­τημα εδώ. Υπάρ­χει όμως κάτι πολύ παράξενο με το κεφάλαιο 34 της Εξόδου. Εδώ αν­τι­καθίστανται οι πρώτες πλάκες που έσπασε ο Μωυσής πάνω στον θυμό του (Έξο­δος 32: 19, διά τον χρυ­σούν μό­σχον όν εποί­η­σε ο αδελφός του Ααρών..., άλλο μεγάλο ερωτη­μα­τικό, Έξοδος 32: 1-6, 35) με νέες, κατ’ εντολήν του ίδιου του Θεού Γιαχβέχ. Δεν βλέ­πομε όμως τις δέκα εντολές των δύο άλ­λων κεφαλαίων. Εκτός από δυο-τρεις που μοιά­ζουν, οι άλλες εντολές είναι εν­τελώς άσχε­τες και ανήθικες. Διαβάστε λοιπόν τα τρία αυ­τά κεφάλαια περί των δέκα εν­το­λών και ρωτήστε τους πνευμα­τι­κούς σας φωστήρες ποιος είναι επί τέλους ο σωστός κατά­λο­γος των δέκα εντολών. Στην Έξοδο 34: 28 ανα­φέ­ρεται σαφώς η απάντηση ότι αυ­τός είναι ο κατάλογος των δέκα (άλλων αντί άλλων) εντολών! Άλ­λη μια θεό­πνευ­στη αν­τί­φαση με­γάλης ολκής! Τί να ση­μαί­νουν άραγε όλα αυτά;... Όταν βρείτε την απάν­τηση πολύ θα θέ­λαμε να την ανακοι­νώ­σετε για να την μάθομε και εμείς.
Ολόκληρη η δευτέρα εντολή, Έξοδος 20: 4-6, έχει ως εξής: «ου ποιήσεις σεαυ­τώ είδωλον, ουδέ παντός ομοίωμα, όσα εν τω ουρανω άνω και όσα εν τη γη κάτω και όσα εν τοις ύδασιν υποκάτω της γης. ου προσκυνήσεις αυτοίς, ουδέ μη λατρεύσεις αυ­τοίς· εγώ γαρ ειμι Κύριος ο Θεός σου, Θεός ζηλωτής, αποδιδούς αμαρτίας πατέρων επί τέκνα, έως τρίτης και τετάρτης γενεάς τοις μισούσί με και ποιών έλεος εις χιλιάδας τοις αγαπώσί με και τοις φυλάσσουσι τα προστάγματά μου.». Όταν διδάσκουν στα σχολεία τις δέκα εντολές αναφέρουν μόνο τον στίχο 4 και σκοπίμως παραλείπουν τον 5 και αναγκαστικά και τον 6. Γι’ αυτό χρειάζεται μία πλήρης και προσεκτική μελέτη αυτού του αισχρού βιβλίου που ονομάζεται Βίβλος! Μόνο έτσι μπορεί κανείς να δει όλες τις αισχρότητες, θηριωδίες , λάθη, αντιφάσεις, κλπ., που αναφέρονται εκεί μέσα και μετά να κρίνει
Στην Έξοδο 20: 1-3 η πρώτη εντολή του δεκαλόγου δίδεται ως εξής: «Και ελάλη­σε Κύριος πάντας τους λόγους τούτους λέγων· εγώ ειμι Κύριος ο Θεός σου, όστις εξήγαγόν σε εκ γης Αιγύπτου, εξ οίκου δουλείας. ουκ έσονταί σοι θεοί έτεροι πλήν εμού
Έτσι που τίθεται, ο Κύριος ο Θεός παραδέχεται ότι υπάρχουν και άλλοι θεοί, αλλά παραγγέλλει στον εκλεκτό λαό του να μην δεχθεί άλλους εκτός απ’ αυτόν, μάλ­λον ένεκα ευγνωμοσύνης επειδή τον έβγαλε από την δουλεία της Αιγύπτου. Οι άλλοι θεοί, ως υπάρχοντες, πιθανώς να διεκδικήσουν την θέση του. Γι’ αυτό και προειδο­ποιεί!
Δεν λέγει ότι αυτός είναι ο μόνος και αληθινός θεός και όλοι οι άλλοι θεοί εί­ναι ψεύτικοι και συνεπώς, αφού τους αποκαλύπτεται και τους αποκαλύπτει αυτή την αλήθεια, δεν μένει τίποτα άλλο στους εκλεκτούς του παρά να έχουν αυτόν ως Θεό ένεκα αποκαλυφθείσας γνώσεως. Οτιδήποτε άλλη εκλογή θεού γι’ αυτούς και οποι­ουσδήποτε άλλους θα ήταν εκτός νοήματος και πραγ­ματικότητας.
Εντός αυτού του πνεύματος λοιπόν κα­τανοούνται ακόμα καλλίτερα αυτά που αναπτύσσονται εδώ γύρω από την φράση της δευτέρας εντολής: «Διό­τι εγώ εί­μαι ο Γιαχβέχ ο Θε­ός σου, Θε­ός ζηλό­τυ­πος, ... », κλπ.].
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου